Ἡ προσφώνησις «πάτερ» τῶν κληρικῶν
Η
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΝ
Συζητώντας
κάποιος μέ αἱρετικούς διαφόρων ἀποχρώσεων θά διαπιστώσει ὅτι πολλές φορές μέ
μιά πρωτοφανῆ ἀλαζονεία, ἐγκαλοῦν τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς καί κληρικούς γιά
τή χρήση τοῦ ὅρου «Πάτερ» ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτή ἡ προσφώνηση εἶναι ἀντίθετη
πρός τήν Ἁγία Γραφή, ἐπικαλούμενοι τό Ματθ. 23, 9.
Κατά
τρόπο ἀνελαστικό ἀδυνατοῦν (;) νά καταλάβουν ὅτι ἡ χρήση προσφωνήσεως δηλωτικῶν
τιμῆς, χρησιμοποιοῦνται μέ σχετική ἔννοια καί μέ ἀπόλυτη. Ἀναφερόμενοι στόν
Τριαδικό Θεό, τόν ὁποῖον λατρεύουμε, τόν ἀποκαλοῦμε Πατέρα μέ ἔννοια ἀπόλυτη.
Τό Ματθ. 23, 9, πού ἐπικαλοῦνται οἱ αἱρετικοί εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν ἀπόδειξη. Αὐτό
ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια προσφώνηση δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ μέ σχετική
ἔννοια, γεγονός πού τό βλέπουμε στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή.
Στήν
πρός Ρωμ. 1, 7 ὁ ὅρος «ἅγιος» ἀποδίδεται σέ ἀνθρώπους χριστιανούς. Βλέπουμε
δηλαδή ὅτι «ἅγιος» σέ ἀπόλυτο βαθμό εἶναι ὁ Θεός. Ἐδῶ μέ σχετική ἔννοια
χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί γιά ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ
ἀπ. Παῦλος δέν ἔκανε λάθος, ἀλλά γνώριζε αὐτές τίς διακρίσεις, ἀπόλυτη καί
σχετική.
Στό
Ματθ. 23, 8, μέ ἀπόλυτη ἔννοια ὁ ὅρος «διδάσκαλος», ἀποδίδεται στόν Κύριο. Στό
Α΄ Κορ. 12, 28 ὅμως ὁ ἀπ. Παῦλος τόν τίτλο «διδάσκαλος» τόν ἀποδίδει σέ ἀνθρώπους.
Σ' αὐτή τήν περίπτωση, μέ σχετική ἔννοια χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο καί
γιά ἀνθρώπους. Εἶναι αὐτονόητο καί ἐδῶ ὅτι ὁ ἀπ. Παῦλος δέν ἔκανε λάθος.
Στά
χωρία Λουκ. 1, 3 καί Πράξ. 26, 25 ἄνθρωποι προσφωνοῦνται ὡς «κράτιστοι», δηλαδή
«ἀγαθώτατοι». Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «κράτιστος» ἀποδίδεται ὄχι στόν Θεό, ἀλλά σέ ἀνθρώπους.
Εἶναι προφανές ὅτι κατανοοῦνται καί χρησιμοποιοῦνται κατά τρόπο σχετικό καί ὄχι
ἀπόλυτο, καθώς σέ βαθμό ἀπόλυτο στό Ματθ. 19, 17, εἶναι μόνο ὁ Θεός.
Ὅταν
λοιπόν, κάποιος ἱερέας προσφωνεῖται ἀπό τούς χριστιανούς ὡς «πατέρας» ἐν
προκειμένω ἡ προσφώνηση ἔχει σχετική ἔννοια καί ὄχι ἀπόλυτη. Οἱ ἱερεῖς εἶναι οἱ
πνευματικοί πατέρες, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀναγεννοῦν
πνευματικά τούς πιστούς διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί εἶναι ταυτοχρόνως οἱ
πνευματικοί χειραγωγοί τους στόν Χριστό (Α΄ Κορ. 4, 15. Γαλ. 4, 19. Φιλήμ. 10).
Μέ
αὐτή, λοιπόν, τήν σχετική ἔννοια χρησιμοποιοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι τήν προσφώνηση
«πάτερ» καί αὐτό μάλιστα τό βλέπουμε στήν Ἁγία Γραφή.
Στό
Δ΄ Βασιλ. 2, 12 ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος προσφωνεῖ «πάτερ», τόν προφήτη Ἠλία. Στό
Πράξ. 7, 2 ὁ ἅγιος πρωτομάρτυρας Στέφανος, στήν προσφώνησή του χρησιμοποιεῖ τόν
ὅρο «πατέρες».
Τί
συμπεραίνουμε, λοιπόν, σχετικά μέ τό ἐπιχείρημα τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου
«Πάτερ» εἶναι ἀντίθετη μέ τήν Ἁγία Γραφή; Ὅτι τό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ἀφ' ἑνός
μέν ἀπόδειξη πνευματικῆς σύγχυσης, μόνιμο φαινόμενο στό χῶρο τῶν αἱρέσεων, ἀφ᾽ ἑτέρου
δέ στερεῖται ἁγιογραφικῆς τεκμηρίωσης.
Ορθόδοξος Τύπος, 21/03/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου