Εν
Πειραιεί 17-12-2013
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ
ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ Γ΄)
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως
Πειραιώς
ΣΤ) Ἡ Β΄ Βατικάνεια ψευδοσύνοδος
Στίς ἡμέρες μας
ἐπιδιώκεται νά ἐμφανισθεῖ τό ληστρικό ψευδοσυνέδριο τοῦ Βατικανοῦ (1962-1965),
η 24η «οἰκουμενική σύνοδος» τῶν Λατίνων, πού ἐπικαιροποίησε καί
ἀνέπτυξε στά χρόνια μας τίς αἱρέσεις καί κακοδοξίες τοῦ ἐκπεσόντος Πατριαρχείου
τῆς Δύσεως μέ τούς 16 ὅρους καί διατάγματά του, ἐκκοσμικεύοντας πλήρως τόν
παπισμό, ὡς δῆθεν πνευματικό ἐφαλτήριο γιά τήν κατανόηση τοῦ συγχρόνου κόσμου
καί ὡς δῆθεν ἔκφραση τῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Σ’αὐτή τους τήν προσπάθεια
οἱ παπικοί, χρησιμοποιοῦν ὡς ὄργανά τους τούς παπόφιλους καί λατινόφρονες
κληρικούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί πλέον συγκεκριμένα, ὅσον ἀφορᾶ τήν
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο. Εἶναι ὄντως τραγικό τό γεγονός ὅτι ὁ
Σεβ. κ. Ἰγνάτιος προσθέτει στό ἐνεργητικό του μία ἀκόμη θλιβερή πρωτιά καί
καινοτομία. Εἶναι ὁ πρῶτος καί μοναδικός Ἱεράρχης στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος, ἐκτελώντας διατεταγμένη ὑπηρεσία, ἀνέλαβε τό ἔργο τοῦ
ὑμνητοῦ, τοῦ ὑπερασπιστοῦ καί προωθητοῦ τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου στον
Ἑλλαδικό χῶρο. Ποιόν λόγο ἔχει ἕνας «ὑπεύθυνος
ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» νά ἐξυμνήσει μία σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, ἡ
ὁποία δέν εἶναι ἀποδεκτή καί δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία;
Ἡ παραπάνω προσπάθεια
ὡραιοποιήσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς, ὅμως, ἀποκρύπτει τήν πραγματικότητα ὅτι ἡ
Ἀλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤ ὑποκειμενική προσέγγιση ἤ ζήτημα ἀριθμητικῆς
ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ
τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως καθίσταται
αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν
τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων, ὅπως
συμβαίνει μέ τήν παρασυναγωγή τοῦ παπισμοῦ καί τήν ληστρική ψευδοσύνοδο τοῦ
Βατικανοῦ μέ τούς 2.500 συνέδρους της. Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳ βρισκόμαστε μόνο ἐντός
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡ ζωή καί ὁδός Χριστός», ὅπως ψάλλει ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί ὅπως ὁ ἴδιος διεσάλπισε «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[1]. Ἑπομένως, ἐν τῇ Ὁδῷ βρισκόμαστε
μόνο κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση,
πού εἶναι ὁ διάβολος[2].
Στή συνέχεια θά
παραθέσουμε ἐλάχιστες γνῶμες αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων, ἀλλά καί ἁγίων της
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς Β΄ Βατικανῆς, γιά νά καταδείξουμε ὅτι ὁ Σεβ. κ.
Ἰγνάτιος ἀποτελεῖ ἐλάχιστη μειοψηφία ὅταν μόνο αὐτός ἐγκωμιάζει τήν Β΄
Βατικανή, ἐνῶ ἡ πλειάς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καί ἁγίων τήν ἐπικρίνει
σφοδρότατα.
Νά, πῶς ἐξυμνεῖ ὁ Σεβ.
κ. Ἰγνάτιος τήν Β΄ Βατικανή. «Η Β΄
Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ μεγάλο ἱστορικό γεγονός, ὄχι μόνο γιά τή
Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά ὁλόκληρο τόν Χριστιανικό κόσμο. Ἰδιαίτερα
γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό γεγονός αὐτό ἐνέχει ἐξαιρετική σημασία, ἡ ὁποία
ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νά ὑφίσταται καί θά συνεχιστεῖ ἀκόμη γιά μεγάλο χρονικό
διάστημα. Ἀποτελεῖ συνεπῶς χρέος γιά κάθε Ὀρθόδοξο πιστό καί ἰδιαίτερα γιά ἕναν
ὑπεύθυνο ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά στοχαστεῖ ἐπάνω στή σημασία αὐτοῦ
τοῦ γεγονότος μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως μίας ὁλόκληρης πεντηκονταετίας
ἀπό τήν πραγματοποίησή του».
Ὁ πανοσιολογιώτατος
ἀρχιμανδρίτης κυρός Σπυρίδων Μπιλάλης ὑπογραμμίζει ὅτι «ὄλαι αἵ θύραι τῆς συνόδου ἐκλείσθησαν ἐρμητικῶς πρός τήν ὀρθόδοξον
θεολογίαν. Τό πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων Ἀνατολῆς καί Δύσεως δέν ἐπεφέρετο ἐπί
τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου. Τόν λόγον, κατά τήν διατύπωσιν τῆς αὐθεντικῆς
ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας, εἶχεν καί πάλιν ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως»[3].
Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης,
κρίνοντας τήν θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, γράφει : «Διαπιστοῦμεν ὅτι συνεχίζεται ἐν αὐτῆ ἡ διά τῶν σχολαστικῶν πρό πάντων
θεολογικῶν κατηγοριῶν σκέψεως ἀνάπτυξις τῆς διδασκαλίας τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ,
ἡ ἀρξαμένη ἀπό τῆς Τριδέντης καί μάλιστα τῆς Α΄ Βατικανείου Συνόδου, ἡ ὁποία,
μετά τόν δογματισμόν τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου, διέκοψεν ἀνωμάλως τάς
ἐργασίας της… ἀναδειχθεῖσα μόνον σύνοδος τῆς παπωσύνης»[4].
Στό ἴδιο πνεῦμα
ἀρνητικῆς κριτικῆς κινοῦνται καί οἱ : «πατριάρχης» τῶν Μελχιτῶν Μάξιμος Δ΄, ὁ
Ὀλλανδός καρδινάλιος Alfrink, ὁ καθηγητής ἀρχιμ. Παντελεῆμον Ροδοπουλος, ὁ
ὁποῖος εἶχε τήν εὐκαιρία νά σχηματίσει ἄμεση ἀντίληψη περί τῶν θεολογικῶν
τάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου, διότι παρέστη κατά τήν τρίτη περίοδο τῶν
ἐργασιῶν τῆς συνόδου ὡς παρατηρητής ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ
D.O. Rousseau, ὁ καθηγητής Σάββας Ἀγουρίδης, ὁ Κων/νος Μουρατίδης καί ὁ
θεολόγος Νικόλαος Ματσούκας[5].
Το τί ἦταν ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος, ἡ
ὁποία ἔθεσε τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἕνωση τοῦ παπισμοῦ ἰδιαιτέρως μέ τούς
Ὀρθοδόξους, μὲ ἐμπροσθοφυλακὴ τὸν Οἰκουμενισμό, θὰ ἀφήσουμε νὰ τὸ περιγράψει ὁ σύγχρονος
ἅγιος γέρων τῆς ἀδελφῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί
καθηγητής τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικός Διδάσκαλος Ὅσιος καί Θεοφόρος Πατήρ ἡμῶν
Ἰουστῖνος Πόποβιτς
μὲσα ἀπό τά κείμενά του.
«Ἐδῶ,
λέει ὁ ἀοίδιμος, πρόκειται γιὰ ἀποφασιστικὸ δίλημμα καὶ ἐκλογή : ἢ ὁ Θεάνθρωπος
ἢ ὁ ἄνθρωπος! Ἀπέναντί μας ἔχουμε ἕνα γέννημα τοῦ διαβόλου, ποὺ λέγεται
εὐρωπαϊκὸς οὑμανισμός. Κορύφωμα τοῦ διαβολοποιημένου οὑμανισμοῦ, εἶναι τὸ νὰ
θέλει κανεὶς νὰ γίνη καλὸς διὰ τοῦ κακοῦ, νὰ γίνη Θεὸς διὰ τοῦ διαβόλου. Ἡ Β´
Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ ἀναγέννηση ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν,
ἀναγέννησι πτωμάτων. Διότι ἀπὸ τότε, ποὺ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν στὸν
γήϊνο κόσμο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς εἶναι πτῶμα. Τὸ ἴδιο τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ
ἀνθρώπου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀνατριχιαστικὴ κηδεία τοῦ κάθε
οὑμανισμοῦ, ἀπὸ τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἀνυψώθηκε σὲ δόγμα, μέχρι τοῦ σατανικοῦ
οὑμανισμοῦ τοῦ Σάρτρ. Μέσα στὸ οὑμανιστικὸ πάνθεο τῆς Εὐρώπης, ὅλοι οἱ θεοὶ
εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸ Δία (τὸν πάπα).
Θεμέλιο
κάθε οὑμανισμοῦ, ἀκόμη καὶ τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ πίστη στὸν
λόγο τοῦ ἀνθρώπου, στὸ νοῦ καὶ τὴ λογική του. Ὅλοι οἱ οὑμανισμοὶ ἐπαναφέρουν
τὸν ἄνθρωπο στὴν εἰδωλολατρία, στὸν διπλὸ θάνατο, πνευματικὸ καὶ φυσικό. Καθὼς
ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο, ὁ κάθε οὑμανισμὸς μετατρέπεται σιγὰ-σιγὰ σὲ
μηδενισμό. Ἔτσι, στὴν εὐρωπαϊκὴ Δύση ὁ Χριστιανισμὸς μεταβλήθηκε βαθμιαίως σὲ
οὑμανισμό.
Μακρόχρονα
καὶ ἐπίμονα στένευαν τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὸ τέλος τὸν μίκρυναν σὲ ἄνθρωπο, στὸν
ἀλάθητο ἄνθρωπο τῆς Ρώμης καὶ τὸν ὄχι λιγώτερο ἀλάθητο ἄνθρωπο τοῦ Βερολίνου.
Μὲ τὴν μετατροπὴ αὐτή, ἐμφανίσθηκε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ δυτικὸς
χριστιανο–οὑμανιστικὸς μαξιμαλισμὸς (ὁ παπισμὸς) καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ δυτικὸς
χριστιανο–οὑμανιστικὸς μινιμαλισμὸς (ὁ προτεσταντισμός), ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν
Χριστὸ ζητεῖ τὸ ἐλάχιστο, συχνὰ δὲ καὶ τίποτε. Καὶ στοὺς δύο σὰν ὕψιστη ἀξία
καὶ ἔσχατο κριτήριο τοποθετεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου, μὲ
συνέπεια, ὁ δυτικὸς Χριστιανισμὸς νὰ μεταβληθῆ σὲ οὑμανισμό. Αὐτὴ ἡ ἀντικατάσταση
τοῦ Θεανθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐκδηλώθηκε πρακτικὰ στὴν προφανῆ ἀντικατάσταση
τῆς χριστιανικῆς θεανθρωπίνης μεθοδολογίας ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μεθοδολογία.
Ἀπὸ
ἐδῶ ἐκπηγάζουν τὸ ἀριστοτελικὸ φιλοσοφικὸ πρωτεῖο στὸν σχολαστικισμό, ἡ
καζουϊστικὴ μέθοδος καὶ ἡ ἱερὰ ἐξέτασις στὴν ἠθική, ἡ παπικὴ διπλωματία
στὶς διεθνεῖς σχέσεις, τὸ παπικὸ κράτος κ.λπ. Ἡ φυσικὴ συνέχεια εἶναι νὰ
σκέπτονται σήμερα στὴν Εὐρώπη νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν οὑμανιστικὸ χριστιανισμὸ
μὲ τὴν παλαιὰ πολυθεϊστικὴ θρησκεία, πράγμα ποὺ ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ γίνεται.
Σὲ
μία εὐρεῖα ἱστορικὴ προοπτική, τὸ δυτικὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ μία προσπάθεια νὰ ἀναζωογονηθεῖ καὶ διαιωνισθεῖ ὁ θνήσκων εὐρωπαϊκὸς
οὑμανισμὸς — καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν ὁ πολιτισμός. Κάθε προσπάθεια καὶ ἀπόπειρα νὰ
ἐξισωθεῖ ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ παρόντος αἰῶνος, μὲ τὶς φευγαλέες
κινήσεις κάποιων ἱστορικῶν ἐποχῶν, καὶ ἐπὶπλέον μὲ πολιτικὰ κόμματα ἢ
καθεστῶτα, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ ἐκείνη τὴν εἰδοποιὸ ἀξία, ποὺ τὸν
καθιστᾶ μοναδικὴ θεανθρωπίνη θρησκεία μέσα στὸν κόσμο.
Διὰ
μέσου πολλῶν καὶ διαφόρων ἀνθρώπων μάχεται ὁ Σατανᾶς κατὰ τοῦ Χριστοῦ : διὰ τοῦ
Ἡρώδου, καὶ τοῦ Νέρωνος, ἀλλὰ πολὺ φοβερώτερα ἀπὸ τὸν Νέρωνα διὰ τοῦ Ἀρείου.
Βγαίνοντας ἀπὸ τὸν θεοκτόνο καὶ αὐτοκτόνο Ἰούδα ὁ Σατανᾶς, εἰσῆλθε στὸν Ἄρειο!
Τί εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ Ἀρειανισμός; Ἀπὸ ποῦ κατάγεται; Μὲ τὸ μεταφυσικὸ
εἶναι του ριζώνει στὸν σατανισμὸ καὶ μὲ τὴν ψυχολογική του πλευρὰ στὸν
ὀρθολογισμό. Εἶναι μία ἀπόπειρα νὰ ἀντικαταστήσουν οἱ ὀρθολογιστικοὶ νόμοι (οἱ
κατηγορίες) τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὁ NEWMAN ἔχει δίκιο, ὅταν λέει : «Ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ ἐπίσκοπος
τῶν Ἀρειανῶν»! (ΤΗΕ ARIANS OF THE FOURTH CENTURY, σ. 31). Κάθε αἵρεσις εἶναι γέννημα τοῦ διαβόλου. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος τὸ ὑπογραμμίζει ἐμφαντικά : «Δημιουργὸς τῶν αἱρέσεων εἶναι ὁ διάβολος».
Ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν τάφηκε ἀκόμη. Σήμερα εἶναι περισσότερο τῆς μόδας
παρὰ ποτὲ ἄλλοτε καὶ ἔχει διαδοθεῖ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή. Ἔχει
διαδοθῆ ὡς ψυχὴ στὸ σῶμα τῆς συγχρόνου Εὐρώπης. Ἐὰν κοιτάξετε στὴν κουλτούρα
τῆς Εὐρώπης, στὸ βάθος της θὰ δεῖτε κρυμμένο τὸν ἀρειανισμό.
Μὲ
τὴ ζύμη τοῦ ἀρειανισμοῦ ἔχει ζυμωθῆ καὶ ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρώπης, καὶ ἡ ἐπιστήμη
της καὶ ὁ πολιτισμός της καί, ἐν μέρει, καὶ ἡ θρησκεία της. Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο
καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς κατώρθωσαν νὰ δηλητηριάσουν μὲ τὸν χυδαῖο ἀρειανισμὸ τὶς
μεγάλες μάζες τῆς Εὐρώπης. Μπορεῖ νὰ ἀλλάζει ἐξωτερικὰ ὁ ἀρειανισμός, ὅπως ὁ
χαμαιλέων, στὴν οὐσία ὅμως εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος.
Καὶ
μὲ ὅλους τοὺς πόνους καὶ τὰ μαρτύριά του τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐσφυρηλάτησε γιὰ
τὸν ἑαυτό του μία ὑπέρτατη θεότητα, τὴν ὁποία λάτρευσε ὡς ὑψίστη ἀξία καὶ τὸ
ὕψιστο κριτήριο τῶν πάντων. Ἡ ὑπέρτατη αὐτὴ θεότης εἶναι : «μέτρον πάντων
ἄνθρωπος». Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοί, ἀπὸ τὸν πλέον πρωτόγονο μέχρι τὸν
πιὸ ἐξευγενισμένο, ἀπὸ τοῦ φετιχιστικοῦ μέχρι τοῦ παπικοῦ, ὅλοι βασίζονται πάνω
στὴν πίστη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὅπως εἶναι αὐτὸς μέσα στὴν δεδομένη ψυχοφυσική του
ἐμπειρικὴ κατάσταση καὶ ἱστορικότητα. Ἔτσι ἀνυψώθηκε σὲ δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς
οὑμανισμὸς καὶ πρωτίστως ὁ ἑλληνικός. Ἀνυψώθηκε σὲ δόγμα ἡ παναξία, τὸ
παγκριτήριο τῆς ἑλληνικῆς κουλτούρας, τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ποιήσεως,
τῆς φιλοσοφίας, τῆς τέχνης, τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης : «μέτρον πάντων
ἄνθρωπος»! Καὶ τί εἶναι ὅλα αὐτά; Ἀνύψωση τῆς εἰδωλολατρίας σὲ δόγμα! Γι’ αὐτό
καὶ ὅλοι οἱ οὑμανισμοί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ἔχουν εἰδωλολατρική, πολυθεϊστικὴ
προέλευση. Ὅλοι οἱ οὑμανισμοὶ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου στὴν οὐσία δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀδιάκοπη ἐπανάσταση κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Παντοῦ
ὁ Θεάνθρωπος ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Σ᾽ ὅλους τοὺς εὐρωπαϊκοὺς θρόνους
ἐνθρονίζεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὑμανισμοῦ.
Ἔξω,
ὅμως, ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἄλλα πάντοτε ὑπάνθρωπος ἢ
ἡμιάνθρωπος ἢ μὴ ἄνθρωπος. Χωρὶς τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ
καταντήσει διαβολοειδής, διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι συγχρόνως καὶ δύναμη καὶ εἰκόνα
τοῦ διαβόλου. Ὁ οὑμανιστικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς εἶναι στὴν οὐσία του
διαβολοκεντρισμός, διότι καὶ οἱ δύο ἕνα πρᾶγμα ἐπιδιώκουν : νὰ ἀνήκουν μόνο στὸν
ἑαυτό τους, γιὰ τὸν ἑαυτό τους.
Εἶναι,
λοιπόν, πολὺ φυσικὸ καὶ λογικό μεταξὺ ἑνὸς τέτοιου κόσμου, ὁ ὁποῖος «ἐν τῷ
πονηρῷ κεῖται», καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, νὰ μὴ
ὑπάρχη κανενὸς εἴδους συμβιβασμός! Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἀλλάζει τὴν
πίστι της καὶ τὰ μέσα τοῦ ἀγῶνος της ἐναντίον τοῦ κάθε εἴδους ἀρειανισμοῦ. Ὅπως
δὲ ἐνίκησε τὸν παλαιὸ ἀρειανισμό, ἔτσι νικᾶ καὶ κάθε ἀρειανισμό, καὶ τὸν
σύγχρονο εὐρωπαϊκὸ ἀρειανισμό»[6].
Ἀπό τά παρατεθέντα κατανοοῦμε ὅλοι
μας πόσο «μεγάλο ἱστορικό γεγονός»
ὑπῆρξε ἡ σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου.
Ζ) Ἀθηναγόρας καί πάπας Παῦλος Στ΄
Στήν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος
προβάλει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα καί τόν πάπα Παῦλο ΣΤ΄, τήν
συνάντησή τους στά Ἱεροσόλυμα τό 1964 καί τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων. Λέει ἐπί
λέξει : «Ἔκτοτε (δηλ. μετά τή Β΄
Βατικανή) καί μέ ταχύτατους ρυθμούς ἀναπτύσσονται στενές σχέσεις μέ τούς
Ὀρθοδόξους, ἀρχικά μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ πρωτοστάτες ἀπό πλευρᾶς
Πατριαρχείου τόν ἀοίδιμο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καί ἀπό μέρους τοῦ Βατικανοῦ τόν
Πάπα Παῦλο ΣΤ΄, ὁ ὁποῖος συναντᾶται μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στά Ἱεροσόλυμα
τό 1964».
Κατ’ἀρχήν, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι στά
σοβαρά θέματα, ὅπως εἶναι τό θέμα τῆς ἑνότητός μας μέ τούς παπικούς,
καταφεύγουμε στό τί εἶπαν καί τί ἔπραξαν οἱ κεκηρυγμένοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας
μας καί ὄχι στό τί εἶπε ὁ τάδε ἐπίσκοπος ἤ ὁ τάδε πατριάρχης. Κεκηρυγμένοι
ἅγιοι τῆς Ἐκκησίας μας, γιά τό θέμα τῆς μεταξύ μας σχέσεως, μεταξύ τῶν ἄλλων
πολλῶν ἁγίων πατέρων, εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ
Εὐγενικός. Σ᾽ αὐτούς καταφεύγουμε, γιά νά μαθητεύσουμε τί πρέπει νά φρονοῦμε
καί πῶς πρέπει νά φερόμαστε πρός τούς παπικούς. Ὁ πατριάρχης κυρός
Ἀθηναγόρας –
συγχωρεμένος να’ναι – δέν ἔχει κηρυχθεῖ ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Ἄρα, λοιπόν, ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος δέν
θά ἔπρεπε νά μᾶς παραπέμπει στό τί εἶπε καί ἔπραξε ὁ πατριάρχης κυρός
Ἀθηναγόρας. Ἡ Ἐκκλησία στήν ὁποία ἀνήκουμε, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν ἔχει
ἀνακηρύξει τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα ὡς ἅγιο, ὥστε ὁ βίος του νά γίνει σέ
μᾶς κανόνας.
Ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας
κάνοντας βήματα γιά ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τούς Παπικούς, τό μόνο πού
πέτυχε ἦταν νά διχάσει τούς Ὀρθοδόξους. Γι᾽ αὐτό καί ἐξήγειρε ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες,
«δεδιδαγμένους εἰς πόλεμον»[7], νά δώσουν θαυμαστή μαρτυρία
πίστεως. Ἀλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή.
α)
Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ
τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας
ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό
Βατικανό τήν συνάντησή του μέ τόν πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης
Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[8].
Ἡ
συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ
πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς
Συνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός
Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα
μέ σκοπό νά συναντήσει τόν πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά
συμμετάσχουν καί οἱ ἡγέτες τοῦ προτεσταντισμοῦ μέ σκοπό μία παγχριστιανική
προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε
ταυτοχρόνως, ἴνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ πάπα καί
διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[9],
σχολιάζει ὁ τότε Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος
Β΄.
Πρόκειται
γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μία στιγμή κάθε
δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική
Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ
κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία
προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε καν ἐνημέρωση ἐπ’ αὐτῶν! «Αἵ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις
ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ
Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν
κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[10], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ
Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ
συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή τῆς
προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε
συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ
πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, ἐξόχως πληθωρική καί χαρισματική
προσωπικότητα, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς
δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά
προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν
τόν πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι
αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[11].
Ἐπικοινωνιακή
τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μία ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν
πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης : «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἵ χεῖρες μας
ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν
πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο
μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δυό
μας. Τί εἴπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί
λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[12]!
Τό
μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» πάπα-πατριάρχη καί τῶν
αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως,
σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί
προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἴπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν
ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[13]. Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού
καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές
δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο
γιά σαφῆ συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό
ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία
τῶν δύο μερῶν. «Καί εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὐρισκόμεθα
εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς», συνεχίζει ὁ πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν
τῷ κοινῶ ἁγίω Ποτηρίω. Ὁ πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν
ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δί’ Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον
Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[14].
β)
Ἡ ἀντικανονική ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή
ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε
μέ τήν περίφημη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού
πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερῆ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία
«μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν
πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Ἀθηναγόρα. Οὐδείς
ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος
ἡ Ὀρθοδοξία»[15], καθώς δήλωσε ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος : Ποιός ἐξουσιοδότησε
τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά
Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία
Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κων/λη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ
τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο
τοῦ πατριάρχη κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν
μηνυμάτων, πού ἀντέλλασσαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ πατριάρχης νά
μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας
Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί
συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος : «Λίγο καιρό
μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα : ‘Τί λέτε, σεβασμιότατε,
μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;’ Μοῦ
λέει: ‘Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι
πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν
πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση
Γ. Μαλούχου: «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση
Ἀρχιεπισκόπου : «Καί τά δύο αὐτά μαζί
πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον
τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος
πράξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς
καί Δύσεως»[16].
Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄
Βατικανῆς Συνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας
καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό
λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὅρος
excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[17].
Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί
τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας
τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ
1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν
διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ‘ἄρσιν
τῶν ἀναθεμάτων’, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη
ἐνδεχομένας ἀρνητικᾶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18],
ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό,
ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος
Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα
ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der
Christen)»[19], ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος
Παπαδόπουλος.
Τό
νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά
μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ
Ὀρθοδοξίας καί παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή
τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν
ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ
«ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλᾶς διαφορᾶς... ἀλλά
ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054,
πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον
μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιο Ἅγιον
Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς
τό Ἅγιον Ποτήριον»[20];
Ὁ
στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος : ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο. Γιά τήν ἐπίτευξη
αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά
τόν πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν
δύο δρόμοι : Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι
μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες
ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον ... δί’ αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά
ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς
Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ πάπας τό εἶπε : ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί
τοῦ λέγω σ’ ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ : Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ’ ἀγαπῶ!
Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος, τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖο
ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω, ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μή ἔλθη,
διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον
Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἡ Προτεστάνται
καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμη τό ἴδιο
γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά
δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι
σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι’ αὐτό λοιπόν προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν
καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός, τοῦ Παγχριστιανισμοῦ.
Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς
Πανανθρωπότητος»[21].
Ἀπό τά παραπάνω συμπεραίνουμε ὅτι τουλάχιστον
γιά τό Φανάρι (ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς), ὅπως καί γιά τό Βατικανό, «ἀκοινωνησία»,
«σχίσμα», πλέον δέν ὑφίσταται καί ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἤδη ἔγινε, ἀλλά δέν εἶναι
ἀκόμη ‘τελεία’. Αὐτό θά γίνει ὅταν πάπας καί πατριάρχης «κοινωνήσουν» ἀπό τό
«κοινό Ποτήριο», ὅπως ἤδη κοινωνοῦν μετά τό 1965, σέ πολλές περιπτώσεις
κληρικοί καί λαϊκοί ἀπό τίς δύο «Ἐκκλησίες» τους. Μέ αὐτά τά δεδομένα οἱ
λατινόφρονες Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι καί λοιποί ποιμένες, παρουσιάζουν
σταδιακά τήν ἕνωση, πού ἀποφασίσθηκε τό 1965. Πιστεύουν ὅτι ἔτσι θά ἀποφευχθοῦν
ἀνεπιθύμητες σέ βάρος τους ἀντιδράσεις, γιά τήν προδοσία τους αὐτή ἀπό τόν
πιστό λαό τοῦ Θεοῦ. Τήν ψευδοένωση αὐτή, πού ἀπεφασίσθη καί ὑπεγράφη μεταξύ
Βατικανού καί Φαναρίου μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, ἀποκαλύπτουν καί σχολιάζουν ἐκκλησιαστικές
προσωπικότητες καί ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, πού ἀσχολήθηκαν καί ἐρεύνησαν εἰς
βάθος τά συγκλονιστικά αὐτά γεγονότα ἤ ἔλαβαν μέρος στούς μετά ταῦτα γενομένους θεολογικούς διαλόγους. Ἕνας
ἐξ’ αὐτῶν ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ : «Ὁ πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καί οἱ περί αὐτόν
Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἐν καλῶς μελετηθέν εὐρύτατον πρόγραμμα
ρωμαιοκεντρικού Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρός τήν Λατινικήν Ἐκκλησιολογίαν»[22].
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ αἰδεσιμολογιώτατος
πρωτοπρεσβ. π. Θεόδωρος Ζήσης ἐπιβεβαιώνει τήν ἴδια πραγματικότητα : «Ἐκεῖνοι (οἱ Λατινόφρονες) ἐσχεδίασαν καί ἐχάλκευσαν
μέ κρυφές συμφωνίες τήν ἕνωση, χωρίς νά ἐνημερώνουν ὅλα τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας,
γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δέν ἐνημερώνεται σήμερα ὁ πιστός λαός καί
δέν ἀντιλαμβάνεται γι’ αὐτό, ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει
οὐσιαστικά μέ συμπροσευχές, συλλείτουργα καί ἀμοιβαία ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση,
εἰς τρόπον ὥστε τό κοινό Ποτήριο, ὅταν ἔλθη ἐπισήμως νά ἀποτελεῖ ἁπλῶς μία ἐπισφράγιση
καί ἐπικύρωση τῆς γενομένης ἤδη ἑνώσεως»[23]. Ὁ ἀγωνιστής καί μαχητικός ἱεράρχης ἀείμνηστος
Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης ἐπισημαίνει : «Ἡ ἕνωσις, ἡ ψευδοένωσις, ἔχει ἀποφασισθῆ. Ἔχει
ἀποφασισθῆ εἰς μυστικά διαβούλια Ἀνατολῆς καί Δύσεως, διαβούλια πολιτικῆς, οἰκονομικῆς
καί θρησκευτικῆς φύσεως, ὧν ἐγκέφαλος ὁ πάπας! Τό σχέδιον πρός πραγματοποίησιν
τοῦ σκοποῦ ἐξελίσσεται κατά φύσεις καί στάδια ἐν ἀγνοία τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ, ὁ ὁποῖος
ἔκπληκτος μίαν πρωΐαν θά ἀκούση ὅτι ἡ ἕνωσις ἐπετεύχθη! Δέν εἶναι ὑπερβολή ἐάν
εἴπωμεν ὅτι εὐρισκόμεθα εἰς τό κύκλωμα φοβερῶν ἡμερῶν διά τήν Ὀρθόδοξον πίστιν.
Συντελεῖται εἰς βάθος καί ἔκταση προδοσία, τήν ὁποίαν δέν δυνάμεθα νά φαντασθῶμεν»[24]! Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους πανοσιολογιώτατος ἀρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης παρατηρεῖ : «Πάντα τά ἀνωτέρω δηλοῦν ὅτι τό Οἰκουμενικόν
Πατριαρχεῖον δέν θεωρεῖ πλέον τόν πάπαν καί τήν Ρωμαιοκαθολικήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν
ὡς αἱρετικούς, σχισματικούς καί πλανωμένους, ἐφ’ ὅσον δέχεται τήν παπικήν Ἐκκλησίαν
ὡς ‘ἀγίαν’, τόν δέ ἐπικεφαλῆς αὐτῆς ὡς ‘ἄγιον’, ‘μακαριστόν’, ὑπέρ οὗ τελεῖ καί
ἐπιμνημόσυνον δέησιν. Σημαίνουν, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἕνωσις σχεδόν ἔχει γίνει καί ἀπομένει
ἡ μεθόδευσις τῆς τελείας μυστηριακῆς κοινωνίας, πρός τήν ὁποίαν βαίνομεν ὁλοταχῶς…»[25]. Τό γεγονός ἐξ’ ἄλλου ὅτι ὁ κυρός Ἀθηναγόρας
ἐμνημόνευε τόν πάπα στήν Ἁγία Πρόθεση καί στή Θεία Λειτουργία, ἐπιβεβαιώνει τήν
ἐπιχειρηθεῖσα μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ψευδοένωση. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν
πάπα Παῦλο τόν ΣΤ΄ τόν Δεκέμβριο τοῦ 1968 ἔγραφε : «Ἐν τῆ κοινωνία ταύτη ἱερουργοῦντες μετά τῆς χορείας τῶν περί ἡμᾶς ἱερωτάτων
Μητροπολιτῶν καί ὑπερτίμων, μνησθησόμεθα ἀπό τῶν διπτύχων της καρδίας ἡμῶν τοῦ
τιμίου ὀνόματός Σου, ἀδελφέ , Ἁγιώτατε τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ἐπίσκοπε, ἐνώπιον
τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου Σώματος καί αὐτοῦ τούτου τοῦ τιμίου
Αἵματος τοῦ Σωτῆρος ἐν τῆ θεία τοῦ ἁγιωτάτου προκατόχου ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου. Καί ἐροῦμεν τῆ ἁγία ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἐνώπιον τοῦ ἁγίου
θυσιαστηρίου καί λέγομέν σοι : τῆς Ἀρχιερωσύνης σου μνησθείη Κύριος ὁ Θεός,
πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων»[26].
Περιττόν βέβαια νά τονιστεῖ ὅτι ἡ ἐνέργεια αὐτή
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν ἀντικανονική καί παράνομη, διότι ἀποτελεῖ
μονομερῆ ἐνέργεια ἑνός μόνον Πατριαρχείου, χωρίς δηλαδή νά ἔχει προηγηθεῖ
Πανορθόδοξη Σύνοδος καί ὁμόφωνη ἀπόφαση ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων
Ἐκκλησιῶν, ὅπως βέβαια θά ἔπρεπε γιά ἕνα τόσο μεγάλης σημασίας θέμα. Στήν αὐθαιρεσία
αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἄμεση ὑπῆρξε ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Σέ δήλωσή του ὁ Ἀθηνῶν κυρός Χρυσόστομος Β΄, πού ἔχει καταχωρηθεῖ στά
«Πεπραγμένα»[27]
του, ἀναφερόμενος στόν κυρό Ἀθηναγόρα, λέγει : «Ὁ Ἀθηναγόρας Α΄ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνον ἐαυτῶ
δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω κατά Ἠρόστρατον,
διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας».
Οἱ
ἀντιδράσεις στά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν πάρα πολλές. Ἐκ
πλευρᾶς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἀγωνιστής τῶν πατρώων Μητροπολίτης Φλωρίνης
κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης μαζί μέ τόν Παραμυθίας Παῦλο καί τόν Ἐλευθερουπόλεως
Ἀμβρόσιο, καί ἀρκετές Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὅρους, διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ
Πατριάρχου.
Ὁ
σοφός κανονολόγος πατήρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἔγραψε μέ τήν ἰσχυρή του
θεολογική γραφίδα ἐκτενῆ ἐπιστολή πρός τόν πατριάρχη, τόν ὁποῖο παρουσιάζει ὡς ἐκπεσόντα
γιά τά φιλοπαπικά του φρονήματα καί βήματα. Ἡ ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἀειμνήστου
πατρός πρέπει νά καταχωρηθεῖ στά πατερικά κείμενα ὡς ὁμολογιακό καί ἀγωνιστικό
κείμενο πίστεως. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν
πόνο πού προκαλεῖ ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου ἐν Ἁγίοις αὐλιζομένου
Γέροντος, σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν μακαριστό πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, πού ἔστειλε τό 1965 μετά τήν
συνάντηση τοῦ πατριάρχου μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ
1964. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός
της Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἰς τινά ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη
δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη
παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ
συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως΄. Αἱ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας
ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην
τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς
Πάτμου Ὁραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο
ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι
νυκτικόρακες ἤ ΄ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι΄. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί
καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ΄ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν
αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη
λοιπόν αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος
εὔχεται τήν μετακίνησιν ἡ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά
καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάση δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ΄ὀφείλετε
νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάριν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα,
κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη
καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν
μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί
χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερόν
τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον φωτίζωσι τούς
ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε
δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς
σκοπέλους.
Παναγιώτατε :
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν
ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν,
Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε!
Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε
τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα
καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε
καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη πρός ἑσπέραν ἐστί καί
κέκλικεν ἡ ἡμέρα…΄. Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ὧν θά διέλθη μετ΄ὀλίγον
ἡ ἀτραπός ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ «στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαών καί
τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλών», νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι
τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς
Ὑμῶν, ἵνα ἰδῆτε, κατανοήσητε καί ἐπιστρέψητε. Ἀμήν»[28].
Στά
ἴδια χνάρια, δυστυχῶς, τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, βαδίζει σήμερα καί ὁ «ἀντιοικουμενιστής»!,
κατά τήν δήλωσή του, Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τόν ἐκλαμπρότατο
πάπα Φραγκίσκο νά συναντηθοῦν τό 2014 στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά ἑορτάσουν τά
πενήντα χρόνια ἀπό τήν συνάντηση τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ καί
τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων[29].
[1] Ἰω.
14, 6.
[2]
ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοινωθέν γιά τήν ἡμερίδα γιά τήν Β΄
Βατικανή Σύνοδο, 5-11-2013, http://www.impantokratoros.gr/BC5632ED.el.aspx.
[3]
ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,
ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σ. 390.
[4]
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. Α΄, Ἀθήναι 1964, σσ. 15-16.
[5]
ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ορθοδοξία…,
σσ. 389-399.
[6]
ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος
καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ.“Ἀστήρ”, εἰδικώτερα βλ. τὰ δοκίμιά του : “Ἡ ὑψίστη ἀξία
καὶ τὸ ἔσχατον κριτήριον ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ”, “Ἀπὸ τὸν ἀρειανισμὸν τοῦ Ἀρείου ἕως
τὸν νεώτερον εὐρωπαϊκὸν ἀρειανισμὸν” καὶ “Σκέψεις περὶ τοῦ "ἀλαθήτου"
τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου”, Ὀρθόδοξος Τύπος,
19-10-2012, http://aktines.blogspot.gr/2012/10/blog-post_282.html
[7] Ἆσμ.
3,8
[8]
Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Ἀθηναγόρας…, σ. 93.
[9]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Τά Πεπραγμένα ἀπό 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθήναι 1964, σ. 39.
[10]
Ό.π., σ. 39.
[11]
Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 98.
[12]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου», Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπείον [Ἀνάτυπο ἐκ τοῦ περιοδικοῦ
Παρακαταθήκη], σ. 4.
[13]
Ό.π., σ. 4.
[14]
Ό.π., σ. 4.
[15]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, «Δήλωση», Ὀρθόδοξος Τύπος (Νοέμβριος 1965).
[16]
Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Ἐγώ ὁ Ιάκωβος…, σσ.
196-197.
[17] Τόμος Αγάπης, Vatican - Phanar (1958-1970), Rome- Istanbul 1971, σσ. 286-287.
[18]
π. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξος καί βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας.
http://www.romanity.org/htm/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_sumfonia_peri_ounias.01.htm).
[19]
ΑΝΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν (Ἰστορία-Κείμενα-Προβλήματα),
ἐκδ. οἴκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθήνα 1996, σ. 40).
[20]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου»…, σσ. 4-5.
[21]
Ό.π., σ. 5.
[22]
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[23]
Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[24]
Σπίθα (Μάϊος-Ἰούνιος 1980).
[25] Ὀρθόδοξος
Τύπος, φ. 333, 20-11-1978.
[26]
Τόμος ἀγάπης, σσ. 525,528-530.
[27]
τομ. Β΄, Ἀθήναι 1967, σ. 197.
[28] ΑΡΧΙΜ.
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1981, σσ.
152-153 καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Φορεῖς καί ἀχθοφόροι», Ὀρθόδοξος Τύπος (6-4-2012) 1.
1 σχόλιο:
Ευχαριστουμε πατερ για μια ακομη φορα!
Εχουμε Μεγα Αρχιερεα τον Ιησου Χριστον.
Καλη δυναμη!π
Δημοσίευση σχολίου