ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί
τη 22α Δεκεμβρίου 2014
Είναι
γνωστή η «διαμάχη» μεταξύ της ευρωπαϊκής διανόησης και του Θεού. Στα χρόνια του
λεγομένου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», ο ευρωπαίος άνθρωπος εξέρχεται από
τον σκοτεινό Δυτικό μεσαιωνικό Παπισμό και ζητά να ερευνήσει με το λογικό, ό, τι
του υπαγόρευε ως «δόγμα» ο αιρετικός Παπισμός και η θλιβερή απόφυσή
του, ο Προτεσταντισμός, οι πραγματικοί δημιουργοί του Δυτικού Μεσαίωνα.
Κύριο αντικείμενο μελέτης η περί του Θεού πίστη, η οποία προ πολλού είχε παύσει
πλέον να αποτελεί καρπό εμπειρίας και βιώματος και είχε εκφυλιστεί από την
σχολιαστική «θεολογία» του Παπισμού και του Προτεσταντισμού σε ψιλό φιλοσοφικό
στοχασμό. Ωστόσο ο «Διαφωτισμός» συνέχισε το λάθος του Σχολαστικισμού να ζητήσει
να γνωρίσει τον Θεό δια της λογικής.
Αφορμή για την ανακοίνωσή μας αυτή πήραμε
από πρόσφατο άρθρο της εφημερίδας «ΑΥΓΗ» (φύλλο 23-11-2014), του κ.
Στέφανου Ροζάνη, με τίτλο: «Ο Θεός ως σημαίνουσα απουσία». Ο αρθρογράφος, στηριζόμενος και
σχολιάζοντας το βιβλίο του Αγουστίν Γκαρθία Κάλβο «Περί Θεού», προσπαθεί
να παρουσιάσει στους αναγνώστες του προφανώς τις δικές του περί Θεού αντιλήψεις,
οι οποίες ταυτίζονται με εκείνες του ξένου συγγραφέα. Σχολιάζοντας το εν λόγω
βιβλίο, το χαρακτηρίζει ως «αφήγηση μιας σύγχυσης».
Διευκρινίζει ότι «η σύγχυση έχει ως αφετηρία της την ύπαρξη του Θεού: θεολογικά,
συναισθηματικά, γλωσσικά· το υπάρχειν του Θεού». Ωστόσο ο ίδιος ομολογεί ότι «Ο
Θεός έχει ύπαρξη και η ύπαρξη αυτή είναι ανόλεθρη, είναι πάντα ο ίδιος ως προς
τον εαυτό του, ανεξάρτητα από την ονοματοθεσία του, και άρα είναι ο ίδιος ως
προς το υπάρχειν του μέσα στο γλωσσικό συγκείμενο της ανθρώπινης φθοράς και της
εξουσίας του θανάτου πάνω στα ανθρώπινα». Δηλαδή δεν συμμερίζεται την apriori άποψη των αθεϊστών, ότι «ο
Θεός δεν υπάρχει». Επίσης είναι σημαντικό το ότι θεωρεί τον Θεό πέρα
από κάθε ανθρώπινο κατηγόρημα, πλησιάζοντας, κατά κάποιο τρόπο τον Ορθόδοξο
αποφατισμό.
Στη συνέχεια ομιλεί περί «θεολογικού» και περί «βιβλικού
Θεού», διαχωρίζοντας τις δύο αυτές έννοιες μεταξύ τους. Ενώ ο «θεολογικός
Θεός» είναι κατ’ αυτόν «μια αρκετά γνωστή επινόηση του
χριστιανισμού, ή καλύτερα της εποχής που ο χριστιανισμός συγκροτείται ως δόγμα,
ως θεωρία, ως φιλοσοφική αντίληψη. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ο βιβλικός Θεός δεν
είναι θεολογικός, και κατά συνέπεια η απόδοση ύπαρξης στον Θεό δεν μπορεί να
εδραιωθεί από το βιβλικό κείμενο». Εδώ είναι εμφανής η αντίληψη, που
έχει για την χριστιανική θεολογία, τόσο ο Κάλβο όσο και ο αρθρογράφος, η οποία
δεν είναι άλλη από την θεολογία του παπικού Σχολαστικισμού. Ως δυτικός
συγγραφέας ο Κάλβο μια «θεολογία» γνώριζε, την παπική – προτεσταντική, η οποία
είναι εμποτισμένη από τον Σχολαστικισμό του Άνσελμου Καντερβουρίας (1033-1063), του Θωμά Ακινάτη (1225-1274),
του Μποναβεντούρα
(1221-1274), του Αλβέρτου (1193-1280) και άλλων.
Προφανώς δεν γνώρισε την Ορθόδοξη Θεολογία και την περί Θεού πίστη της
Ορθοδοξίας μας, η οποία έχει χαώδεις διαφορές με τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό.
Όντως
ο «θεολογικός
Θεός» είναι μια «επινόηση»,ή καλύτερα ένα ιδεολόγημα
του Δυτικού Χριστιανισμού, μια «φιλοσοφική αντίληψη» περί Θεού της
Δυτικής σχολιαστικής «θεολογίας». Δεν είναι όμως «επινόηση», ούτε ιδεολόγημα
μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας, αλλά καρπός εμπειρίας και βιώματος της πραγματικής
παρουσίας του Θεού, καρπός θεώσεως των αγίων και θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι εν
αγίω Πνεύματι θεολόγησαν. Είναι δε αυθαίρετος και αναπόδεικτος ο συλλογισμός,
στον οποίον προχωρεί στη συνέχεια, ότι δηλαδή επειδή «γνωρίζουμε ότι ο βιβλικός Θεός
δεν είναι θεολογικός .…η απόδοση ύπαρξης στον Θεό δεν μπορεί να εδραιωθεί από
το βιβλικό κείμενο». Πως συμπεραίνει ότι «ο βιβλικός Θεός δεν είναι
θεολογικός» και ότι η ύπαρξη του Θεού «δεν μπορεί να εδραιωθεί από το
βιβλικό κείμενο»; Δεν μας δίδει μια εξήγηση. Ο βιβλικός Θεός είναι
βαθύτατα θεολογικός, αλλά παράλληλα και βαθύτατα ιστορικός και πραγματικός.
Είναι βαθύτατα θεολογικός, διότι ο Θεός, αποκαλύπτων Εαυτόν, αποκαλύπτει
παράλληλα και μεγάλες θεολογικές αλήθειες περί Εαυτού, περί του κόσμου και του
ανθρώπου, περί των παρόντων και των εσχάτων, περί του νοήματος και του
προορισμού του ανθρώπου εν τω κόσμω. Είναι βαθύτατα ιστορικός και πραγματικός, διότι
διά μεν των Θεοφανειών της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύπτει την παρουσία και το
θέλημά Του στους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Δικαίους, διά δε της ενανθρωπίσεώς Του εν τη Καινή,
πραγματοποιεί το έργο της ενσάρκου Του Θείας Οικονομίας, δια της οποίας
επαναφέρει τον άνθρωπο στον αρχικό του προορισμό, για τον οποίο εξ’ αρχής τον
έπλασε, δηλαδή την θέωση. Κατά συνέπεια «η απόδοση ύπαρξης στον Θεό» εδραιώνεται
απόλυτα «από το βιβλικό κείμενο» και όχι όπως αντίθετα πιστεύει ο
αρθρογράφος. Εσφαλμένος είναι επίσης και
ο διαχωρισμός μεταξύ «θεολογικού» και «βιβλικού Θεού», διότι η Θεολογία της
Εκκλησίας μας είναι απόλυτα θεμελιωμένη στην βιβλική αποκάλυψη. Οι άγιοι Πατέρες
της Εκκλησίας μας, είτε ως πρόσωπα, είτε ως θεσμοί, (Σύνοδοι), έχοντες την
προσωπική εμπειρία της παρουσίας του Θεού μέσα τους, στηρίχτηκαν κατά τρόπο απόλυτο στις Άγιες
Γραφές για να εκφράσουν την θεολογία της Εκκλησίας μας.
Στη
συνέχεια για να στηρίξει τα αυθαίρετα συμπεράσματά του περί ανυπαρξίας του
«βιβλικού Θεού», παραθέτει μια αυθαίρετη ερμηνεία του Κάλβο της γνωστής από το
βιβλίο της Εξόδου (3,14) αποκάλυψης του Θεού στον Μωϋσή στο όραμα της
καιομένης βάτου, στο οποίο ο Θεός αποκαλύπτει το όνομά του «εγώ είμι ο Ών»: «Η
ταυτολογική ονοματοθεσία, την οποία το βιβλικό κείμενο εισάγει με την διατύπωση
‘εγώ ειμί ο ών’, ‘είμαι αυτός που είμαι’, ‘είμαι ό είμαι’, κ.λ.π. δεν θα
μπορούσε διόλου να στηρίξει την απόδοση ύπαρξης στον Θεό». Ο
συγγραφέας, μη γνωρίζων προφανώς την Ορθόδοξη ερμηνεία της φράσεως αυτής φθάνει
σε τελείως πεπλανημένα συμπεράσματα, ότι δηλαδή η φράση αυτή «δεν
θα μπορούσε διόλου να στηρίξει την απόδοση ύπαρξης στον Θεό». Ωστόσο,
όπως ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, με την φράση αυτή ο Θεός όχι μόνον
αποκαλύπτει την προσωπική και οντολογική Του ύπαρξη, αλλά και ορισμένες
ιδιότητες- γνωρίσματα του Θεού, όπως το άναρχο, το αΐδιο και το ακατάληπτο του
Θεού. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει σχετικά: «Το δε ‘ο Ών’ του αεί είναι (αειδιότης) σημαντικόν (= δηλωτικόν)
εστί και του ανάρχως είναι του όντως και κυρίως». Ο άγιος Αθανάσιος συμπληρώνει: «Εγώ
είμι ο Ών… ουδέν έτερον, ή αυτήν την ακατάληπτον αυτού ουσίαν σημαινομένην νοούμεν».
Τέλος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί : «Ότι ακατάληπτον το θείον και
ότι ου δει ζητείν και περιεργάζεσθαι τα
μη παραδεδομένα ημίν υπό των αγίων προφητών
και αποστόλων και ευαγγελιστών. ‘Θεόν
ουδείς εώρακε πώποτε. Ο μονογενής υιός ο ών εν τοις κόλποις του πατρός, αυτός
εξηγήσατο’. Άρρητον ουν το θείον και ακατάληπτον. ‘Ουδείς γάρ επιγινώσκει τον
πατέρα ει μη ο υιός, ουδέ τον υιόν ει μη ο πατήρ’. Και το πνεύμα δε το άγιον
ούτως οίδε τα του Θεού, ως το πνεύμα του ανθρώπου οίδε τα εν αυτώ. Μετά δε την
πρώτην και μακαρίαν φύσιν ουδείς έγνω ποτέ τον Θεόν, ει μη ω αυτός απεκάλυψεν,
ουκ ανθρώπων μόνον αλλά ουδέ των υπερκοσμίων δυνάμεων και αυτών φημί, των
Χερουβίμ και Σεραφίμ» (Ι. Δαμασκηνού: Έκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου Πίστεως,
Κεφ.1).
Ωστόσο
ο ένσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού ήρθε στον κόσμο και μας γνώρισε τον αληθινό
Θεό. Στο θεανδρικό Του πρόσωπο αντικρίσαμε τον Πατέρα, αφού «ο
εωρακώς εμέ, εώρακεν τον Πατέρα» (Ιωάν.14,9). «Εκείνος υμάς εξηγήσατο» (Ιωάν.1,18),
μας γνώρισε τον αληθινό Θεό. Επίσης το ενδημούν από την αγία ημέρα της
Πεντηκοστής Πανάγιο Πνεύμα φώτισε τους αγίους Πατέρας να βιώσουν την αλήθεια
και να την μεταδώσουν και σε μας. Τι γνωρίζουμε λοιπόν για το Θεό; Όπως μας
διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, όχι την ακατάληπτη Ουσία του αλλά τις Άκτιστες
Ενέργειές Του, οι οποίες μπορούν να γίνουν «μεθεκτές» από τον άνθρωπο.
Στη
συνέχεια ο αρθρογράφος καταφεύγει στον ιουδαϊκό μυστικισμό και συγκεκριμένα
στην Καμπάλα,
για να αναζητήσει εκεί «πιο ξεκάθαρες» ερμηνείες για το
ζήτημα της υπάρξεως του Θεού: «Στο ζήτημα αυτό της απόδοσης ύπαρξης στον
Θεό, η ερμηνεία του βιβλικού κειμένου, όπως την επιχειρεί ο ιουδαϊκός
μυστικισμός και ιδιαίτερα η Λουριανή Καμπάλα, παρουσιάζει εξαιρετικό
ενδιαφέρον. Στη γλώσσα της Λουριανής Καμπάλα, ο Θεός είναι μια σημαίνουσα
απουσία μέσω της συρρίκνωσής του (Trimtsum), και είναι αυτή η απουσία που υποδηλώνεται
διά της ταυτολογίας ‘εγώ ειμί ο ών’. Ως απουσία, ο Θεός αποσύρει τον εαυτό του
από τη Δημιουργία, προς την οποία είναι και παραμένει ξένος. Κατά συνέπεια, δεν
είναι παρών στη Δημιουργία, δηλαδή δεν έχει ούτε παροντικότητα ούτε ταυτότητα». Και παρά κάτω προσθέτει: «Ο
Γερμανός-Εβραίος φιλόσοφος Hermann Cohen, με άριστη ραββινική παιδεία,
υποστήριζε πως ο Θεός δεν ‘υπάρχει’, δεν έχει πραγματικότητα και δεν μπορεί να
περιγραφεί, ούτε μπορεί κάποιος να πιστεύει σ' Αυτόν».
Οι
παραπάνω συλλογισμοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποκυήματα μιας νοσηρής
προσέγγισης του Θεού, από μέρους του ιουδαϊκού μυστικισμού. Ο Θεός από τότε που
δημιούργησε τον κόσμο είναι πάντοτε παρών εν τω κόσμω δια των προνοητικών
ακτίστων ενεργειών Του, με τις οποίες προνοεί και κυβερνά και διακρατεί τα
σύμπαντα εις το είναι και στην εκπλήρωση του σκοπού και του προορισμού, για τον
οποίον δημιουργήθηκαν. Αν έπαυε ο Θεός να προνοεί για τα δημιουργήματά του,
τότε αυτά θα επέστρεφαν πάλι πίσω στο μη είναι, σύμφωνα με τον λόγο του
προφήτου: «Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος,
αποστρέψαντός δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται. Αντανελείς το πνεύμα αυτών και
εκλείψουσι και εις τον χούν αυτών επιστρέψουσιν» (Ψαλ. 103,28-29). Δεν
«αποσύρει τον εαυτό του» λοιπόν ο Θεός «από τη Δημιουργία», ούτε «παραμένει
ξένος» προς αυτήν, όπως συμπεραίνει ο συγγραφέας. Πέραν αυτού ο Θεός
δια της ενανθρωπίσεως του Υιού του, έγινε τόσο πολύ παρών και έφθασε τόσο πολύ κοντά
στην κτίση και στη δημιουργία Του, ώστε να ενώσει υποστατικά την Θεία του φύση
με την ανθρώπινη, στο Θεανδρικό πρόσωπο Του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και να
γίνει ο «Εμμανουήλ, ο έστι μεθερμηνευόμενον ο Θεός μεθ’ ημών» (Ματθ.1,23).
Κλείνοντας
τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας και ως επίλογο, θα θέλαμε να τονίσουμε την
ανάγκη της εμβάπτισής μας στην γνήσια Ορθόδοξη
διδασκαλία των αγίων και θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, η οποία δεν είναι
προϊόν υποκειμενικών φιλοσοφικών στοχασμών, αλλά απαύγασμα προσευχής,
προσωπικής νήψεως, καθάρσεως και αγιασμού. Είναι γνήσιο προϊόν του φωτισμού του
Αγίου Πνεύματος, το Οποίο βρίσκεται στην Εκκλησία, για να την οδηγεί «εις
πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν.16,13).
Με γνώμονα την αγιοπατερική προσέγγιση του μυστηρίου του Θεού, μπορούμε να
παρακάμψουμε τις αγωνιώδεις και ατελέσφορες ανθρώπινες προσπάθειες, οι οποίες,
αντί να διαφωτίζουν, συσκοτίζουν περισσότερο τον ανθρώπινο νου και οδηγούν τον
άνθρωπο στον αγνωστικισμό, στην αθεΐα και κατ’ επέκταση στην απώλεια!
Εκ του Γραφείου επί
των Αιρέσεων και των παραθρησκειών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου