Ἀπόστολος: Β´ Κορ. δ´ 6 – 15
Εὐαγγέλιον: Ματθ. δ´ 12 – 17
Ἦχος πλ. β´.– Ἑωθινόν: Θ´
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ
Θεὸ, γιὰ νὰ ζεῖ μέσα στὸ φῶς. Φῶς κατὰ τὴν ὑλικὴ δημιουργία τὸν περιβάλλει, ἀλλὰ
“φῶς ἄκτιστον” καὶ “ἀπαύγασμα τῆς δόξης” στὸν παράδεισο καὶ κατόπιν κατὰ τὴν ἀναδημιουργίαν
τῆς χάριτος. Εἶναι τὸ φῶς τοῦ παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ἐκδιώκει ἀπὸ τὴν
πνευματικὴ καρδία τοῦ ἀνθρώπου τὸν ζόφο τῆς πλάνης καὶ τὸ ἔρεβος τῆς ἁμαρτίας.
Εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνακαινίζει αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος βεβαίως ἐπιθυμεῖ τὴν
σωτηρία καὶ τὴν ζωή τὴν αὐθεντικὴ, γιὰ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε καὶ τοποθετήθηκε
στὴν κορυφὴ καὶ στὸ μεθόριον μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.
Χρειάζεται λοιπὸν ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς νὰ
ἀγωνίζεται, γιὰ νὰ κατανοήσει ὅσο τὸ δυνατὸν τὸ Ἀποστολικὸ κείμενο, δοθέντος ὅτι
ἐνώπιόν μας προβάλλεται αὐτὴ ἡ δωρεὰ τῆς Πίστεως. Τῆς Ὀρθοδόξου καὶ ὄχι ἁπλῶς μίας
ἀορίστου πίστεως. Τῆς Ἀποστολικῆς, ὅπως αὐτὴ μᾶς παρέδωκαν οἱ θεμέλιοί τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ὅπως τὴν κατέχουν, τὴν διδάσκουν καὶ ἀναλλοίωτη τὴν παραδίδουν σὲ κάθε γενεὰ
τῶν πιστῶν οἱ φωτισμένοι καὶ οἱ θεούμενοι ἅγιοί της ἐκκλησίας μας. Ἡ πίστη λοιπὸν
αὐτή, ὅταν ὑφίσταται, χαρίζει ὄχι ἁπλῶς μία ἐσωτερικὴ ἠρεμία, ἀλλὰ τὴν “εἰρήνην
τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν”.
Ταυτοχρόνως δέ, ἡ πίστη ἐποικοδομεῖ ὁλονὲν
καὶ περισσότερον στὴν ψυχὴ τὸ θάρρος τῆς ὁμολογίας. Καὶ ὅπως ὁ ἀγώνας
προετοιμάζει τὴν ὕπαρξη γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ αὐθεντική,
ἡ γνησία δηλ. καὶ ὄχι ἡ ψευδοσυναισθηματικὴ εἰρήνη ποὺ ριζώνει στὰ πάθη,
καλλιεργεῖ τὴν ὁμολογία, ἡ ὁποία ἀνθεῖ ἐπάνω στὸ ἔδαφος τοῦ θάρρους, τῆς
καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ. Ἐὰν ἀπουσιάζει αὐτὴ ἡ διάταξη καὶ ἡ “νόμιμη ἄθλησις”,
τότε εἶναι φύσει ἀδύνατον νὰ σταθεῖ ἡ κλῖμαξ τῶν ἀρετῶν καὶ ἡ βίωση τῆς πνευματικῆς
ζωῆς, ποὺ βεβαίως ἐκτρέφεται καὶ αὐξάνεται ἐντός τοῦχώρου τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας
μυστηρίων καὶ δὴ αὐτοῦ τοῦμοναδικοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας.
Πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἀνωτέρω, τῆς πίστεως δηλ.
καὶ τῆς ὁμολογίας, ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ θεοπνεύστου Προφητάνακτος ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει
τώρα ὁ κήρυκας τῆς οἰκουμένης πρὸς τοὺς Κορινθίους: “Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα”
(Ψαλμ. ΡΙΕ´ 1) καὶ προσθέτει “καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν” (Β´ Κορ.
Δ´ 13).
Εἶναι δὲ τόσο τετραγωνικὸς καὶ φωτισμένος ὁ
λόγος αὐτὸς τῆς Γραφῆς, ποὺ μόνο ὅσοι εὑρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης θὰ
μποροῦσαν νὰ τὸν ἀρνηθοῦν.
Ἀλλὰ πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει διαφορετικά,
φίλοι μου, ἀφοῦ ἡ ζωντανὴ πίστη, νομοτελειακῶς ὁδηγεῖ στὴν ὁμολογία; Ποιὸς
λογικὸς καὶ πιστὸς δὲν προσαρμόζει τὴν ζωή του ἀκριβῶς σ᾽ αὐτὴ τὴν
πραγματικότητα; Μάλιστα. “Ἐπίστευσα διὸ ἐλάλησα”. Καὶ ἐμεῖς, κλῆρος, μοναχισμὸς
καὶ λαὸς πιστεύουμε στὴν μοναδικὴ καὶ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας καὶ ἐξ
αἰτίας αὐτῆς τῆς πραγματικότητος θαρραλέως καὶ μὲ ζῆλο ἅγιο ὁμολογοῦμε,
κηρύσσουμε ἀλλὰ καὶ ὑπογράφουμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ
πυξίδα ποὺ ὁδηγεῖ τὸ σκάφος στὸν ἀκύμαντο λιμένα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Αὐτοὶ
εἶναι οἱ ἀμετάθετοι νόμοι τῆς χάριτος καὶ τῆς ἁγιασμένης ἐκκλησιολογίας καὶ μὲ
αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ὁ “ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διά Ἰησοῦ ἐγερεῖ
καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν”. Καὶ φυσικὰ “τὰ πάντα δι᾽ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα
διά τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃεἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ” (Β´ Κορ. Δ´
14-15).
Ἐὰν τώρα κάποιος ἔχει διαφορετικὲς ἀπόψεις
καὶ βαδίζει στὴν πορεία του μὲ ἄλλες συντεταγμένες, δὲν ἔχει παρὰ νὰ ρυθμίσει
διά τῶν ἁγίων τὴν πυξίδα τοῦ νοὸς πρὸς τὰ ἀκριβῆ σημεῖα τῆς χάριτος. Καὶ ἐὰν ὁρισμένοι
πιστεύουν, ἔχοντας ἀπροσάρμοστο στὴν Ὀρθοδοξία τὸ νοῦ τους, ὅτι δῆθεν θὰ
κατοχυρώσουν τὶς πλάνες τους μέσῳ “συνόδων”, ἂς μὴ λησμονοῦν ὅτι στὴν μακραίωνα
Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία δὲν ὑφίστανται μόνο οἱ αὐθεντικὲς καὶ Ἅγιες Σύνοδοι, ἀλλὰ
πρὸς ἀποφυγὴν καὶ αὐτὲς οἱ λῃστρικές. Ἀμήν.
Ορθόδοξος Τύπος,26/12/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου