30 Νοε 2014

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, Σύντομα σχόλια στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο

ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΤΟΜΟ
(Σέ συνέχειες)
Προλογικό
Λέγοντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός «μή κρίνετε» (στίχ. 1) ἐννοεῖ τήν κατάκριση καί δέν ἀπαγορεύει τήν κρίση πού θά κάνει ὁ πατέρας γιά τίς πράξεις τοῦ παιδιοῦ του ἤ ὁ δάσκαλος γιά τόν μαθητή του καί ὁ ἄρχοντας γιά τόν ἀρχόμενο.

 Ἡ κρίση αὐτή εἶναι ἀναγκαία καί διορθωτική καί ἐπιβάλλεται νά γίνεται, γιατί διαφορετικά δέν θά γίνει ποτέ διόρθωση τῶν κακῶς κειμένων πραγμάτων. Ὁ λόγος λοιπόν τοῦ Κυρίου ἐδῶ «μή κρίνετε» δέν ἀπευθύνεται πρός τούς ἄρχοντες, ἀλλά πρός τούς ἀρχομένους. – Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου στήν συνέχεια ἀπευθύνεται πρός αὐτούς πού, ἐνῶ βαρύνονται μέ μεγάλα ἁμαρτήματα καί πρέπει νά καταδικάζουν γι᾽ αὐτό τούς ἑαυτούς τους, ὅμως κατακρίνουν καί καταδικάζουν τούς ἄλλους, πού βαρύνονται μέ μικρότερα ἀπό αὐτούς ἁμαρτήματα. Ὅποιος ἐπιπλήττει τόν ἄλλον, πρέπει ὁ ἴδιος νά εἶναι καθαρός. Γιατί, ἄν ἕνας ἔχει δοκάρι στό μάτι του καί ὅμως κατηγορεῖ τόν ἄλλο, πού στό μάτι του ἔχει ἁπλᾶ μιά ἀγγίδα, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του (στίχ. 3). Ἔπειτα ἡ κρίση αὐτοῦ πού ἔχει «δοκάρι» στόν μάτι του δέν εἶναι σωστή, ἀκριβῶς γιατί δέν μπορεῖ νά δεῖ σωστά, ἀφοῦ ἔχει «δοκάρι» στό μάτι του! – Μέ τήν καταδίκη πού καταδικάζει κανείς τόν ἄλλο, μέ αὐτή τήν ἴδια καταδίκη θά κριθεῖ καί αὐτός, μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος: «Ἐν ᾧ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε» (στίχ. 2α). Ἄν κανείς πολυπραγμονεῖ τό μικρό καί λεπτό σφάλμα τοῦ ἄλλου, τότε καί τά δικά του μικρά καί λεπτά ἁμαρτήματα θά πολυπραγμονηθοῦν καί θά κατακριθοῦν τήν φοβερά ἡμέρα τῆς κρίσεως. Καί μέ τό ἴδιο μέτρο ἀκριβείας πού μετράει κανείς τήν πολιτεία τῶν ἄλλων, μέ τό ἴδιο μέτρο ἀκριβείας θά μετρηθεῖ καί ἡ δική του πολιτεία, μᾶς λέγει πάλι ὁ Κύριος στήν περικοπή μας ἐδῶ: «Καί ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν» (στίχ. 2β). Δηλαδή: Ὅση ἀκρίβεια ἀπαιτοῦμε ἀπό τούς ἄλλους, τήν ἴδια ἀκρίβεια θά ἀπαιτήσει καί ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν δέν κατακρίνουμε τόν ἄλλο, δέν θά κατακρίνει καί μᾶς ὁ Θεός. Εἶναι τό ἴδιο πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριος στήν ἐδῶ πάλι ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, ὅτι: Ἄν συγχωροῦμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, θά συγχωρήσει καί σέ μᾶς ὁ Θεός τά ἁμαρτήματά μας (βλ. 6,14). «Ὦ θαυμαστή δυάς ἐντολῶν», λέγει ἐδῶ μέ ἔκπληξη ὁ Ζιγαβηνός! Αὐτά τά δύο: Τό νά συγχωροῦμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων καί νά μή κατακρίνουμε κανένα. «Ἐντολές πού εὔκολα πετυχαίνονται καί πού γίνεται αἰτία μεγάλης σωτηρίας» (MPG 129,260).
Ἀλλά, γιατί νά κατακρίνουμε τόν ἄλλον; Πῶς, ἄνθρωπε, λέγει στήν συνέχεια ὁ Κύριος, πῶς θά ἐπιχειρήσεις νά γιατρέψεις τόν ἄλλον, ἐσύ πού ἔχεις μεγαλύτερη ἀνάγκη θεραπείας ἀπ᾽ αὐτόν; (στίχ. 4). Αὐτόν πού ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Κύριος τόν λέγει στήν συνέχεια «ὑποκριτή»! (στίχ. 5). Καί εἶναι πραγματικά ὑποκριτής αὐτός πού ἐνεργεῖ ἔτσι, γιατί, ἐνῶ εἶναι ἄρρωστος, παριστάνει τόν ἑαυτό του γιά ἰατρό! – Λέγοντας λοιπόν ὁ Χριστός «μή κρίνετε» (στίχ. 1) δέν μᾶς ἐμποδίσει νά λέμε κάτι γιά τήν θεραπεία τοῦ ἄλλου, ἀλλά μᾶς προτρέπει νά θεραπεύσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας πρίν ἀπό τόν ἄλλον. Γιατί πρέπει ὁ ἰατρός νά ὑγιαίνει! Δέν ἀπαγορεύει λοιπόν ὁ Κύριος νά διορθώνουμε τόν ἄλλον, ἀλλά θέλει νά φροντίζουμε νά ἀπαλλάσσουμε πρῶτα τήν δική μας ψυχή ἀπό τά ἁμαρτήματά μας. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός, «εἶναι διπλῆ καταδίκη γι᾽ αὐτόν πού εἶναι ὑπεύθυνος σέ μεγάλα ἁμαρτήματα, νά ἐξετάζει τά ἐλάχιστα ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων» (MPG 129,260). «Τόν μέλλοντα ἐπιπλήττειν ἄλλοις δεῖ ἄμωμον εἶναι» (Θεοφύλακτος  MPG 123,212).
Μετάφραση:
7,1 «Μήν κατακρίνετε, γιά νά μήν κατακριθῆτε. 2 Γιατί μέ ὅποια κρίση κρίνετε θά κριθεῖτε· καί μέ ὅποιο μέτρο μετρεῖτε θά μετρηθῆτε. 3 Γιατί βλέπεις τήν ἀγκίδα, πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, καί δέν βλέπεις τό δοκάρι, πού εἶναι στό δικό σου μάτι; 4 Ἤ, πῶς θά πεῖς στόν ἀδελφό σου “ἄφησε νά βγάλω τήν ἀγκίδα ἀπό τό μάτι σου”, ἐνῶ στό δικό σου μάτι εἶναι δοκάρι; 5 Ὑποκριτά, βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό δικό σου μάτι, καί τότε θά δεῖς καθαρά, γιά νά βγάλεις τήν ἀγκίδα ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Σχόλια
7,1. Μή κρίνετε τούς ἄλλους, ἵνα μή κριθῆτε ἀπό τόν Θεό. Τό ἴδιο καί στόν ἀκολουθοῦντα στίχ. Βλ. καί Ἰακ. 4,12. Στούς στίχ. 3-5 ἔχουμε μία παραβολή σέ μορφή ρητορικοῦ ἐρωτήματος, ἡ ὁποία ἐξηγεῖ τούς στίχ. 1-2. Βλ. Λουκ. 6,41-42.
Μή μολύνετε τά ἅγια πράγματα (7,6)
Προλογικό:
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς χριστιανούς καί ἰδιαίτερα στούς ἱερεῖς καί τούς κήρυκες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς λέγει νά μήν δίδουμε «τό ἅγιο στούς κύνες», οὔτε νά ρίχνουμε «τούς μαργαρίτες στούς χοίρους». Μέ τίς ἐδῶ ἐκφράσεις «ἅγιο» καί «μαργαρίτες» ὁ Χριστός ὀνομάζει ὅλο τό μυστήριο τῆς πίστης μας. «Κῦνες» καί «χοῖροι» εἶναι οἱ ἄπιστοι καί οἱ ἀσεβεῖς. Καί λέγονται μέν «κῦνες», γιατί «γαυγίζουν», δηλαδή, ὑβρίζουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν πίστη μας, «χοῖροι» δέ λέγονται γιατί ζοῦν στό βόρβορο τῶν παθῶν τους. Μᾶς λέγει λοιπόν ὁ Κύριός μας ἐδῶ νά μή δίδουμε σ᾽ αὐτούς τό μυστήριο τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας. Γιατί αὐτοί εἶναι ἀνάξιοι νά ἀκούσουν μιά τέτοια ὑψηλή καί θεία διδασκαλία. Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι προτιμώτερο νά μήν ἀκούσουν κἄν γιά τά δόγματά μας, παρά νά τά ἀκούσουν καί νά τά ἐμπαίζουν ἔπειτα (στίχ. 6). «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις»!
Μετάφραση:
7,6 «Μή δώσετε τό ἅγιο στά σκυλιά καί μή ρίξετε τά μαργαριτάρια σας στούς χοίρους, γιά νά μή τά καταπατήσουν μέ τά πόδια τους καί γυρίσουν καί σᾶς καταξεσχίσουν».
Σχόλια
7,6. Μή δῶτε τό ἅγιον... Τά ἱερά κρέατα, τίς ἐξαγνισμένες τροφές, ἀφοῦ αὐτές εἶχαν προσφερθεῖ στόν Ναό (βλ. Ἐξ. 22,30. Λευτ. 22,14)· ἤ ἡ ἔκφραση δύναται νά σημαίνει καί μία ἱερή διδασκαλία, πού δέν πρέπει νά ἐκτεθεῖ σέ ἀνθρώπους, τούς ὁποίους τό κείμενό μας ὀνομάζει «κύνας», «χοίρους», οἱ ὁποῖοι θά τήν περιφρονήσουν. Δέν καθορίζεται ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι· Ἰουδαῖοι ἤ ἐθνικοί (βλ. 15,26);
Παρότρυνση γιά προσευχή (7,7-11)
Προλογικό:
Ἐπειδή προηγουμένως ὁ Χριστός πρόσταξε μεγάλα καί θαυμαστά καί δυσκατόρθωτα, γι᾿ αὐτό μᾶς δίνει ἐδῶ τό μέσο γιά τήν ἐπιτυχία ὅλων αὐτῶν. Εἶναι ἡ προσευχή! Πραγματικά, οἱ ἀγωνιστές, γιά νά πετύχουν τίς ἐντολές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν προσευχή. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός μᾶς προτρέπει νά προσευχόμαστε, ἀλλά νά προσευχόμαστε μέ ἐπιμονή καί μέ θερμότητα. Μᾶς λέει νά «ζητοῦμε» καί νά «κρούομε» (στίχ. 7) καί ὄχι ἁπλᾶ νά προσευχόμαστε. Τά ρήματα αὐτά τό «ζητεῖτε» καί τό «κρούετε» τά πρόσθεσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀκριβῶς γιά νά μᾶς πεῖ ὅτι δέν πρέπει νά ἐγκαταλείπουμε τήν προσευχή μας ἄν δέν εἰσακουόμαστε, ἀλλά νά ἐπιμένουμε στά αἰτήματά μας. Στούς ἀνθρώπους, ἄν ἐπιμένουμε ζητῶντας, τούς παροργίζουμε. ῾Ο Θεός μας ὅμως εὐαρεστεῖτε ἄν προσευχόμαστε ἐπιμόνως σ᾽ Αὐτόν καί εἰσακούει τά αἰτήματά μας. Ἀκόμη περισσότερο, γιά νά θαρρεύουμε ὅτι θά εἰσακουστοῦμε στήν προσευχή μας, ὁ Κύριος μᾶς φέρει καί ἀνθρώπινο παράδειγμα: Δέν εἶναι δυνατόν πατέρας νά ζητήσει τό παιδί του ψωμί καί αὐτός νά τοῦ δώσει πέτρα. Ἤ νά τοῦ ζητήσει ψάρι καί νά τοῦ δώσει φίδι (στίχ. 9). Μέ τόν λόγο του ὅμως αὐτόν ὁ Κύριος μᾶς ὑποδηλώνει ἀκόμη, πρῶτον μέν, ὅτι ὅταν προσευχόμαστε πρέπει νά νοιώθουμε ὡς παιδιά του, καί δεύτερον, νά ζητᾶμε τά πρέποντα καί τά συμφέροντα, ἄρτον καί ἰχθύν. Καί τό συμπέρασμα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου διά τήν προτροπή του πρός προσευχή: «Ἐάν λοιπόν σεῖς, πού εἶστε κακοί, ξέρετε νά δίνετε καλά πράγματα στά παιδιά σας, πόσο μᾶλλον ὁ οὐράνιος Πατέρας σας θά δώσει ἀγαθά σ᾽ αὐτούς πού τοῦ ζητοῦν;» (στίχ. 11). Μᾶς λέγει ὁ Κύριος ὅτι εἴμαστε «κακοί» («πονηροί», λέγει τό κείμενο) ὄχι διαβάλλοντας τήν ἀνθρώπινη φύση μας, ἀλλά συγκρίνοντάς μας μέ τόν Θεό (βλ. Ζιγαβηνό εἰς MPG 129,264). Ἡ φύση μας, σάν δημιούργημα Θεοῦ πού εἶναι, εἶναι καλή καί ἀγαθή, κατά τήν προαίρεσή μας ὅμως πονηρευόμαστε.  
Μετάφραση:
7,7 «Ζητεῖτε καί θά σᾶς δοθῆ, ἀναζητεῖτε καί θά βρεῖτε, χτυπᾶτε (τήν πόρτα) καί θά σᾶς ἀνοιχτεῖ. 8 Ναί, καθένας πού ζητεῖ, λαμβάνει· καί ὅποιος γυρεύει, βρίσκει καί σ᾿ ὅποιον χτυπᾶ (τήν πόρτα), θά τοῦ ἀνοιχτεῖ. 9 Ἤ, ποιός ἄνθρωπος θά βρεθῆ ἀπό σᾶς, πού τό παιδί του θά τοῦ ζητήση ψωμί καί (αὐτός) θά τοῦ δώση πέτρα; 10 Καί ἄν τοῦ ζητήση ψάρι, μήπως θά τοῦ δώση φίδι; 11 Ἄν λοιπόν σεῖς, πού εἶστε κακοί, ξέρετε νά δίνετε καλά πράγματα στά παιδιά σας, πόσο μᾶλλον ὁ πατέρας σας ὁ οὐράνιος θά δώση καλά πράγματα σ᾿ αὐτούς πού τοῦ ζητοῦν;».
Σχόλια
7,7-11. Παρότρυνση γιά προσευχή βλ. καί εἰς 6,8.9. Μάρκ. 11,23-24. Λουκ. 11,9-13. Ἰωάν. 15,7. Α΄ Ἰωάν. 3,22. 5,14.
Ὁ χρυσός κανόνας (7,12)
Προλογικό:
Ὅσα ἐνομοθέτησε προηγουμένως περί ἀγάπης ὁ Ἰησοῦς τά ἀνακεφαλαιώνει ἐδῶ μέ ἕνα σύντομο λόγο Του: Νά συμπεριφερόμαστε πρός τούς ἄλλους, ὅπως θέλουμε καί ἐμεῖς νά συμπεριφέρονται αὐτοί σέ ᾽μᾶς. Δηλαδή, νά τούς ἀγαπᾶμε, ὅπως θέλουμε καί αὐτοί νά μᾶς ἀγαποῦν. Καί ὅτι πραγματικά μέ αὐτά πού μᾶς λέγει ὁ Κύριος στόν στίχο μας πρόκειται γιά τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας φαίνεται ἀπό αὐτό πού λέγεται παρακάτω: «Οὗτος ἐστιν ὁ νόμος καί οἱ προφῆται». Ὁ Νόμος εἶπε «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Λευιτ. 19,18)· καί οἱ Προφῆτες λέγουν πολλά περί φιλαδελφίας. Ἄς θυμηθοῦμε καί τήν περίπτωση τοῦ Νομικοῦ πού ἐρώτησε τόν Κύριο, ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή στόν Νόμο. Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπήντησε γιά τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στόν πλησίον καί πρόσθεσε: «Ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται» (Ματθ. 22,36-40). Ὁ τελευταῖος αὐτός λόγος τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες τίς δύο αὐτές ἐντολές, τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, τίς ἔχουν ὡς ρίζα καί αἰτία καί ἀφορμή. Αὐτό σημαίνει τό «κρέμανται».
Μετάφραση:
7,12 «Ὅλα δέ ὅσα θά θέλετε νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι σέ σᾶς, τό ἴδιο νά κάνετε καί σεῖς σ᾿ αὐτούς. Σ᾿ αὐτό δέ συνοψίζεται ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες».
Σχόλια
7,12. Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε... Αὐτό τό ρητό τῆς συμπεριφορᾶς ἦταν πολύ γνωστό στήν ἀρχαιότητα καί κυρίως στόν Ἰουδαϊσμό (βλ. Τωβ. 4,15· ἐπιστολή τοῦ Ἀριστέου καί τό Ταργκούμ τοῦ Λευιτ. 19,18. Χιλλέλ, Φίλων κλπ.), ἀλλά ὑπό ἀρνητική μορφή: Νά μήν κάνεις στόν ἄλλο αὐτό πού δέν θά ἤθελες νά κάνουν σέ σένα. Ὁ Ἰησοῦς καί τά χριστιανικά γραπτά ἀργότερα (βλ. Διδαχή, 1.2) δίνουν σ᾿ αὐτό τό ρητό θετική διατύπωση, πού τό κάνει πιό ἀπαιτητικό.
Οἱ δύο ὁδοί (7,13-14)
Προλογικό:
Ἡ πορεία μας πρός τόν Θεό θέλει ἀγῶνες καί ἀσκητικά παλαίσματα, γι᾿ αὐτό καί λέγεται ἐδῶ ὅτι εἶναι «στενή» ἡ πύλη τῆς σωτηρίας μας καί «τεθλιμμένη» ἡ ὁδός της (στίχ. 14). Εἶναι «στενή» ἡ πύλη, γιατί δέν χωροῦν νά περάσουν ἀπ᾽ αὐτήν οἱ «παχεῖς ταῖς ἁμαρτίαις», μέχρις ὅτου ἀποθέσουν τό «πάχος τῆς ἁμαρτίας», λέγει ὁ Ζιγαβηνός (MPG 129,265). –  Ἀντίθετα, εἶναι εὔκολη ἡ ἀπώλειά μας, γι᾿ αὐτό καί εἶναι «πλατεῖα» ἡ πύλη της καί «εὐρύχωρος» ἡ ὁδός της (στίχ. 13). Λέγεται «πλατεῖα» ἡ πύλη καί «εὐρύχωρος» ἡ ὁδός τῆς ἁμαρτίας, γιατί δέν ἀπαιτεῖ κανένα κόπο ἀπ᾽ αὐτούς πού τήν βαδίζουν. – Παραμυθούμενος ὅμως ὁ Κύριος τήν κακοπάθεια αὐτῶν πού βαδίζουν τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό καί γλυκαίνοντάς τους γιά τούς κόπους τους, λέγει στήν συνέχεια ποῦ ὁδηγεῖ ἡ ὁδός αὐτή. Ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή (στίχ. 14). Παρηγορία ἀκόμη εἶναι καί τό ὅτι τούς κόπους γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ Κύριος τούς παρομοιάζει μέ «πύλη» καί «ὁδό». Σάν νά δηλώνει μέ τήν παρομοίωση αὐτή ὅτι οἱ κόποι καί οἱ ἀγῶνες τῆς πνευματικῆς ζωῆς δέν εἶναι μόνιμοι, ἀλλά εἶναι παροδικοί. – Τήν πλατεῖα καί τήν εὐρύχωρη ὁδό τῆς ἀπωλείας τήν βαδίζουν πολλοί (στίχ. 13), γιατί δέν θέλει κόπο καί φαίνεται ἡδονική. Ἀντίθετα τήν στενή ὁδό τήν προτιμοῦν ὀλίγοι (στίχ. 14), ἐπειδή εἶναι βαρεῖς οἱ κόποι τῆς ἀρετῆς.
Μετάφραση:
7,13 «Μπεῖτε ἀπό τήν στενή πύλη. Γιατί εἶναι πλατειά ἡ πύλη καί εὐρύχωρη ἡ ὁδός, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια καί εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού περνοῦν ἀπ᾿ αὐτή. 14 Πόσο στενή εἶναι ἡ πύλη καί δύσκολη ἡ ὁδός, πού ὁδηγεῖ στή ζωή καί εἶναι λίγοι αυτοί πού τήν βρίσκουν»!
Σχόλια
7,13-14. Ἡ διδασκαλία περί τῶν δύο ὁδῶν, τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐκλέξει, εἶναι ἕνα θέμα παλαιό καί διαδεδομένο στόν Ἰουδαϊσμό· βλ. Δευτ. 30,15-20. Ἰερ. 21,8. Ψαλμ. 1. Παροιμ. 4,18-19. 12,28. 15,24. Σ. Σειρ. 15,17. 33,14. Ἐκφράστηκε σέ μία μικρή πραγματεία ἠθικῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε σέ μᾶς διά μέσου τῆς Διδαχῆς (κεφ. 1-6) καί τῆς Διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων· βλ. καί ἐπιστολή τοῦ Βαρνάβα. Νομίζουμε ὅτι ἔχουμε τήν ἐπιρροή τῆς διδασκαλίας περί τῶν δύο ὁδῶν εἰς Ματθ. 5,14-18. 7,12-14. 19,16-26. 22,34-40 καί στό Ρωμ. 12,16-21. 13,8-12.
Οἱ ψευδοπροφῆτες (7,15-20)
Προλογικό:
Ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς εἶπε γιά τήν ὁδό πού πρέπει νά βαδίσουμε, γιά νά εἰσέλθουμε στήν μέλλουσα ζωή, μᾶς ὁμιλεῖ τώρα γι᾽ αὐτούς πού μᾶς ἐπιβουλεύονται στήν πορεία μας αὐτή, γιά νά εἴμαστε λοιπόν προσεκτικοί καί νηφάλιοι. Σέ προηγούμενη περικοπή ὁ Κύριος μᾶς μίλησε γιά «κῦνες» καί γιά «χοίρους» (7,6). Ἐδῶ ὅμως μᾶς μιλάει γιά «λύκους», πού μάλιστα εἶναι καλυμμένοι μέ δορά προβάτων (στίχ. 15). Ἄρα πρόκειται γιά χειρότερους ἐχθρούς. Γιατί οἱ ἐχθροί αὐτοί δέν εἶναι φανεροί, ἀλλά εἶναι κρυφοί καί λανθάνοντες. Μερικοί λέγουν ὅτι πρόκειται γιά κάποιους τερατολόγους καί ἄθεους ἀνθρώπους, πού περιέρχονταν καί ἀποπλανοῦσαν πολλούς. Ὀνομάζονται δέ «ψευδοπροφῆτες», γιατί ὑποκρίνονται ὅτι ἔχουν χάρισμα προφητείας καί προλέγουν τά μέλλοντα. Ἐμφανίζονται ὅμως αὐτοί μέ ἔνδυμα προβάτου, γιατί παριστάνουν τούς εὐσεβεῖς καί ἔτσι πλησιάζουν εὔκολα τίς ποῖμνες τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅμως εἶναι λύκοι ἅρπαγες (στίχ. 15), γιατί μέ πονηρό καί ἤρεμο τρόπο ἐξαπατοῦν τίς ψυχές τῶν ἁπλουστέρων χριστιανῶν καί τίς σύρουν στήν ἀπώλεια. Ἐπειδή δέ αὐτοί εἶναι δυσδιάγνωστοι, γιατί ἐμφανίζονται μέ ἔνδυμα προβάτου, μᾶς λέγει ἀκόμη ὁ Κύριος καί πῶς νά τούς ξεχωρίζουμε. «Ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς», μᾶς λέγει (στίχ. 16). Ἡ ὁδός πού διέταξε ὁ Χριστός νά βαδίζουν οἱ μαθητές Του εἶναι, ἀκούσαμε προηγουμένως, «στενή καί τεθλιμμένη» (στίχ. 14). Εἶναι ἐπίπονη καί δυσπρόσιτη, ὥστε δέν μπορεῖ νά τήν βαδίζουν οἱ ὑποκριτές. Καί ὅπως τό καλό δένδρο δέν γνωρίζεται ὅτι εἶναι καλό ἀπό τά λουλούδια, ἀλλά ἀπό τούς καρπούς του, ἔτσι καί αὐτοί: Θά γνωριστοῦν ἄν εἶναι ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά ἔργα τους καί ὄχι ἀπό τά λόγια τους. Γιατί τά λόγια ἐξαπατοῦν πολλούς, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά μερικούς κακούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι «διά τῆς χριστολογίας καί εὐλογίας ἐξαπατῶσι τάς καρδίας τῶν ἀκάκων» (Ρωμ. 16,18).
Στήν συνέχεια μᾶς δίνει ὁ Κύριος καί ἕνα ἄλλο ἐπιχείρημα ἀπό ἄλλο παράδειγμα, γιά νά διακρίνουμε εὐχερέστερα τούς ψευδοπροφῆτες αὐτούς. Μᾶς λέγει: «Μήπως μαζεύουν ἀπό τά ἀγκάθια σταφύλια ἤ ἀπό τά τρυβόλια σύκα;» (στίχ. 16). Ἐννοεῖται ὄχι, γιατί αὐτό εἶναι ἀφύσικο πράγμα! Ὅπως λοιπόν δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό, γιατί τά ἀγκάθια καί οἱ τρίβολοι εἶναι ἄχρηστα καί δέν τρώγονται, ἐνῶ τά σταφύλια καί τά σύκα τρώγονται, ἔτσι καί ἐδῶ: «Πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ, τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποιεῖ» (στίχ. 17). Ὡς «σαπρά» δένδρα, δηλαδή σάπια, ἐννοεῖ ὁ Κύριος τούς ὑποκριτές ψευδοπροφῆτες, πού οἱ «καρποί» τους, δηλαδή τά ἔργα τους, εἶναι ἄξια τῆς σαπρίας τους. Γιά τούς ψευδοπροφῆτες ὁ Κύριος εἶπε ἁπλᾶ νά προσέχουμε ἀπό αὐτούς, δέν εἶπε ὅμως νά τούς τιμωροῦμε καί νά τούς κακοποιοῦμε. Τήν τιμωρία τήν ἀπειλεῖ Αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας: «Πᾶν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται» (στίχ. 19). Ὁ λόγος αὐτός ἀναφέρεται καί στήν ἐκτομή τῶν ψευδοπροφητῶν ἀπό τήν παρούσα ζωή καί στήν τιμωρία στό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως. Μέ τήν ἀπειλή δέ αὐτή, ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός, ὁ Κύριος καί παραμυθεῖ τούς ἐπηρεαζομένους ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, ἀλλά καί φοβίζει αὐτούς τούς ἰδίους τούς ψευδοπροφῆτες (MPG 129,269).
Μετάφραση:
7,15 «Νά προσέχετε δέ ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται σέ σᾶς μέ ἐμφάνιση προβάτου, ἐνῶ ἐσωτερικά εἶναι λύκοι ἅρπαγες. 16 Θά τούς καταλάβετε ἀπό τά ἔργα τους. Μήπως μαζεύουν ἀπό ἀγκάθια σταφύλια ἤ ἀπό τριβόλια σῦκα; 17 Ἐπίσης κάθε καλό δέντρο κάνει καρπούς καλούς, τό δέ κακό δέντρο κάνει κακούς καρπούς. 18 Δέν εἶναι δυνατό δέντρο καλό νά κάνει καρπούς κακούς, οὔτε δέντρο κακό νά κάνει καρπούς καλούς. 19 Κάθε δέντρο, πού δέν κάνει καρπό καλό, κόβεται καί ρίχνεται στή φωτιά. 20 Ἀπό τούς καρπούς τους, λοιπόν, θά τούς καταλάβετε».
Σχόλια
7,15. Προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν. Οἱ ψευδοπροφῆτες εἶναι οἱ διδάσκαλοι τοῦ ψεύδους, πού πλανοῦν τόν λαό μέ ὑποκριτικές ἐκδηλώσεις εὐσεβείας, ἐνῶ συνεχίζουν τούς ἰδιοτελεῖς σκοπούς τους, βλ. 24,4 ἑξ. 24.
Οἱ ἀληθινοί μαθητές (7,21-23)
Προλογικό
Ἄς προσέξουμε τί μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ Κύριός μας, στό τέλος τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας Του. Μᾶς λέγει ὅτι δέν θά εἰσέλθει στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ὅποιος πιστεύει ἁπλᾶ σ᾽ Αὐτόν, ἀλλά ὅποιος ἐφαρμόζει τούς λόγους Του (στίχ. 21). Δέν ἀρκεῖ λοιπόν γιά τήν σωτηρία μας μόνον ἡ πίστη, ἄν δέν συμπορεύονται μέ τήν πίστη καί τά καλά ἔργα. Οὔτε πάλι ἀρκοῦν τά καλά ἔργα, ἄν δέν ὑπάρχει ὀρθή πίστη. Ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός, «προσήκει ἀμφότερα συζευχθῆναι καί μή ἀπολειφθῆναι θατέρου θάτερον» (MPG 129,272). – Στήν συνέχεια ὁ Κύριος λέγει τό παράδοξο ὅτι καί αὐτοί ἀκόμη πού ἔκαναν σημεῖα καί θαύματα στό ὄνομά Του, ἄν ἔχουν ἀνάξιο βίο, καί αὐτοί δέν θά εἰσέλθουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος «ἐκείνην τήν ἡμέραν», δηλαδή τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, θά τούς πεῖ: «Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (στίχ. 23). Γιά νά ἐννοήσουμε αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι εἶναι διπλῆ ἡ «γνώση» στόν Θεό. Εἶναι πρῶτον, ἡ «κατά φύσιν» γνώση, πού σάν Θεός παντεπόπτης τά γνωρίζει ὅλα, καί μάλιστα τά γνωρίζει πρίν ἀπό τήν ὕπαρξή τους. Καί εἶναι δεύτερον, ἡ «κατ᾽ οἰκείωσιν» γνώση, κατά τήν ὁποία «γνωρίζει» μόνο τούς δικαίους. Ἔτσι διαβάζουμε στό Ψαλτήριο ὅτι «γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων» (Ψαλμ. 1,6) καί «γινώσκει Κύριος τάς ὁδούς τῶν ἀμώμων» (Ψαλμ. 36,18) καί «ἔγνω Κύριος τούς ὄντας αὐτοῦ» (Β´ Τιμ. 2,19). Ὅσους ὅμως ζοῦν διεφθαρμένο βίο, προσποιεῖται ὁ Κύριος ὅτι τούς «ἀγνοεῖ», γιατί πολιτεύονται ἀνάξια πρός τήν γνώση Του. Ὁ Θεοφύλακτος ἑρμηνεύει ἐδῶ: «Τό δέ “οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς”, ἀντί τοῦ “οὐδέ τότε ὅτε ἐθαυματουργεῖτε, ἠγάπων ὑμᾶς”, γνῶσις γάρ ἡ ἀγάπη λέγεται ἐνταῦθα» (MPG 123,216).
Ἀλλά θά ἐρωτήσει κανείς: Ἀφοῦ αὐτοί ἦταν ἀνάξιοι, πῶς ἐνήργησε σ᾽ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ἐνήργησε, πρῶτον μέν, γιά νά δειχθεῖ ἡ φιλοτιμία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὅτι αὐτή δίδεται καί στούς ἀναξίους. Καί ἐνήργησε, δεύτερον, στούς ἀναξίους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τούς ἔδωσε θαυματουργία, γιά νά ὠφεληθοῦν καί ἄλλοι ἀπ᾽ αὐτούς, αὐτοί δηλαδή πού θεραπεύονταν ἀπό αὐτούς, ἀλλά καί αὐτοί πού ἔβλεπαν αὐτές τίς θαυματουργίες, γιά νά πιστέψουν στόν Χριστό. Τέτοιος θαυματουργῶν ἦταν καί ἐκεῖνος πού ἐξέβαλε δαιμόνια, ἀλλά δέν ἀκολουθοῦσε τόν Χριστό (Μάρκ. 9,38). Τέτοιος ἦταν καί ὁ προδότης Ἰούδας. Ἔλαβαν χαρίσματα, ἄν καί ἦταν ἀνάξιοι. Καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἐνεργοῦσε καί σέ πολλούς ἀναξίους ἡ Θεία Χάρις, γιά νά εὐεργετήσει ἄλλους δι᾽ αὐτῶν. Ἔτσι, στόν Φαραώ καί στόν Ναβουχοδονόσορα καί στόν υἱό του τόν Βαλτάσαρ, ἄν καί ἦταν ἀσεβεῖς καί παράνομοι, ὅμως ὁ Θεός φανέρωσε σ᾽ αὐτούς τά μέλλοντα γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Ἀλλά καί στήν ὄνο τοῦ Βαλαάμ ἐνήργησε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἔδωσε ἀνθρώπινη φωνή, γιά νά συνετίσει τόν ἐπιβάτη της. «Καί γάρ ἡ Χάρις καί διά τῶν ἀναξίων ἐνεργεῖ, ὡς καί διά τῶν ἀναξίων ἱερέων ἁγιαζόμεθα καί Ἰούδας δέ σημεῖα ἐποίησε καί οἱ υἱοί τοῦ Σκευᾶ» (Θεοφύλακτος MPG 123,216)
4. Ἀφοῦ λοιπόν, συμπεραίνει ὁ Ζιγαβηνός, ἄν δέν ὑπάρχει βίος ὀρθός, οὔτε ἡ πίστη οὔτε τά θαύματα μποροῦν νά μᾶς σώσουν, γι᾽ αὐτό, αὐτό πού πρέπει νά φροντίζουμε περισσότερο εἶναι τό νά ἔχουμε ὀρθό βίο. Γιά τό θαυματουργικό χάρισμα ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι, ἄν μᾶς δίνεται, νά τό δεχόμαστε. Ἄν ὅμως δέν μᾶς δίνεται νά μήν στενοχωρούμαστε! Γιατί ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, καί ἄν δέν θαυματουργεῖ, δέν χάνει τίποτε, τόν σώζει ὁ ἐνάρετος βίος του. Ἐνῶ μόνο τό νά θαυματουργεῖ δέν τόν σώζει. Γιά τόν ἐνάρετο βίο μας μᾶς «χρωστάει» ὁ Θεός, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἐνῶ γιά τά θαύματα χρωστᾶμε ἐμεῖς στόν Θεό (MPG 129,273)! – Ἡ περικοπή μας παρέχει μία τριπλῆ μαρτυρία γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: (α) Ὁ Ἰησοῦς καλεῖ τόν Ἑαυτό του «Κύριο» (στίχ. 21), δηλαδή «Γιαχβέ» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης· (β) ὁμιλεῖ γιά τό «θέλημα τοῦ Πατρός Του», τό ὁποῖο Αὐτός γνωρίζει πλήρως καί ταυτίζεται μ᾽ αὐτό, εἶναι καί δικό Του θέλημα (στίχ. 21)· (γ) ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἑαυτοῦ Του ὡς Κριτοῦ, δηλαδή, ὡς Θεοῦ, γιατί μόνο ὁ Θεός θά ἐξασκήσει τήν κρίση «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ» (στίχ. 22), τήν Ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Μετάφραση:
7,21 «Δέν θά μπεῖ στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὅποιος μοῦ λέγει “Κύριε, Κύριε”, ἀλλά ὅποιος κάνει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου, τοῦ ἐπουρανίου. 22 Πολλοί θά μοῦ ποῦν ἐκείνη τήν ἡμέρα: “Κύριε, Κύριε, δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά σου καί στό ὄνομά σου δέν βγάλαμε δαιμόνια καί στό ὄνομά σου δέν κάναμε θαύματα πολλά;” 23 Ἀλλά τότε θά πῶ σ᾿ αὐτούς, ὅτι “ποτέ δέν σᾶς γνώρισα. Φύγετε ἀπό μένα σεῖς πού δουλεύετε τήν ἀνομία”».
Σχόλια
7,21. Τό θέλημα τοῦ πατρός μου. Ἡ ἔκφραση αὐτή παίρνει στόν Ματθαῖο δύο συμπληρωματικές ἔννοιες: (α) Τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας καί (β) τό σύνολο τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ σχεδίου αὐτοῦ στήν καθημερινή μας ζωή (γιά τήν σωτηρία μας). Ἐδῶ πρόκειται γιά τήν δεύτερη ἔννοια(βλ. 6,10. 12,50. 18,14. 21,31). 7,22. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Εἶναι ἡ ἐσχάτη ἡμέρα τῆς κρίσεως (Ματθ. 24,36), ἡ ὁποία θά παρουσιάσει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (Ἠσ. 2,11) καί γιά τόν ἄνθρωπο τήν τιμωρία του (Ἠσ. 10,3) ἤ τήν σωτηρία του (Ἠσ. 49,8).
Κτῖστε στόν βράχο (7,24-27)
Προλογικό:
Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός τελείωσε τήν διδασκαλία τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας Του, ἐνθαρρύνει τώρα τούς μαθητές Του, γιά νά βαδίσουν τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, τονίζοντας σ᾽ αὐτούς νά ἔχουν ὡς ἀσφάλεια τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Καθένα δέ πού ἀκούει τούς λόγους Του καί τούς τηρεῖ τόν παρομοιάζει μέ φρόνιμο ἄνδρα πού οἰκοδόμησε τήν «οἰκία» του στήν «πέτρα» (στίχ. 24). Ὡς «οἰκία» ἐδῶ πρέπει νά νοήσουμε τόν νοερό οἶκο τῆς ψυχῆς, πού οἰκοδομεῖται μέ διάφορες ἀρετές. Καί ὡς «πέτρα» νοοῦμε τήν ἀσφάλεια τῶν θείων ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες στερεώνουν τά οἰκοδομηθέντα. Σέ ἕνα τέτοιο οἶκο ὅσοι πειρασμοί καί ἐπιθέσεις τοῦ Διαβόλου καί ἄν συμβοῦν, δέν πρόκειται νά τόν κλονίσουν, γιατί ἔχει στερεό θεμέλιο. – Ἐπειδή μερικοί ἀπό τούς ἀκροατές ἐπρόκειτο νά ἐπαινέσουν μέν τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά μήν τούς ἐφαρμόσουν, προκαταλαμβάνει ὁ Χριστός καί τούς φοβίζει μέ μία παραβολή. Τούς λέγει ὅτι ὅποιος ἀκούει τούς λόγους Του, ἀλλά δέν τούς ἐφαρμόζει, μοιάζει μέ τόν «μωρό» ἄνθρωπο πού ἔκτισε τό σπίτι του πάνω στήν ἄμμο. Καί ὅταν ἦλθε κακοκαιρία δέν ἄντεξε ἡ οἰκία αὐτή καί ἔπεσε. «Καί ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη» (στίχ. 26-27). Δίκαια τόν ἄνθρωπο αὐτόν ὁ Χριστός τόν καλεῖ «μωρό», γιατί, τί ποιό ἀνόητο ὑπάρχει ἀπό τό νά κτίζει κάποιος τό σπίτι του στήν ἄμμο; Αὐτός κοπιάζει μέν γιά τήν οἰκοδομή, στερεῖται ὅμως τήν ἀπόλαυση τοῦ σπιτιοῦ του. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ ἐκεῖνον πού ἔμαθε μέν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δέν οἰκοδόμησε ὅμως τήν ζωή του πάνω σ᾽ αὐτές, ἀλλά ἀκολούθησε ἄλλο τρόπο ζωῆς. Αὐτός πραγματικά εἶναι «μωρός», γιατί κοπίασε ἄδικα.
Μετάφραση:
7,24 «Ὅποιον δέ ἀκούει τούς λόγους μου αὐτούς καί τούς ἐφαρμόζει, θά τόν θεωρήσω ὅμοιο μέ ἄνθρωπο συνετό, ὁ ὁποῖος ἔχτισε τό σπίτι του πάνω σέ βράχο. 25 Καί ἔπεσε ἡ βροχή καί πλημμύρισαν οἱ ποταμοί καί ἔπαυσαν οἱ ἄνεμοι καί ἔπεσαν μέ ὁρμή στό σπίτι ἐκεῖνο καί δέν ἔπεσε, γιατί εἶχε θεμελιωθεῖ πάνω σέ βράχο. 26 Ἀντίθετα, ὅποιος ἀκούει αὐτούς τούς λόγους μου, ἀλλά δέν τούς ἐφαρμόζει, θά τόν θεωρήσω ὅμοιο μέ ἀνόητο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχτισε τό σπίτι του πάνω στήν ἄμμο. 27 Καί ἔπεσε ἡ βροχή καί πλημμύρισαν οἱ ποταμοί καί ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καί χτύπησαν πάνω στό σπίτι ἐκεῖνο καί ἔπεσε καί ἡ πτώση του ἦταν μεγάλη».   
Σχόλια
7,24. Ποιεῖ αὐτούς. Τό ῥ. «ποιῶ» στόν Ματθαῖο  δέν εἶναι εὔκολο στήν μετάφρασή του. Γενικά λέγουμε ὅτι τό ρῆμα δέν περιγράφει οὔτε τίς ἐξωτερικές πρακτικές, οὔτε καί τά ἐσωτερικά αἰσθήματα, ἀλλά πράξεις πού ἐκφράζουν τόν ἄνθρωπο ὡς σύνολο. 7,25. Ποταμοί. Πρόκειται περί χειμάρρων πού σχηματίζονται στήν Παλαιστίνη αἰφνίδια μετά ἀπό μία δυνατή βροχή.
 Ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ λαοῦ (7,28-29)
Προλογικό:
Ὁ ὄχλος θαύμασε τήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί ἐδίδασκε καί ἐνομοθέτει μέ ἐξουσία, μέ κῦρος, ἐνῶ οἱ γραμματεῖς, ὅταν μιλοῦσαν, ὅλο καί παρέπεμπαν στίς Γραφές καί στήν παράδοσή τους. Ὅταν μιλοῦσαν αὐτοί ἔλεγαν «τάδε λέγει Κύριος». Ὁ Χριστός ὅμως ὁμιλοῦσε ὡς Θεός καί ἔλεγε «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν». Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως ὅτι δέν θαύμαζαν οἱ ἄρχοντες τόν Χριστό, γιατί πῶς ἦταν δυνατόν νά Τόν θαυμάσουν αὐτοί πού Τόν φθονοῦσαν; Τόν θαύμαζε οἱ «ὄχλοι» (στίχ. 28), τό ἄκακο πλῆθος.
Μετάφραση:
7,28 Ὅταν δέ τελείωσε ὁ Ἰησοῦς αὐτούς τούς λόγους, τά πλήθη θαύμαζαν γιά τή διδασκαλία του, 29 γιατί τούς δίδασκε ὡς ἔχοντας ἐξουσία καί ὄχι ὅπως οἱ Γραμματεῖς.
Σχόλια
7,29. Ὡς ἐξουσίαν ἔχων. Ἀντίθετα πρός τούς Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι, πίσω ἀπό τήν «Παράδοση» τῶν πρεσβυτέρων (βλ. 15,2), ἀπέκρυπταν τήν σωστή διδασκαλία. Μαζί μέ τούς «Γραμματεῖς» ἄς προσθέσουμε ἐδῶ καί τούς Φαρισαίους.
ΙΙΙ.  ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (8,1-10,42)
1. ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ: ΔΕΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ (8,1-9,38)
Θεραπεία ἑνός λεπροῦ (8,1-4)
Προλογικό
Ἔχοντας δώσει τήν πρώτη μεγάλη συλλογή τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος δίνει τώρα μία συλλογή τῶν ἔργων Του. Μέ τήν περικοπή μας αὐτή ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἀπό τῆς διδασκαλίας ἐπί τά θαύματα μεταβαίνει» (Ζιγαβηνός, MPG 129,280). Ἔτσι λοιπόν ἔχουμε ἐδῶ τήν θεραπεία ἑνός λεπροῦ. Ὁ λεπρός αὐτός φάνηκε πολύ συνετός, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος, γιατί δέν ἀνέβηκε στό ὄρος, γιά νά μήν διακόψει τήν ἱερή διδασκαλία. Ἀλλά πλησίασε τόν Χριστό ὅταν κατέβηκε ἀπό τό ὄρος, καί μάλιστα τοῦ ἀπέδωσε θεϊκή τιμή, γιατί τό κείμενό μας λέγει ὅτι «προσεκύνει αὐτῷ» (στίχ. 2). Πραγματικά ὁ λεπρός θεώρησε Θεό τόν Ἰησοῦ, γι᾽ αὐτό δέν τοῦ εἶπε νά παρακαλέσει τόν Θεόν νά τόν κάνει καλά, ἀλλά τοῦ εἶπε «ἐάν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι» (στίχ. 2). Γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπαντῶντας ἀκριβῶς καί στήν ἔκφραση του αἰτήματός του, τοῦ εἶπε: «Θέλω καθαρίσθητι» (στίχ. 3)! Καί ὁ λεπρός θεραπεύθηκε. Ἀλλά, ἀφοῦ ὁ Χριστός θά θεράπευε τόν λεπρό μέ τόν λόγο Του, γιατί ἁπλώνει τό χέρι Του καί τόν ἐγγίζει (στίχ. 3); Αὐτό τό κάνει ὁ Ἰησοῦς γιατί ὑπῆρχε νόμος στήν Πεντάτευχο πού ἐμπόδιζε νά ἐγγίζουν τόν λεπρό (Λευιτ. 7,21). Γιά νά δείξει λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ὅτι σάν Θεός ὑπέρκειται τοῦ Νόμου, πού ἔγινε καθαρά γιά τούς ἀνθρώπους, θαρραλέα ἄγγιξε τόν λεπρό, καί κανείς ἀπό τόν ὄχλο δέν τοῦ εἶπε τίποτε, γιατί ὅλοι ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του ἐννόησαν τήν θεότητά Του (βλ. 7,29). Ἐπειδή, ἄν δέν τό διεπίστωνε ὁ ἱερεύς ὅτι θεραπεύτηκε ὁ λεπρός, αὐτός δέν μποροῦσε νά διαμένει στήν πόλη, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τόν θεράπευσε, τοῦ εἶπε νά παρουσιασθεῖ στόν ἱερέα. Μάλιστα τοῦ εἶπε νά προσφέρει καί τό δῶρο σ᾽ αὐτόν, ὅπως τό εἶχε διατάξει ὁ Μωυσῆς, «εἰς μαρτύριον αὐτοῖς» (στίχ. 4β). Ἄν, δηλαδή, κατηγορήσουν οἱ Ἰουδαῖοι τόν Χριστό ὅτι καταλύει τόν Νόμο, νά εἶναι μάρτυρας αὐτός, ὁ θεραπευθείς λεπρός, ὅτι τοῦ εἶπε νά προσφέρει τά διατασσόμενα ἀπό τόν Νόμο. 
Μετάφραση
8,1 Ὅταν δέ κατέβηκε ἀπό τό ὄρος, τόν ἀκολούθησε πολύς κόσμος. 2 Καί ἰδού ἕνας λεπρός ἦλθε καί τόν προσκυνοῦσε λέγοντας: «Κύριε, ἄν θέλεις, μπορεῖς νά μέ καθαρίσεις (ἀπό τήν λέπρα)». 3 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό χέρι του, τόν ἄγγιξε καί εἶπε: «Θέλω, γίνε καθαρός»! Καί ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ λέπρα του. 4 Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Πρόσεχε, νά μήν τό πεῖς σέ κανένα, ἀλλά πήγαινε καί δεῖξε τόν ἑαυτό σου στόν ἱερέα καί πρόσφερε τό δῶρο, πού διέταξε ὁ Μωυσῆς, γιά νά σοῦ δώσουν βεβαίωση (ὅτι θεραπεύτηκες)».
Σχόλια
8,3. Μέ τά θαύματά του ὁ Ἰησοῦς δεικνύει τήν δύναμή του στήν φύση (8,23-27. 14, 22-34), ἰδιαίτερα στήν ἀσθένεια (8,1-4. 5 -13. 14-15. 9,1-8. 20-22. 27-31. 14,14-36. 15,30. 20,29-34. Μάρκ. 7,32-37. 8,22-26. Λουκ. 14,1-6. 17,11-19. Ἰωάν. 5,1-15. 9,1-41), στόν θάνατο (Ματθ. 9,23-25. Λουκ. 7,11-17. Ἰωάν. 11,1-44) καί στούς δαίμονας (βλ. Ματθ. 8,29 σχόλ.). Διαφέροντα κατά τήν ἁπλότητά τους τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τά περίεργα θαύματα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τοῦ ραββινικοῦ ἰουδαϊσμοῦ διακρίνονται ἀπ᾿ αὐτά πρό παντός γιά τήν πνευματική τους σημασία καί τόν συμβολισμό τους. Ἀναγγέλλουν τίς ποινές ( 21,18-22) καί τά δῶρα τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς (11,5. 14,13-21. 15,32-39. Λουκ. 5,4-11. Ἰωάν. 2,1-11. 21,4-14) καί καθιερώνουν τόν θρίαμβο τοῦ Πνεύματος στό κράτος τοῦ Σατανᾶ (8,29 σχόλ.) καί στίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τῶν ἁμαρτιῶν ( 9,2 σχόλ.) καί τῶν ἀσθενειῶν ( 8,17σχόλ.). Ἐκτελούμενα τά θαύματα ἀπό εὐσπλαγχνία (20,34. Μάρκ. 1,41. Λουκ. 7,13), ἀποβλέπουν προπαντός στό νά στερεώσουν τήν πίστη (8,10 σχόλ. Ἰωάν. 2,11 σχόλ.). Ἐπίσης ὁ Ἰησοῦς δέν κατεργαζόταν τά θαύματα παρά μόνο ἐκεῖ πού ἔπρεπε, ζητῶντας μυστικότητα ἀπ᾿ αὐτούς πού ἤθελε νά τούς θεραπεύσει (βλ. Μάρκ. 1,34) καί φυλάσσοντας νά δώσει ἀργότερα τό μέγα θαῦμα τῆς δικῆς Του ἀναστάσεως (12,39-40). Αὐτή τήν δύναμη τῆς θεραπείας ὁ Ἰησοῦς τήν μετέδωσε στούς Ἀποστόλους Του ἀποστέλλοντάς τους νά κηρύξουν τήν Βασιλεία (10,1.8)· γι᾿ αὐτό τόν λόγο ὁ Ματθαῖος πρίν ἀπό τήν ἀποστολή τῶν Μαθητῶν (κεφ. 10), ἔθεσε μία σειρά δέκα θαυμάτων (κεφ. 8-9), ὡς σημεῖα τῆς ἱεραποστολῆς, βλ. Μάρκ. 16,17 ἑξ. Πράξ. 2,22 καί 1,8 σχόλ. Ὁ Ματθαῖος συγκεντρώνει δέκα θαύματα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ὑπαινίσσονται τά θαύματα τοῦ Μωυσῆ στήν Αἴγυπτο (Ἐξ. 7,8-11.10). 8,4. Εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. Ἡ λ. «μαρτύριον» μέ τήν ἔννοια βεβαίωση, πιστοποίηση. Ὁ θεραπευθείς λεπρός ἔπρεπε νά δείξει τόν ἑαυτό του στούς ἱερεῖς («αὐτοῖς») καί νά προσφέρει τό δῶρο του σ᾽ αὐτούς (βλ. Λευιτ. 14, 2-32), γιά νά εἶναι αὐτά (καί ἡ ἐπίδειξη τοῦ θεραπευθέντος σώματος καί τό δῶρο) ἀπόδειξη σ᾽ αὐτούς γιά τήν πραγματική του θεραπεία, ὥστε νά τήν βεβαιώσουν ἔπειτα αὐτοί (= «εἰς μαρτύριον αὐτοῖς»).
Θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου (8,5-13)
Προλογικό
Γιά ἕνα ἄλλο θαῦμα μᾶς λέγει ἡ περικοπή μας ἐδῶ, γιά τήν θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου τῆς Καπερναούμ. Καί ὁ ἑκατόνταρχος αὐτός, ὅπως προηγουμένως ὁ λεπρός, δέν ἀνέβηκε καί αὐτός στό ὄρος, γιά νά παρακαλέσει τόν Χριστό γιά τόν δοῦλο του, γιά νά μήν τόν διακόψει ἀπό τήν διδασκαλία Του. Ὁ ἐδῶ ἑκατόνταρχος εἶναι ὁ ἴδιος γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ καί ὁ Λουκᾶς (7,1-10), ἄν καί φαίνονται κάποιες διαφορές μεταξύ τῶν δύο διηγήσεων, ὄχι ὅμως ἐναντιώσεις. Ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε τήν ἀγάπη τοῦ ἐθνικοῦ ἑκατοντάρχου (ἀφοῦ τόν παρακαλεῖ γιά τόν δοῦλο του), τήν πίστη του καί τήν ταπείνωσή του, γιατί καί ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι θά πάει σπίτι του γιά νά θεραπεύσει τόν δοῦλο του, αὐτός τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν εἶναι ἄξιος γιά μιά τέτοια τιμή, ἀλλά τόν παρακάλεσε καί ἀπό μακρυά νά πεῖ ἕνα λόγο καί θά θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος του. Παρέστησε μάλιστα ὁ ἑκατόνταρχος τίς ἀρρώστιες καί τόν θάνατο σάν πειθαρχικούς στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, πού ὑπακούουν στό κέλευσμά Του, ὥστε φεύγουν ἀπό τόν ἕνα καί πηγαίνουν στόν ἄλλο, ὅταν Αὐτός τίς διατάσσει (στίχ. 7-10)! Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τελικά μέ θαυμασμό γιά τόν ἑκατόνταρχο: «Οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (στίχ. 10). Αὐτός ὁ λόγος εἶναι ἕνα ἄνοιγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά ἔθνη. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν συνέχεια, ὅτι στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν θά «ἀνακληθοῦν πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν», δηλαδή ἀπό κάθε τόπο τῆς οἰκουμένης, «μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ». Ἀλλά οἱ «υἱοί τῆς βασιλείας», δηλαδή οἱ Ἰουδαῖοι, πού δέν δέχονται τόν Ἰησοῦν ὡς Μεσσία, θά ἐκβληθοῦν «εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον» (στίχ. 11.12). Τέλος, ὁ Ἰησοῦς διαβεβαίωσε τόν ἑκατόνταρχο ὅτι θά ἐκπληρωθεῖ τό αἴτημά του κατά τήν πίστη του, καί «ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (στίχ. 13), δεῖγμα αὐτό ὅτι θά πραγματοποιηθεῖ καί ὁ ἄλλος λόγος τοῦ Ἰησοῦ περί τῆς ἀπορρίψεως τῶν Ἰουδαίων (στίχ. 12).
Μετάφραση
8,5 Ὅταν δέ μπῆκε στήν Καπερναούμ, ἦρθε σ᾿ αὐτόν ἕνας ἑκατόνταρχος παρακαλώντας αὐτόν 6 καί λέγοντας: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι παράλυτος, κατάκοιτος στό σπίτι, καί βασανίζεται φρικτά». 7 Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἐγώ θά ἔλθω καί θά τόν θεραπεύσω». 8 Ἀλλ᾽ ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε καί τοῦ εἶπε: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος γιά νά μπεῖς κάτω ἀπό τήν στέγη μου. Ἀλλά μόνο δῶσε διαταγή καί θά θεραπευθεῖ ὁ δοῦλος μου. 9 Γιατί καί ἐγώ, πού εἶμαι ἄνθρωπος κάτω ἀπό ἐξουσία (ἄλλων), ἔχοντας  στίς διαταγές μου στρατιῶτες, καί λέγω σέ τοῦτον, “πήγαινε”, καί πηγαίνει· καί στόν ἄλλον (λέγω) “ἔλα”, καί ἔρχεται· καί στόν δοῦλο μου (λέγω) “κάνε αὐτό” καί τό κάνει». 10 Ὅταν δέ ἄκουσε (αὐτά) ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε, καί εἶπε σ᾿ αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦσαν: «Ἀληθινά σᾶς λέγω, οὔτε στόν Ἰσραήλ δέν βρῆκα τόση μεγάλη πίστη. 11 Σᾶς βεβαιώνω δέ, ὅτι θά ἔλθουν πολλοί ἀπό Ἀνατολή καί Δύση καί θά καθήσουν στό τραπέζι στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, 12 ἐνῶ οἱ υἱοί τῆς βασιλείας θά ριχτοῦν ἔξω στό βαθύ σκοτάδι. Ἐκεῖ θά εἶναι τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν (ἀπό τόν πόνο». 13 Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς στόν ἑκατόνταρχο: «Πήγαινε καί ἄς σοῦ γίνει ὅπως πίστευσες». Καί θεραπεύτηκε ὁ δοῦλος του ἐκείνη τήν στιγμή.
Σχόλια
8,10. Οὐδέ ἐν τῷ Ἰσραήλ τοσαύτην πίστην... Αὐτή ἡ πίστη πού ἀπαιτεῖ ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν ἀρχή τῆς δραστηριότητός Του (Μάρκ. 1,15), καί πού αὐτός θά ζητεῖ ἀκατάπαυστα, εἶναι μία κίνηση ἐμπιστοσύνης καί ἐγκατάλειψης, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀρνεῖται νά ὑπολογίζει στίς σκέψεις του καί τίς δυνάμεις του, γιά νά παραδοθεῖ στόν λόγο καί στήν δύναμη Ἐκείνου τόν Ὁποῖο πιστεύει, βλ. Λουκ. 1,20.45. Ματθ. 21,25. 32. Ὁ Ἰησοῦς ἀπαιτεῖ αὐτή τήν πίστη καί ἰδιαίτερα τήν ἀπαιτεῖ μέ τήν εὐκαιρία τῶν θαυμάτων Του (8,13. 9,2.22.28-29. 15,28. Μάρκ. 5,36. 10,52. Λουκ. 17,19), πού εἶναι περισσότερο σημεῖα τῆς ἀποστολῆς Του καί τῆς Βασιλείας Του (βλ. σχόλ. εἰς 8,3 καί Ἰωάν. 2,11), καί ὀλιγώτερο πράξεις εὐσπλαγχνίας. Ἐπίσης ὁ Ἰησοῦς δέν μποροῦσε νά κάνει τά θαύματα, ἄν δέν εὕρισκε πρῶτα αὐτή τήν πίστη, πού θά ἔδιδε σ᾿ αὐτά τήν ἀληθινή ἔννοιά τους(12,38-39. 13,58. 16,1-4). Ἀπαιτῶντας μία θυσία πνεύματος καί ὅλου τοῦ εἶναι ἡ πίστη εἶναι μία δύσκολη κίνηση ταπεινώσεως (18,6), πού πολλοί ἀρνοῦνται νά κάνουν, ἰδιαίτερα μάλιστα μεταξύ τοῦ Ἰσραήλ (8,10. 15,28. 27,42. Λουκ. 18,8), ἤ τό κάνουν μόνο κατά τό ἥμισυ (Μάρκ. 9,24. Λουκ. 8,13). Καί αὐτοί οἱ μαθητές εἶναι ἀργοί στό νά πιστεύσουν (8,26. 14,31. 16,8. 17,20), ἀκόμη μαλιστα καί μετά τήν ἀνάσταση (28,17. Μάρκ. 16,11-14. Λουκ. 24,11.25.41). Ἡ πιό εἰλικρινής πίστη γιά τόν Ἀρχηγό τους, ἡ πίστη «πέτρα» (16,16-18), θά κλονιστεῖ μέ τό σκάνδαλο τοῦ Πάθους (26,69-75), ἀλλά αὐτή ἔπειτα θά θριαμβεύσει (Λουκ. 22,32). Ὅταν ἡ πίστη εἶναι δυνατή, τότε κατεργάζεται θαύματα, (17,20. 21,21. Μάρκ. 16,17), ἀποκτᾶ τά πάντα (21,22. Μάρκ. 9,23) καί ἰδιαίτερα τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν (9,2. Λουκ. 7,50) καί τήν σωτηρία, γιά τήν ὁποία ἡ πίστη εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος (Λουκ. 8,12. Μάρκ. 16,16. Πράξ. 3,16 σχόλ.). 8,11. Καί ἀνακληθήσονται. Κατά τά χωρία Ἠσ. 25,6. 55,1-2. Ψαλμ. 21,27 κ.ἄ., ὁ Ἰουδαϊσμός παριστάνει συχνά τίς χαρές τῆς μεσσιακῆς ἐποχῆς μέ τήν εἰκόνα ἑνός συμποσίου, βλ. 22,2-14. 26,29. Λουκ. 14,15. Ἀπ. 3,20. 19,9. 8,12. Οἱ υἱοί τῆς Βασιλείας (ἰδία ἔκφραση καί εἰς 13,38), δηλαδή οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ φυσικοί κληρονόμοι τῶν ὑποσχέσεων. Ὅσοι μεταξύ αὐτῶν δέν θά ἔχουν πιστεύσει τόν Ἰησοῦ γιά Χριστό (γιά Μεσσία) θά δοῦν τούς ἐθνικούς νά παίρνουν τήν θέση τους. – Ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί... Βιβλική εἰκόνα τῆς ὀργῆς καί τοῦ πείσματος τῶν ἀσεβῶν πρό τῆς εὐτυχίας τῶν δικαίων (βλ. Ψαλμ. 34,16. 36,12. 111,10. Ἰώβ 16,9. Ματθ. 13,42-43.50. 22,13. 24,51. 25,30). Ἡ εἰκόνα αὐτή περιγράφει στόν Ματθαῖο τήν καταδίκη.
Θεραπεία τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου (8,14-15)
Προλογικό
Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ Πέτρος, ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ἦταν ἔγγαμος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός πῆγε στήν οἰκία τοῦ Πέτρου (στίχ. 14α) γιά νά φάγει, ἀλλά ἡ πεθερά του ἦταν ἄρρωστη. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε ὁ Χριστός τό χέρι της, ἔσβησε ὁ πυρετός της καί ἡ γυναίκα ἀπέκτησε πλήρως τήν ὑγεία της, ὥστε τόν διακόνησε. Μία ἀπορία: Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος μᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς πῆγε στήν οἰκία τοῦ Πέτρου μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη (Μάρκ. 1,29). Ποῦ εἶναι ὁ Πέτρος; Πρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι ὅταν ὁ Πέτρος ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά πάει σπίτι του, αὐτός προέδραμε γιά νά ἑτοιμάσει τόν ἐρχομό Του.
Μετάφραση
8,14 Ἦλθε δέ ὁ Ἰησοῦς στήν οἰκία τοῦ Πέτρου καί εἶδε τήν πεθερά του κατάκοιτη καί μέ πυρετό. 15 Καί ἔπιασε τό χέρι της καί τήν ἄφησε ὁ πυρετός καί σηκώθηκε καί τόν διακονοῦσε.
Σχόλια
(δέν ὑπάρχουν)
Θεραπεῖες καί ἐξορκισμοί (8,16-17)
Προλογικό
Κατά τό δειλινό, τό τέλος δηλαδή τῆς ἡμέρας, «ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος», ὅπως τό λέγει ἀκριβέστερα ὁ Μάρκος (1,32), ἔφεραν στόν Χριστό πολλούς δαιμονιζομένους καί Αὐτός τούς θεράπευσε μέ μόνο τό λόγο Του (στίχ. 16). Ἀλλά γιατί τούς ἔφεραν κατά τό δελινό; Γιατί ἤθελαν νά περάσει τό Σάββατο (βλ. Μάρκ. 1,29), ἀφοῦ πίστευαν ἐσφαλμένως ὅτι δέν ἔπρεπε νά γίνεται θεραπεία τήν ἡμέρα αὐτή. Οἱ μαθητές ὅμως τοῦ Χριστοῦ τόν παρεκάλεσαν νά θεραπεύσει τήν πεθερά τοῦ Πέτρου καί πρίν ἀπό τήν δύση τοῦ ἡλίου (βλ. Μάρκ. 1,30). Καί τό ἔκαναν αὐτό γιατί ἔβλεπαν τόν Χριστό νά θεραπεύει ἀδιακρίτως τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί ἔμαθαν ἀπ᾽ Αὐτόν καλά ἀπό ποιά ἔργα πρέπει νά ἀπέχουν κατά τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου καί ποιά νά ἐκτελοῦν. Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Χριστός, σάν παντοδύναμος πού εἶναι, ἄλλοτε μέν θεραπεύει ἐκτείνοντας τό Χέρι Του, ὅπως στήν περίπτωση τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου (στίχ. 15), ἄλλοτε διά τοῦ λόγου του, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ παιδός τοῦ ἑκατοντάρχου καί στίς περιπτώσεις τῶν ἀσθενενῶν τῆς περικοπῆς μας (στίχ. 16) καί ἄλλοτε χρησιμοποιῶντας καί τού δύο τρόπους, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ λεπροῦ (στίχ. 3). – Κατά τήν συνήθειά του ὁ Ματθαῖος νά δικαιώνει τά ὅσα γράφει περί τοῦ Ἰησοῦ μέ μεσσιανικά χωρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καταφεύγει στήν περικοπή μας στόν προφήτη Ἠσαΐα καί ἀναφέρει ἀπ᾽ αὐτόν τόν λόγο του περί τοῦ Μεσσία ὅτι «αὐτός τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καί τάς νόσους ἐβάστασεν» (στίχ. 17· βλ. Ἠσ. 53,4). Τόν λόγο αὐτόν ὅμως ὁ προφήτης τόν λέγει περί τῶν ἁμαρτιῶν καί ὄχι περί τῶν νοσημάτων. Τόν ἀναφέρει ὅμως ὁ Εὐαγγελιστής στά νοσήματα, γιατί πραγματικά τά νοσήματα αἰτία ἔχουν τήν ἁμαρτία. Μέ τήν ἀναφορά αὐτή ὁ Εὐαγγελιστής θέλει νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν λύτρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά καί ἀπό τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο. 
Μετάφραση
8,16 Ὅταν δέ βράδυασε, ἔφεραν σ᾿ αὐτόν πολλούς δαιμονισμένους καί μέ μόνο τό λόγο του ἔβγαλε τά (πονηρά) πνεύματα καί θεράπευσε ὅλους τούς ἀσθενεῖς, 17 καί ἔτσι ἐκπληρώθηκε αὐτό πού εἰπώθηκε ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὅτι:
«Αὐτός πῆρε τίς ἀσθένειές μας
καί ἐβάσταξε τίς ἀ
ρρώστιες».
Σχόλια
8,17. Αὐτός τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε. Γιά τόν Ἠσαΐα ὁ «Δοῦλος» τοῦ Γιαχβέ (Ο΄ ὁ «Παῖς» τοῦ Κυρίου) «ἔλαβε» πάνω Του τούς πόνους μας μέ τό ἴδιο ἐξιλαστήριο πάθος Του. Ὁ Ματθαῖος ἐννοεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς «ἔλαβε» τούς πόνους μας καί τούς ἐξήλειψε μέ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἔχει στήν πραγματικότητα μιά βαθειά θεολογική ἀλήθεια: Ὁ Ἰησοῦς, ὁ «Δοῦλος» τοῦ Ἠσαΐου, ἦλθε μέ τό ἐξιλαστήριο πάθος Του νά ἐξαλείψει τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς ἀνακουφίσει ἀπό τά σωματικά δεινά, πού εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας.
Τό νά ἀκουλουθεῖς τόν Ἰησοῦ (8,18-22)
 Προλογικό:
Ὅσοι παίρνουν τήν ἀπόφαση νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό πρέπει νά γνωρίζουν καλά ὅτι ἀκολουθοῦν Ἐκεῖνον πού εἶναι πτωχότερος καί ἀπό τίς ἀλεποῦδες καί τά ὄρνεα (στίχ. 20). Ἔτσι σέ κάποιον γραμματέα πού ζήτησε ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ γίνει ἀκόλουθός Του, Αὐτός τοῦ εἶπε τήν ἀλήθεια αὐτή (στίχ. 19-20). Ὅτι ἡ ζωή του δηλαδή πρέπει νά εἶναι πτωχή, ὅπως τέτοια εἶναι καί ἡ δική Του ζωή. «Τοιούτους βούλομαι καί τούς ἐμούς ἀκολούθους εἶναι» (Ζιγαβηνός, MPG 129,292). Φαίνεται, ὅπως ὑποθέτει ὁ Ζιγαβηνός, ὅτι ὁ γραμματεύς αὐτός ἦταν φιλάργυρος καί θά νόμισε ὅτι ὁ Χριστός ἀπό τά θαύματα πού κάνει συγκεντρώνει χρήματα καί σάν ἀκόλουθός Του αὐτός θά γινόταν κοντά Του πλούσιος. Ἀλλά γνωρίζοντας ὁ Χριστός, ὡς Θεός, τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἀπάντησε στόν γραμματέα αὐτόν ἀνάλογα μέ τόν σκοπό του (βλ. στίχ. 20). – Καί μία ἄλλη περίπτωση ἔχουμε ἐδῶ στήν περικοπή μας, πού μᾶς λέγει πῶς πρέπει νά εἶναι οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Ἰησοῦ: Σέ κάποιον ἄλλο πού ζήτησε ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ ἐπιστρέψει νά πάει νά θάψει τόν πατέρα του καί μετά τόν ἀκολουθήσει (στίχ. 21), Αὐτός τοῦ ἀπάντησε: «Ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς» (στίχ. 22). Δέν γνωρίζουμε ποιός εἶναι αὐτός ὁ δεύτερος πού θέλει νά γίνει ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ. Πάντως πρέπει νά τόν θαυμάσουμε, γιατί, ἄν καί ἐπρόκειτο γιά ἀναγκαιότατο θέμα (τό νά θάψει τόν πατέρα του), ὅμως δέν τό ἔπραξε μόνος του, ἀλλά ρώτησε γι᾽ αὐτό τόν Χριστό. Καί μάλιστα ὅταν ὁ Χριστός δέν τοῦ τό ἐπέτρεψε αὐτό, αὐτός δέν ἔφυγε ἀπ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά, γιατί ὁ Χριστός δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά πάει νά θάψει τόν πατέρα του; Θά ποῦμε γενικά ὅτι ἐκεῖνος πού ἀφιερώνεται στό Θεό δέν πρέπει νά θεωρεῖ τίποτε ἄλλο ἀναγκαιότερο ἀπό τά ἱερά του καθήκοντα καί μία ἄλλη ἐνασχόληση μέ γήινα πράγματα μπορεῖ νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τόν Θεό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός διέγνωσε ὅτι ἡ ἐπάνοδος τοῦ μαθητοῦ στόν οἶκο του γιά τήν ταφή τοῦ πατέρα του θά τοῦ ἦταν καταστρεπτική, γιατί μετά τήν ταφή θά ἦταν ἀνάγκη νά ἀσχοληθεῖ μέ διαθῆκες καί κληρονομιές καί διανομές, πράγματα δηλαδή ξένα γιά τόν ἀφιερωμένο στόν Θεό. Ἀλλά, ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ Ἰησοῦ «ἄφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς» φαίνεται, ὅπως ὑποθέτει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι ὁ νεκρός πατέρας ἦταν ἄπιστος καί λοιπόν «τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (B´ Κορ. 6,15). Τέλος, ἄς ἀκούσουμε οἱ μονάζοντες καί γενικά οἱ ἀφιερωμένοι στόν Θεό αὐτόν τόν φοβερό λόγο τοῦ Θεοφυλάκτου: «Εἰ δέ ἐκεῖνος οὐδέ τόν πατέρα θάψαι συνεχωρήθη, οὐαί τοῖς μετά τό μονάσαι εἰς πράγματα βιοτικά στρεφομένοις» (MPG 123,224). – Στήν περικοπή μας (στίχ. 20) ὁ Ἰησοῦς Χριστός καλεῖ τόν Ἑαυτό Του γιά πρώτη φορά «Υἱό ἀνθρώπου», δηλώντας μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὅτι «κατά ἀλήθειαν σεσάρκωται καί οὐ κατά φαντασίαν, ὥς τινες ὑπελάμβανον» (Ζιγαβηνός, MPG 129,293). Ἡ ἔκφραση αὐτή δηλώνει τόν Ἑαυτό του γιά Μεσσία (βλ. Δαν. 7,13-14).
Μετάφραση
8,18 Ὅταν δέ ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολύ κόσμο γύρω του, ἔδωσε ἐντολή νά περάσουν στό ἀπέναντι μέρος. 19 Τότε τόν πλησίασε ἕνας γραμματεύς καί τοῦ εἶπε: «Δάσκαλε, θά σέ ἀκολουθήσω, ὅπου καί ἄν πᾶς». 20 Τοῦ εἶπε δέ ὁ Ἰησοῦς: «Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν φωλιές καί τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν τόπους πού κουρνιάζουν, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει ποῦ νά κλίνει τό κεφάλι του».
21 Ἕνας ἄλλος δέ ἀπό τούς μαθητές του τοῦ εἶπε: «Κύριε, ἐπίτρεψέ μου πρῶτα νά πάω καί νά θάψω τόν πατέρα μου». 22 Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ἀκολούθησέ με καί ἄφησε τούς (πνευματικά) νεκρούς νά θάψουν τούς (σωματικά) νεκρούς τους».
Σχόλια
8,18. Εἰς τό πέραν. Στήν ἀνατολική ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος. 8,20. Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτός ἀπό τά χωρία Πράξ. 7,56. Ἀπ. 1,13. 14,14, ὁ τίτλος «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου», προερχόμενος ἀπό σημιτική ἔκφραση, βρίσκεται στά Εὐαγγέλια λεγόμενος ἀπό τόν Ἰησοῦ (βλ. Ἰωάν. 3,14 σχόλ.). Τόν τίτλο  τόν ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς στόν ἑαυτό του τόσο γιά νά περιγράψει τίς ταπεινώσεις του (8,20. 11,19. 20,28), ἰδιαίτερα τίς ταπεινώσεις τοῦ Πάθους Του (17,22 κ.ἄ.), ὅσο καί γιά νά ἀναγγείλει τόν ἐσχατολογικό θρίαμβο τῆς ἀναστάσεως (17,9), τήν ἔνδοξο ἐπιστροφή (24,30) καί τήν κρίση (25,31). Ὁ τίτλος αὐτός, πού σημαίνει πρωταρχικά «ἄνθρωπος» (βλ. Ἰεζ. 2,1 σχόλ.), γιά τήν παράξενη μορφή του ἑρμηνεύθηκε ὅτι σημαίνει τήν ταπείνωση τῆς ἀνθρώπινης καταστάσεως. Συγχρόνως ὅμως ἐφαρμοζόμενος ἀπό τόν Δανιήλ (7,13 σχόλ.) καί στήν συνέχεια ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό ἰουδαϊσμό (βλ. βιβλίον τοῦ Ἐνώχ) στήν προσωπικότητα τοῦ Μεσσίου, προερχομένη ἐξ οὐρανοῦ, πού θά δεχθεῖ ἀπό τόν Θεό τήν ἐσχατολογική βασιλεία, ὑπέβαλε, κατά τρόπο μυστηριώδη, ἀλλά ἀρκετά σαφῆ (βλ. Μάρκ. 1,34 σχόλ. Ματθ. 13,13 σχόλ.), τόν ἀληθινό χαρακτῆρα τοῦ μεσσιανισμοῦ. Ἡ δήλωση πρό τοῦ Συνεδρίου (βλ. 26,64 σχόλ.), δίνει σαφῆ τήν ἔννοια τοῦ τίτλου «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ κατάπαυση τῆς τρικυμίας τῆς θάλασσας (8,23-27)
Προλογικό:
Πιθανόν οἱ μαθητές, ὅπως ὑποθέτει ὁ Ζιγαβηνός (βλ. MPG 129,293), νά νόμισαν ὅτι οἱ μέν ὄχλοι εὐεργετοῦνται μέ τίς διάφορες ἰάσεις τῶν ἀσθενούντων, αὐτοί δέ παραθεωροῦνται. Γι᾽ αὐτό καί βλέπουμε ἐδῶ στήν περικοπή μας ὁ Χριστός νά ἐπιτρέπει νά περιέλθουν καί οἱ μαθητές Του σέ κίνδυνο καταποντισμοῦ, ἀπό τόν ὁποῖον θά τούς σώσει θαυματουργικά. Ἀλλά ἀκόμη ὁ Χριστός ἐπέτρεψε νά περιέλθουν σέ κίνδυνο καταποντισμοῦ οἱ μαθητές γιά νά γυμνασθοῦν σέ φόβους κινδύνων καί νά καταρτισθοῦν, σάν ἀθλητές τοῦ κόσμου καί κυβερνῆτες τῆς οἰκουμένης πού θά ἐγίνοντο ὡς Ἀπόστολοι. – Τούς ταραγμένους μαθητές (στίχ. 25) ὁ Χριστός τούς ἐπετίμησε λέγοντας: «Τί δειλοί ἐστε ὀλιγόπιστοι;» (στίχ. 26α). Τούς ὠνείδισε ὡς «ὀλιγοπίστους», γιατί εἶχαν ἀτελῆ πίστη. Νόμιζαν ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστός νά τούς σώσει, ἀλλά ἔπρεπε νά ἦταν ξύπνιος, ὄχι νά κοιμᾶται! Γι᾽ αὐτό ἐξ ἄλλου καί τόν ξυπνοῦν (στίχ. 25)! Τέλος ὁ Χριστός, ὡς παντοδύναμος Θεός καί δημιουργός τοῦ σύμπαντος, διέταξε μέ αὐστηρότητα τούς ἀνέμους καί τήν θάλασσα καί αὐτά, σάν ὑπηρέτριες στόν μεγάλο Δεσπότη τους, κατέπαυσαν καί «ἐγένετο γαλήνη μεγάλη» (στίχ. 26β). Τό θαῦμα αὐτό ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση καί στούς μαθητές καί στούς ἄλλους πού ἦσαν στό πλοῖο («οἱ ἄνθρωποι», στίχ. 27) καί εἶπαν μέ θαυμασμό: «Ποταπός ἐστιν οὗτος ὅτι καί οἱ ἄνεμοι καί ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;» (στίχ. 27). Πραγματικά, τό μήνυμα τοῦ θαύματος εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπιβάλλεται στήν φύση!
Μετάφραση:
8,23 Ὅταν δέ μπῆκε στό πλοῖο (ὁ Ἰησοῦς), τόν ἀκολούθησαν οἱ μαθητές του. 24 Καί ἰδού ἔγινε μεγάλη τρικυμία στή λίμνη, ὥστε τό πλοῖο νά σκεπάζεται ἀπό τά κύματα, αὐτός δέ κοιμόταν. 25 Τότε τόν πλησίασαν οἱ μαθητές του καί τόν ξύπνησαν λέγοντας: «Κύριε, σῶσε μας, χανόμαστε». 26 Καί αὐτός τούς λέγει: «Γιατί εἶστε δειλοί, ὀλιγόπιστοι;». Τότε σηκώθηκε καί ἐπετίμησε τούς ἀνέμους καί τήν λίμνη καί ἔγινε μεγάλη γαλήνη. 27 Οἱ δέ ἄνθρωποι θαύμασαν καί ἔλεγαν: «Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ὥστε νά τόν ὑπακούουν καί οἱ ἄνεμοι καί ἡ θάλασσα;».
Σχόλια
8,23-27. Στήν θάλασσα ἔγινε «σεισμός μέγας» (στίχ. 24). Τό φαινόμενο αὐτό συνοδεύει τίς θεοφάνειες τοῦ Σινᾶ (Ἐξ. 19,18. Γ´ Βασ. 19,11), τήν ἐμφάνιση στόν Ἰώβ (Ἰώβ 38,1. 40,6), τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. 27,51-54. 28,2.4)· εἶναι ἕνα κλασσικό χαρακτηριστικό τῶν ἀποκαλυπτικῶν περιγραφῶν τοῦ τέλους τῶν αἰώνων (24,7). Ἡ θάλασσα θεωρεῖται ὡς ἡ φωλιά τῶν κακοποιῶν δυνάμεων (βλ. Ἠσ. 51,10. Δαν. 7,2-7. Ψαλμ. 64,8. 88,10. 92,3-4). Γιά τήν εἰρήνευση τῆς θάλασσας βλ. Ἰώβ 26,11-12. Ψαλμ. 88,10. Ἠσ. 51,9-10.
Οἱ δύο Γαδαρηνοί δαιμονισμένοι (8,28-34)
Προλογικό
Στό θαῦμα τῆς ἐδῶ περικοπῆς μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐκδηλώνει τήν θεϊκή του δύναμη ἐπί τῶν δαιμόνων. Τό θαῦμα ἔγινε στήν χώρα τῶν Γεργεσηνῶν σέ δύο δαιμονιζομένους, λέγει τό κείμενό μας (στίχ. 28). Ὅμως οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς ὁμιλοῦν γιά χώρα Γαδαρηνῶν. Μερικοί λέγουν ὅτι ἡ περιοχή πιθανόν νά εἶχε διπλό ὄνομα. Ἡ πόλη στήν ὁποία ἔγινε τό θαῦμα λέγεται Γέργεσα καί σ᾽ αὐτή πραγματικά ἔδειχναν τόν κρημνό, ἀπ᾽ ὅπου οἱ χοῖροι κατέπεσαν στήν θάλασσα τῆς Τιβεριάδος (στίχ. 32). Ὁ Ματθαῖος ὁμιλεῖ περί δύο δαιμονιζομένων (στίχ. 28), ἐνῶ οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς ὁμιλοῦν γιά ἕνα δαιμονιζόμενο. Ἡ διαφορά αὐτή μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἀπό τό ὅτι οἱ δύο Εὐαγγελιστές ὁμιλοῦν γιά τόν χειρότερο, τόν διαβόητο δαιμονισμένο, τόν καλούμενο «λεγεῶνα», καί παρέλειψαν τόν ἄλλον, τόν συνοδό του, τόν ὁποῖον συμπεριέλαβε ὁ Ματθαῖος ὡς συνδαιμονισμένο. – Οἱ δαιμονιζόμενοι περιγράφονται καί οἱ δύο ὡς «χαλεποί λίαν», δηλαδή, πολύ ἐπικίνδυνοι, καί ὡς «ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι» (στίχ. 28). Γιατί κατοικοῦσαν στά μνήματα; Γιατί οἱ δαίμονες ἤθελαν νά κάνουν τούς ἀνθρώπους νά πιστεύσουν τό ὀλέθριο δόγμα ὅτι οἱ ψυχές τῶν πεθαμένων γίνονται δαίμονες καί μένουν στά μνήματα πού εἶναι θαμμένα τά σώματά τους καί ἀπό ἐκεῖ ἑνώνονται μέ μερικούς καί δαιμονίζονται (βλ. Ζιγαβηνό εἰς MPG 129,298. 300). – Οἱ δαιμονιζόμενοι ἀνακήρυξαν τόν Ἰησοῦν ὡς «Υἱό τοῦ Θεοῦ» (στίχ. 29). Τό κατάλαβαν αὐτό ἀπό τό ὅτι τούς ἐπείραξε ἡ θεϊκή ἀκτίνα Του. Γιατί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἀντέχουν οἱ δαίμονες, ἀλλά βασανίζονται ἀπ᾽ αὐτήν. Γι᾽ αὐτό καί τοῦ εἶπαν: «Τί ἐμοί καί σύ, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (στίχ. 29). Αὐτό εἶναι κόλαση: Τό ὅτι ἡ ἀκάθαρτη ψυχή δέν θά ἀντέχει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἕνας πού ἔχει ἀσθενικούς ὀφθαλμούς δέν ἀντέχει τό φῶς τοῦ ἡλίου. Οἱ δαίμονες ἄκουαν ἀπό τά κηρύγματα τῶν προφητῶν ὅτι ὁ Μεσσίας μετά τήν συντέλεια τοῦ κόσμου θά κατέλθει στήν γῆ γιά νά κρίνει τόν κόσμο καί θά βασανίσει τούς δαίμονες. Ἀλλά βλέπουν ὅτι αὐτός ὁ βασανισμός τους ἔχει ἀρχίσει ἀπό τώρα, ἐνωρίτερα. Αὐτό σημαίνει τό «πρό καιροῦ», πού εἶπαν οἱ δαιμισμένοι.  – Βλέποντες πιά οἱ δαίμονες ὅτι κινδυνεύουν ἀπό τήν θεϊκή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ νά χάσουν τήν κατοχή τους στούς δύο ἀνθρώπους, παρακαλοῦν τόν Χριστό, ἄν τούς ἐκβάλει ἀπό τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἐπιστρέψει νά πᾶνε στό κοπάδι τῶν χοίρων, πού ἔβοσκαν οἱ Γεργεσηνοί (στίχ. 31). Ἀπό αὐτό ἄς καταλάβουμε ὅτι ὁ διάβολος δέν ἔχει ἐξουσία οὔτε στούς χοίρους!
Μετάφραση:
8,28 Ὅταν δέ ἦλθε στήν ἀπέναντι ὄχθη, στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, τόν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι, πού ἔβγαιναν ἀπό τά μνήματα, πολύ ἐπικίνδυνοι, ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά περάσει ἀπό τό δρόμο ἐκεῖνο. 29 Καί ἰδού ἔκραξαν λέγοντας: «Τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μ᾽ ἐσένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ πρόωρα, γιά νά μᾶς βασανίσεις;» 30 Μακρυά δέ ἀπ᾿ αὐτούς ἦταν μία ἀγέλη ἀπό πολλούς χοίρους, πού ἔβοσκε. 31 Καί οἱ δαίμονες τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Ἄν μᾶς βγάλεις, ἄφησέ μας νά πᾶμε στήν ἀγέλη τῶν χοίρων». 32 Καί τούς εἶπε: «Πηγαίνετε». Καί βγῆκαν καί πῆγαν στήν ἀγέλη τῶν χοίρων. Καί ὥρμησε ὅλη ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων καί γκρεμίστηκε στήν θάλασσα καί πνίγηκε στά νερά. 33 Οἱ δέ βοσκοί ἔφυγαν καί πῆγαν στήν πόλη καί ἀνήγγειλαν ὅλα τά συμβάντα καί ἰδιαίτερα τά σχετικά μέ τούς δαιμονισμένους. 34 Καί ἰδού ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης βγῆκαν νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ, καί, ὅταν τόν εἶδαν, τόν παρακάλεσαν νά φύγει ἀπό τά σύνορά τους.
Σχόλια
8,28. Γεργεσηνῶν. Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπό μία εἰκασία τοῦ Ὠριγένους. Πιθανόν ἡ ὀνομασία παράγεται ἀπό τό ὄνομα τῆς πόλεως Γέρασα ἤ, ἴσως, Chorsia. Τό Γαδαρηνῶν εἶναι ἀπό τήν ἄλλη ὀνομασία τῆς πόλεως «Γάδαρα». Ἡ πόλη αὐτή ἦταν ἑλληνιστική κείμενη πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου, 10 χιλιόμ. νοτιο-ἀνατολικά τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας στήν Δεκάπολη. Κατά τόν στίχ. μας φαίνεται ὅτι ἡ περιοχή αὐτῆς τῆς πόλεως ἐξετείνετο μέχρι τῆς λίμνης τῆς Γεννησαρέτ, ἀλλά τό πράγμα ἀμφισβητεῖται. – Δύο δαιμονιζόμενοι, ἀντί ἑνός, πού ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς. Ὁμοίως δύο τυφλοί στήν Ἱεριχώ (20,30) καί δύο τυφλοί στήν Βησθαϊδά (9,27). Αὐτός ὁ διπλασιασμός τῶν προσώπων εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικός στόν Ματθαῖο. 8,29. Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ... Περιμένοντας τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως οἱ δαίμονες ἀπολαμβάνουν κάποιας ἐλευθερίας, γιά νά ἐξασκήσουν τίς κακίες τους στήν γῆ (Ἀπ. 9,5), πράγμα πού τό κάνουν μέ εὐχαρίστηση, γιά νά κυριαρχήσουν στούς ἀνθρώπους, βλ. σχόλ. εἰς 12,43-45. Αὐτή ἡ κατοχή συνοδεύεται συχνά μέ μία ἀρρώστια, ὡς μία συνέπεια τῆς ἁμαρτίας (βλ. σχόλ. εἰς 9,2), μία ἄλλη ἐκδήλωση αὐτή τοῦ κράτους τοῦ Σατανᾶ (Λουκ. 13,16). Ἔτσι, οἱ ἐξορκισμοί τοῦ Εὐαγγελίου, πού μερικές φορές, ὅπως ἐδῶ, φαίνονται καθαρά (βλ. καί Μάρκ. 1,23-28. Λουκ. 8,2, κ.ἄ.), γίνονται συχνά μέ τόν τρόπο θεραπείας (9,32-34. 12,22-24. 17,14-18. Λουκ. 13,10-17). Μέ τήν δύναμή Του ὁ Ἰησοῦς στούς δαίμονες καταστρέφει τό κράτος τοῦ Σατανᾶ (12,28 ἑξ. Λουκ. 10,17-19· βλ. Λουκ.4,6 καί σχολ. εἰς Ἰωάν. 12,31) καί ἐγκαινιάζει τήν μεσσιανική βασιλεία, τῆς ὁποίας ἡ χαρακτηριστική ὑπόσχεση εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα (Ἠσ. 11,2 σχόλ., Ἰωήλ 3,1 ἑξ.). Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νά τό καταλάβουν αὐτό (12, 24-32), οἱ δαίμονες ὅμως τό γνωρίζουν, ὅπως φαίνεται ἀπ᾿ ἐδῶ καί εἰς Μάρκ. 1,24 ἑξ. 3,11. Λουκ. 4,41. Πράξ. 16,17. 19,15. Αὐτή τήν δύναμη τοῦ ἐξορκισμοῦ, ὁ Ἰησοῦς τήν μετέδωσε στούς μαθητές Του συγχρόνως μέ τήν δύναμη τῶν θαυματουργικῶν ἰάσεων, 10,1.8, γιατί συνδέονται αὐτά τά δύο (βλ. 8,3 σχόλ. 4,24. 8,16. Λουκ. 13,32.).
Θεραπεία ἑνός παραλυτικοῦ (9,1-8)
Προλογικό
Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στήν Καπερναούμ, τήν «ἰδίαν πόλιν», ὅπως τήν λέγει ὁ Εὐαγγελιστής (στίχ. 1). Τήν χαρακτηρίζει δέ ἔτσι ὁ Εὐαγγελιστής τήν Καπερναούμ, γιατί «ἡ μέν Βηθλεέμ ἤνεγκεν αὐτόν· ἡ δέ Ναζαρέτ ἔθρεψεν· ἡ δέ Καπερναούμ εἶχεν εἰς τό ἑξῆς οἰκοῦντα» (Ζιγαβηνός, MPG 129,301). – Στήν περικοπή μας διαβάζουμε γιά θαῦμα θεραπείας ἑνός παραλυτικοῦ. Στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (βλ. Ἰωάν. 5,1-15) διαβάζουμε ἐπίσης γιά θεραπεία παραλυτικοῦ, ἀλλά πρόκειται γιά ἄλλη περίπτωση ἐκεῖ. Ἐκεῖνος ὁ παράλυτος ἦταν στήν Βηθεσδά, ἐνῶ ὁ ἐδῶ εἶναι στήν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος δέν εἶχε ἄνθρωπο, ἐνῶ ὁ ἐδῶ παράλυτος βαστάζεται ἀπό τέσσερις, ὅπως μᾶς ἀναφέρουν οἱ εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς. Ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων τῆς Καπερναούμ, ἀλλά καί τοῦ ἰδίου τοῦ παραλυτικοῦ, φαίνεται στήν λεπτομέρεια πού παρέλειψε ὁ Ματθαῖος, ὅτι οἱ φέροντες τόν παραλυτικό, μή δυνάμενοι νά εἰσέλθουν στόν οἶκο πού κήρυττε ὁ Ἰησοῦς, χάλασαν τήν στέγη τοῦ οἴκου καί κατέβασαν ἀπό ἐκεῖ τό κρεββάτι, ὅπου ἔκειτο ὁ παραλυτικός (βλ. Μάρκ. 2,3-4). Αὐτό δεικνύει τήν πίστη ὄχι μόνο τῶν ἀνθρώπων τῶν φερόντων τόν παραλυτικόν καί τοῦ ἰδίου τοῦ παραλυτικοῦ, ἀλλά καί τήν πίστη τοῦ οἰκοδεσπότου, γιατί δέν θά ἀνεχόταν νά τοῦ χαλάσουν τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του, ἄν δέν πίστευε στήν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ ἀπό τόν Χριστό. Αὐτή τήν πίστη ὑποδηλώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὅταν λέγει ἐδῶ «ἰδών ὁ Ἰησοῦς τήν πίστιν αὐτῶν» (στίχ. 2). Βλέποντας λοιπόν ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων κατά πρῶτον λέγει στόν παραλυτικό: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (στίχ. 2). Μέ αὐτό δηλώνει ὁ Χριστός ὅτι πολλά νοσήματα προέρχονται ἀπό ἁμαρτήματα καί πρέπει λοιπόν πρῶτα νά θεραπευθεῖ τό αἴτιον. Ἀλλά καί στόν ἄλλον παραλυτικό τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου ὁ Ἰησοῦς εἶπε πάλι: «Ἴδε ὑγιής γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν τί σοι γένηται» (5,14). Συγχωρώντας ὅμως ὁ Ἰησοῦς Χριστός τά ἁμαρτήματα τοῦ παραλυτικοῦ δεικνύει καί τήν θεότητά Του· γιατί τήν θεραπεία ἑνός ἀσθενοῦς τήν ἔκαναν καί ἅγιοι, ἀλλά μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά συγχωρεῖ ἁμαρτήματα. Γι᾽ αὐτό καί θορυβήθηκαν οἱ Γραμματεῖς ὅταν ἄκουσαν τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ στόν παράλυτο «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καί εἶπαν γι᾽ Αὐτόν ὅτι «οὗτος βλασφημεῖ» (στίχ. 3· βλ. καί Μάρκ. 2,6-7). Ὁ Ἰησοῦς, ὡς Θεός, διέγνωσε τούς διαλογισμούς τῶν καρδιῶν τῶν Γραμματέων καί τούς εἶπε: «Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;» (στίχ. 4). Πραγματικά, καί αὐτό πάλι ἀποδεικνύει τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί τήν ἰσότητά του μέ τόν Πατέρα, γιατί τό διαγιγνώσκειν τούς διαλογισμούς τῶν ἄλλων εἶναι μόνο τοῦ Θεοῦ (βλ. Β´ Παραλ. 6,30. Α´ Βασ. 16,7). 
Στήν συνέχεια λέγει ὁ Ἰησοῦς στούς Γραμματεῖς: «Τί γάρ εὐκοπώτερον εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἤ εἰπεῖν, ἔγειραι καί περιπάτει;» (στίχ. 5). Μέ τό λόγο Του αὐτόν εἶναι σάν νά τούς λέγει: Σεῖς μέ θεωρεῖτε βλάσφημο, ἐπειδή συγχωρῶ ἁμαρτίες, πράγμα πού εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιά σᾶς ἐγώ δέν εἶμαι Θεός· καί νομίζετε ὅτι λέγω τό «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου», γιά νά φανῶ ὅτι εἶμαι τάχα Θεός χρησιμοποιώντας ὡς ἐπιχείρημα κάτι πού δέν φαίνεται, γιατί δέν γίνεται φανερή ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλά θά δείξω τώρα τήν θεότητά μου – καί ἄρα ὅτι ἔχω τήν ἐξουσία νά συγχωρῶ ἁμαρτίες («ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει...», στίχ. 6) – μέ τό νά θεραπεύσω τόν παράλυτο, πράγμα πού εἶναι μέν κατώτερο ἀπό τό πρῶτο (τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν), ἀλλά γιά σᾶς εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό μεγαλύτερο, γιατί εἶναι φανερό. «Ἐπειδή τό μέν ἀφιέναι ἁμαρτίας ἀφανῆ τήν ἀπόδειξιν εἶχε· τό δέ κατ᾽ ἐξουσίαν ἐγεῖραι τόν παράλυτον φανερᾶς ἐδεῖτο τῆς ἀποδείξεως, ποιεῖται τήν φανεράν τεκμήριον τῆς ἀφανοῦς καί διά ταύτης καί περί ἐκείνης πληροφορεῖ, ὅτι ὁ τοῦτο δυνηθείς δύναται κἀκεῖνο» (Ζιγαβηνός, MPG 129,305). Ἔτσι, στήν συνέχεια ὁ ᾽Ιησοῦς ἔδωκε προσταγή στόν παράλυτο καί τοῦ εἶπε: «Ἐγερθείς ἆρόν σου τήν κλίνην καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκόν σου» (στίχ. 6). Τοῦ εἶπε νά ἄρει τόν κράββατόν του, γιά νά εἶναι αὐτό φανερό σημεῖο τής τέλειας θεραπείας του. Καί τοῦ εἶπε πάλι νά πάει στόν οἶκο του γιά νά μήν μένει ἐκεῖ κοντά του καί τοῦ προξενεῖ μέ τήν παρουσία του τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά οἱ ὄχλοι πού ἦταν ἐκεῖ «ἐθαύμασαν καί ἐδόξασαν τόν Θεόν τόν δόντα τοιαύτην ἐξουσίαν τοῖς ἀνθρώποις» (στίχ. 8). Ὅμως, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν στίχ. αὐτό, δέν τόν ἀναγνώριζαν ἀκόμη ὡς Θεό, ἀλλά τόν ὑπελάμβαναν ὡς ἄνθρωπο ἔχοντα ὑπεράνθρωπο ἐξουσία.
Μετάφραση
9,1 Τότε ἐπιβιβάστηκε σέ πλοῖο καί πέρασε ἀπέναντι καί ἦλθε στήν πόλη του (τήν Καπερναούμ). 2 Καί ἰδού τοῦ ἔφεραν ἕνα παράλυτο πάνω σέ κρεββάτι. Καί βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους εἶπε στόν παράλυτο: «Ἔχε θάρρος, παιδί μου. Σοῦ ἔχουν συγχωρεθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου». 3 Καί ἰδού μερικοί ἀπό τούς Γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: «Αὐτός βλασφημεῖ». 4 Καί γνωρίζοντας ὁ Ἰησοῦς τίς σκέψεις τους εἶπε: «Γιατί σκέπτεσθε πονηρά μέσα στίς καρδιές σας; 5 Τί δέ εἶναι εὐκολώτερο νά πῶ, “ἔχουν συγχωρεθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου”, ἤ νά πῶ,“σήκω καί περπάτα”; 6 Γιά νά μάθετε δέ, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στή γῆ» – τότε λέγει στόν παράλυτο: «Σήκω, πάρε τό κρεββάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». 7 Καί αὐτός σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. 8 Βλέποντας αὐτό ὁ κόσμος θαύμασε καί δόξασε τόν Θεό, πού ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στούς ἀνθρώπους.
Σχόλια
9,1. Εἰς τήν ἰδίαν πόλιν. Ἡ Καπερναούμ, βλ. 4,13. 9,2. Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι... Ὁ Ἰησοῦς προσβλέπει στήν θεραπεία τῆς ψυχῆς πρίν ἀπό τήν θεραπεία τοῦ σώματος, πού τήν κάνει γι᾿ αὐτήν. Ἤδη ὅμως αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στόν παραλυτικό «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι» περιελάμβανε μία ὑπόσχεση θεραπείας, γιατί οἱ ἀσθένειες θεωροῦνταν ὡς συνέπειες κάποιου ἁμαρτήματος, πού διαπράχθηκε εἴτε ἀπό τόν πάσχοντα εἴτε ἀπό τούς γονεῖς του (βλ. 8,29 σχόλ. Ἰωάν. 5,14. 9,2.). 9,5. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ψυχῆς εἶναι πιό δύσκολο καί πιό σημαντικό ἀπό τήν θεραπεία τοῦ σώματος· ἀλλά εἶναι πιό εὔκολο «εἰπεῖν» τό «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», γιατί αὐτό δέν μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ ἐξωτερικά. 9,8.Ἄς σημειώσουμε τόν πληθυντικό «ἀνθρώποις». Ὁ Ματθαῖος χωρίς ἀμφιβολία σκέπτεται τούς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔλαβαν αὐτή τήν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ (18,18).
Κλήση τοῦ Ματθαίου (9,9-13)
Προλογικό
Μέ τό προηγούμενο θαῦμα ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔδειξε ὅτι λύει ἁμαρτήματα. Αὐτό τό ἴδιο τό ἀποδεικνύει καί στήν παροῦσα περικοπή κάνοντας τόν τελώνη Ματθαῖο νά γίνει μαθητής του. Ἕνα λόγο τοῦ ἀπηύθυνε ὁ Χριστός, τό «ἀκολούθει μοι» καί αὐτός ἀμέσως «ἀναστάς ἠκολούθησεν αὐτῷ» (στίχ. 9). Θά πρέπει πραγματικά νά θαυμάσουμε τόν Ματθαῖον γιά τήν προθυμία του αὐτή, γιά τήν τελεία του ὑπακοή στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, γιατί δέν σκέφθηκε νά τακτοποιήσει πρῶτα τίς ἐπαγγελματικές του ὑποθέσεις, τά οἰκογενειακά του θέματα κ.ἄ., ἀλλά ἀμέσως ὑπήκουσε στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ καί τόν ἀκολούθησε. Ἀκόμη τόν Ματθαῖο πρέπει νά τόν θαυμάσουμε γιά τήν ταπείνωσή του, γιατί δέν ἐντρέπεται νά ἀναφέρει τόν προηγούμενό του βίο. Λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς τόν ἀπέσπασε μέσα ἀπό τό τελώνιο, πού ἦταν «σφόδρα φιλοκερδοῦς καί ἀνεδεστάτης καπηλείας». Καί οἱ τελῶνες ἐκατηγοροῦντο «ὡς ἄδικοι καί πλεονέκτες καί ἅρπαγες καί ἀσυμπαθεῖς καί ἀναιδεῖς» (Ζιγαβηνός, MPG 129,305.308). Καί ἐνῶ οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές Μᾶρκος καί Λουκᾶς τό παρέρχονται αὐτό, δέν κάνουν λόγο γιά τελώνιο, καί ἀναφέρουν τόν Ματθαῖο μέ τό ὄνομα Λευί (ἐκαλεῖτο καί μέ τό ὄνομα αὐτό), αὐτός λέγει καθαρά ὅτι εἶναι ὁ γνωστός Ματθαῖος ὁ τελώνης (στίχ. 9), χωρίς νά ἐντρέπεται γι᾽ αὐτό, ἀφοῦ καί ὁ Χριστός δέν τόν ἐντράπηκε νά πάει στό τελώνιο γιά νά τόν καλέσει.
Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς τήν πολλή προθυμία καί ὑπακοή τοῦ Ματθαίου πῆγε σπίτι του καί γιά νά τόν τιμήσει καί γιά νά δείξει τήν οἰκείωσή του μέ αὐτόν, ἀλλά καί γιά νά ὠφελήσει καί διορθώσει τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους. Ἀνταποκρινόμενος ὁ Ματθαῖος στήν μεγάλη αὐτή τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Χριστός, ὄχι μόνο νά τόν καλέσει γιά μαθητή Του, ἀλλά καί νά πάει σπίτι του, αὐτός, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, «ἐποίησε δοχήν μεγάλην» (5,29) καί μάλιστα ἐκάλεσε πολλούς στήν φιλοξενία του αὐτή, ὥστε «πολλοί τελῶναι καί ἁμαρτωλοί ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καί τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» στή οἰκία τοῦ Ματθαίου (Ματθ. 9,10). Ὁ Χριστός ἀνεχόταν νά συγκάθεται καί νά συντρώγει μέ αὐτούς ἀποβλέποντας στήν ὠφέλεια πού θά τούς γινόταν. Γνώριζε ὅτι ἀπό τήν στάση Του αὐτήν θά ἔχει πονηρή ὑπόληψη, ἀλλά Αὐτός «οὐκ ἐφρόντιζε τῆς παρά τῶν πολλῶν μέμψεως, εἰδώς ὅτι ὁ ἰατρός, ἐάν μή ἀνάσχηται σηπεδόνος, οὐκ ἀπαλλάττει ταύτης τούς κάμνοντας» (Ζιγαβηνός, MPG 129,309)! Πραγματικά, οἱ Φαρισαῖοι, ἤ μαζί μέ αὐτούς καί οἱ Γραμματεῖς, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς, βλέποντες τό θέαμα αὐτό στήν οἰκία τοῦ Ματθαίου εἶπαν στούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ: «Διατί μετά τῶν τελωνῶν καί ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;» (στίχ. 11). Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ἄλλοτε οἱ Φαρισαῖοι ἀναφέρουν στόν Χριστό κάτι ἐναντίον τῶν μαθητῶν Του (βλ. 12,2) καί ἄλλοτε ἀναφέρουν στούς μαθητές ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως στήν περιπτωσή μας ἐδῶ. Καί ἐνεργοῦν βεβαίως ἔτσι στήν περίπτωσή μας γιά νά ἀποσπάσουν τούς μαθητές ἀπό τόν Διδάσκαλον κατηγορώντας τον σ᾽ αὐτούς. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στούς Φαρισαίους μέ δύο ἐπιχειρήματα: Τό ἕνα λογικό καί τό ἄλλο ἁγιογραφικό: Πρῶτον τούς εἶπε ὅτι «δέν ἔχουν ἀνάγκη οἱ ὑγιεῖς ἀπό ἰατρό, ἀλλά οἱ ἄρρωστοι» (στίχ. 12α). Οἱ τελῶνες, ὡς ἁμαρτωλοί πού εἶναι, αὐτοί ἔχουν ἀνάγκη τοῦ θεράποντος πνευματικοῦ ἰατροῦ! Στόν λόγο ὅμως αὐτόν τοῦ Κυρίου ὑπονοεῖται μία εἰρωνία ἐναντίον τῶν Φαρισαίων, ὅτι αὐτοί, σάν ὑγιεῖς (!...), δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν παρουσία Του. Ἀλλά, δεύτερον, στήν συνέχεια ὁ Χριστός ὀνειδίζει τούς Φαρισαίους ὡς ἀμαθεῖς τῶν Γραφῶν, γιατί τούς λέγει «νά πᾶνε νά μάθουν» («πορευθέντες μάθετε», στίχ. 13) τί σημαίνει αὐτό πού εἶχε πεῖ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ὠσηέ «ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν» (6,4). Μέ τόν λόγο Του αὐτό ὁ Ἰησοῦς καταστέλλει τό φρόνημα τῶν Ἰουδαίων πού ἐκαυχῶντο γιά τίς θυσίες, λέγοντάς τους ὅτι ὁ Θεός – ὁρίστε, τό εἶπε ἀπό παλαιά ὁ προφήτης Ὠσηέ! – εὐαρεστεῖται περισσότερο στήν ἀγάπη καί ὄχι στίς θυσίες. Ἑπομένως ὁ Ἰησοῦς, πού ἐλεεῖ τούς νοσοῦντας ἐν ἁμαρτίαις καί ἔρχεται σ᾽ αὐτούς καί συναναστρέφεται μ᾽ αὐτούς σάν ἰατρός γιά νά τούς θεραπεύσει καί τούς θεραπεύει, εὐαρεστεῖ τόν Θεό. Τελικά ὁ Χριστός εἶπε στούς Φαρισαίους αὐτόν τόν λόγο, ἐλεγκτικό ἀλλά καί εἰρωνικό πάλι γι᾽ αὐτούς: «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (στίχ. 13)! Οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦσαν τόν ἑαυτό τους δίκαιο καί συνεχῶς δικαίωναν τούς ἑαυτούς τους καί ἄρα ὁ Χριστός δέν ἦλθε γι᾽ αὐτούς. Ἦλθε γιά τούς ἁμαρτωλούς, πού ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας. Καί πῶς λοιπόν ὁ Χριστός νά ἀποστραφεῖ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἦλθε;! Ἀλλά γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε ὅτι «ἐάν τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος ἤ πόρνος ἤ πλεονέκτης τῷ τοιούτῳ μή συνεσθίειν» (Α´ Κορ. 5,11); Τόν λόγο αὐτό ὁ Ἀπόστολος δέν τόν εἶπε σέ διδασκάλους, ἀλλά σέ ἁπλοῦς χριστιανούς, γιά νά τούς διαφυλάξει ἀπό τήν συναναστροφή μέ τούς κακούς.
Μετάφραση:
9,9 Καί ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς προχωροῦσε πιό πέρα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο νά κάθεται στό τελωνεῖο (γιά τήν εἴσπραξη τῶν φόρων), ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ματθαῖος, καί τοῦ λέγει: «Ἀκολούθησέ με». Καί ἐκεῖνος σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε.
10 Καί ὅταν κάθονταν στό τραπέζι στό σπίτι, ἰδού καί πολλοί τελῶνες καί ἁμαρτωλοί ἦλθαν καί κάθονταν στό τραπέζι μαζί μέ τόν Ἰησοῦ καί τούς μαθητές του. 11 Καί ὅταν εἶδαν (αὐτό) οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν στούς μαθητές του: «Γιατί ὁ διδάσκαλός σας τρώει μαζί μέ τούς τελῶνες καί τούς ἁμαρτωλούς;». 12 Ὅταν δέ ἄκουσε (αὐτό) ὁ Ἰησοῦς, εἶπε σ᾿ αὐτούς: «Δέν χρειάζονται οἱ ὑγιεῖς ἰατρό, ἀλλά οἱ ἀσθενεῖς. 13 Πηγαίνετε δέ νά μάθετε τί σημαίνει, “ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσία”. Ἄλλωστε δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς δικαίους, ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».
Σχόλια
9,9. Ματθαῖον λεγόμενον. Εἶναι ὁ ἴδιος πού καλεῖται Λευί, υἱός τοῦ Ἀλφαίου ἀπό τόν Μάρκο καί Λευί ἀπό τόν Λουκᾶ. 9,10. Τελῶναι καί ἁμαρτωλοί. Ἄνθρωποι, πού τά προσωπικά τους ἤθη ἤ τό ἐπαγγελμά τους, βλ. σχόλ. εἰς 5,46, τούς καθιστοῦσαν «ἀκάθαρτους» καί πρός ἀποφυγή γιά συναναστροφή. Αὐτοί ἦταν ἰδιαίτερα ὕποπτοι, ὅτι δέν θά τηροῦσαν τούς πολυάριθμους νόμους, τούς ἀφορώντας τήν διατροφή, ἐξ οὗ καί τά προβλήματα τῶν κοινῶν δείπνων, Μάρκ. 7,3-4. 14-23. Πράξ. 10,15 σχόλ. 15,20 σχόλ. Γαλ. 2,12· βλ. Α΄ Κορ. 8-9. Ρωμ. 14. Στόν κόσμο τῆς ἀνατολῆς καί τῆς Παλαιστίνης ἰδιαίτερα, τά δεῖπνα ἦταν ἡ κατ᾽ ἐξοχήν στιγμή κοινωνίας μέ τούς ἀνθρώπους. 9,13. Ἀπό τήν αὐστηρή καί ἐξωτερική πρακτική τοῦ Νόμου, ὁ Θεός προτιμᾶ τά ἐσωτερικά αἰσθήματα μιᾶς εἰλικρινοῦς καί φιλάνθρωπης καρδιᾶς. Αὐτό εἶναι ἕνα θέμα, πού ἀπαντᾶται συχνά στούς προφῆτες, βλ. σχόλ. εἰς Ἀμώς 5,21.
Ἐρώτημα περί νηστείας. Τό παλαιό καί τό νέο (9,14-17)
Προλογικό
Οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου φθονοῦσαν τόν Ἰησοῦ γιά τήν δόξα Του καί τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν νηστεύει. Φαίνεται, ὅπως ὑποθέτει ὁ Θεοφύλακτος, ἀποροῦσαν πῶς ὁ Ἰησοῦς χωρίς ἄσκηση καταβάλλει τά πάθη. «Ἠγνόουν – λέγει ὁ Θεοφύλακτος – ὅτι Ἰωάννης μέν ἄνθρωπος ψιλός, καί ἐξ ἀρετῆς δίκαιος· Χριστός δέ αὐτοαρετή, ὡς Θεός» (MPG 123,229). Τήν κατηγορία ὅμως αὐτή στήν περικοπή μας τήν ἀπευθύνουν οἱ μαθητές τοῦ ᾽Ιωάννου στόν Ἰησοῦ περί τῶν μαθητῶν Του καί τοῦ λέγουν: «Διατί ἡμεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δέ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι;» (στίχ. 14). Πρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι τό ἐρώτημα στόν Ἰησοῦ θά ἔγινε κατά τήν συνεστίαση στήν οἰκία τοῦ Ματθαίου (βλ. προηγούμενη περικοπή) καί μέ αὐτό σάν νά ἤθελαν νά ποῦν οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννου: «Ἄν Ἐσύ ὡς ἰατρός, ὅπως εἶπες (βλ. στίχ. 12), ἐνεργεῖς ἔτσι καί τρώγεις μετά τῶν ἁμαρτωλῶν (βλ. στίχ. 11), γιατί τοὐλάχιστον δέν διατάσσεις τούς μαθητές σου νά νηστεύουν καί νά μή τρυφοῦν;». Πρέπει νά μᾶς κάνει ἐντύπωση τό ὅτι ὁ Χριστός δέν ἤλεγξε τούς μαθητές τοῦ Ἰωάννου ὡς ἀλαζόνες (γιατί εἶπαν γιά τούς ἑαυτούς τους ὅτι νηστεύουν, στίχ. 14), ἀλλά τούς ἀπάντησε παραβολικά μέ ἱλαρότητα. Τούς εἶπε ὅτι ὁ παρών καιρός πού εἶναι μέ τούς μαθητές Του εἶναι καιρός χαρᾶς καί δέν ἔχει λοιπόν θέση  σ᾽ αὐτούς ἡ νηστεία. Πραγματικά, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι νήστευαν σέ καιρούς πένθους (Ζαχ. 7,5. 8,19), τήν ἡμέρα τοῦ Μεσσία τήν περίμεναν ὡς μία γαμήλια ἑορτή, μία περίοδο χαρᾶς καί εὐφροσύνης, ὄχι μία περίοδο θρήνου καί λύπης. Καί ὁ Ἰησοῦς μέ τούς λόγους Του ἐδῶ διακηρύσσει στούς Ἰουδαίους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας-Νυμφίος καί γι᾽ αὐτό οἱ μαθητές Του δέν νηστεύουν. Ὅμως προλέγει ὅτι θά ἔλθει καιρός πού καί οἱ μαθητές Του θά νηστεύσουν (στίχ. 15), νηστεία ὄχι θλιβερή, ἀλλά ἐπιθυμητή. Θά εἶναι αὐτό μία χαρμολύπη, γιατί νηστεύοντας θά ἀποκτοῦν αὐτοέλεγχο καί θά προετοιμάζονται γιά τό γαμήλιο Δεῖπνο τοῦ Ἀρνίου. – Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ἑρμηνεία, γιατί οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ δέν νηστεύουν: Τώρα αὐτοί δέν ἔχουν γίνει ἀκόμη δυνατοί καί ἔχουν ἀνάγκη συγκαταβάσεως· δέν ἐπιτρέπεται λοιπόν νά φορτώνονται μέ βάρος ἐπιταγμάτων (στίχ. 16.17 κατά τήν ἑρμηνεία τῶν Ζιγαβηνοῦ καί Θεοφυλάκτου). – Τό «παλαιόν ἱμάτιον» (στίχ. 16) καί οἱ «παλαιοί ἀσκοί» (στίχ. 17), πού λέγει ἐδῶ ὁ Κύριος, ἀντιπροσωπεύουν τήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν Ἰουδαϊσμό, θεωρούμενα ὡς ἀτελῆ καί πρόσκαιρα. Ὁμοίως οἱ «νέοι ἀσκοί» (στίχ. 17) εἶναι ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ «νέος οἶνος» (στίχ. 17) τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κατοικεῖ στούς ἀναγεννημένους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι προγεύονται μέ τήν Παρουσία Του μέσα τους τήν ἀναμενόμενη Βασιλεία. 
Μετάφραση
9,14 Τότε ἔρχονται σ᾿ αὐτόν οἱ μαθητές τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ λέγουν: «Γιατί ἐμεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι νηστεύουμε πολύ, ἐνῶ οἱ μαθητές σου δέν νηστεύουν;». 15 Εἶπε δέ σ᾽ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς: «Μήπως εἶναι δυνατόν οἱ ἄνθρωποι τοῦ γάμου νά νηστεύουν, ὅσο χρόνο εἶναι μαζί τους ὁ νυμφίος; Θά ἔλθουν ὅμως ἡμέρες, πού θά τούς πάρουν τό νυμφίο καί θά τόν θανατώσουν καί τότε θά νηστέψουν. 16 Κανένας δέ δέν βάζει ὡς μπάλωμα καινούργιο τεμάχιο ὑφάσματος σέ παλιό ἔνδυμα. Γιατί (αὐτό) τό μπάλωμά του τραβάει τό ἔνδυμα καί ἔτσι γίνεται χειρότερο σχίσιμο. 17 Οὔτε βάζουν καινούργιο κρασί σέ παλιά ἀσκιά. Ἀλλιῶς τά ἀσκιά σχίζονται καί τό κρασί χύνεται καί τά ἀσκιά καταστρέφονται. Ἀλλά τό καινούργιο κρασί βάζουν σέ καινούργια ἀσκιά καί ἔτσι καί τά δύο διατηροῦνται».
Σχόλια
9,14. Μαθηταί Ἰωάννου, δηλαδή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.  Οἱ μαθητές του, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, ἐξασκοῦσαν ὑπερβολικές νηστεῖες, γιά νά ἐπισπεύσουν μέ τήν εὐσέβειά τους τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας, βλ. Λουκ. καί 18,12. 9,15. Μή δύνανται οἱ υἱοί τοῦ ἀνθρώπου πενθεῖν. Τό «πενθεῖν» πρέπει νά μεταφρασθεῖ «νά νηστεύουν», ὅπως τό λέγουν σαφῶς τά παράλληλα χωρία Μάρκ. 2,19-20 καί Λουκ. 5,34-35. Συμβαίνει δέ στήν Γραφή τό «πενθεῖν» νά ἔχῃ τήν εἰδικήν σημασίαν τοῦ «νηστεύειν», ὅπως αὐτό φαίνεται στά χωρία Α΄ Ἔσδρ. 8,69-70. 9,2. Β΄ Ἔσδρ. 10,6. Δαν. 10,2-3. – Ἐφ᾽ ὅσον χρόνον μετ᾽ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος. Ἐδῶ ἡ ἔκφραση Νυμφίος εἶναι ὁ Ἰησοῦς, τοῦ ὁποίου οἱ συνοδοί, δηλαδή οἱ «υἱοί τοῦ νυμφῶνος», πού λέγει ὁ στίχος μας, δέν μπορεῖ νά νηστεύουν, γιατί μ᾿ αὐτόν ἔχουν ἔλθει ἤδη οἱ μεσσιανικοί χρόνοι. – Ὅταν ἀπαρθῇ. Σαφής ἀγγελία περί τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ. 9,16.17. Τό παλαιό ἔνδυμα, οἱ παλαιοί ἀσκοί εἶναι ὁ Ἰουδαϊσμός, αὐτό πού εἶναι ξεπερασμένο στήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας· τό νέο ἔνδυμα, ὁ νέος οἶνος παριστοῦν τό νέο πνεῦμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπί πλέον εὐσέβεια τῶν Ἰωαννιτῶν καί τῶν Φαρισαίων ἐξέθεταν τόν Ἰουδαϊσμό, ἰσχυριζόμενοι μάλιστα ὅτι τόν ἀνανεώνουν. Ἀρνούμενος τά ὑπέρμετρα καί τά «μπαλώματα» ὁ Ἰησοῦς θέλει νά κάνει τό ἐντελῶς νέο, ἐξιδανικεύοντας τό ἴδιο πνεῦμα τοῦ Νόμου, βλ. 5,17 ἑξ. Τό νέο καί τό παλαιό εἶναι ἀσυμβίβαστα. Δέν μπορεῖ νά προσαρμοστεῖ τό Εὐαγγέλιο στόν Ἰουδαϊσμό. «Ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Χριστιανισμός δέν συμπίπτουν καί δέν συμβιβάζονται, διότι ὁ πρῶτος πάλιωσε, ὅπως ἕνα ἔνδυμα, καί ὁ δεύτερος εἶναι καινούργιος» (Ν. Σωτηρόπουλος, ἐπί τοῦ στίχ. 9,16 στήν μετάφρασή του στήν Καινή Διαθήκη).
Θεραπεία τῆς αἱμορροούσης
καί ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ ἀρχισυναγώγου (9,18-26)
Προλογικό
Στήν περικοπή μας αὐτή ἐδῶ περιγράφονται δύο θαύματα τοῦ Ἰησοῦ. ῞Ενας ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς (βλ. Μάρκ. 5,22), πιθανόν τῆς Καπερναούμ, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος ἀπό τούς εὐαγγελιστές Μᾶρκο καί Λουκᾶ, τόν παρακαλοῦσε νά θεραπεύσει τήν θυγατέρα του, γιά τήν ὁποία ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ἦταν δώδεκα ἐτῶν (Λουκ. 8,42). Αὐτή «ἄρτι ἐτελεύτησεν» (στίχ. 18), ἀλλά ὁ Ἰάειρος ἐπίστευεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νά τήν ἐπαναφέρει στήν ζωή. Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶχε πίστη, ἀλλά ὄχι μεγάλη. Γιατί παρακαλεῖ τόν Χριστό ὄχι νά πεῖ μόνο ἕνα λόγο ἀπό μακρυά καί νά τήν θεραπεύσει (βλ. 8,8), ἀλλά νά πάει σπίτι του καί νά ἐπιθέσει τό χέρι της ἐπάνω της (στίχ. 18).
Καθώς ὁ Ἰησοῦς πήγαινε μέ τούς μαθητές Του στήν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τόν πλησίασε μία γυναίκα πού ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία γιά δώδεκα χρόνια καί ἄγγιξε ἐκ τῶν ὄπισθεν τό ἄκρο τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος (στίχ. 20). Ἄς παρατηρήσουμε τήν ἀντιστοιχία τῶν δώδεκα ἐτῶν τῆς ἀσθενείας τῆς αἱμορροούσης καί τῆς ἡλικίας τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα ἐθεωρεῖτο ἀκάθαρτη (βλ. Λευιτ. 15,19-30), γι᾽ αὐτό καί αὐτή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ (στίχ. 20). «Ἀκάθαρτος οὖσα διά τό πάθος, οὐ προσῆλθε φανερῶς ἡ γυνή, εὐλαβουμένη μήπως κωλυθῇ» (MPG 123,229). Καί ὅμως ὁ Ἰησοῦς τήν ἐθεράπευσε καί μάλιστα τήν προσεφώνησε μέ τήν τρυφερή ἔκφραση «θύγατερ» καί μέ τό ἰσχυρό ρῆμα «θάρσει» (στίχ. 22). Τῆς εἶπε «θάρσει», γιατί αὐτή θά ἐφοβήθη ὅτι ἔκλεψε, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, τήν δωρεά, ἐπειδή ἦλθε «ὄπισθεν» καί ἄγγιξε τό κράσπεδο τοῦ Ἰησοῦ. Καί τήν προσεφώνησε «θύγατερ» γιά τήν πίστη της. Λέγεται ὅτι ἡ θεραπευθεῖσα αἱμορροοῦσα γυναίκα ἔκανε ἀνδριάντα στόν Σωτῆρα της καί στήν βάση τοῦ ἀνδριάντος ἐφύετο βοτάνη πού βοηθοῦσε τίς αἱμορροοῦσες γυναῖκες. Κατά τά χρόνια ὅμως τοῦ Ἰουλιανοῦ οἱ ἀσεβεῖς κατέστρεψαν τόν ἀνδριάντα αὐτόν. Τό μήνυμα τοῦ θαύματος αὐτοῦ εἶναι ὅτι δέν καθίσταται ἀκάθαρτος ὁ ἄνθρωπος γιά κάτι πού εἶναι φυσικό καί δέν εὐθύνεται αὐτός γι᾽ αὐτό καί ἀκόμη ὅτι δέν εἶναι κατώτερη ἡ γυναίκα γιά τήν ἔμμηνο ρύση της. Γι᾽ αὐτό καί τήν περικοπή περί τῆς αἱμορροούσης τήν διαβάζει συνήθως ἡ Ἐκκλησία σέ μνῆμες ἁγίων γυναικῶν. Εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπό τό θαῦμα στήν αἱμορροοῦσα γυναίκα θά ἐνδυναμώθηκε ἡ πίστη τοῦ Ἰαείρου, στό σπίτι τοῦ ὁποίου πορευόταν ὁ Ἰησοῦς.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔφθασε στήν οἰκία τοῦ ἄρχοντος Ἰαείρου εἶδε ὅτι εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἤδη οἱ αὐλικοί γιά νά θρηνήσουν μέ θλιβερά μοιρολόγια τόν θάνατο τῆς κόρης (στίχ. 23). Ὅλοι βεβαίως πίστευαν ὅτι ἀπέθανε ἡ θυγατέρα τοῦ ἄρχοντα καί γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε ὅτι «καθεύδει», αὐτοί «κατεγέλων» αὐτόν (στίχ. 24). Ὁ Ἰησοῦς δέν ἀρνεῖτο ὅτι πραγματικά ἡ κόρη ἀπέθανε, ἀλλά συνέκρινε τόν θάνατο μέ τόν ὕπνο, γι᾽ αὐτό εἶπε γι᾽ αὐτήν «καθεύδει». Ἀφοῦ τό πλῆθος διασκορπίστηκε, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπανέφερε τήν νεκρό κοράσιο στήν ζωή (στίχ. 25)  καί τό θαῦμα διαδόθηκε σέ ὅλη τήν περιοχή ἐκείνη (στίχ.26). Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀνέστησε τήν κόρη ὅταν ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος ἀπό τό δωμάτιό της (γιατί «ἔνθα ὄχλος καί περισπασμός, οὐ θαυματουργεῖ ὁ Ἰησοῦς») καί ὅτι πάλι ὁ Ἰησοῦς ἐκράτησε τό χέρι τῆς νεκρᾶς δίνοντας δύναμη σ᾽ αὐτήν. «Καί ἐσένα – λέγει ὁ Θεοφύλακτος – ὅταν νεκρωθεῖς στίς ἁμαρτίες σου, θά ἀναστηθεῖς, ὅταν ὁ Χριστός σοῦ κρατήσει τό χέρι, γιατί μ᾽ αὐτό θά πράττεις τά καλά ἔργα, καί ὅταν θά σοῦ ἐκβάλει τόν ὄχλο καί τόν περισπασμό (τῆς ψυχῆς)» (MPG 123,232)
Μετάφραση
9,18 Ἐνῶ τούς ἔλεγε αὐτά, ἰδού ἕνας ἄρχοντας πλησίασε καί τόν προσκυνοῦσε λέγοντας: «Ἡ κόρη μου πρό ὀλίγου πέθανε. Ἀλλά ἔλα νά βάλεις τό χέρι σου πάνω της καί θά ἀναστηθεῖ». 19 Τότε ὁ Ἰησοῦς σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε καί οἱ μαθητές του (μαζί του).
20 Καί μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία δώδεκα χρόνια, πλησίασε ἀπό πίσω καί ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του· 21 διότι ἔλεγε μέσα της: «Ἄν μόνο ἀγγίξω τό ἔνδυμά του, θά θεραπευθῶ». 22 Ὁ δέ Ἰησοῦς, ἀφοῦ στράφηκε καί τήν εἶδε,  εἶπε: «Ἔχε θάρρος, κόρη μου. Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε». Καί θεραπεύθηκε ἡ γυναίκα ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη.
23 Καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦρθε στό σπίτι τοῦ ἄρχοντα καί εἶδε τούς μουσικούς (νά μοιρολογοῦν) καί τό πλῆθος ταραγμένο, 24 τούς εἶπε: «Φύγετε, γιατί δέν πέθανε τό κορίτσι, ἀλλά κοιμᾶται». Τότε αὐτοί τόν περιγελοῦσαν. 25 Ὅταν δέ τό πλῆθος βγῆκε ἔξω, μπῆκε μέσα καί τήν ἔπιασε ἀπό τό χέρι της καί τό κορίτσι σηκώθηκε ἐπάνω. 26 Καί ἡ φήμη γι᾿ αὐτό τό θαῦμα διαδόθηκε σ᾿ ὅλη τήν περιοχή ἐκείνη.
Σχόλια
9,18. Ἄρχων. Ἄρχων τῆς συναγωγῆς, αὐτός πού καλεῖται Ἰάειρος κατά τούς Μάρκο καί Λουκᾶ. 9,23. Τούς αὐλητάς καί τόν ὄχλον θορυβούμενον. Θορυβώδεις ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνατολικοῦ πένθους. 9,26. Ἀντίθετα μέ τόν Μᾶρκ. καί τόν Λουκ., ὁ Ματθαῖος δέν σημειώνει τήν ἀπαγόρευση τῆς δημοσιεύσεως τοῦ θαύματος.
Ἡ θεραπεία τῶν δύο τυφλῶν (9,27-31)
Προλογικό
Οἱ δύο τυφλοί τῆς περικοπῆς μας ἄκουσαν γιά τά θαύματα τοῦ Ἰησοῦ καί πίστευσαν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας· γι᾽ αὐτό καί ἔρχονται σ᾽ αὐτόν παρακαλοῦντες γιά τήν θεραπεία τους προσφωνοῦντες τον μάλιστα ὡς Μεσσίαν μέ τόν πολύ γνωστό στούς Ἰουδαίους τίτλο «Υἱέ Δαβίδ» (στίχ. 27). Σέ ὅλους τούς Ἰουδαίους ἐθρυλλεῖτο ὅτι ὁ Μεσσίας θά προέλθει ἀπό τήν γενεά τοῦ Δαβίδ καί ἡ ἀπό τόν Δαβίδ καταγωγή ἦταν ἕνα ἀπό τά κυριώτερα γνωρίσματα τοῦ Μεσσία (βλ. κ. 1). Ὁ Ἰησοῦς δέν θεράπευσε τούς τυφλούς στόν δρόμο, ὅπου ἦταν πολύς κόσμος, ἀλλά τούς ἔφερε μέχρι τήν οἰκία (στίχ. 28), τοῦ Ματθαίου μᾶλλον τήν οἰκία (βλ. στίχ. 10) ἤ τήν οἰκία κάποιου ἄλλου πιστοῦ. Αὐτό τό ἔκανε πρῶτον μέν, γιά νά μᾶς διδάξει ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγουμε τήν διαφήμιση καί τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, δεύτερον δέ, γιά νά κατακριθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι μέ τήν ἐπίμονο πίστη τῶν δύο τυφλῶν. Γιατί οἱ δύο τυφλοί κατά τήν πορεία τους πρός τήν οἰκία θά προσφωνοῦσαν συνεχῶς τόν Ἰησοῦν ὡς «Υἱόν τοῦ Δαβίδ» δεχόμενοι αὐτόν ὡς Μεσσία. Καί αὐτό βεβαίως δέν εἶναι μικρός ἔλεγχος τῶν Ἰουδαίων, γιατί οἱ μέν τυφλοί ἐξ ἀκοῆς μόνο πίστευσαν τόν Ἰησοῦ ὡς Χριστό, ὡς Μεσσία, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἄν καί ἔβλεπαν τά πολλά Του θαύματα, ὅμως παρέμειναν ἄπιστοι καί διῶκτες Του. Ὁ Ἰησοῦς ἐρώτησε τούς τυφλούς, ἄν πιστεύουν ὅτι αὐτός μπορεῖ νά κάνει αὐτό πού ζητοῦν (στίχ. 28), γιατί δέν ἐνεργοῦσε τήν θεραπευτική Του δύναμη σέ ἀνθρώπους πού δέν τήν ἀναγνώριζαν (βλ. 13,58. Μάρκ. 6,5). Καί βεβαίως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐγνώριζε ὅτι πιστεύουν οἱ τυφλοί, ἀλλά τούς ἐρωτᾶ γιά νά φανερωθεῖ ἡ πίστη τους καί νά πιστεύσουν καί ἄλλοι ἀπ᾽ αὐτούς. Γιατί ὁ Χριστός, ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνός, «τά θαύματα οὐ μόνον διά τούς θεραπευομένους, ἀλλά μάλιστα διά τούς ὁρῶντας καί τούς ἀκούοντας εἰργάζετο» (MPG 129,317). Οἱ τυφλοί πτερώθηκαν ἀπό τό ἐρώτημα πού τούς ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καί τόν ὀνόμασαν ὄχι ἁπλῶς «Υἱόν τοῦ Δαβίδ», ἀλλά «Κύριον», Δεσπότην, δηλαδή Θεόν (στίχ. 28). Καί ὁ Χριστός τούς θεράπευσε λέγοντας «κατά τήν πίστιν ὑμῶν γεννηθήτω ὑμῖν» (στίχ. 29). Ἔτσι, ἀνέφερε στήν πίστη τους τό θαῦμα, διερεθίζοντας καί τούς ἄλλους σέ πίστη.
Μετάφραση
9,27 Καθώς προχωροῦσε ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τόν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί κράζοντας καί λέγοντας: «Ἐλέησέ μας, υἱέ Δαβίδ». 28 Ὅταν δέ ἦλθε στό σπίτι, ἦλθαν κοντά του οἱ τυφλοί καί τούς λέγει ὁ Ἰησοῦς: «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νά κάνω αὐτό;» Καί αὐτοί τοῦ λέγουν: «Ναί, Κύριε». 29 Τότε ἄγγιξε τά μάτια τους καί εἶπε: «Ἄς γίνει σέ σᾶς σύμφωνα μέ τήν πίστη σας». 30 Τότε ἄνοιξαν τά μάτια τους. Ὁ δέ Ἰησοῦς τούς πρόσταξε μέ αὐστηρό ὕφος λέγοντας: «Κοιτᾶξτε, νά μήν τό μάθει κανείς». 31 Αὐτοί ὅμως βγῆκαν καί τόν διαφήμισαν σ᾿ ὅλη τήν περιοχή ἐκείνη.
Σχόλια
9,27. Υἱέ Δαβίδ. Εἶναι μεσσιανικός τίτλος (Β´ Βασ. 7,1 σχόλ. Βλ. Λουκ. 1,32. Πράξ. 2,30. Ρωμ. 1,3), πολύ γνωστός στόν Ἰουδαϊσμό (Ματθ. 12,35. Ἰωάν. 7,42) καί τόν ὁποῖον ὁ Ματθαῖος ἐφαρμόζει ἰδιαίτερα στόν Ἰησοῦ (1,1. 12,23. 15,22. 20,30. 21,9.15). Ἐδῶ ἔχουμε τήν πρώτη ἐφαρμογή στόν Ἰησοῦ αὐτοῦ τοῦ λαοφιλοῦς τίτλου τοῦ Μεσσίου (βλ. 15,22. 20.30-31. 21,9.15· βλ. σχόλ. εἰς Λουκ. 3,23). Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ἐπειδή αὐτός ὁ τίτλος ἀναφέρεται καθαρά στήν ἀνθρώπινη ἔννοια τοῦ Μεσσίου (βλ. Ματθ. 22,41-46· βλ. σχόλ. εἰς Μάρκ. 1,34), τόν δέχεται μέ κάποια ἐπιφύλαξη καί προτιμᾶ ἀντ᾽ αὐτοῦ τόν μυστηριώδη τίτλο «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (βλ. σχόλ. εἰς 8,20).
Θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου κωφοῦ (9,32-34)
Προλογικό
Ὁ κωφός γιά τόν ὁποῖον ὁμιλεῖ ἡ περικοπή μας ἦταν ἄλαλος, γι᾽ αὐτό καί πρίν ἀπό τήν θεραπεία του δέν τόν ἀκούουμε νά λέγει τίποτε, ἀλλά οὔτε καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ ζητᾶ νά τοῦ ὁμολογήσει πίστη γιά τήν θεραπεία του. Ἦταν ἄλαλος.  Κωφός λέγεται ὄχι μόνο ὁ μή ἀκούων, ἀλλά καί ὁ μή λαλῶν. Τό ἄλαλο ὅμως τοῦ κωφοῦ τῆς περικοπῆς μας δέν ἦταν ἐκ φύσεως, γιατί τήν γλῶσσα του τήν ἔδεσε ὁ δαίμονας, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε δέσει τήν ψυχή του καί τόν ἔκανε «δαιμονιζόμενον κωφόν» (στίχ. 32). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐξέβαλε τό δαιμόνιο ἀπό τόν πάσχοντα καί ἀμέσως αὐτός ἐλάλησε (στίχ. 33α). Αὐτό προκάλεσε τόν θαυμασμό τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ» (στίχ. 33β). Ὁ Χριστός ὑπερέβη ὅλους τούς ἀπ᾽ αἰῶνος θαυματουργοῦντες, γιατί θεράπευε κάθε ἀσθένεια καί μέ ταχύτητα καί μέ ἐξουσία.
Ἀντίθετα μέ τόν ἁπλό λαό πού ἐθαύμαζε καί ἐπευφημοῦσε τόν Ἰησοῦν, οἱ Φαρισαῖοι τόν διέβαλαν καί ἔλεγαν ὅτι ἔχει φίλο τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων, τόν Βεελζεβούλ (12,24), καί μέ τήν δύναμη λοιπόν αὐτοῦ τελεῖ τά θαύματα (στίχ. 34). Ὁ λόγος αὐτός τῶν κακοβούλων Φαρισαίων εἶναι ἀνόητος. Γιατί, ἄν ὁ Χριστός ἔχει φίλο τόν ἄρχοντα τῶν δαμονίων, καί μέ τήν συνεργία αὐτοῦ τελεῖ τά θαύματα, θά πρέπει νά κάνει καί τά φίλα, τά ἀγαπητά σ᾽ αὐτόν. Ἀγαπητά γιά τόν διάβολο εἶναι νά βλάπτει πάντοτε τούς ἀνθρώπους, νά διδάσκει κάθε ἁμαρτία καί νά ἀπομακρύνει ὅλους ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Χριστός ἔκανε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα, γιατί πάντοτε εὐεργετοῦσε, δίδασκε κάθε ἀρετή καί προσήγαγε ὅλους στόν Θεό. Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως ὅτι ὁ Χριστός ὄχι μόνο δέν τιμώρησε τούς βλασφήμους καί ὑβριστές Του Φαρισαίους, ἀλλά οὔτε καί τούς ἤλεγξε, παιδεύοντας ἡμᾶς νά φέρουμε μέ μακροθυμία τίς διαβολές, ἀλλά καί ἀκόμη περισσότερο νά ἀγαθοποιοῦμε τούς ὑβριστές μας.
Μετάφραση
9,32 Ἐνῶ αὐτοί ἔβγαιναν, ἔφεραν σ᾿ αὐτόν ἕναν ἄνθρωπο κωφάλαλο δαιμονισμένο. 33 Καί ὅταν βγῆκε τό δαιμόνιο, ὁ κωφάλαλος μίλησε καί τά πλήθη θαύμασαν καί ἔλεγαν, ὅτι «τέτοια πράγματα δέν ξανάγιναν στό Ἰσραήλ». 34 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν: «Βγάζει τά δαιμόνια μέ τήν δύναμη τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων».
Σχόλια
9,32-34. Γιά νά τελειώσει ὁ Ματθαῖος τήν παρουσίαση τοῦ Μεσσίου μέ λόγια καί μέ ἔργα (4,25-9,34), ἀναφέρει μία διήγηση, τήν ὁποία καί ἀναφέρει πάλι εἰς 12,22-24. Μέ αὐτή τήν διήγηση ὁ Εὐαγγελιστής θέλει, χωρίς ἀμφιβολία, νά μιλήσει γιά τήν διαίρεση πού προξένησε ἡ δράση τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰωάν. 7,40-43).
Εὐσπλαγχνία στόν λαό τόν χωρίς ποιμένας (9,35-38)
Προλογικό
Στήν περικοπή μας αὐτή ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος κάνει κατά πρῶτον μία περίληψη τοῦ ἔργου τῆς δευτέρας περιοδείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Γαλιλαία, ὅπως αὐτό τό ἔκανε ἤδη εἰς 4,23-25, γιά τήν πρώτη Του περιοδεία. Κατά τήν δεύτερη ἐδῶ περιοδεία Του ὁ Ἰησοῦς ἐπισκεπτόταν ὄχι μόνο τίς μεγάλες καί πλούσιες πόλεις, ἀλλά καί τά μικρά χωριά (στίχ. 35), «ἵνα μηδείς ἔχῃ λόγον, ὅτι πρός ἡμᾶς οὐκ ἦλθεν» (Ζιγαβηνός, MPG 129,320). Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶδε τά πλήθη «εὐσπλαχνίσθη περί αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καί ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα» (στίχ. 36). Τό χρησιμοποιούμενο ἐδῶ ρῆμα «εὐσπλαχνίσθη» εἶναι ἰσχυρό, γιατί σημαίνει κίνηση ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου («σπλάχνα»), δηλώνεται δέ μέ αὐτό ἡ ἐσωτερική συμπάθεια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ γιά τόν λαό. Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως ὅτι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Ἰησοῦ ἦταν γιά τό ὅτι ὁ λαός ἦταν τσακισμένος ψυχικά· καί ὅλο αὐτό τοῦ συνέβαινε γιατί δέν εἶχε ποιμένες, δέν εἶχε πνευματικούς καθοδηγούς. Ἦταν «ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα». Καί ὅταν στόν λαό δέν ὑπάρχουν πνευματικοί ποιμένες ὁ κάθε ἄνθρωπος τρέπεται στήν ὁδό πού αὐτός νομίζει γιά ὀρθή. Βέβαια ὑπῆρχαν ποιμένες στό Ἰσραήλ· ἦταν οἱ λευῖτες, οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Ὁμοίως ὑπῆρχαν καί διδάσκαλοί του, οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι. Ἀλλά ἦταν ποιμένες σάν ἐκεῖνον πού ὁ προφήτης Ζαχαρίας ὀνομάζει «ἄχρηστο» (11,17)! Καί μέ τέτοιους ἀχρήστους ποιμένες τί προκοπή νά ἔβλεπε ὁ λαός;
Ἡ ἐδῶ περικοπή μας, πού ὁμιλεῖ γιά τήν ἀνάγκη ποιμένων, μᾶς εἰσάγει στήν ἀποστολή τῶν μαθητῶν γιά τό ἱεραποστολικό τους ἔργο (10,1-15), καί γι᾽ αὐτό ὁ Κύριος λέγει στήν συνέχεια στούς μαθητές Του: «Ὁ μέν θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται ὀλίγοι» (στίχ. 37). Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας θέλει νά μᾶς πεῖ ὅτι ὑπάρχει πολλή δουλειά στόν θεῖο ἀγρό, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν νά γνωρίσουν τόν Θεό, ἀλλά δέν ὑπάρχουν ἐργάτες, δέν ὑπάρχουν κήρυκες, γιά νά φέρουν τό θεῖο μήνυμα σ᾽ αὐτούς. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ θερισμός εἶναι πολύς, οἱ δέ ἐργάτες εἶναι ὀλίγοι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός προτρέπει τούς μαθητές Του νά προσεύχονται στόν «Κύριον τοῦ θερισμοῦ», γιά νά στείλει ἐργάτες στόν θερισμό Του, στόν θεῖο Του ἀγρό (στίχ. 38). Ἡ προτροπή αὐτή τοῦ Χριστοῦ στούς μαθητές Του εἶναι ἐντολή Του σέ ὅλους μας νά προσευχόμαστε σ᾽ Αὐτόν νά βγάζει καί νά στέλνει καλούς ποιμένες καί θερμούς κήρυκες τοῦ θείου λόγου στήν ἁγία Του Ἐκκλησία, Ἀμήν.
Μετάφραση
9,35 Καί περιόδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά διδάσκοντας στίς συναγωγές τους καί κηρύττοντας τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς βασιλείας (τοῦ Θεοῦ) καί θεραπεύοντας κάθε ἀσθένεια καί κάθε ἀρρώστια στό λαό.
36 Ὅταν δέ εἶδε τά πλήθη τοῦ λαοῦ, τούς σπλαχνίστηκε, γιατί ἦταν ἀποκαμωμένοι καί ἐγκαταλελειμένοι σάν πρόβατα χωρίς ποιμένα. 37 Τότε λέγει στούς μαθητές Του: «Ὁ μέν θερισμός εἶναι πολύς, οἱ δέ ἐργάτες λίγοι. 38 Παρακαλέστε λοιπόν τόν Κύριο τοῦ θερισμοῦ νά στείλει ἐργάτες γιά τό θερισμό του».
Σχόλια
9,35-38. Μέ αὐτή τήν σύνοψη τῆς δράσης τοῦ Ἰησοῦ, πού μᾶς θυμίζει τήν περικοπή 4,23-25, ὁ Ματθαῖος εἰσάγει ἕνα νέο τμῆμα. Εἰσάγει τά παραγγέλματα περί ἱεραποστολῆς πού δίνονται ἀπό τόν Ἰησοῦ στούς Ἀποστόλους (10,5-15) καί στά ὁποῖα αὐτός ὁ Ματθαῖος προσθέτει συστάσεις προερχόμενες ἀπό ἄλλα κείμενα (10,16-42). 9,36. Πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα. Βιβλική εἰκόνα· βλ. Ἀριθμ. 27,17. Γ´ Βασ. 22,17. Ἰουδ. 11,19. Ἰεζ. 34,5.
ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΤΟΜΟ
(Σέ συνέχειες)
(Ὁ ἑνιαῖος τόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόν ὁποῖο σκοπεύουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά παρουσιάσουμε, θά περιέχει κείμενο, χωρισμένο κατά περικοπάς, μετάφραση κάθε περικοπῆς, σύντομο προλογικό σημείωμα σ᾽ αὐτήν, πού θά δίδει τό νόημά της, παράλληλα χωρία καί σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια, ἀφοῦ πρόκειται γιά συνοπτικό ἔργο. Ἐδῶ, στίς ἑβδομαδιαῖες αὐτές ἀναρτήσεις, θά παρέχουμε τό προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς, τήν μετάφραση καί τά σχόλια τοῦ ἔργου, γιά νά ἔχουμε τήν κριτική τῶν εἰδικῶν ἑρμηνευτῶν καθηγητῶν πρός διόρθωση τῶν ἐσφαλμένων. Τά σύντομα σχόλια ἀλληλοσυμπληρώνονται μέ παραπομπές καί σέ ἄλλα σχετικά σχόλια ἄλλων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι τό ἔργο θά ἐπεκταθεῖ καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Τά βοηθήματα τοῦ ἔργου εἶναι διάφορα, κυρίως ὅμως χρησιμοποιῶ ὡς πηγή τά σύντομα γαλλικά ὑπομνήματα La Bible de Jerusalem (BJ) καί Traduction Oecumenique de la Bible (TOB) καί βεβαίως τό πελώριο ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα καί τό τρίτομο ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ ἱεροκήρυκος Νικολάου Σωτηροπούλου Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς.  – Τό ἀντίστοιχο ἔργο στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅμοιο πρός τό ἔργο τῆς Καινῆς Διαθήκης, θά ἀναρτᾶται ἑβδομαδιαίως, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεως στό περιοδικό Παναγία Προυσιώτισσα.)
Δείτε και:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com