Δείτε σχετικά και:
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ποιὰ
ὑπῆρξε ἡ ἐπίδραση στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο τῆς θεωρίας τοῦ Ἀνσέλμου
περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἐρχόμαστε νὰ ἀπαντήσουμε
μὲ τὰ ἑπόμενα ἄρθρα μας. Θὰ ἐρευνήσουμε τὸ θέμα σὲ τρεῖς καίριες πτυχές του. Πρῶτον ὡς πρὸς τὸ χρονικὸ διάστημα στὸ ὁποῖο
ἐκδηλώθηκε ἡ ἐπίδραση· δεύτερον ὡς
πρὸς τὸν βαθμὸ καὶ τὴ μορφὴ ποὺ
φανερώθηκε· καὶ τρίτον ὡς πρὸς τοὺς λόγους ποὺ μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν
αὐτὸ τὸ φαινόμενο.
Τὸ
πρῶτο λοιπὸν ζήτημα εἶναι ὁ προ διορισμὸς τῆς χρονικῆς περιόδου κα τὰ τὴν ὁποία
ἐκδηλώθηκε ἡ ἐπίδραση τῆς θεωρίας τοῦ Ἀνσέλμου στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ
μετὰ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀναφορὲς στὸ χρονικὸ διάστημα τῆς περιόδου αὐτῆς ὑπῆρξαν
τουλάχιστον ἀνιστόρητες, καθὼς ἐπιχειρήθηκαν ὄχι μὲ ἐπιστημονικὰ καὶ θεολογικὰ ἀλλὰ
μὲ κριτήρια προερχόμενα ἀπὸ προσωπικοὺς λόγους τῶν εἰσηγητῶν τους. Ἔτσι ὑποστηρίχθηκε
ἀνακριβῶς ὅτι «ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης εἰσάγεται
στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς νεώτερους θεολόγους στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ μέσα» τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Καὶ παραπέμπουν «ἐνδεικτικὰ μόνο στοὺς Π. Τρεμπέλα, Εὐσ. Ματθόπουλο καὶ Σ. Παπακώστα»1.
Εἶναι
μᾶλλον ἀδύνατο νὰ ἀποδώσει κανεὶς αὐτὸ τὸ λάθος σὲ οὕτως ἢ ἄλλως ἀνεπίτρεπτη ἐπιστημονικὴ
ἄγνοια. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι πρόκειται γιὰ ἠθελημένη διαστρέβλωση, διότι, ὅταν
στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ὑπεισέρχονται προσωπικὰ αἰσθήματα καὶ προκαταλήψεις, εἶναι
ἀναπόφευκτο ὁ ἐρευνητὴς νὰ ἐξωθεῖ τὰ στοιχεῖα σὲ λανθασμένα συμπεράσματα.
Νεότερες
ἀκριβέστερες μελέτες ἀποδεικνύουν τὸ ἀσύστατο τοῦ παραπάνω ἰσχυρισμοῦ2, ἀφοῦ ἐνδείξεις
ἐπιδράσεως τῆς θεωρίας τοῦ Ἀνσέλμου στὴν Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἀπὸ
ξένους ἐρευνητὲς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν 12ο αἰώνα, στὰ ἔργα π.χ. τοῦ σοφοῦἐπισκόπου
Μεθώνης Νικολάου, καθὼς καὶ ἀργότερα στὰ σημαντικότατα κείμενα τοῦ ἁγίου
Νικολάου Καβάσιλα, ἂν καὶ ἄλλοι ἐρευνητὲς τὸ ἀμφισβητοῦν αὐτό.
Ἐντούτοις,
παρόλο ποὺ στὰ κείμενα καὶ τῶν δύο αὐτῶν συγγραφέων δὲν ἀπαντᾶται ὁ ὅρος «ἱκανοποίησις»,
ἡ συλλογιστική τους μερικὲς φορὲς προσεγγίζει τὴν ἀντίστοιχη τοῦ Ἀνσέλμου, ἐξ οὗ
καὶ ὁ κορυφαῖος μελετητὴς τοῦ Καβάσιλα Παναγιώτης Νέλλας σημειώνει τὰ ἑξῆς
χαρακτηριστικά: «Ἡ ἔποψις τοῦ Ἀνσέλμου εἶναι μέχρις ἑνὸς σημείου ὀρθὴ καί,
μέχρι τοῦ σημείου τούτου, ἐνυπάρχει ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Καβάσιλα»3.
Σαφὴς
ὡστόσο ἐμφάνιση τῆς ὁρολογίας τῆς ἀνσέλμειας θεωρίας παρατηρεῖται κυρίως κατὰ τὴν
περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν ἴδια περίοδο στὴ ρωσικὴ θεολογία.
Ἀπὸ παλαιότερα, κυρίως ὅμως κατὰ τὸν 18ο αἰώνα, ἡ ἐπίδραση τῆς ὁρολογίας τῆς
θεωρίας ὑπῆρξε σημαντική. Τὴν συναντοῦμε π.χ. στὸ ἔργο Ἱερὰ Κατήχησις τοῦ
Νικολάου Βουλγάρεως ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1681, στὸ Ἐξομολογητάριον τοῦ Νικηφόρου
Πασχαλέως (1673), στὶς Διδαχὲς τοῦ Ἡλία Μηνιάτη (1716), στὴν Ὀρθόδοξον
Διδασκαλίαν τοῦ Πλάτωνος Μόσχας (1782), στὸ Ἐξομολογητάριον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου
τοῦ Ἁγιορείτου (1794), στὸ Θεολογικὸν τοῦ Εὐγενίου Βουλγάρεως (18ος αἰώνας, ἔκδ.
1872), στὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο (1862), στὸ Περὶ Μυστηρίων τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Λιθουανίας Μακαρίου (1875) καὶ σὲ πλεῖστα ἄλλα ἔργα μέχρι σήμερα, μεταξὺ τῶν ὁποίων
καὶ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου (Μελέτη Περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ περὶ Ἱερῶν
Μνημοσύνων, ἔκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 175).
Ἀξιολογώντας
μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ τὸν βαθμὸ τῆς ἐπιδράσεως, θὰ παρατηρούσαμε ὅτι αὐτὴ ἐμφανίζεται
ἠπιότερη ὅσο προσεγγίζουμε πρὸς τὴν ἐποχή μας, ὅπως στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου
Νεκταρίου, τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου καὶ τοῦ Π. Τρεμπέλα, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ
χρησιμοποιεῖ κάποιες φορὲς τὸν ὅρο «ἱκανοποίησις», ἀσκεῖ οὐσιαστικὴ θεολογικὴ
κριτικὴ στὴ θεωρία σὲ δύο σημεῖα τῆς Δογματικῆς του (σελ. 38 καὶ 185-186 τοῦ β΄
τόμου). Σὲ ἐντονότερη δὲ μορφὴ τὴ διακρίνουμε σὲ παλαιότερες ἐποχές, ὅπως στὰ
κείμενα τοῦ Πλάτωνος Μόσχας καὶ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, καὶ σὲ ἀκόμη
ὀξύτερη, ἔτσι ποὺ νὰ προσεγγίζει τὴν προτεσταντικὴ ἐκδοχὴ τῆς θεωρίας, στὶς Διδαχὲς
τοῦ Μηνιάτη.
Ὅπως
ἤδη ἀναφέραμε, ἡ ἐπίδραση τῆς θεωρίας ἔχει ἱστορία αἰώνων στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο. Τὸ
γεγονὸς ὅτι μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς συνήθως καταλογίζεται ἡ παρουσία της σὲ
ἐπιδράσεις ποὺ δῆθεν δέχθηκαν καὶ μετέδωσαν οἱ θεολόγοι τῶν Συλλόγων καὶ τῶν Ἀδελφοτήτων
κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα, δὲν ἀλλάζει τὴν πραγματικότητα τῆς ἀπὸ αἰῶνες ἐπιδράσεώς
της σὲ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο, περισσότερο μάλιστα στὴ Ρωσία.
Στὸ
ἑπόμενο ἄρθρο μας θὰ ἐξετάσουμε λεπτομερέστερα τὸν βαθμὸ καὶ τὴ μορφὴ τῆς ἐπιδράσεως.
1. Βασιλείου Ἰ. Καλιακμάνη, «Ἡ διδασκαλία περὶ
ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία», Περιοδικὸ
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,τόμ. 71 (ἀρ. 723), 1988, σελ. 537. Βλ. καὶ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία
τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 20113, σελ. 212-213.
2.
Βλ. Βασιλείου Ἰ. Καλιακμάνη, «Ἡ διδασκαλία περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας
δικαιοσύνης στὴ νεοελληνικὴ θεολογία», Περιοδικὸ Γρηγόριος ὁ Πα λαμᾶς, τόμ. 71
(ἀρ. 723), 1988, σελ. 529-537. Ἐπίσης π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος
(Ἡ «περὶ ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καὶ ἡ νεοελληνικὴ
κατηχητικὴ καὶ κηρυκτικὴ πράξη), Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, σελ. 85-98. Τοῦ ἰδίου, «Τὸ
‘‘Ἐξομολογητάριον’’ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου», Στὸ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς, τόμ. ΛΔ΄, 1999, σελ. 191-208. Βλ. ἀκόμη π. Βασιλείου Βολουδάκη, Ὀρθοδοξία
καὶ Χρῆστος Γιανναρᾶς, 1993, σελ. 62-80.
3.
Παναγιώτη Νέλλα, Ἡ περὶ δικαιώσεως διδασκαλία Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, Πειραιεὺς
1975, σελ. 108, σημ. 2.
Περιοδικό
“Ο ΣΩΤΗΡ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου