Η ΑΝΟΗΤΟΣ ΚΑΥΧΗΣΙΣ
ΣΥΝΗΘΙΖΟΥΝ οἱ ἄνθρωποι νά μιλοῦν γιά τόν ἑαυτό
τους καί γιά ὅσα ἔχουν ἀποκτήσει. Βρίσκουν εὐχαρίστηση νά διηγοῦνται
τά κατορθώματά τους καί τίς ἐπιτυχίες τους καί νά ἀποσποῦν τό θαυμασμό καί τόν ἔπαινο
ὅλων ἐκείνων πού τούς προσέχουν καί τούς ἀκοῦν. Ἡ καύχησή τους αὐτή δείχνει ὅτι
δέν ἔχουν πνευματικότητα καί προπαντός δέν μποροῦν νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τά
μάταια καί ἀνωφελῆ καί νά δοῦν τή ζωή διαφορετικά, κάτω ἀπό τό φῶς καί τήν ἐλπίδα
τοῦ Εὐαγγελίου.
Πολλοί
καυχῶνται χωρίς νά τούς προκαλέσει κάποιος. Θέλουν νά δείξουν ποιοί εἶναι, νά ἀποκαλύψουν
τά χαρίσματά τους καί τόν πλοῦτο τους. Ἡ προσπάθειά τους δέν ἔχει ἴχνος
ταπείνωσης.
Μιλοῦν χωρίς νά κουράζονται καί γιά ἀσήμαντα ἀκόμα πράγματα. Γιά
παράδειγμα, ἐάν ἔχουν χτίσει καινούριο σπίτι, μιλοῦν γιά τήν πέτρα, πού ἔχουν
χρησιμοποιήσει, γιά τά ἄλλα ὑλικά, γιά τό οἰκόπεδο, γιά τή θέα καί τίς ἀνέσεις,
γιά τά πανάκριβα ἔπιπλα καί γενικά γιά τίς σπουδαῖες ἐπιλογές τους καί τά πολλά
χρήματα, πού ξόδεψαν. Καυχῶνται ἀκόμα γιά τήν τεχνολογία, πού ἔχει, ἀλλά καί
γιά τό πολυτελές αὐτοκίνητό τους. Εἶναι «εὐτυχεῖς», γιατί τά ἔχουν ὅλα. Μέχρι ἐκεῖ
φτάνει τό μυαλό τους. Δέν ἀσχολοῦνται μέ τούς ἄλλους οὔτε εἶναι πρόθυμοι νά
βοηθήσουν σέ κάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους. Τούς ἄλλους τούς θέλουν ὡς
θαυμαστές τους, γιά νά τούς ἐπαινοῦν καί νά τούς ἀποδέχονται ὡς ἐπιτυχημένους
στή ζωή τους.
Ἡ
καύχηση σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἀνοησία καί πρέπει νά τήν καταπολεμεῖ ὁ
χριστιανός. Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινίσω ὅτι δέν καυχᾶται μόνο ὁ πλούσιος καί
χαρισματικός, ἀλλά καί ὁ φτωχός καί συνηθισμένος ἄνθρωπος. Παράδειγμα ἕνας
κτηνοτρόφος μπορεῖ νά ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τά πρόβατά του, τίς ἀποδόσεις τους,
τή μεγάλη φροντίδα, πού δείχνει σ᾽ αὐτά, ἀλλά καί γιά τήν γκλίτσα του, πού
φιλοτέχνησε μέ τά ἴδια του τά χέρια καί δέν εἶναι εὔκολο νά τή μιμηθεῖ κάποιος ἄλλος.
Ἔχει ἰδέες, πού περιστρέφονται γύρω ἀπό τόν ἑαυτό του καί εἶναι σχεδόν ἀδύνατο
νά ταπεινωθεῖ. Γιά νά καταπολεμήσει κανείς τήν ἀνόητη καύχηση χρειάζεται πολλή
δουλειά. Πρέπει νά πεισθεῖ ὅτι τό νά μιλάει γιά τόν ἑαυτό του καί νά αὐτοπροβάλλεται
δέν εἶναι κάτι σπουδαῖο οὔτε καί τό δέχονται εὐχαρίστως οἱ ἄλλοι. Κανένας δέν
δέχεται τίς περιαυτολογίες τῶν συνανθρώπων τους καί ὅταν ἀκόμα ἀνταποκρίνονται
στήν πραγματικότητα καί δέν εἶναι φανταστικές καί κατασκευασμένες.
Ὁ
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, γιά νά πείσει τόν καυχηματία νά ἀποβάλει τή μεγάλη
του ἀδυναμία καί νά δεῖ τή ματαιότητα τῆς καύχησης καί τήν ψυχοφθόρα ἐπίδρασή
της, διατυπώνει μερικά ἐρωτήματα καί συμπεραίνει σχετικά. «Μέ τί καυχιέσαι; Μέ
τόν χρυσό;
Τοῦτο
τόν ἴδιο τό χρυσό κρατοῦσε τό βουνό μέσα του καί δέν καυχόταν. Μέ τό ροῦχο; Τοῦτο
τό ἴδιο τό μετάξι ἔφερε ὁ μεταξοσκώληκας μέσα του καί δέν καυχόταν. Μέ τήν ὑγεία;
Ἀκόμα καλύτερη ὑγεία ἔχει ὁ λύκος στό βουνό, ὅμως δέν καυχιέται. Μέ τήν ὄρεξη; Ὁ
μυρμηγκοφάγος μέ ὄρεξη τρώει τά μυρμήγκια ἕως θανάτου, ἀλλά τά μυρμήγκια ὕστερα
τόν τρῶνε… Μέ τά ἄλογα; Πῶς μπορεῖς νά σκέφτεσαι μεγαλειωδῶς γιά τά ἄλογά σου, ὅταν
αὐτά δέν σκέφτονται μεγαλειωδῶς οὔτε γιά τόν ἑαυτό τους, οὔτε γιά σένα;».
Μακάριος
εἶναι ἐκεῖνος, πού ἐπαινεῖ μόνο τούς ἀδελφούς του, ἐνῶ τόν ἑαυτό του τόν θεωρεῖ
ἀνάξιο καί καλλιεργεῖ σέ βάθος τήν ταπείνωση. Αὐτός εἶναι ἐπίγειος ἄγγελος.
Ορθόδοξος Τύπος, 6/12/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου