Τού μακαριστού Πρωτοπρ. Αντωνίου Γ. Αλεβιζόπουλου, Δρ. Θεολογίας, Δρ.
Φιλοσοφίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο. Ἡ θέσις τῶν λαϊκῶν εἰς
τήν Ἐκκλησίαν
1. Βασίλειον ιεράτευμα
Ο
Θεός εξέλεξε τον Ισραήλ δια να τον κάμη «λαόν εκλεκτόν… Βασίλειον Ιεράτευμα και
έθνος άγιον» (Έξοδος 19,5-6). «Θα ονομασθήτε», λέγει με το στόμα του Ησαΐα,
«Ιερείς του Κυρίου, λειτουργοί του Θεού» (Ησαΐας 61,6).
«Είπατε
εις την θυγατέρα μου Σιών: Ιδού ο σωτήρ σου έφθασεν έχων τον μισθόν
και το έργον ενώπιον του. Και θα ονομάση τον λαόν αυτόν άγιον, λυτρωμένον
από τον Κύριον. Συ δε θα ονομασθής πόλις περιζήτητος και όχι
εγκαταλελειμμένη» (Ησαΐας 62,11-12).
Αι
μαρτυρίαι αύται της Παλαιάς Διαθήκης αι όποιαι αναφέρονται εις τον εκλεκτόν του
Θεού είναι πολύτιμοι, διότι αποτελούν προτύπωσιν της θέσεως του νέου λαού του
Θεού, δηλαδή των Χριστιανών. Τούτο, διότι ο λαός του Ισραήλ είναι η απεικόνισις
της Εκκλησίας (Παράβαλλε Γαλ. 4,21-31. Ρωμαίους 4,1-25. 9,6-8).
«Και
σεις», αναφέρει χαρακτηριστικώς ο Απόστολος Πέτρος, «ως ζωντανοί λίθοι,
οικοδομείσθε εις οίκον πνευματικόν, ιερατείον άγιον, δια να προσφέρετε θυσίας
πνευματικός ευπρόσδεκτους εις τον Θεόν δια του Ιησού Χριστού» (Α’ Πέτρ. 2,5).
Τα
χωρία αυτά δεν αναφέρονται εις ωρισμένην τάξιν Χριστιανών, αλλά εις όλους τους
πιστούς, οι οποίοι συγκροτούν την πνευματικήν οικοδομήν της Εκκλησίας, με
ακρογωνιαίον λίθον και κεφαλήν τον ίδιον τον Χριστόν, τον πρωτότοκον αδελφόν
μας (Εφεσίους 1,22. 5, 23. Κολοσσαείς 1,18).Ο Χριστός είναι ο «άρχων των
βασιλέων της γης», ο οποίος «μας έκαμεν ένα βασίλειον, Ιερείς δια τον Θεόν και
Πατέρα Του» (Αποκ. 1,5-6), δια να βασιλεύσωμεν επί της γης (Αποκ. 5,10).
Όλα
αυτά μαρτυρούν την υψίστην τιμήν, αλλά και την μεγίστην ευθύνην κάθε πιστού
μέσα εις την Εκκλησίαν. Τιμή και ευθύνη μοναδική!
2. Ιερεύς του ιδίου σώματος
Ο
πιστός Χριστιανός είναι Ιερεύς του σώματος του και ολοκλήρου της υπάρξεως του.
Καλείται να προσφέρη τον εαυτόν του και όλα τα έργα του θυσίαν εις τον Θεόν
και, μαζί με αυτά, ολόκληρον την δημιουργίαν, εις την οποίαν ετοποθετήθη υπό
του Θεού ως άρχων (Γεν. 1,28-30). «Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, χάριν των
οικτιρμών του Θεού, να προσφέρετε τους εαυτούς σας ως θυσίαν ζώσαν και Αγίαν,
ευάρεστον εις τον Θεόν αυτή είναι η λογική σας λατρεία», λέγει ο Απόστολος
Παύλος (Ρωμαίους 12,1).
Ολόκληρος
η ζωή του ανθρώπου γίνεται διαρκής προσφορά προς τον Θεόν, διαρκής θεία
Λειτουργία.
Ο
άνθρωπος του Θεού παύει να σκέπτεται και να ενεργή εγωιστικώς, με κέντρον
ιδικούς του υπολογισμούς και προσωπικόν συμφέρον, όπως έπραξαν οι πρωτόπλαστοι
όταν υπέπεσαν εις τον πειρασμόν του διαβόλου. Ως κέντρον τίθεται τώρα πάλιν το
θέλημα του Θεού και η δόξα του Κυρίου (Α’ Κορινθίους 6,20).
Η
προσωπική ζωή του κάθε Χριστιανού γίνεται διαρκής μαρτυρία της παρουσίας και
της δράσεως του Θεού μέσα εις τον άνθρωπον, ώστε καθείς ο οποίος βλέπει τον
τρόπον της ζωής του να εξάγη αβιάστως το συμπέρασμα, ότι μέσα του ζη ο ίδιος ο
Χριστός, ότι δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά πολίτης της βασιλείας του
Θεού. Τα έργα του και ολόκληρος η ζωή του γίνονται με τον τρόπον αυτόν διαρκής
θεία Λειτουργία και λαμβάνουν το πρώτον τους νόημα το οποίον είχον μέσα εις τον
παράδεισον του Θεού (Ματθαίος 5,16. Α’ Κορινθίους 10,31).
Όταν
ο άνθρωπος επεξεργάζεται την φύσιν, όταν ανακαλύπτη και υποτάσση τας δυνάμεις
της, όταν μεταμορφώνη τα πάντα γύρω του, δεν το κάμνει πλέον δια τον εαυτόν του
αλλά δια τους αδελφούς του και, επομένως, τα προσφέρει, μέσω αυτών, εις τον
ίδιον τον Χριστόν ευχαριστίαν (Παροιμίες 19,17. Ματθαίος 25,40. Β΄ Κορινθίους
9,12-15).
«Και
ό,τι κάμνετε, να το κάμνετε με την ψυχήν σας, ως εργασίαν προς τον Κύριον και
όχι προς τους ανθρώπους, γνωρίζοντες ότι από τον Κύριον θα λάβετε ως ανταμοιβήν
την κληρονομίαν, διότι ο Χριστός είναι εκείνος τον οποίον υπηρετείτε»
(Κολοσσαείς 3,23-24).
Εις
την Αγίαν Γραφήν υπάρχουν πολλά χωρία, τα οποία αναφέρουν ότι το έλεος και η
έμπρακτος αγάπη προς τους αδελφούς προηγούνται κάθε άλλης λατρευτικής
εκδηλώσεως, μάλιστα, χωρίς αυτά, η λατρεία του Θεού αποβαίνει ματαία (Ως. 6,6.
Α’ Βασιλ. 15,22. Ματθαίος 9,13. 5,23-24. Μάρκος 11,25. Ιάκωβος 1,27. 2,15 και
εξής).
Ο
προφήτης Ησαΐας αναφέρεται εις την αληθινήν νηστείαν και υπογραμμίζει την
δοξολογικήν σημασίαν της προσφοράς προς τον αδελφόν:
«Κόψε
το ψωμί σου εις τον πεινασμένον και βάλε εις το σπίτι σου πτωχούς άστεγους. Να
ένδυσης τον γυμνόν τον οποίον θα ίδης και μη καταφρόνησης τους συνανθρώπους
σου. Τότε θα χάραξη ως η αυγή το φως σου και θα ανατείλη γρήγορα η
θεραπεία σου. Μπροστά σου θα πορευθή η δικαιοσύνη σου και η δόξα του Θεού
θα σε περιβάλλη. Τότε θα φωνάξης και ο Θεός θα σε ακούση και ενώ θα
προσεύχεσαι θα σου είπη: Ιδού, πάρειμι, είμαι παρών, ευρίσκομαι κοντά
σου!» (Ησαΐας 58,7-9).
Με
τον τρόπον αυτόν ο άνθρωπος προσφέρει τα αγαθά του, τους καρπούς του μόχθου
του, ευχαριστίαν εις τον Θεόν, όπως τον άρτον και τον οίνον εις την θείαν
ευχαριστίαν:
«Τα
Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα!»
Ο
άρτος και ο οίνος είναι δώρα του Θεού και ταυτοχρόνως καρπός του μόχθου του
ανθρώπου. Αυτόν, λοιπόν, τον μόχθον του τον προσφέρει ο άνθρωπος ως θυσίαν εις
τον Θεόν μέσω των αδελφών (Παροιμίες 19,17. Ματθαίος 25,40).
«Ιδικά
Σου είναι τα πάντα και από τα ιδικά Σου προσφέρομεν εις Σε τα δώρα μας», λέγει
ο προφήτης Δαυίδ. «Ημείς είμεθα πάροικοι ενώπιον Σου και παρεπίδημοι, όπως ήσαν
και όλοι οι πατέρες μας. Ως σκιά είναι αι ημέραι μας εις την γην και δεν
υπάρχει μονιμότης επάνω εις αυτήν. Κύριε ο Θεός ημών, όλαι αι πλούσιαι
προσφοραί, τας οποίας εγώ ητοίμασα δια να οικοδομηθή ο ναός προς τιμήν του
Αγίου Σου ονόματος, προέρχονται από τα χέρια Σου και εις Σε ανήκουν όλα… » (Α’
Παραλειπομένων 29,14-16).
Η
θέσις αυτή του ανθρώπου μέσα εις την δημιουργίαν, μας φανερώνει, ότι ο
αναγεννημένος άνθρωπος δεν ημπορεί ποτέ να είναι κατά της προόδου και της
επιστήμης. Εκείνο το οποίον καλείται να αποφύγη, με κάθε τρόπον, είναι ο
πειρασμός του διαβόλου εις την ιδικήν μας εποχήν: την εγωιστικήν χρήσιν της
δημιουργίας και των δυνάμεων της δημιουργίας του Θεού.
Ο
άνθρωπος δεν καλείται να επιστρέψη εις τρόπον ζωής ο οποίος χαρακτηρίζει μιαν
αγροτικήν κοινωνίαν οφείλει να διάθεση όλας του τας δυνάμεις δια να συντέλεση
εις την πρόοδον της επιστήμης και της τεχνικής. Ταυτοχρόνως, όμως, καλείται να
διαπότιση όλα τα έργα του με το Πνεύμα του Θεού και να τα καταστήση πηγήν
δοξολογίας του ονόματος του Θεού (Α’ Κορινθίους 6,20).
«Πρόσεχε
εις τον εαυτόν σου, μήπως λησμονήσης Κύριον τον Θεόν σου και δεν φύλαξης τας
εντολάς αυτού και τους νόμους Του, όσα εγώ σου παραγγέλλω σήμερον. Μήπως
χορτασθής, οικοδόμησης ωραίας οικίας και κατοίκησης εις αυτάς, πολλαπλασιασθούν
τα βόδια σου και τα πρόβατα σου, πληθυνθή το αργύριον, το χρυσίον σου και όλα
τα υπάρχοντα σου και τότε υπερηφανευθή η καρδία σου και λησμονήσης Κύριον τον
Θεόν σου, ο οποίος σε εξήγαγε εκ γης Αιγύπτου, εκ χώρας δουλείας και σε ωδήγησε
δια μέσου της μεγάλης εκείνης και φοβέρας ερήμου… Εκείνον ο οποίος σε εχόρτασε
με το μάννα, το οποίον ούτε συ ούτε οι πρόγονοι σου εγνώρισαν, δια να σε θλίψη,
να σε δοκιμάση και να σε ευλόγηση κατόπιν κατά τους τελευταίους αυτούς καιρούς.
Πρόσεξε μήπως είπης κατά διάνοιαν:
Η
ισχύς μου και η δύναμις της χειρός μου μου προσέφερε αυτήν την μεγάλην
ευημερίαν (δύναμιν).
Πρέπει
να ενθυμήσαι Κύριον τον Θεόν σου, διότι αυτός σου έδωσε την ισχύν να αποκτήσης
δύναμιν δια να τηρήση την υπόσχεσίν Του, την οποίαν ο Κύριος έδωσε με όρκον εις
τους προπάτοράς σου έως σήμερον» (Δευτερ. 8,11-18. Παράβαλλε Και 11,16).
3. Ιερεύς της δημιουργίας του Θεού
Τα
ανωτέρω, φανερώνουν, ακόμη, ότι ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτόν του υπεύθυνον
δια την δημιουργίαν του Θεού και ακούει και πάλιν την φωνήν του Θεού η οποία
τον τοποθετεί εις τον Παράδεισον με την εντολήν να τον εργάζεται, να τον θέτη
εις την υπηρεσίαν των αδελφών, να τον καθιστά, δηλαδή, όργανον της δόξης του
Θεού (Γεν. 2,15).
Ο
πνευματικός άνθρωπος, ο άνθρωπος της νέας δημιουργίας, ο χρισμένος βασιλεύς και
Υιός της βασιλείας, δεν ευρίσκεται πλέον εις διάστασιν με την δημιουργίαν του
Θεού. Επανευρίσκει την ορθήν του θέσιν μέσα εις αυτήν, την θέσιν εκείνην την
οποίαν είχεν ο Αδάμ προ της πτώσεως.
«Εάν
απόκτηση κανείς την καθαρότητα», λέγουν τα αποφθέγματα των πατέρων της ερήμου,
«όλα θα υποτάσσονται εις αυτόν, όπως και εις τον Αδάμ όταν ήτο μέσα εις τον
Παράδεισον, πριν η παραβή την εντολήν του Θεού» (Παύλος). Και ο άγιος Ισαάκ ο
Σύρος προσθέτει, ότι η πίστις του δικαίου εις τον Θεόν «μεταβάλλει τα θηρία του
δάσους εις άκακα αρνία».
Αυτήν
την βασιλικήν και ιερατικήν εξουσίαν του ανθρώπου επάνω εις τα λοιπά
δημιουργήματα του Θεού και την βαθείαν συναίσθησιν της ευθύνης απέναντι των
βλέπομεν εις τους βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Δια
τον όσιον Κόπριον π. Χ. Αναφέρει το ιερόν Συναξάριον το ακόλουθον συγκινητικόν
περιστατικόν.
«Αναβαίνων
ποτέ εις το βουνόν ομού με τον όνον του Μοναστηρίου δια να κόψη ξύλα, επειδή
μία άρκτος επλήγωσε τον όνον εις το μηρίον, εκράτησεν ο όσιος την άρκτον και
εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών:
Δεν
θα σε αφήσω πλέον, αλλά συ θα κάμνης την υπηρεσίαν του όνου, τον οποίον
επλήγωσας, έως ότου υγιάνη εκείνος.
Και
λοιπόν υπετάσσετο εις αυτόν η άρκτος και έφερε τα ξύλα».
Βλέπομεν,
δηλαδή, εδώ τον άνθρωπον του Θεού να κυρίαρχη και πάλιν μεταξύ των ζώων, όχι
βεβαίως με τρόπον αυθαίρετον και δια λόγους προσωπικούς και εγωιστικούς, αλλά
δια να επιβάλλη την τάξιν και την αρμονίαν μέσα εις την δημιουργίαν του Θεού.
Χαρακτηριστικόν,
επίσης, είναι και το ακόλουθον περιστατικόν από την ζωήν του Μεγάλου Αντωνίου,
όπως το διηγήθησαν οι μαθηταί του εις τον άγιον Ιλαρίωνα, κατά μίαν επίσκεψιν
εις τον κήπον της μονής του Αγίου.
«Όταν
κατ’ αρχάς ο μακάριος Πατήρ ημών Αντώνιος εφύτευσε τα δένδρα ταύτα, έκαμνον
μεγάλην ζημίαν εις αυτά τα άγρια ζώα, τα οποία ερχόμενα εις τον ποταμόν δια να
ποτισθώσιν εισήρχοντο και εις τον κήπον. Ιδών δε ποτε ταύτα ο άγιος ερχόμενα,
έλαβεν μίαν ράβδον και πλησιάσας εις ένα ζώον, όπερ εφαίνετο ότι ήτο προστάτης
των άλλων, το προσέταξε να φύγη και, ω του θαύματος! Έστη το θηρίον και το
εκτύπα ταπεινά ο άγιος εις τας πλευράς λέγων:
Διατί
αδικείτε εμέ, όστις ουδόλως σας ηδίκησα; διατί τρώγετε τους καρπούς, δια τους
οποίους δεν εκοπιάσατε; αναχωρήσατε και πλέον μη τολμήσετε να εισέλθετε εις τον
κήπον.
Ούτως
είπεν και από την ώραν εκείνην ούτε καν εις τον κήπον εισήλθον, αλλά μόνον
έπινον ύδωρ εις τον ποταμόν και έφευγον».
4. Διαγγελεύς της Βασιλείας τον Θεού
«Συ
δε απελθών, διάγγελλε την βασιλείαν του Θεού», συ δε πήγαινε και κήρυξε την
βασιλείαν του Θεού, μας λέγει ο Χριστός (Λουκάς 9,60). Ολόκληρος η ζωή του
Χριστιανού γίνεται αφορμή να δοξάζεται το όνομα του Θεού μεταξύ των ανθρώπων
(Ματθαίος 5,16. Α’ Κορινθίους 10,31. Α’ Πέτρ. 2,11-12), να προσέρχωνται,
δηλαδή, οι έκτος της Εκκλησίας άνθρωποι εις την ορθήν πίστιν. Ούτω η ζωή του
Χριστιανού γίνεται κρίσις δια τον κόσμον και προσκλητήριον δια την επίγνωσιν
της αληθείας.
«Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη!» (Ματθαίος 28,19), λέγει ο Χριστός. Η Εκκλησία μας
ώρισε να αναγινώσκεται η περικοπή αυτή κατά το μυστήριον του ιερού χρίσματος.
Τούτο γίνεται δια να δηλωθή, ότι το κάλεσμα αυτό του Χριστού απευθύνεται εις
κάθε βαπτισμένον Χριστιανόν.
Ο
Χριστός δεν ήλθε να σώση ένα ωρισμένον αριθμόν «εκλεκτών», καθώς υποστηρίζουν
άνθρωποι της πλάνης. Ήλθε δια την σωτηρίαν όλων των ανθρώπων (Α’ Τιμ. 2,4).
Όλοι οι άνθρωποι καλούνται να γίνουν τέκνα της ουρανίου βασιλείας του Χριστού.
Εάν, συνεπώς, επιθυμώμεν να γίνη το θέλημα του Κυρίου, πρέπει να εργασθώμεν δια
την σωτηρίαν των αδελφών. «Έχω και άλλα πρόβατα», είπεν ο Χριστός, «τα οποία
δεν είναι από αυτήν την μάνδραν πρέπει να φέρω και εκείνα και θα ακούσουν την
φωνήν μου* και θα γίνη ένα ποίμνιον και ένας ποιμήν» (Ιωάννης 10,16. Παράβαλλε
Ησαΐας 66,19).
Ο
κάθε Χριστιανός πρέπει να είναι πάντοτε «έτοιμος προς απολογίαν» εις τον καθένα
ο οποίος θα ζητήση λόγον «δια την ελπίδα» την οποίαν έχομεν μέσα μας. Αλλά,
παραθέτει ο Απόστολος, «να το πράττετε με ευγένειαν και σεβασμόν μετά πραύτητος
και φόβου και να έχετε συνείδησιν αγαθήν, ώστε ενώ κατηγορείσθε ότι είσθε
κακοί, να καταισχυνθούν εκείνοι οι οποίοι δυσφημούν την καλήν Χριστιανικήν σας
διαγωγήν» (Α’ Πέτρου 3,15-16). «Ο λόγος σας να είναι πάντοτε με χάριν,
αρτυμένος με αλάτι», «ειδέναι πως δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι», και να
γνωρίζετε πως πρέπει να απαντάτε εις τον καθένα (Κολοσσαείς 4,6).
Δια
τους πιστούς μόνον ένας αποτελεί την βεβαίαν ελπίδα: Ο Χριστός (Β΄ Κορινθίους
1,6. Τιτ. 1,2-3. Α’ Ιωάννης 3,3). Έκτος του Χριστού, δεν υπάρχει δια τον
άνθρωπον ελπίς (Α’ Θεσσ. 4,13. Εφεσίους 2,12). Πώς ημπορεί, λοιπόν, ο πιστός
Χριστιανός να αδιαφορήση και να μη προσπαθήση να μεταδώση την μοναδικήν ελπίδα
εις όσον το δυνατόν περισσοτέρους ανθρώπους; Το έργον αυτό δεν αποτελεί απλώς
θέλημα Θεού, αλλά και την καλυτέραν απόδειξιν αγάπης προς τον Θεόν (Α’ Ιωάννης
3,17. 4,7-8. 20. Ιεζεκ. 3,16-21. 33,1-20).
Αποτελεί,
ακόμη, και μαρτυρίαν της γνησιότητος της ορθής πίστεως και της Χριστιανικής
ζωής. Εάν μένωμεν σταθεροί εις την μοναδικήν αυτήν ελπίδα, φλεγώμεθα από τον
πόθον δια την σωτηρίαν των αδελφών και δεν ημπορούμε να ησυχάσωμεν, εφ’ όσον οι
άνθρωποι οι οποίοι είναι γύρω μας, οι αδελφοί μας ευρίσκονται εις την
αδιαφορίαν και εις την πλάνην και μένουν έξω από αυτήν την ελπίδα.
«Αδελφοί,
εάν κανείς από σας πλανηθή από την αλήθειαν και κάποιος τον επαναφέρη, ας
γνωρίζη ότι εκείνος ο οποίος επαναφέρει αμαρτωλόν από τον δρόμον της πλάνης
του, θα σώση ψυχήν από τον θάνατον και θα καλύψη πλήθος αμαρτιών», λέγει ο
Απόστολος Ιάκωβος (Ιάκωβος 5,19-20. Παράβαλλε Και 1,5. Λουκάς 15,24. 32).
Η
σωτηρία, λοιπόν, του αδελφού ο οποίος ευρίσκεται εις τον έσχατον κίνδυνον δεν
επιτρέπει αναβολήν και αδιαφορίαν. «Εκ του πλησίον εστίν η ζωή και ο θάνατος»,
λέγει ο Αββάς Αντώνιος, «εάν γαρ κερδίσωμεν τον αδελφόν, τον Θεόν κερδαίνομεν»
(Παράβαλλε Ιεζεκ. 3,16-21. 33,1-20).
Εάν
αδιαφορήσωμεν, τούτο σημαίνει ότι μας λείπει, ίσως, το θάρρος της ομολογίας ή
ότι η ελπίς αυτή δεν είναι στερεώς θεμελιωμένη μέσα μας.
Εις
την πρώτην περίπτωσιν πρέπει να ενθυμηθούμεν τους λόγους του Κυρίου, ο οποίος
λέγει ότι θα ομολογήση εμπρός εις τον Πατέρα Του τον καθένα, ο οποίος θα τον
ομολογήση ενώπιον των ανθρώπων, ενώ θα αρνηθή εκείνον ο οποίος δεν έχει το
θάρρος να τον ομολογήση ή θα τον αρνηθή ενώπιον των ανθρώπων (Ματθαίος
10,32-33. Μάρκος 8,38. Λουκάς 9,26. 12,8-9. Β΄ Τιμόθεον 2,12).
Εις
την δευτέραν περίπτωσιν πρέπει να έχωμεν πάντοτε εις τον νουν μας τους λόγους
της αποκαλύψεως: «Θα ήθελον να είσαι είτε ψυχρός είτε θερμός. Αλλ’ επειδή είσαι
χλιαρός και ούτε θερμός, ούτε ψυχρός, θα σε ξεράσω από το στόμα μου» (Αποκ.
3,16).
Χαρακτηριστικοί
είναι εις το θέμα αυτό οι λόγοι του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλάρετου:
«Εάν
αρνήσαι να διδάσκεσαι και να διδάσκης, δεν είσαι μαθητής του Κυρίου.
Τι
είσαι; Δεν ηξεύρω, όπως δεν ηξεύρω και τι θα απογίνης εις την παρούσαν ζωήν και
εις την μέλλουσαν» (Παράβαλλε Ιερεμ. 20,9. Ιεζεκ. 3,16-21. 33,1-20. Α’
Κορινθίους 9,16).
Εφόδιον Ορθοδοξίας
- Βασική Δογματική Διδασκαλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου