Ὁ Μέγας Φώτιος καὶ οἱ
αἱρετικοὶ Λατῖνοι
ΤΗΝ 6ην ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἑώρτασε, εἰς
τὸ Διορθόδοξον Κέντρον, τὴν μνήμην τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καὶ
Προστάτου της, τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Εἰς ἄλλας στήλας δημοσιεύομεν τὴν ὁμιλίαν, ἡ
ὁποία ἐξεφωνήθη εἰς τὸ Διορθόδοξον Κέντρον κατὰ τὴν ἐπέτειον τῆς μνήμης τοῦ
Μεγάλου Φωτίου, ὑπὸ τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Καθηγητοῦ κ. Ἀποστόλου Νικολαΐδη, μὲ
θέμα τὴν κοινωνικὴν εὐθύνην τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἱερὸν Φώτιον. Ἐπειδὴ ἡ
Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀποφεύγει νὰ ὁμιλήση διὰ τὴν ἀντιαιρετικὴν – ἀντιπαπικὴν
προσωπικότητα – ταυτότητα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὁ «Ο.Τ.» κρίνει ἀναγκαῖον νὰ
δημοσιεύση ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἀθωνικὰ Ἄνθη» τὸ ἀκόλουθον ἄρθρον διὰ τὸν Μέγαν
Φώτιον τοῦ μακαριστοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος
διετέλεσεν ἐκλεκτὸς συνεργάτης τοῦ «Ο.Τ.» ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα:
«ΟΣΟΙ μελετοῦν τὰ αἴτια τοῦ
σχίσματος, βλέπουν τὸν Μ. Φώτιον ὡς πρωταγωνιστήν, ὡς δογματικὸν διδάσκαλον,
ἀντιτεθέντα εἰς τὰς καινοτομίας τῆς Ρώμης. Καὶ πολλοὶ μένουν μὲ τὴν ἐντύπωσιν
ὅτι, ἐπειδὴ ὁ παπισμὸς παρουσιάζει τάσεις καταδυναστείας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς
Ἐκκλησίας καὶ εἰσῆγε νέαν διδασκαλίαν ἐπὶ τῆς κυρίως Θεολογίας τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ὁΜ. Φώτιος, κατὰ ἕνα τρόπον ἐντελῶς δογματικόν, ἀντέδρασε προετοιμάσας
τὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖον τόσον ἐταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ ἑρμηνεία αὕτη εἰς τὴν στάσιν τοῦ
Μ. Φωτίου ἔναντι τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, δὲν στερεῖται βεβαίως ποιᾶς τινος
ἀληθείας. Ἀλλὰ δὲν ἐξαντλεῖται ἡ ἀλήθεια. Θὰ πρέπει νὰ μελετήση κανεὶς βαθύτατα
τὴν ζωὴν καὶ τὰ φρονήματα τοῦ θειοτάτου καὶ σοφωτάτου Φωτίου, διά νὰ ἀντιληφθῆ
ὅτι τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος, τὸ ὁποῖον ἐπεδίωξεν ὁ ἅγιος Φώτιος, εὑρίσκοντο πολὺ
βαθύτερα ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα ἀπατοῦν καὶ ἐνίοτε ἀδικοῦν.
Ἡ
Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατὰ τὸν δέκατον αἰῶνα, εἶχε δημιουργήσει μίαν
μακρὰν πνευματικὴν παράδοσιν. Εἶχε βιώσει τὴν δογματικήν της διδασκαλίαν.Ἔζη ἐν
Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐτρύγα τοὺς καρποὺς τῆς μυστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.Ἦτο
προσανατολισμένη πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἀκριβείας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Καὶ ὁ Μ. Φώτιος, εὑρεθεὶς μέσα εἰς τὸ πνευματικὸν κλῖμα τῆς Ἐκκλησίας, ζῶν μὲ
συνέπειαν, μὲ μέθεξιν, μὲ σεβασμόν, τὸν βίον, τῶν πρὸ αὐτοῦ ἁγίων Πατέρων,
εἶδεν εἰς τὰς καινοτομίας τῶν Λατίνων, ἕνα πνεῦμα ξένον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ
Χριστοῦ. Ἔβλεπε κοσμικότητα, ὑπερηφάνειαν, κενοδοξίαν, ἀντὶ τοῦ ταπεινοῦ καὶ
οὐρανίου φρονήματος τῆς Ἀνατολῆς. Αἱ καινοτομίαι τὸν ἐθορύβησαν, ὄχι τόσον καθ’
ἑαυτάς, ὅσον ὡς πνευματικὴ παρέκκλισις, ἡ ὁποία θὰ ὡδήγει τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν
κατὰ κρημνῶν. Ἂν δὲ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν του, ἤρχισεν εἰς τὴν Δύσιν νὰ
ἐμφανίζεται ἕνα ρεῦμα ἀπιστίας, ὑπὸ τὸν μανδύαν τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, εὔκολον εἶναι
νὰ ἀντιληφθῆ κανεὶς τὴν ἀνησυχίαν τοῦ Μ. Φωτίου…
Μὲ
πνεῦμα προφητικόν, ἐπεσήμανεν, εἰς τὴν προοπτικὴν τοῦ μέλλοντος, μίαν τοπικὴν
Ἐκκλησίαν ταλαιπωρουμένην ταῖς ἀντιπνοίαις τοῦ Σατανᾶ, ὁτὲ μὲν οἰστρηλατουμένην
ἀπὸ φαντασιώσεις κοσμοκρατορικάς, ὁτὲ δὲ ναυτιῶσαν τῷ τῆς ἀπιστίας κλύδωνι, διά
τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης…
Καὶ
ἐντεῦθεν ἀνέλαβε τὰς εὐθύνας διασώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀποκόπτων
ὡς σεσηπὸς μέλος τὸν ὑπερφίαλον λατινισμόν. Καὶ μόνον διά τοῦτο, ὁ σοφώτατος
Φώτιος ἤξιζε νὰ καθιερωθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Μέγας.
Παρὰ
τὰς κατὰ τοῦ Φωτίου κραυγὰς τῆς Ρωμάνας Ἐκκλησίας, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ἀνήγαγεν εἰς τόσην περιωπὴν τὴν θείαν μορφὴν τοῦ Θεοφόρου τούτου
Πατρός, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ στάσις του, ἦτο καὶ στάσις τῆς καθόλου Ἐκκλησίας
ἔναντι τῆς ἀφηνιασάσης «Δυτικῆς ὀφρύος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον.
Καὶ
αἱ προφητεῖαι, περὶ τοῦ Λατινισμοῦ, τοῦ Μ. Φωτίου ἐξεπληρώθησαν. Οὐδὲν ἄφησεν
ἄθικτον, εἰς τὴν ταλαίπωρον αὐτὴν Ἐκκλησίαν ὁ Σατανᾶς τῆς πλάνης.
Αἰῶνες
τώρα ἀκούονται αἱ φωναὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐλέγχουσαι τὰς καινοτομίας, τὰς
ὑπερβασίας, τὰ ἀλάθητα, τὸ «ὁ Χριστὸς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ Πάπας εἰς τὴν γῆν»,
τὴν ἀντιδογματικὴν διδασκαλίαν, τὴν μεῖξιν μετὰ τοῦ κόσμου, τὰς «Τραπέζας τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος», τὴν θεατροποίησιν τῶν ναῶν, τὴν ρῖψιν τῶν ἁγίων τοῖς κυσί,
τὰς μοναζούσας ἀσέμνως ἐπιβαινούσας δικύκλων, τὸ δημοσιευόμενον πλουσιώτατον
καθημερινὸν μενοὺ τοῦ Πάπα, ὑπηρετουμένου ὑπὸ τριῶν νεαρῶν μοναζουσῶν, τὴν
ἄρσιν, τέλος, παντὸς ὁρίου μεταξὺ Ἐκκλησίας, Θεοῦ καὶ κόσμου, τόσον, ὥστε νὰ
κάμνη τὸν ἁγιώτατον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην νὰ περιπίπτη εἰς μελαγχολίαν, διά
τὸ κατάντημα τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῆς πάλαι ποτὲ
«προκαθημένης τῆς ἀγάπης»…
Καὶ
τώρα; Ἂν ὑπῆρχε σήμερον πάλιν ἕνας Μ. Φώτιος; Τί τάχα θὰ ἔκαμνεν εἰς τὴν ἐποχὴν
τῶν διαλόγων, τῶν ἑνώσεων, τῆς «ἀγάπης», τῆς τάσεως τοῦ κόσμου νὰ γίνη ἕνα, ἐν
ἀδιαφορίᾳ πρὸς τὰς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ; Δὲν θὰ ἐφρόντιζε νὰ ἑνώση τὰ πρὶν
διεστῶτα; Δὲν θὰ
ἠγωνίζετο χάριν ἀγάπης καὶ ἀμύνης τοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ ἐπιτύχη τουλάχιστον τὴν
ἑνότητα; Τί θὰ ἔκαμνεν ὁ Μ. Φώτιος εἰς τὸν εἰκοστὸν αἰῶνα; Ἁπλούστατα.
Ἀδιστάκτως φρονοῦμεν ὅτι, ἐὰν ἔβλεπε τὴν κατακόρυφον κατολίσθησιν τῆς Λατινικῆς
ἐκκλησίας, τὸ οἰκτρὸν θέαμα, ποὺ παρουσιάζει σήμερον, τὰ σαθρὰ δόγματα, τὴν
ἀντιπνευματικότητα, τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ, ἀδιστάκτως φρονοῦμεν ὅτι ὁ Μ.
Φώτιος δὲν θὰ διέψευδεν ἑαυτόν. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔβλεπεν Ὀρθοδόξους καὶ Λατίνους ἡνωμένους,
θὰ ἀνελάμβανε τὴν εὐθύνην δι’ ἕνα δεύτερον χωρισμόν, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τοῦ
κόσμου. Ὁ Μ. Φώτιος θὰ ἔκοπτε πάλιν τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, διά νὰ σώση τὴν
Ἐκκλησίαν…».
Ορθόδοξος Τύπος,21/02/ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου