18 Απρ 2015

Ευδοξία Αυγουστίνου, Πασχαλινά Λογοτεχνικά Ἀνθολογήματα


Πασχαλινά Λογοτεχνικά Ἀνθολογήματα
    «Ἑορτὴ ἑορτῶν» καί «πανήγυρις πανηγύρεων» ὀνομάζεται ἀπό τόν ἱερό ὑμνογράφο τό Πάσχα· «Λαμπρή» τό ὀνόμασε λαός μας. Μάλιστα στά μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἔφτανε μιά μέρα μόνον, ἡ «Λαμπρή», νά καλλιεργεῖ τή γλυκειά ἐλπίδα τῆς λευτεριᾶς, τῆς ἀνάστασης τῆς πατρίδας μας. Θά περιηγηθοῦμε στό εὐωδιαστό τῆς λογοτεχνίας μας περιβόλι, γιά νά δοῦμε πῶς οἱ λογοτέχνες ὑμνοῦν τή Λαμπρή.

    Καταρχήν ἡ Ἀνάσταση κατέχει ἐξέχουσα θέση στά δημώδη ἄσματα. Μέ τοῦτα τά τραγούδια τό ἔθνος μας κρατήθηκε αἰῶνες ὁλόκληρους, καθώς γιά τά σκλαβωμένα Ἑλληνόπουλα ἀποτελοῦσαν τό καλύτερο σχολεῖο, ὅταν ἔξω ἀπό τίς ἐκκλησιές χόρευαν καί τραγουδοῦσαν: 
«Σήμερα, Δῆμο μ᾽, Πασχαλιά,
σήμερα πανηγύρι.
Τά παλληκάρια χαίρονται
καί ρίχνουν στό σημάδι.
Καί σύ, Δῆμο μ᾽,
στά Γιάννενα στόν ἅλυσο δεμένος,
στόν ἅλυσο, στό κούτσουρο,
στό ἔρημο τουμπρούκι».
     ἐθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στόν «Λάμπρο» ζωγραφίζει τήν πασχαλινή ἀτμόσφαιρα μέ τόν καθαρότατο οὐρανό, τό γλυκό ἀγέρι, τίς δαφνοφόρες ἐκκλησίες, τίς εἰρηνοφόρες ἀγκαλιές, τή λάμψη τῶν εἰκόνων καί τό ἀντιφέγγισμα στά πρόσωπα ἀπό «τό φῶς πού χύνουνε οἱ λαμπάδες». 
«Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τό δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δέν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σέ κανένα ἀπό τά μέρη
καί ἀπό κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκό στό πρόσωπο τ’ ἀέρι,
πού λές καί λέει
μές στῆς καρδιᾶς τά φύλλα:
Γλυκειά ἡ ζωή καί ὁ θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ἀνέστη! Νέοι, γέροι καί κόρες,
ὅλοι, μικροί μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε
μέσα στές ἐκκλησίες τές δαφνοφόρες
μέ τό φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε...».
Δίκαια ἡ κριτική τό θεώρησε ὡς τήν πιό ἄρτια ἀπόδοση τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν ὀρθοδόξων στή νεοελληνική ποίηση. 
      Ὁ ποιητής τῆς πεζογραφίας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνθέτει τήν ἀναστάσιμη ἀτμόσφαιρα, ἀξιοποιώντας τήν αἰσθητική ἀξία τῶν γλωσσικῶν μέσων καί φθάνοντας στόν γνωστό οἶστρο τῆς εἰκονογράφησης τῆς ἐαρινῆς φύσης: «Ἡ Ἐκκλησία ὑμνεῖ καί πανηγυρίζει τήν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος... ἀποβάλλουσα τήν πένθιμον περιβολήν, ἐνδύεται λευκήν καί φεγγοβόλον στολήν, ὡς ἄν ἀντανακλᾶ ἐπ’ αὐτῆς ἡ λευκότης καί ἡ λάμψις τοῦ ἀγγέλου, τοῦ ἀποκυλίσαντος τόν λίθον τοῦ μνημείου.
Τά ἀνήλια βάθη, οἱ ζοφεροί θόλοι τῶν χριστιανικῶν ναῶν, διαυγάζονται ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἀνεσπέρου φωτός... Ὦ μέθη τῆς Νύμφης ἐπί τῇ ἀνακτήσει τοῦ Νυμφίου, ὦ μέθη τρισαγία καί ἀνερμήνευτος!... 
 Τό ἔαρ συνεορτάζει μετά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φύσις συναγάλλεται μετά τῆς πίστεως... Ἡ Ἄνοιξις, ὡς ἄλλη μυροφόρος, ὡς τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας ἀδελφή, κηρύσσει διά μυρίων στομάτων ὅτι “ἑώρακε τόν Κύριον”».
 Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς στό ποίημα «Ἀνάσταση» βλέπει τόν ἄγγελο πού ἦρθε τήν πέτρα νά κυλίσει νά σκορπᾶ «ὅλη τή λάμψη του στή φύση» καί προχωρεῖ ἀποκαλύπτοντας τήν προσωπική του μέθεξη.
«Ἀνάσταση κι ἀγάπη λαμπερή,
κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει
καί ξημερώνει μέρα καί φορεῖ
στολή μ’ ἀστέρια κ’ ἄνθια κεντημένη…
Ἡ ὀμορφιά κι ἡ ἄνοιξη κι ἡ νιότη
φωλιάζουν μέσα μου, τρεῖς θησαυροί,
Καί ντύνουν τῆς καρδιᾶς μου τή γυμνότη
μ’ ἀνάσταση κι ἀγάπη λαμπερή».
  Κώστας Κρυστάλλης, τό ἁγνό ἠπειρωτόπουλο πού παροικεῖ στήν Ἀθήνα τοῦ 1892, αἰσθάνεται τούς γλυκασμούς τῆς γλυκόλαλης καμπάνας καί ἀναπολεῖ τό ἠπειρώτικο Πάσχα μέ τόν γυρισμό τῶν ξενιτεμένων καί τήν προσέλευση ὅλων στήν ἐκκλησιά τοῦ χωριοῦ τους
 «Κι οἱ καμπάνες, πού στολίζουν, ἀπό τρεῖς κι ἀπό πέντε μαζί, τά ψηλά καμπαναριά τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Πίνδου, ἀναστατώνουν αὐτές τίς ἡμέρες μέ τούς ἤχους των ὅλη τήν ἔκταση τῶν βουνῶν καί τά βάθη τῶν ἀγρίων ἐκείνων φαραγγιῶν... Πιό χαρωπές ὅμως ἀντηχοῦν οἱ καμπάνες στόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, στήν πρώτη Ἀνάσταση. Καί σημαίνουν, σημαίνουν ἀδιάκοπα τότε, σάν νά θέλουν νά ξυπνήσουν καί τούς νεκρούς ἀπ’ τά μνήματά τους, γιά νά γιορτάσουν στήν ἐκκλησιά τή μεγάλη Ἀνάσταση.
 ... Κι ὅταν βγαίνουν ἀπολείτουργα ἀπ’ τήν ἐκκλησιά, τούς χαιρετίζει μέ χαμόγελα τό ροδόλευκο γλυκοχάραγμα, πού βάφει μέ τήν πορφύρα του τίς ἄκρες τ’ οὐρανοῦ καί τῶν κορυφῶν τά χιόνια καί μυρώνει μέ θεϊκά ἀρώματα τά χλοερά χαλιά τῶν χαμηλωμάτων καί τόν αἰθέρα καί διαλύει τά σκοτάδια τῶν βαθιῶν φαραγγιῶν... Χαϊδεύει ὁ Λαμπριάτικος ἥλιος τόν χιονισμένο Πίνδο, τόν χαϊδεύει ... Καί χαμογελάει τώρα ὁ Πίνδος καί λησμονάει τό μακρύ χειμωνιάτικο ὕπνο του καί ξαναπαίρνει ζωή καί δύναμη».
 Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι τρόπος ζωῆς. Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως διαπερνᾶ τίς ψυχές μας καί δημιουργεῖ πραγματικά μιά ἐπανάσταση, μία ἐκ βαθέων ὑπαρξιακή ἀλλαγή. Ὁ ποιητής Γ. Δροσίνης παρουσιάζει στό ποίημά του «Ἡ μετάνοια» τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐπισκέπτεται τόν φυλακισμένο πού συναισθανόμενος τό ἔγκλημά του δακρύζει: 
«Χριστός ἀνέστη!
Ἀκούγεται ξάφνου ἡ ψαλτική
κι ὁλόχαρη ἡ καμπάνα ἀπ’ τό ξωκκλήσι.
Καί τοῦ φονιᾶ τό μάτι ἔχει δακρύσει...
Καί τότε στό κελλί περιχυμένο
μέ φῶς μυρίων λαμπάδων
εἶδαν τό Χριστό…
Ἦρθα γιά σέ! 
Εἶπε στό μετανοιωμένο...».
 Ὁ ποιητής Γ. Βερίτης στόν «Ἀναστάσιμο» τραγουδᾶ τήν ἐσταυρωμένη Ἀγάπη πού ἔρχεται, ἀνοίγει τούς τάφους καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν κατάσταση τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ἐγωπάθειας, τῆς ἐγωκεντρικῆς μόνωσης: 
«Στήν ἀναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά...
Δόξα, ὡσαννά στόν Πλαστουργό
πού ’ρθε μέ λόγο καί Σταυρό
τόν κόσμο ν’ ἀναπλάσει...
Πλάκες πού στέκατε βαρειές
στά μνήματα καί στίς καρδιές,
σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου». 
 Κλείνουμε τή λογοτεχνική περιήγησή μας μέ τό ποίημα τοῦ Σ. Σκίπη «Μεγάλη Παρασκευή τοῦ 1942», μέ τό ὁποῖο ὁ ποιητής ἐκδηλώνει τήν ἀντιστασιακή καί συνάμα ἐλπιδοφόρα του διάθεση:
«Φέτος στή θέση τοῦ Χριστοῦ
στό Γολγοθᾶ οἱ ἐχθροί μας
καρφώνουνε τή Λευτεριά
καί κλαίει, πονεῖ ἡ ψυχή μας.
Μά ἀπό τόν τάφο της θά βγῆ
καί πάλι ἀναστημένη!
Τήν περιμένουμε ἄγρυπνοι,
σκυφτοί, γονατισμένοι».
Ἀμήν. Καλή Ἀνάσταση καί στήν πατρίδα μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com