Καθώς
στά μέσα τού Σεπτεμβρίου η άγια μας Εκκλησία προβάλλει τον Τίμιο
Σταυρό για προσκύνηση, ηχούν συνάμα μέσα μας ξεκάθαρα τα λόγια τού
Κυρίου Ιησού: «Όστις θέλει όπίσω μου έλθείν... άράτω τον σταυρόν αυτού και
άκολουθείτω μου (Μάρκ. η ' 34)·
Ή ύπόθεση
τού Σταυρού τού Χριστού, καθώς και τού σταυρού τού κάδε χριστιανού,
συνιστά βαθύ μυστήριο, απροσπέλαστο στον ύλόφρονα, αδόκιμο νου...
Σταυρός σημαίνει
θάνατος. Σημαίνει και ό,τι άλλο έχει σχέση με το θάνατο:
ασθένεια, πόνος, θλίψη, δυστυχία, στέρηση, εγκατάλειψη. Λέξεις, όροι,
πού και μόνο ή ηχητική τους εκφορά και το εννοιολογικό τους
περιεχόμενο δημιουργεί αποστροφή στον άνθρωπο. Γιατί λοιπόν ό
Θεός όρισε αυτή να είναι ή μοίρα τού ανθρώπου στη γη;
Ή πραγματικότητα
είναι πώς αυτό δεν το όρισε ό Θεός. Το προκάλεσε ό άνθρωπος. Ό Θεός
θέλησε εξαρχής ό άνθρωπος να ζει μακάριος, ευτυχισμένος κοντά Του. Ό
άνθρωπος όμως επέλεξε να ζήσει αυτονομημένος από τον Θεό, την πηγή της ζωής και
της μακαριότητος, με αποτέλεσμα να συναντήσει μπροστά του και τελικά να παραμείνει
στα αντίθετα: το θάνατο και τη δυστυχία.
Δεδομένης
τώρα της καινούργιας αυτής καταστάσεως πού δημιουργήθηκε με την ελεύθερη
επιλογή τούανθρώπου, ό Θεός θέτει σε εφαρμογή ένα μεγαλειώδες σχέδιο: όχι
να καταργήσει τα αποτελέσματα επιβολής τού πλάσματός Του (διότι έτσι θα
καταργούσε την έλευθερία του). αλλά να τα μετασχηματίσει έτσι, ώστε αντί αυτά
να ματαιώνουν τον προορισμό τού ανθρώπου, τη μακαριότητά του κοντά στο Θεό, να
τον υποβοηθούν. Αφού δηλαδή αυτό πού απομάκρυνε τον άνθρωπο από τον Θεό και τον
Παράδεισο είναι η υπερηφάνεια, ή διάθεση για αυτονόμηση, είναι φανερό πώς αυτό
πού έχει τη δύναμη να τον επαναφέρει είναι το ακριβώς αντίθετο: η ταπείνωση.
Πώς όμως είναι δυνατόν να ταπεινωθεί ό άνθρωπος, καθώς η υπερηφάνεια διέφθειρε
τη φύση του, έτσι ώστε το μόνο πού πνέον επιθυμεί να είναι ή εγωιστική απόλαυση
των ηδονών;
Το
αντίδοτο της ηδονής είναι ή οδύνη. Ή ηδονή οδηγεί στην υπερηφάνεια και την αυτονόμηση-
ή οδύνη στην ταπείνωση και εξάρτηση από τον Θεό. Γι’ αυτό ό Θεός επιτρέπει την
οδύνη στη ζωή τού ανθρώπου: για να συνέλθει, να συναισθανθεί την αμαρτία του,
τη φιλαυτία του, τη ματαιοδοξία και αλαζονεία του. Και να απαρνηθεί έτσι αυτά
πού έχουν ζυμωθεί με το είναι του, έχουν γίνει ένα με το «εγώ» του,
προστρέχοντας στο Θεό με την ταπείνωση, τη μετάνοια, την προσευχή, τα δάκρυα.
Αλλιώς δεν μπορεί να μαλαχθεί ή άπεσκληρυμμένη από τον εγωισμό καρδιά. Πρέπει
να συντρίβει από κάποιο βάρος, πρέπει να συνθλίβει από κάποια θλίψη.
Αυτό
είναι το νόημα του σταυρικού πολιτεύματος τού χριστιανού. ’Έτσι νοείται ή άρση
του σταυρού του, είτε εκούσιος είναι αυτός, με τη σταύρωση των παθών και των
σαρκικών φρονημάτων του, με την αποδοχή της πνευματικής ασκήσεως και της βίας
επί του εαυτού του, είτε ακούσιος είναι, με την καρτερική, ύπομονητική και
ευχαριστιακή αποδοχή των διαφόρων θλίψεων και δοκιμασιών της ζωής.
Επιπλέον,
ή ιδία αυτή άρση του σταυρού εκ μέρους του χριστιανού στη ζωή του, όταν γίνεται
με τούς όρους πού προδιαγράφηκαν, προσλαμβάνει και ένα κατεξοχήν θετικό
περιεχόμενο.Δεδομένου ότι ή θλίψη δεν υπήρχε στον κόσμο πριν από τη διάπραξη
της αμαρτίας με ηδονή, είναι φανερό ότι συνιστά αποκύημα της ηδονής. Αυτό
σημαίνει ότι όσο περισσότερο ό άνθρωπος κυνηγά τη γήινη σαρκική ηδονή στη ζωή
του, τόσο αυξάνει τη θλίψη, την οδύνη του. Αντιθέτως ή κατά Θεόν λύπη, ή
εκούσια αποδοχή της οδύνης του σταυρού Οδηγεί στην αληθινή ηδονή.
Πράγματι.
Ό άνθρωπος εκείνος πού με υπομονή, πίστη, προσευχή, ελπίδα στο Θεό σηκώνει το
σταυρό του, αξιώνεται να άπολαύσει κάτι πού δεν το γεύεται ό ύλόφρων άνθρωπος:
τη μυστική παράκληση, παρηγοριά, ενίσχυση του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος. Το
Πανάγιον Πνεύμα χαρίζει τέτοια παρηγοριά, δύναμη, εσωτερική χαρά, ειρήνη στις
κατά Θεών θλιβόμενες ψυχές, πού λόγος ανθρώπινος είναι αδύνατον να
παραστήσει μόνον εμπειρικά μπορεί να το νιώσει κανείς. Είναι αυτό πού ό
Ψαλμωδός υπογραμμίζει: «Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι
παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. [93] 19)· Στον χριστιανό
πού καρτερικά και ευχαριστιακά αίρει τον σταυρό του είναι τόσο κοντά ό Θεός όσο
πουθενά αλλού. «Μετ’ αυτού είμι εν θλίψει» (Ψαβμ. [90],15) Αν παρατηρήσουμε το
πρόσωπο μιας κατά Θεών θλιβομένης ψυχής, θα διακρίνουμε το αύγασμα μιας
διάχυτης ειρήνης, ένα ιλαρό φώς άλλης τάξεως, μια υπερκόσμια ωραιότητα, κάποια
μυστική χαρά.
Αυτές
τις φιλόθεες ψυχές τις οργώνει το υνί της αγάπης του Θεού για να καρποφορήσουν
τις άγιες αρετές. Τις σμιλεύει το καλέμι του θείου φίλτρου, για να τις καταστήσει
αγάλματα θεϊκά. Τις χωνεύει το καμίνι του θείου πυρός, για να τις αναπλάσει
λαμπρές, καθαρές, γνήσιες, χρυσάφι άπευθο.
Τελικά
ό πόνος σφυρηλατεί την αγάπη προς τον Χριστό, κι αυτή ή αγάπη είναι πλήρωμα
ζωής. Ό άνθρωπος ευρύνεται, πλατύνεται, αποκτά διαστάσεις οικουμενικές. «Εν
θλίψει έπλάτυνάς με» (Ψαβμ. δ' 2). Ζει στη γη και πολιτεύεται στον ουρανό.
Προσεύχεται, και ή καρδιά του αγκαλιάζει όλο τον κόσμο. Μιλάει, και ό λόγος του
πέφτει σα δροσιά στις καρδιές των άλλων. Είναι «ώς λυπούμενος, άεί δέ χαίρων»
(Β' Κορ. ς'10). Ζει το γνήσιο βίωμα της χαρμολύπης, πού μόνο μέσα στο κλίμα της
άγιας ’Ορθοδοξίας ευδοκιμεί.Διότι έδώ ό Σταυρός είναι άρρηκτα συνυφασμένος με
την Ανάσταση.
Περιοδικό"Η Δράση μας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου