Η έκπληξη της Δευτέρας Παρουσίας
Η
Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι ήμέρα φοβερή! Θά συγκλονιστεί όλο τό σύμπαν!
Ταυτόχρονα, όμως, θά ναι καί μεγάλη καί συγκλονιστική έκπληξη άπό πολλές
άπόψεις.
Θά
'ναι έκπληξη, πρώτα-πρώτα διότι άπολύτως κανείς δέν γνωρίζει πότε άκριβώς θά
γίνει, οϋτε οί άγγελοι, παρά μόνο ό Θεός (Ματθ. κδ' 36). Γι' αύτό παρήγγειλε ό
Κύριος: «Βλέπετε, άγρυπνεΐτε καί προσεύχεσθε- ούκ οϊδατε γάρ πότε ό καιρός
έστι» (Μάρκ. ιγ' 33). Αλίμονο σ' εκείνους πού θά έχουν άπορροφηθεΐ άπό τις
μέριμνες καί τις έγκόσμιες άπολαύσεις. Γι' αύτούς ή έλευση τού Κυρίου θά 'ναι
πολύ δυσάρεστη έκπληξη, θά έπέλθει σάν παγίδα (βλ. Λουκ. κα' 34-35).
Θά
'ναι άκόμη έκπληξη, διότι θά έμφανισθεί ό Κύριος στά μάτια όλων όπως φαίνεται
ή άστραπή σέ κλάσμα χρόνου άπό τήν Ανατολή μέχρι τή Δύση (βλ. Ματθ. κδ' 27). Θά
παρουσιασθεί ένδοξος καί μέ όλους τούς άγγέλους Του. Καί τότε τό άπρόσιτο
μεγαλείο Του θά τό θαυμάσουν μέ άγιο τρόμο οί δίκαιοι, ένώ θά θρηνήσουν οί
άμετανόητοι, διότι τό άθέτησαν.
Θά
'ναι ή Δευτέρα Παρουσία τοϋ Κυρίου μας έκπληξη, καί διότι θά συνοδευ- θεΐ άπό
τήν άνάσταση όλων τών άνθρώ- πων όλων τών γενεών, οί όποιοι θά συγκεντρωθούν
γιά νά κριθούν. Μιά πανανθρώπινη σύναξη, τέτοια πού δέν έχει γνωρίσει ή
άνθρώπινη ιστορία οϋτε μπορεί νά χωρέσει ή άνθρώπινη διάνοια!
Θά
'ναι έκπληξη καί ή έτυμηγορία τοϋ Κριτή, ή άπόφαση, ή κρίση Του. Γιατί ό Κριτής
είναι ό Υιός τοϋ Θεοϋ, ό Όποιος γνωρίζει άκριβέστατα τά βάθη τής καρδιάς τοϋ
κάθε άνθρώπου- έγινε καί άνθρωπος, έζησε τή ζωή μας, δοκίμασε τούς πειρασμούς
μας καί έφάρμοσε τελείως τις θείες έντολές. Καί δέν έχει άνάγκη άπό μάρτυρες
καί καταθέσεις οϋτε μπορεί κανείς νά Τόν έξαπατήσει μέ ψευδομαρτυρίες καί
στρεψοδικίες.
Θά
'ναι έκπληξη ή κρίση Του, καί διότι πολλοί φαινομενικά άσχετοι μέ τήν πίστη,
πού 'ίσως κάποιοι τούς κατακρίναμε, θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία Του, ένώ
πολλοί άνθρωποι τής 'Εκκλησίας, πού όμως δέν έπέδειξαν ειλικρινή μετάνοια, θά άποκλεισθοϋν
άπό αύτήν (βλ. Ματθ. ζ' 22-23, η'11-12 κλπ.).
Άλλά
ό Κύριος, γιά νά μήν έκπλαγοϋμε τότε, στή γνωστή περικοπή πού άκοϋμε τήν
Κυριακή τής Κρίσεως (Ματθ. κε' 3146) μας πληροφόρησε γιά τό πώς θά μάς κρίνει.
Θά κρίνει μέ βάση τήν άγάπη. Δείξτε άγάπη, έλεος στόν πλησίον, μάς είπε, καί θά
σωθείτε. Παρ' όλα αύτά ό Κύριος προφήτευσε ότι καί πάλι θά έκπλαγούν άπό τήν
κρίση Του όλοι, καί οί δίκαιοι καί οί άμαρτωλοί.
Οί
δίκαιοι, λέει, θά ποϋν μέ έκπληξη: «Μάς καλείς στή Βασιλεία Σου έπειδή
πεινούσες καί σού δώσαμε φαγητό, και γενικά
βρισκόσουν σέ άνάγκη και Σέ περιποιηθήκαμε. Μά πότε έγινε αύτό;». Κι 'Εκείνος
θά άπαντήσει ότι, έφόσον τό κάνατε σέ έναν άπό τούς έλάχιστους άδελφούς μου,
τούς άνθρώπους πού δέν τούς δίνει κανείς σημασία, είναι σάν νά τό κάνατε σέ
μένα. Κατά παρόμοιο τρόπο οί άμαρτωλοί θά πουν: «Κύριε, πότε Σέ είδαμε σέ
άνάγκη καϊ δέν Σέ διακονήσαμε;». Κι 'Εκείνος θά τούς διαβεβαιώσει ότι, έφόσον
δέν τό έκαναν σέ έναν άπό αύτούς τούς έλάχιστους, δέν τό έκαναν σ' Αύτόν.
Βέβαια
ή έκπληξη τών δύο μερίδων ύποδεικνύει διαφορά ήθους. Ή έκπληξη τών δικαίων
είναι έκπληξη ταπεινοφροσύνης: «Μά πότε Σέ περιποιηθήκαμε; Έμεΐς κάναμε κάτι
τόσο μεγάλο, καϊ μάς τιμάς τόσο πολύ; Δέν κάναμε τίποτε». Αντίθετα, ή έκπληξη
τών άμετανοήτων είναι έκπληξη άνθρώπων πού δικαιολογούνται: «Δέν φταίμε. Πότε
Σέ είδαμε σέ άνάγκη και δέν Σέ βοηθήσαμε;».
Έτσι,
έπιβεβαιώνεται ό λόγος τοΰ Θεοϋ: «Ώς άπέχει ό ούρανός άπό τής γης, ούτως άπέχει
ή όδός μου άπό τών όδών ύμών και τά διανοήματα ύμών άπό τής διανοίας μου» (Ησ.
νε' 9). Όσο άπέχει ό ούρανός άπό τή γή, τόσο άπέχει ή δική μου όδός καϊ συμπεριφορά
άπό τή δική σας, , και ό τρόπος της σκέψεώς σας άπό τόν δικό μου.
Επομένως,
δέν μπορούμε να εϊμαστε ποτέ βέβαιοι γιά τήν άξια τών πράξεών μας. Ούτε πάλι
βέβαια νά μάς βασανίζει ή οΛιγόπιστη άγωνία γιά τή σωτηρία μας. Ναί, νά
χαιρόμαστε όταν κάνουμε τό καλό, χωρίς όμως νά 'μαστέ βέβαιοι γιά τή σωτηρία
μας μέ έγωιστική αύτοπεποίθηση. Στήν πτώση μας πάλι νά μήν άπελπιζόμαστε, άλλά
νά πονάμε μέ πόνο ειρηνικό, γεμάτοι έλπίδα στό θείο έλεος. Νά μήν
αύτοθαυμαζόμαστε άκόμη γιά τά καλά μας έργα - αύτά είναι τής Χάριτος τοϋ Θεοϋ.
Δικά μας είναι τά πάθη καϊ τά έλαπώματά μας, καϊ γΓ αύτά νά ζητοϋμε πάντοτε τό
έλεός Του.
Μόνο
έτσι θά μάς εύλογήσει ό Θεός. Διότι όταν παρεισέρχεται ό μολυσμός τής ύπερ-
ηφανείας, έκεΐ ύποβαθμίζεται ή άγάπη, καϊ χάνονται τά θεία χαρίσματα- ένώ όταν
άποφεύγουμε έπιμελώς τήν έπαρση γιά τά καλά μας έργα, τότε ή Χάρις τοΰ Θεοϋ θά
τά πολλαπλασιάζει καϊ θά καθιστά τήν άγάπη γνησιότερη.
Επομένως,
κριτήριο σωτηρίας, κατά τήν περικοπή τής Κρίσεως, δέν είναι άπλώς ή άσκηση τής
άγάπης άλλά κυρίως ή άσκησή της μέ βαθύτατα ταπεινό φρόνημα, μέ τό φρόνημα ότι
«δούλοι άχρεϊοί έσμεν» και «ό ώφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ'10).
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου