«Ούκ έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη»
Καθημερινώς
πολλές ειδήσεις μεταδίδονται άττό τά μέσα μαζικής ένημερώσεως κι άπό τό
διαδίκτυο κι άνάλογα μέ τή βαρύτητά τους χαρακτηρίζονται ώς πρώτη είδηση,
δεύτερη είδηση... Άλλά ή σπουδαιότερη άπ' όλες τις ειδήσεις της παγκόσμιας
ιστορίας πού έχουν μεταδοθεί έπάνω στόν πλανήτη μας είναι τό χαρμόσυνο άγγελμα
τής Αναστάσεως τοΰ Χριστού πού άνήγγειλε ό άγγελος στις Μυροφόρες.
Μας
πληροφορούν οι ιεροί Εύαγγελιστές μέ χαρακτηριστικές λεπτομέρειες ό καθένας
τους ότι τήν πρώτη ημέρα τής έβδομάδας άπό τά βαθιά χαράματα ήλθαν οί γυναίκες
στό μνήμα φέρνοντας τά αρώματα πού εΐχαν έτοιμάσει. Βρήκαν τότε τήν πέτρα πού
έφραζε τό μνημείο νά είναι κυλισμένη μακριά άπ' αύτό. Κι όταν μπήκαν στό
μνημείο, δέν βρήκαν τό σώμα τού Κυρίου Ιησού. Κι ένώ βρίσκονταν σέ μεγάλη
άποριά γιά τό γεγονός αύτό, ξαφνικά δύο άγγελοι παρουσιάστηκαν μπροστά τους ώς
άνδρες με στολές πού άστραφταν άπό λαμπρότητα. Κι ένώ αύτές κατατρομαγμένες έγερναν
τό πρόσωπο προς τή γή άπό εύλάβεια κι έπειδή δέν άντεχαν τή λάμψη τών
άγγέλων, είπαν οί άγγελοι σ' αύτές: «Τί ζητείτε τόν ζώντα μετά τών νεκρών; ούκ
έστιν ώδε, άλλ' ήγέρθη» (Λουκ. κδ' 5-6).
Οί
μυροφόρες γυναίκες ήταν πρόσωπα πολύ σεβαστά. Άνηκαν στόν ιδιαίτερο κύκλο των
γυναικών πού ύπηρετούσαν τόν Χριστό και τούς μαθητές Του άπό τά ύπάρχοντά τους.
Δέν έγκατέλειψαν τόν Κύριο ούτε στό Σταυρό. Μόνο «τό σάββατον ήσύχασαν» (Λουκ.
κγ' 56), σύμφωνα μέ τήν έντολή του Μωσαϊκού νόμου για τήν άργία της ήμέρας
αύτης. Αλλά τό πρωί της έπόμενης μέρας τοΰ Σαββάτου, πρώτης της εβδομάδας, της «μιας
τών σαββάτων», πριν καλά-καλά ξημερώσει, βρίσκονταν στό δρόμο κρατώντας τά
πολύτιμα μύρα τους, γιά νά αλείψουν τό σώμα τοΰ Ίησοϋ.
Πήγαιναν
στό μνημείο, σύμφωνα μέ τά έθιμα της έποχής, γιά νά μυρώσουν τόν πεφιλημένο
νεκρό τους. Καθώς βάδιζαν μέ βήμα γοργό, άναρωτιόντουσαν ποιός θά τις βοηθούσε
νά άποκυλίσουν «τόν λίθον έκ τής θύρας τοΰ μνημείου» (Μάρκ. ιστ' 3). Άλλά έκεί τούς
περίμενε ή μεγάλη έκπληξη: Βρήκαν τήν ταφόπετρα παραμερισμένη και τόν τάφο
άδειανό. Οί νεκρικοί έπίδεσμοι πού είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τήν ταφή ύπήρχαν
στό μνημείο και «τό σουδάριον... έντετυλιγμένον εις ένα τόπον» (Ιω. κ' 7),
άλλά τό σώμα τοΰ Ίησού δέν βρισκόταν έκεί, διότι ό Κύριος είχε άναστηθεί.
Ό
Χριστός άναστήθηκε αύτεξουσίως μέ τή δύναμη τής θεότητάς Του και άναδείχθηκε ό
νικητής τού θανάτου! Πώς ήταν δυνατόν νά κρατήσει ό τάφος «τόν άρχηγόν τής
ζωής»; (Πράξ. γ' 15). Πολύ σωστά είπε ό άγγελος στις Μυροφόρες: Γιατί ζητάτε
άνάμεσα στούς νεκρούς Αύτόν πού τώρα πλέον είναι ζωντανός; Δέν είναι έδώ, άλλά
άναστήθηκε! Θυμηθείτε πώς, όταν άκόμη ήταν στή Γαλιλαία, σάς είπε ότι σύμφωνα
μέ τό προκαθορισμένο σχέδιο τοΰ Θεού πρέπει νά παραδοθεί σέ χέρια άνθρώπων άμαρτωλών
και νά σταυρωθεί, και τήν τρίτη ή μέρα άπό τόν θάνατο Του νά άναστηθεί (Λουκ.
κδ' 5-7).
Τό
άδιαμφισβήτητο κοσμοϊστορικό και κοσμοσωτήριο γεγονός τής Αναστάσεως τοΰ
Χριστού βεβαιώνει πανηγυρικά τή θεότητα τοΰ Κυρίου μας Ίησοϋ Χριστού και
στηρίζει τήν πίστη μας σ' αύτήν. Όπως δέν μπορούν οί έχθροί τοΰ Σταυρού και
τής Αναστάσεως τοΰ Χριστού νά άμφισβητήσουν ότι ο Χριστός σταυρώθηκε, έτσι δέν
μπορούν νά ύποστηρίξουν ότι ό 'Εσταυρωμένος έξακολουθεί νά παραμένει στόν τάφο
νεκρός, διότι άναστήθηκε! Κι άφού άναστήθηκε, δέν πεθαίνει πλέον. Ό θάνατος
δέν έχει πιά έξουσία έπάνω Του, δέν μπορεί νά τόν κυριεύσει. «Χριστός εγερθείς
έκ νεκρών ούκέτι άποθνήσκει, θάνατος αύτοΰ ούκέτι κυριεύει» (Ρωμ. στ' 9).
Άναστήθηκε!
Και μέ τήν Άνάστασή Του άνοιξε τόν δρόμο και γιά τή δική μας άνάστασή. Έγινε ή
άρχή τής άναστάσεως όλων τών νεκρών. «Χριστός έγήγερται έκ νεκρών, άπαρχή τών
κεκοιμημένων έγένετο» (Α' Κορ. ιε' 20). "Οπως οί πρώιμοι καρποί
προαναγγέλλουν ότι θά άκολουθήσει και (ολόκληρη ή συγκομιδή, έτσι και ό
Χριστός άναστήθηκε και βεβαιώνει μέ τήν Άνάστασή Του ότι θά άκολουθήσει ή
άνάστασή και τών άλλων νεκρών. Μέ πόση έλπίδα και φώς λούζει τούς τάφους τών
προσφιλών μας έκείνο τό «ούκ έστιν ώδε» πού άκουσαν οί Μυροφόρες άπό τό στόμα
τού άγγέλου!
Ό
Κύριος μέ τήν Άνάστασή Του άνοιξε τόν δρόμο, γιά νά ζούμε κι έμείς άναστη- μένη
ζωή, «έν καινότητι ζωής» (Ρωμ. στ 4). 'Εγκαινιάζει «άλλης βιοτής, της αιωνίου
άπαρχήν», γιά νά σκιρτούμε άπό άγαλλίαση και χαρά και εύγνωμόνως νά «ύμνοϋμεν
τόν αίτιον, τόν μόνον εύλογητόν τών πατέρων, Θεόν και ύπερένδοξον»!
Περιοδικό
“Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου