Τό Α΄ μέρος ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ
Σεβασμιωτάτου στήν ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου γιά τούς Ἐκπαιδευτικούς
κατά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν (βλ. σχετική ἀναφορά τεῦχ. 222).
*
Πάντοτε
αὐτήν τήν ἡμέρα μᾶς συγκεντρώνει ἡ ἀγάπη μας γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως
γιά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες πού ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στήν ἐποχή τους καί στήν
μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη μας γιά τήν Παιδεία πού
πρέπει νά ἐπικρατῆ στήν Πατρίδα μας.
Ἐπι
πλέον εἶναι εὐκαιρία νά ἐκφράζω τήν ἀγάπη καί τήν ἐκτίμησή μου σέ σᾶς τούς ἐκπαιδευτικούς
λειτουργούς, πού καταναλίσκεσθε στήν μεταφορά τῆς γνώσης στά παιδιά, ὄχι μόνον
τῆς διανοητικῆς γνώσης, ἀλλά καί τῆς πολιτιστικῆς καί τῆς πνευματικῆς γνώσης, ἡ
ὁποία θά παίξη μεγάλο ρόλο στούς μαθητές σας, ὅταν αὐτοί θά εἰσέλθουν στήν
κοινωνία γιά νά παίξουν κάποιο ρόλο.
Ἐφέτος
κλείνω στήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη εἴκοσι χρόνια ποιμαντικῆς διακονίας καί ὅλα αὐτά
τά χρόνια κάθε Ἰανουάριο στήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀνέπτυσσα διάφορα θέματα
πού εἶχαν σχέση μέ τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, προσπαθώντας πάντοτε νά ἐπικεντρώνομαι
στήν ἐπικαιρότητα. Θά σᾶς ὑπενθυμίσω τούς τίτλους τῶν ὁμιλιῶν μου γιά νά δῆτε
τόν πλοῦτο τῶν θεμάτων πού ἀναπτύχθηκαν κατά τά εἴκοσι αὐτά χρόνια.
«Εἶναι
καί γίγνεσθαι κατά τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση» (1996). «Ἡ ἑλληνόρθοδοξη παιδεία
στήν σύγχρονη πραγματικότητα» (1997). «Ὁ Δυτικός Διαφωτισμός καί ὁ ὀρθόδοξος
φωτισμός» (1998). «Ἀλληλεπιδράσεις πολιτικῆς καί θεολογίας στήν Εὐρώπη
συγκριτικά μέ τήν Ρωμαίικη παράδοση τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν» (1999). «Χρόνος καί αἰωνιότης»
(2000). Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση» (2001). «Ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ
τρομοκρατία καί ὁ Φονταμενταλισμός κατά τό πνεῦμα τῆς διδασκαλίας καί τοῦ ἔργου
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν» (2002). «Σύγχρονες ἀπόψεις ἀγωγῆς καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες»
(2003). «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ ἄσκηση» (2004). «Θρησκεία καί Ἐκκλησία»
(2005). «Βιοηθική καί ὀρθόδοξη ἠθική στό "πνεῦμα" τῆς διδασκαλίας τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν» (2006). «Ἕνας ὑποψήφιος γιά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν» (γιά
τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης) (2007). «Δάνεια, τόκος καί τοκογλυφία, κατά τούς Τρεῖς
Ἱεράρχες» (2008). «Ἀποδεικτικοί καί διαλεκτικοί συλλογισμοί περί θείων καί ἀνθρωπίνων»
(2009). «Ἡ φιλανθρωπία κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες» (2010). «Ἡ πείνα τῶν πτωχῶν
καί ἡ ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (2011). «Ἐξουσία, φόροι
καί Τρόϊκα, κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες» (2012). «Ὁ τέταρτος αἰώνας, κατά τόν Μέγα
Βασίλειο» (2013). «Ρωμαῖοι Πατέρες καί Φράγκοι θεολόγοι» (2014).
Πάντοτε
προσπαθοῦσα νά σᾶς μεταφέρω κάποιες νέες γνώσεις, ὥστε νά σᾶς βοηθήσω νά
βλέπετε τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί γενικότερα τήν ἐκκλησιαστική ζωή μέσα ἀπό
τήν σύγχρονη πραγματικότητα καί νά ἐκτιμήσετε αὐτόν τόν πνευματικό πλοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Ἐσεῖς εἶσθε ἐκεῖνοι πού θά κρίνετε αὐτό τό ἔργο πού σᾶς προσέφερα
τόσα χρόνια.
Ἐφέτος,
ὅπως ἀνακοινώθηκε, τό θέμα πού ἐπέλεξα νά ἀναπτύξω εἶναι «Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
καί τό Ἰσλάμ». Πρόκειται γιά μεγάλο θέμα καί πολυεπίπεδο, ὡστόσο θά προσπαθήσω
νά τονίσω μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα πού εἶναι ἄγνωστα σέ πολλούς ἀνθρώπους. Θά
ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ τρία σημεῖα: Πρῶτον, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί τό Ἰσλάμ,
δεύτερον οἱ τέσσερεις φάσεις ἀντιμετωπίσεως τοῦ Ἰσλάμ ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
καί τρίτον ἡ σύγχρονη πραγματικότητα στήν Μέση Ἀνατολή.
1. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί τό Ἰσλάμ
Ὁ
τίτλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ φαίνεται λίγο παράδοξος, γιατί ποτέ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες
δέν ἀσχολήθηκαν μέ τό Ἰσλάμ, οὔτε κἄν συναντήθηκαν ποτέ μαζί του, γιατί οἱ δύο
πρῶτοι (Μέγας Βασίλειος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) ἔζησαν στόν 4ο αἰώνα, ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κοιμήθηκε ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα, ἐνῶ τό Ἰσλάμ ἐμφανίσθηκε
τόν 7ο αἰώνα καί στούς ἑπόμενους αἰῶνες ἄρχισε νά ἐπεκτείνεται στήν ἀνατολή καί
τήν δύση. Ὅμως, μπορεῖ κανείς νά βρῆ σημεῖα στά ὁποῖα φαίνεται μιά ἀρνητική
σχέση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο.
Ὁ
Μωάμεθ γεννήθηκε, κατά τήν ἀραβική παράδοση, τό ἔτος 570 μ.Χ. δηλαδή τέλος τοῦ
6ου αἰῶνος. Τό ἔτος 610, ἀρχές τοῦ 7ου αἰῶνος εὑρισκόμενος σέ ἕνα σπήλαιο
πλησίον τῆς Μέκκας, ὁραματίσθηκε ἕναν ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε νά διαβάζη. Ἐπειδή
δέν γνώριζε νά διαβάζη, γι’ αὐτό ὁ ἄγγελος διάβαζε καί ὁ Μωάμεθ ἐπανελάμβανε,
λέγοντας ὅτι ὁ Κύριος ἔκτισε τά πάντα, ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀπό θρόμβο αἵματος, ὁ
Κύριος εἶναι ὁ γενναιότερος καί συνέστησε στόν ἄνθρωπο τήν χρήση τῆς γραφίδος
καί τοῦ δίδαξε ὅ,τι προηγουμένως ἀγνοοῦσε. Αὐτή ἡ ἄποψη θεωρεῖται ὁ θεμέλιος
λίθος τοῦ Κορανίου.
Ἡ
ἐπίσημη ἔναρξη τῆς δράσεως τοῦ Μωάμεθ ἔγινε τό ἔτος 613 μ.Χ. στό κέντρο τῆς
Μέκκας καί ἐργάσθηκε ἐκεῖ μέχρι τό ἔτος 622 μέ ποικίλες ἀντιδράσεις. Ἡ ὁριστική
διαμόρφωση τοῦ Ἰσλαμισμοῦ εἶναι ἡ περίοδος τῆς Μεδίνας μεταξύ τῶν ἐτῶν 622-632,
τήν χρονολογία δέ αὐτή (632) ἀπέθανε. Γενικά, ὁ Μωάμεθ ἄρχισε τήν ζωή του ὡς
βοσκός, ἐξελίχθηκε σέ ἔμπορο, ἀργότερα μέ τό ὅραμα ἔγινε προφήτης καί ἀπό
προφήτης ἔγινε ἀρχηγός θεοκρατικοῦ κράτους καί ἱδρυτής θρησκείας.
Ἡ
λέξη ἰσλάμ προϋπῆρχε τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Μωάμεθ καί εἶχε μιά ἔννοια ἐμπορική,
καί σήμαινε τήν συμφωνία καί τήν συνθήκη, τόν λόγο τιμῆς προκειμένου νά κλεισθῆ
μιά ὑπόθεση. Ὁ Μωάμεθ ἔδωσε καινούρια σημασία στήν λέξη αὐτή καί γι’ αὐτό Ἰσλάμ
σημαίνει τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Ἀλλάχ καί περισσότερο
προσδιορίζει τόν σκοπό καί τόν προσανατολισμό τῶν ὀπαδῶν του. Ὅσοι ἀποδέχονται
αὐτήν τήν μορφή σχέσεως μέ τόν Θεό ὀνομάζονται muslim καί ἀπό τήν λέξη αὐτή προῆλθε
ὁ μουσουλμανισμός. Ἡ λέξη μουσουλμάνος σημαίνει αὐτόν πού εἶναι παραδεδομένος
στόν Κύριο.
Ὁ Μωάμεθ δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τίς ἀπόψεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
ὅπως τίς ἐξέφρασαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες της, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες,
ἀλλά δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπό αἱρετικούς, τούς ὁποίους πολέμησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐφ’
ὅσον οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες ἔζησαν τόν 4ο καί ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα, διερωτᾶται κανείς
ποιά σχέση μπορεῖ νά ἔχουν οἱ Πατέρες αὐτοί μέ τόν Μωάμεθ καί τόν Ἰσλαμισμό ἤ
Μουσουλμανισμό ἤ Μωαμεθανισμό πού ἐμφανίσθηκε στήν ἱστορία τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπάρχει,
πράγματι, μεταξύ τους διαφορά τριῶν αἰώνων. Καί ὅμως ὑπάρχει σχέση, ἀλλά μέ μιά
ἀρνητική μορφή.
Ὅσοι
ἀσχολοῦνται μέ τόν Ἰσλαμισμό, γνωρίζουν ὅτι τό Ἰσλάμ διαμορφώθηκε ἀπό τόν
Μωάμεθ καί ἀπαρτίσθηκε ἀπό τρεῖς παράγοντες, ἤτοι: τήν προϊσλαμική ἀραβική
θρησκεία, τήν ὁποία συνάντησε ὁ Μωάμεθ στήν Ἀραβία, τίς διάφορες ἑβραϊκές ἐπιδράσεις
πού συνάντησε στήν περιοχή ἐκείνη, καί τίς χριστιανικές ἐπιρροές πού βρῆκε στόν
χῶρο τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Μωάμεθ ἔκανε ἕνα συνονθύλευμα ἀπό αὐτά τά τρία στοιχεῖα,
προσέθεσε καί δικές του ἀπόψεις καί διαμορφώθηκε αὐτή ἡ Θρησκεία.
Ἐδῶ
μᾶς ἐνδιαφέρουν κυρίως οἱ ἐπιρροές πού δέχθηκε ὁ Μωάμεθ ἀπό Χριστιανούς. Ποιοί ἦταν
αὐτοί οἱ Χριστιανοί; Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Μωάμεθ δέν ἐπηρεάσθηκε ἀπό τίς ἀπόψεις
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως τίς ἐξέφρασαν οἱ Μεγάλοι Πατέρες της, μεταξύ τῶν ὁποίων
καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀλλά δέχθηκε ἐπιδράσεις ἀπό αἱρετικούς, τούς ὁποίους
πολέμησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Καί σέ αὐτό τό σημεῖο βλέπω μιά ἔστω ἀρνητική
σχέση μεταξύ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί τοῦ Ἰσλάμ.
Ἡ
Συρία καί ἡ περιοχή ὅπου σήμερα εἶναι ἡ Βαγδάτη ὑπῆρξε ἀνέκαθεν κέντρο ἑλληνιστικῶν
σπουδῶν. Ἐκεῖ μεγαλούργησε ἡ κλασσική φιλοσοφία καί ἀργότερα ἡ νεοπλατωνική
φιλοσοφία σέ σημεῖο πού ἡ Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου ἔζησε, μεγάλωσε καί ἔδρασε
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐθεωρεῖτο ὡς «αἱ Συριάδες Ἀθῆναι».
Ἀπό
τόν 5ο αἰώνα μ.Χ. ἄρχισαν νά μεταφράζωνται στήν συριακή διάφορα φιλοσοφικά ἔργα,
κυρίως ἀπό Χριστιανούς αἱρετικούς. Ἡ Βαγδάτη ἔγινε κέντρο μεταφραστικό ἀπό τήν ἑλληνική
στήν συριακή καί ἀραβική γλώσσα τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Νεοπλατωνικῶν,
πράγμα πού συνεχίσθηκε μέχρι τόν 10ο αἰώνα. Τό 900 μ.Χ. μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἀντιόχεια
στήν Βαγδάτη ἡ νεοπλατωνική Σχολή.
Κυρίως
ἐπικρατοῦσε ἡ ἀριστοτελική φιλοσοφία, πράγμα πού ἐπέδρασε σέ μερικούς
Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀνέπτυξαν ἀπόψεις πού ἀπομακρύνονταν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική
θεολογία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων.
Ἑρμηνεύοντας
αὐτό τό γεγονός ὑπενθυμίζω ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀντιμετώπισαν στήν ἐποχή τους, τόν Ἄρειο, τόν Εὐνόμιο,
τόν Μακεδόνιο καί ἄλλους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας φιλοσοφική σκέψη
ἀρνήθηκαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι,
ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρειανισμός, ὁ νεστοριανισμός, ἀργότερα ὁ μονοφυσιτισμός καί
μετέπεια ὁ μονοθελητισμός.
Ὁ
ἀρειανισμός ξεκίνησε ἀπό τίς ἀπόψεις τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καί τῶν μαθητῶν
του, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν στίς ἀνατολικές περιοχές καί εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν ἀριστοτελική
φιλοσοφία. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς ἔζησε στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καί δέν
παραδεχόταν τήν αἰώνια ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μαθητής του ἦταν ὁ
Λουκιανός πού ἔζησε στά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος καί ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος καί
εἶχε τίς ἴδιες ἀπόψεις μέ τόν δάσκαλό του. Ὁ Ἄρειος καί ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἄκουσαν
τίς ὁμιλίες τοῦ Λουκιανοῦ, ὁ ὁποῖος διέδιδε τίς ἀπόψεις τοῦ διδασκάλου τοῦ
Παύλου Σαμοσατέως. Ἔτσι, ὁ Ἄρειος δίδασκε γιά ἕναν ἀγέννητο καί ἀΐδιο Θεό, μέσα
στόν Ὁποῖο ὑφίστανται ἀπρόσωπες δυνάμεις, ἡ Σοφία καί ὁ Λόγος. Ὁ Εὐνόμιος ἔμαθε
τήν σοφιστική τέχνη ἀπό τόν ἀρειανό θεολόγο Ἀέτιο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός
εἶναι ἁπλοῦς, ἀμέριστος καί ἡ ἀγεννησία Του εἶναι ἡ οὐσία Του. Ἔλεγε ὅτι λόγῳ τῆς
ἁπλότητος τοῦ Θεοῦ δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία του. Ἐπειδή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλῆ
καί ἀγέννητη, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά μερισθῆ καί νά δοθῆ σέ ἄλλα ὄντα, ὁπότε ὁ
Υἱός καί τό Πνεῦμα εἶναι ἀνόμοιοι καί ἐκτίσθηκαν ἀπό τό μηδέν. Ἀργότερα ὁ
Νεστόριος, ὁ Σεβῆρος καί ὁ Διόσκουρος δέν μπόρεσαν νά κατανοήσουν τόν τρόπο μέ
τόν ὁποῖο ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό, γιατί αὐτό εἶναι ἀκατανόητο γιά
τήν φιλοσοφία.
Τά
σημείωσα ὅλα αὐτά, γιατί αὐτές οἱ ἀπόψεις ξεκίνησαν ἀπό τήν ἀριστοτελική
φιλοσοφία περί τῆς ἐντελεχείας, τήν φιλοσοφική θεωρία περί τοῦ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ,
ἀπό τήν ὁποία προῆλθε ἡ συζήτηση γιά τήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί ἀκόμη
γιά τό ὅτι τό κατά φύση εἶναι κατ’ ἀνάγκη. Αὐτές οἱ ἀριστοτελικές ἀπόψεις
παρακίνησαν τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους νά ἀπαντήσουν στούς ἀριστοτελικούς
φιλοσόφους γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί ἀνέπτυξαν τήν διδασκαλία γιά τήν οὐσία
καί τήν ἐνέργεια στόν Θεό καί στήν συνέχεια ὁμιλοῦσαν γιά τό ὅτι ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἡ λογική ἐνέργεια τοῦ Πατρός. Ἄλλοι φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ὑπεστήριζαν
ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός, καί ἑπομένως εἶναι τό
πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας καί ὄχι Θεός.
Ἔτσι προῆλθαν οἱ δύο
βασικές ἀρχές τοῦ Μουσουλμανισμοῦ. Πρώτη ἀρχή, ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί δέν ἔχει υἱό
καί δεύτερη ἀρχή ὅτι Προφῆτες εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Μωάμεθ, ἀλλά ὁ Μωάμεθ εἶναι
ἀνώτερος, γιατί εἶναι μεταγενέστερος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ
Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε ὅλους αὐτούς τούς αἱρετικούς μέ τίς πρῶτες Οἰκουμενικές
Συνόδους, τό δέ Ρωμαϊκό Κράτος, ἐπειδή κατενόησε καλῶς ὅτι ὁ Χριστιανισμός μέ
τήν ὅλη παράδοση διαθέτει μιά πνευματική ὑγεία καί θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, ὁπότε
δημιουργοῦσε φιλήσυχους πολίτες, πού ἐξέφραζαν τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους,
τήν εἰρήνη, ἀποδέχθηκε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὡς τήν θρησκευτική ἰδεολογία τοῦ
Κράτους, καί ἀπομάκρυνε τούς αἱρετικούς ἀπό τά ὅρια τῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἔτσι,
οἱ αἱρετικοί αὐτοί –ἀρειανοί, εὐνομιανοί, νεστοριανοί, μονοφυσίτες, μονοθελῆτες–
περιορίσθηκαν στίς ἀνατολικές περιοχές τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καί ἔξω ἀπό τά ὅριά
του, στήν Ἀραβία καί τίς γύρω ἀπό αὐτήν περιοχές. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
παρεφθαρμένη αἱρετική χριστιανική διδασκαλία εἰσέδυσε πολύ ἐνωρίς στήν βόρεια Ἀραβία,
ἀναπτύχθηκαν ἱεραποστολικές δράσεις στούς Ἄραβες ἀπό μοναχούς τῆς Συρίας, τῆς
Παλαιστίνης καί τῆς Μεσοποταμίας, ἰδιαίτερη δέ ἱεραποστολική δραστηριότητα
μεταξύ τῶν Ἀράβων, πρίν τήν ἐμφάνιση τοῦ Μωάμεθ, ἀνέπτυξαν οἱ μονοφυσίτες καί οἱ
νεστοριανοί. Ἐπίσης, ὁ ἀρειανός αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος ἀπέστειλε στήν νότια Ἀραβία
τόν ἀρειανό Θεόφιλο Ἰνδό γιά νά κάνη ἱεραποστολική δράση καί νά ἐπεκτείνη τήν ἐπιρροή
τοῦ Βυζαντίου στήν περιοχή αὐτή.
Ἐπομένως,
ὁ Μωάμεθ συνάντησε αὐτούς τούς αἱρετικούς τόν 7ο αἰώνα, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονταν ὡς
Χριστιανοί καί προσέλαβε ἀπό αὐτούς μερικές χριστιανικές αἱρετικές ἀπόψεις. Ἔτσι,
οἱ Μουσουλμάνοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τούς ἀρειανούς, ἀπέρριψαν τήν διδασκαλία περί
τοῦ Θεοῦ Πατρός καί γενικότερα ἀπέρριψαν τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, ἀπέρριψαν
τήν πίστη στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί στό σημεῖο αὐτό διατήρησαν τίς αἱρετικές
διδασκαλίες τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τοῦ νεστοριανισμοῦ πάνω στήν Χριστολογία. Ὁ
Χριστός στό Κοράνιο καλεῖται Προφήτης, ἀπόστολος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ, Μεσίας,
λόγος τοῦ Θεοῦ καί θεωρεῖται ὡς ὁ δεύτερος Ἀδάμ, διότι γεννήθηκε μέ ἰδιαίτερο ὑπερφυσικό
τρόπο, ὄχι ὅμως ὅπως οἱ ἄλλοι θνητοί. Ὁ Μωάμεθ σέβεται τήν θαυματουργική δύναμη
τοῦ Μεσίου, ἀναφέρει δέ θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἔτσι προῆλθαν οἱ δύο βασικές ἀρχές
τοῦ Μουσουλμανισμοῦ. Πρώτη ἀρχή, ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί δέν ἔχει υἱό καί δεύτερη
ἀρχή ὅτι Προφῆτες εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Μωάμεθ, ἀλλά ὁ Μωάμεθ εἶναι ἀνώτερος, γιατί
εἶναι μεταγενέστερος τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ
Μουσουλμάνοι εὐλαβοῦνται τήν «Παρθένον Μαριάμ», κάποιες πληροφορίες γι’ αὐτήν
προέρχονται ἀπό τά ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια, γίνεται λόγος γιά τόν Εὐαγγελισμό τῆς
Παρθένου Μαριάμ.
Ἐπίσης,
ὁ Μωάμεθ ἀρνεῖται τήν σταύρωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, γιατί στό σημεῖο αὐτό
ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό ἀρχαῖες χριστιανικές αἱρέσεις, ὅπως εἶναι οἱ δοκῆτες πού ὑποστήριζαν
ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ποτέ πραγματικό ἀνθρώπινο σῶμα καί ἡ σταύρωση ἔγινε
«κατά δόκησιν», δηλαδή ἦταν φαινομενική, πού σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός ἀπέφυγε τήν
σταύρωση, παραδέχεται ὅμως τήν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀνυψώθηκε ἀπό τόν Θεό
καί τιμήθηκε ἀπό αὐτόν ὡς ἀπόστολός Του καί δέν ἀτιμάσθηκε ὡς κακοποιός. Ἀκόμη,
στήν ἰσλαμική παράδοση ἀπαντᾶται ἡ πίστη στήν μελλοντική ἐπιστροφή τοῦ Ἰησοῦ
πρό τῆς ἐσχάτης κρίσεως γιά τήν τελική νίκη τοῦ Ἀντιχρίστου.
Στό
Κοράνιο ἐπί πλέον ὑπάρχουν νύξεις γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅμως δέν τό ἑρμηνεύουν ὡς
Θεό, ὡς τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ ἀρνοῦνται τήν τριαδικότητα τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά κάνουν λόγο γιά πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά τό πνεῦμα πού ἐνισχύει τούς
Προφῆτες καί ἰδιαιτέρως τούς δύο τελευταίους, ἤτοι τόν Ἰησοῦ καί τόν Μωάμεθ.
Συνήθως οἱ Μουσουλμάνοι ὡς Ἅγιο Πνεῦμα ἐννοοῦν τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ πού ἀναλαμβάνει
διάφορες ἀποστολές ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Βέβαια, οἱ ἰσλαμολόγοι, πού μελετοῦν τίς
ἀπόψεις τοῦ Κορανίου γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀναγνωρίζουν ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα
δύσκολο ἑρμηνευτικό πρόβλημα γιά τήν ἰσλαμική θεολογία, ἀλλά κυρίως τονίζεται ὅτι
ὡς Ἅγιον Πνεῦμα νοεῖται ἡ «πνοή», ἡ δύναμη καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί σέ αὐτό
φαίνεται ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν αἱρετικῶν, τῶν Πνευματομάχων.
Οἱ
Μουσουλμάνοι δέν πιστεύουν στήν Ἐκκλησία καί στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μέ τήν
χριστιανική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά συνεχῶς γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι
ἐλεήμων, πολυέλεος, φιλεύσπλαχνος καί ἕτοιμος νά συγχωρήση τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων,
ὅταν ἐπιστρέψουν σέ Αὐτόν. Ἐπίσης, οἱ Μουσουλμάνοι δέν πιστεύουν στό
προπατορικό ἁμάρτημα, οὔτε στό ὅτι ἡ ἁμαρτία ἐπιδρᾶ στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως,
ἀποδέχονται τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί πιστεύουν στήν αἰώνια ζωή.
Γενικά,
πολλοί Μουσουλμάνοι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀλλοιωμένο παραχάραγμα
τοῦ Ἰσλάμ, ἐνῶ γιά πολλούς Χριστιανούς τό Ἰσλάμ εἶναι παρεφθαρμένος καί μή
κατανοημένος καί ἀφομοιωμένος ὀρθῶς Χριστιανισμός.
Μέ
αὐτήν τήν ἔννοια κάνω λόγο γιά σχέση ἀντιθετική μεταξύ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί
τοῦ Ἰσλάμ, ὅτι δηλαδή οἱ Μουσουλμάνοι ἐπηρεάσθηκαν ἀπό τούς ἀρειανούς καί τούς ἄλλους
αἱρετικούς τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ τούς ὁποίους ἀντιμετώπισαν οἱ
Τρεῖς Ἱεράρχες καί οἱ μετέπειτα Πατέρες.
(συνεχίζεται)
Εκκλησιαστική Παρέμβαση - Τεῦχος 223
- Φεβρουάριος 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου