Ο Πέτρος και οι φίλοι του
“Άντε
εβίβα ρε παιδιά! Εβίβα και τούτο” φώναξε χτυπώντας δυνατά το υψωμένο ποτήρι του
με τον απέναντί του στο τραπέζι. Ζαλισμένος πια απ΄το πιοτό, μονολόγησε
αναστενάζοντας ξανά για να τον ακούσει η αντροπαρέα του: “Αχ, δεν έχω σόι εγώ!
Μ΄έχουν όλοι τους ξεγράψει”.
Όμως,
ενώ τα λόγια τούτα, ούτε καν τα πρόσεξαν οι φίλοι και ομοτράπεζοί του, ακούστηκαν,
σαν καμπάνα μάλιστα, απ' την παρέα που 'κείνη τη στιγμή έμπαινε στην ταβέρνα.
Συμπτωματικά - μα υπάρχουν άραγε συμπτώσεις; - ήταν η Μαριώ, η ανηψιά του, με
τον άντρα της και δυο φιλικά τους ζευγάρια.
Ο
Πέτρος ζούσε με το πιοτό απ' την εφηβεία του, την ταραγμένη εκείνη μεταπολεμική
περίοδο της δύστυχης και μίζερης φτωχικής ζωής του. Ο γάμος του στο χωριό, πριν
από καμιά τριανταριά χρόνια, κι αυτός από συνοικέσιο, το γνωστό σύστημα
δούναι-λαβείν, που δεν υπολόγιζε την άποψη του μέλλοντος γαμπρού, πόσο μάλλον
της νύφης, έδειχνε πως δεν “κολλούσε”, δεν ταίριαζε, απ' την αρχή. Έτσι, η “κλίση”
του προς το κρασί δυνάμωνε, θέριευε, με τα χρόνια. Ένιωθε πως απάλυνε τους
χτύπους του ρολογιού που κυλούσαν ανούσια μέρα τη μέρα. Τώρα αρκούσε ακόμη και
μια μισή για να φτιαχτεί, να “φύγει” απ' τα καθημερινά και τα ανούσια, όπως
τουλάχιστον τα ΄βλεπε η απελπισμένη του ψυχή.
“Μ'
έχουν όλοι τους ξεγράψει!”, τα λόγια αυτά μου τα μετέφερε η Μαριώ κι έμειναν
μάλλον ξεχασμένα, μιας κι ο πόνος του άλλου δεν είναι δικός μας πόνος, κάπου
πίσω στις “αποθήκες” του μυαλού μου.
Πέρασαν
κάπου δυο χρόνια από τότε, όταν μου 'ρθε η είδηση ότι τον χτύπησε η “επάρατος”,
ξέρεις αυτή η ασθένεια που στο υποσυνείδητό μας πέρασε ως μια απαγορευμένη
λέξη, μια λέξη “αποτρεπτικό ξόρκι” που δεν κάνει καν να την ψελίσεις... Τον
είδα κάποιες φορές να κάθεται τις ανοιξιάτικες μέρες – τι αντίθεση όμως με τη
βαριά του προσωπική βαρυχειμωνιά! - εκεί στη στενή βεράντα του διαμερίσματός
του, βαρύτερος απ' ότι παλιά, καθότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, αλλά πολύ
χλωμότερος, μ' αυτή την απαίσια κιτρινίλα που ο Χάρος “ζωγραφίζει” τους
καλεσμένους του, ενώ ο “σκόλωψ” βαθιά μέσα του, στα “πλεμόνια”, όπως έλεγε η
κυρά του, τον έτρωγε λίγο-λίγο. Όμως, δεν τον έβλεπα πάντα μόνο του.
Συχνά,
πυκνά τον έβλεπα να παίζει τάβλι, με κάποιο νεότερό του, “ανεψιό από ξάδερφο”
όπως λέει η πολύξερη κυρία Νίκη του ισογείου, η οποία, βρήκε κάτι καλύτερο από
το κρασί για να απαλύνει το διάβα του χρόνου, την κοινωνική παρατήρηση και
κριτική – κάποιοι κακεντρεχείς αυτό το λένε κουτσομπολιό. Να λοιπόν! Δεν τον έχουν ξεγράψει. Στην
πραγματικότητα, όχι αυτή που βλέπουμε ζώντας στη δική μας, την εικονική, την
υποκειμενική, την εγωκεντρική, αλλά στην ωμή πραγματικότητα, ο Πέτρος
ξεγράφτηκε απ' τους “φίλους” του και τη ρέμπελη παρέα του, άλλωστε, τι θέση πια
θα 'χε ανάμεσά τους κάποιος “με το 'να πόδι στον τάφο”; Όμως - τι παρήγορο στ'
αλήθεια! - είχαν δώσει υπόσχεση αναμεταξύ τους να πάνε να τον αποχαιρετίσουν όταν
θα 'ρχόταν η ώρα του!
Ίσως,
σκέφτομαι τώρα που πέταξε ψηλά για πάντα, “φεύγοντας” για το τελευταίο “της
ζωής του ταξίδιον” ο Πέτρος θα μονολογούσε: “ Αχ! Φίλους, μωρέ, δεν έχω, φίλους!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου