13 Αυγ 2013

Κωνσταντίνος Χολέβας, Η ελληνορθόδοξη ταυτότητά μας ως αντίδοτο στην κρίση



Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Κων­σταν­τί­νου Χο­λέ­βα Πο­λι­τι­κοῦ Ἐ­πι­στή­μο­νος
Τί εἶ­ναι κρί­ση;
Τί εἶ­ναι κρί­ση; Τί ση­μαί­νει στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κρί­ση. Μὴν ἀ­παν­τή­σε­τε, ἀ­γα­πη­τοὶ ἀνα­γνῶ­στες. Οἱ ἔν­νοι­ες εἶ­ναι πά­ρα πολ­λές. Ὅ­σα λε­ξι­κὰ καὶ νὰ ψά­ξε­τε θὰ βρεῖ­τε πά­ρα πολ­λές. Ὡς Χρι­στια­νοί, ξέ­ρου­με πὼς ὑ­πάρ­χει ἡ ἔν­νοια­ τῆς κρίσης ποὺ ση­μαί­νει Δί­κη καὶ λέ­ω· μή­πως ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θεί­ας Δίκης; Μή­πως γιὰ ὅ­σους πι­στεύ­ου­με στὸν Θε­ό, ἡ κρί­ση εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ θείας Δί­κης, νὰ μᾶς δώ­σει ἕ­να μή­νυ­μα ὁ Θε­ὸς πῶς κά­πως ξε­φύ­γα­με, ὅ­τι ἴσως δώ­σα­με ἔμ­φα­ση πε­ρισ­σό­τε­ρο σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, ὅ­τι δὲν στη­ρι­χτή­κα­με στὴν πρό­νοι­α, στὴν προ­σευ­χὴ στὴν βο­ή­θειά του; Μή­πως ὁ Θε­ὸς μᾶς χτυπάει καμ­πα­νά­κι γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει; Μή­πως πα­ρα­συρ­θή­κα­με;

 Μή­πως μᾶς θυ­μί­ζει κά­τι;
Ὁ τό­πος ἔ­χει πε­ρά­σει ξα­νὰ δύ­σκο­λες στιγ­μές. Τώ­ρα λέ­με «τί κά­νει τὸ κράτος;». Ὅ­πως λέ­με «τί κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α;». Ὅ­λοι μας, ὅ­μως, εἴ­μα­στε Ἐκκλη­σί­α. Ὅ­λοι μας εἴ­μα­στε ὑ­πεύ­θυ­νοι γιὰ τὸ τί κά­νει τὸ κρά­τος. Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ κρά­τους εἶ­ναι ὁ λα­ός. Ἐ­μεῖς, εἴ­μα­στε κομ­μά­τι τοῦ κρά­τους. Ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ θυ­μί­σω ὅ­τι ἐ­πι­βι­ώ­σα­με σὲ κρί­σεις με­γα­λύ­τε­ρες καὶ πιὸ δύ­σκο­λες, χω­ρὶς νὰ ἔ­χου­με κρά­τος. Πό­τε; Στὴν Τουρ­κο­κρα­τί­α. Εἴχαμε κρά­τος μὲ τὴν ἔν­νοι­α τὴ νο­μι­κή; Ὄ­χι. Πο­λι­τεια­κὰ κρά­τος δὲν εἴ­χα­με. Τί εἴ­χα­με; Πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Πῶς σή­με­ρα ἔ­χου­με Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καὶ Ἑλληνικὴ γλῶσ­σα; Πῶς κρα­τή­σα­με τὰ στοι­χεῖ­α μας αὐ­τά; Πῶς ἀν­τέ­ξα­με; Πῶς πέ­τυ­χε τὸ ᾿21 με­τὰ ἀ­πὸ 80 ἐ­πα­να­στά­σεις πού δὲν πέ­τυ­χαν; Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να μή­νυ­μα ἐμ­μο­νῆς καὶ ἐ­πι­μο­νῆς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α γρά­φουν γιὰ δύο ἀ­τυ­χεῖς ἐ­ξε­γέρ­σεις· τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Φι­λο­σό­φου, ποὺ τὸν ἔ­γδα­ραν ζωντανὸ στὰ Γι­άν­νε­να τὸ 1611, καὶ τὰ Ὀρ­λω­φι­κά, τό­τε ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­καν οἱ ναύ­αρ­χοι ἀ­δερ­φοὶ Ὀρ­λώφ, τῆς Με­γά­λης Αἰ­κα­τε­ρί­νης νὰ ἔρ­θουν νὰ μᾶς βοη­θή­σουν. Τε­λι­κὰ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν καὶ ἔ­μει­νε μό­νος του ὁ Κα­τσώ­νης. Καὶ δὲν ἔ­γι­ναν μό­νο αὐ­τές. Ὀ­γδόν­τα ἐ­πα­να­στά­σεις πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν μέ­χρι τελικὰ νὰ γί­νει ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση. Καὶ πῶς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με; Τί εἴ­χα­με;
Εἴ­χα­με Ἐκ­κλη­σί­α ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν πί­στη, τὴν αἰ­σι­ο­δο­ξί­α, κρα­τοῦ­σε ἕ­να ὅρα­μα. Μι­λών­τας γιὰ Ἀ­νά­στα­ση, ὁ Ἕλ­λη­νας πί­στευ­ε καὶ στὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Γέ­νους. Κά­θε Πά­σχα ποὺ χτυ­ποῦ­σαν οἱ καμ­πά­νες –καὶ ἐ­πέ­τρε­πε ὁ Τοῦρ­κος νὰ χτυ­ποῦν οἱ καμ­πά­νες καὶ νὰ πέ­φτουν καὶ οἱ μπα­τα­ρι­ὲς (πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ)– ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­λε­γε «Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη», προ­σέ­θε­τε καὶ «ἡ Ἑλ­λὰς Ἀ­νέ­στη». Ἡ Ἐκκλη­σί­α κρά­τη­σε καὶ τὴν ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση, μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ γέ­νους τῶν Ρω­μη­ῶν, τῶν ὀρ­θο­δό­ξων Ἑλ­λή­νων. Ἕλ­λη­νες καὶ Ρω­μη­οὶ καὶ Γραι­κοὶ καὶ τὰ τρί­α ὀ­νό­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ Ἁ­γί­ους, ἀ­πὸ Ὁ­μο­λο­γη­τὲς καὶ ἀ­πὸ ἥρω­ες τοῦ ᾿21 καὶ ἀ­πὸ δι­α­νο­ού­με­νους. Τὸ «Ρω­μη­ὸς» εἶ­ναι πιὸ Χρι­στι­α­νι­κό, τὸ «Γραι­κὸς» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, πιὸ ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὸ καὶ πιὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό. Στὴ συ­νέ­χεια τὸ «Ἕλ­λη­νας» τὰ κα­λύ­πτει ὅ­λα καὶ γι᾿ αὐ­τὸ σήμερα τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με πιὸ πο­λύ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κρά­τη­σε τὴ γλῶσ­σα. Πολ­λοὶ Καπ­πα­δό­κες στὰ χω­ριὰ τοῦ Ἁγ. Ἀρ­σε­νί­ου καὶ τοῦ Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου, μιλοῦ­σαν τούρ­κι­κα, ἦ­ταν τουρ­κό­φω­νοι. Πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἐ­σᾶς μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χε­τε παπ­ποῦ­δες καὶ γι­α­γιά­δες ποὺ ἦρ­θαν ἀ­πὸ τὴ Μι­κρα­σί­α καὶ μι­λοῦ­σαν τούρκικα. Πῶς κρά­τη­σαν ἐ­πὶ πέν­τε αἰ­ῶ­νες οἱ Καπ­πα­δό­κες, ποῦ εἶ­χαν ὑποδου­λω­θεῖ νω­ρί­τε­ρα; Τούρ­κι­κα μι­λοῦ­σαν ἐ­κεῖ, ἀλ­λὰ οἱ Ὀρ­θό­δο­ξη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἦ­ταν στὰ ἑλ­λη­νι­κά, ἔ­τσι σώ­θη­κε ἡ γλῶσ­σα.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με Με­γά­λη Ἰ­δέ­α! Πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη σή­με­ρα ἀ­πὸ πολ­λούς. Στὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α σή­με­ρα δὲν ὑ­πάρ­χει ἢ ὑ­πάρ­χει μὲ μί­α μορ­φὴ κά­πως ἀρνη­τι­κή. Τί ἔ­λε­γε ἡ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α; Ἔ­λε­γε πὼς αὐ­τὸς ὁ λα­ὸς ἔ­πρε­πε νὰ πά­ψει νὰ εἶ­ναι ὑ­πό­δου­λος. Μί­α ἰ­δέ­α ποὺ ξε­κί­νη­σε ἐ­πὶ Φραγ­κο­κρα­τί­ας ὅ­ταν οἱ σταυ­ρο­φό­ροι τὸ 1204 πῆ­ραν τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καὶ ἀν­δρώ­θη­κε ἐ­πὶ Τουρ­κο­κρα­τί­ας, τὸ «πά­λι μὲ χρό­νια μὲ και­ρούς». Καὶ τό­τε ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει αὐ­τὴ ἡ ἰ­δέ­α. Ἔ­πρε­πε νὰ ὑ­πάρ­χει, για­τί τὸ ὅ­ρα­μα ξυ­πνά­ει τὸν σκλα­βω­μέ­νο λα­ὸ νὰ προ­χω­ρεῖ.
Τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Ἀ­γά­πη στὰ γράμ­μα­τα. Πα­ρά­δειγ­μα· ἕ­να παι­δά­κι ὀ­νό­μα­τι Νικο­λά­κης, ξε­κι­νᾶ τὸ 1750 ἀ­πὸ ἕ­να νη­σὶ τοῦ Αἰ­γαί­ου καὶ φεύ­γει ἀ­φοῦ ἔ­μα­θε τὰ κολ­λυ­βο­γράμ­μα­τα ἀ­πὸ ἕ­ναν ἱ­ε­ρέ­α ἐ­κεῖ, πά­ει στὴ Σμύρ­νη, στὴν Εὐαγγελικὴ σχο­λὴ – πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ τὴν ἐ­πο­χή, με­γά­λη σχο­λή. Κά­θε­ται πέν­τε χρό­νια ἐ­κεῖ, μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του μὲ ἕ­να τριμ­μέ­νο ρα­σά­κι, μὲ ἕνα κε­ρά­κι νὰ πέ­φτει πά­νω ἀ­πὸ στὰ βι­βλί­α του, μὲ τρύ­πια πα­πού­τσια, μὲ μη­δὲν χαρ­τζι­λί­κι ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς του, χω­ρὶς ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί τους – μιᾶς καὶ τό­τε δὲν ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε φάξ, οὔ­τε κι­νη­τά. Οἱ γο­νεῖς του πέν­τε χρό­νια ἤξε­ραν ὅ­τι ὁ Νι­κο­λά­κης ἦ­ταν στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι μά­θαι­νε γράμ­μα­τα. Καὶ πα­ρ᾿ ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες ὁ Νι­κο­λά­κης ἔ­μα­θε καὶ τὰ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ Ὁ­μή­ρου καὶ τοῦ Θου­κυ­δί­δη καὶ τῶν Πα­τέ­ρων καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ἀπέ­ξω καὶ τὴ Θε­ο­λο­γί­α πο­λὺ κα­λὰ καὶ γαλ­λι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κὰ καὶ λα­τι­νι­κὰ καὶ φυ­σι­κὴ καὶ μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ ἰ­α­τρι­κή. Ὁ Νι­κο­λά­κης Καλ­λι­βρού­τσης, εἶ­ναι ὁ Ἅγ. Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Νά­ξο για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε τὰ γράμμα­τα. Καὶ ζω­γρα­φί­ζει τὴν καρ­διὰ καὶ πε­ρι­γρά­φει τὴ λει­τουρ­γί­α τοῦ αἵμα­τος καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿  ἔ­ξω τούς Πα­τέ­ρες καὶ πά­ει σὲ ἕ­να νη­σὶ μὲ τὸν Γέρον­τά του καὶ θυ­μᾶ­ται ἀ­π᾿ ἔ­ξω ὅ­λους τούς Ἀρ­χαί­ους καὶ ὅ­λη τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη καὶ γρά­φει βι­βλί­ο μὲ πα­ρα­πομ­πές, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὰ βιβλί­α, οὔ­τε δι­α­δί­κτυ­ο τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη. Για­τί μά­θαι­ναν νὰ δι­α­βά­ζουν. Μάθαι­ναν νὰ κο­πιά­ζουν. Καὶ δι­ε­ρω­τῶ­μαι· ἡ παι­δα­γω­γι­κὴ φι­λο­σο­φί­α τῶν τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τι­ῶν ποὺ λέ­ει «μὴ βά­ζεις κόκ­κι­νο στὰ γρα­πτά τοῦ παιδιοῦ», «μὴν τὸ κου­ρά­ζεις πο­λύ», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὲς ἀ­σκή­σεις», «μὴν τοῦ βά­ζεις πολ­λὴ γραμ­μα­τι­κή», «μὴν γρά­φει ἔκ­θε­ση, ἀλ­λὰ μό­νο πε­ρί­λη­ψη», «μὴ μα­θαί­νει κα­νό­νες», «μὴ μα­θαί­νει τό­νους καὶ πνεύ­μα­τα» -για­τί τὰ καταρ­γή­σα­με γιὰ οἰ­κο­νο­μί­α χρό­νου καὶ μᾶλ­λον ἀ­νορ­θό­γρα­φα βγαί­νουν τὰ παι­διὰ- αὐ­τὸ τὸ «μή, μή, μή…» βο­ή­θη­σε; Για­τί τὰ παι­διὰ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Νικο­λά­κη -Ἁγ. Νι­κο­δή­μου- μά­θαι­ναν γράμ­μα­τα, ὑ­πὸ δου­λεί­αν, χω­ρὶς τὰ στοι­χει­ώ­δη ὑ­λι­κὰ μέ­σα καὶ ἤ­ξε­ραν ἄ­πται­στα καὶ τὰ Ἀρ­χαί­α καὶ τὰ Νέ­α Ἑλληνι­κὰ καὶ ἦ­σαν καὶ ρή­το­ρες καὶ συγ­γρα­φεῖς; Ἐ­ρώ­τη­μα τὸ θέ­τω γιὰ νὰ συγ­κρί­νου­με μὲ τὴ «μον­τέρ­να» παι­δα­γω­γι­κή.
Τέ­λος, τί ἄλ­λο εἴ­χα­με; Εἴ­χα­με ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Εἴχα­με ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἐμ­πό­ρους, ναυ­τι­κοὺς μὲ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση. Ἔ­φευ­γε ἕνα φτω­χὸ παι­δὶ ἀ­πὸ τὰ Γι­άν­νε­να, ὁ Ζώ­ης Κα­πλά­νης –ποὺ ἔ­μα­θε καὶ αὐ­τὸς γράμ­μα­τα τὸ βρά­δυ, δι­α­βά­ζον­τας στὸ μα­γα­ζὶ τοῦ ἐμ­πό­ρου ἀ­φεν­τι­κοῦ του πά­νω στὰ σα­κκιὰ– πῆ­γε στὴ Ρω­σσί­α ἔ­γι­νε ἔμ­πο­ρος, ἔ­γι­νε πλού­σιος, ἀλ­λὰ τὰ χρή­μα­τα τὰ ἔ­στελ­νε στὰ Γι­άν­νε­να γιὰ νὰ γί­νει ἡ σχο­λὴ ποὺ εἶ­ναι γνω­στὴ ἀκό­μα καὶ σή­με­ρα, ἡ «Κα­πλά­νει­ος Σχο­λή». Ἐ­θνι­κοὶ εὐ­ερ­γέ­τες· ἐ­πι­χει­ρη­μα­τί­ες, ἔμ­πο­ροι, ναυ­τι­κοί.
 Νὰ λοι­πὸν, πὼς ἐ­πι­βι­ώ­σα­με χω­ρὶς κρά­τος! Μὲ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ρα­μα τὴ Με­γά­λη Ἰ­δέ­α, ἀ­γά­πη στὰ Γράμ­μα­τα, ἰ­δι­ω­τι­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ Ἀν­θρώ­πους μὲ ἐ­θνικὴ συ­νεί­δη­ση.
 «Δυ­στυ­χῶς Ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν»
Καὶ νὰ πῶ καὶ ἄλ­λη μί­α ἱ­στο­ρί­α, πιὸ κον­τι­νὴ στὰ ση­με­ρι­νά. Σή­με­ρα ἀ­κοῦ­με γιὰ πτώ­χευ­ση, τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ποῦ θὰ πά­ει ἡ Ἑλ­λά­δα ἂν συμ­βεῖ αὐ­τό; Δὲν εἶ­μαι οἰ­κο­νο­μο­λό­γος νὰ σᾶς πῶ τί ἀ­κρι­βῶς ση­μαί­νει πτώ­χευ­ση. Ναὶ, ἔ­χει ξανα­γί­νει, πραγ­μα­τι­κή, ἐ­πί­ση­μη πτώ­χευ­ση. Καὶ πιὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα; Ἀφυπνισθή­κα­με, φι­λο­τι­μη­θή­κα­με καὶ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σα­με ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ὑποδού­λους Ἕλ­λη­νες. Θὰ σᾶς πῶ τὸ ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα· 1893, πρωθυπουρ­γὸς Χα­ρί­λα­ος Τρι­κού­πης. Δα­νεί­ζε­ται καὶ ξε­πλη­ρώ­νει προ­η­γού­με­νο καὶ προ­προ­η­γού­με­νο δά­νει­ο. Ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α προ­νο­μια­κοὺς ὅρους γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σει τὰ προ­η­γού­με­να δά­νεια καὶ τοῦ λέ­νε οἱ Ἄγ­γλοι θὰ σοῦ δώ­σου­με δά­νει­ο, ἂν ὑ­πο­θη­κεύ­σεις τὰ ἐ­θνι­κά σου θέ­μα­τα στὴν Ἀγ­γλί­α. Τό­τε ἦ­ταν τὸ Μα­κε­δο­νι­κὸ καὶ τὸ Κρη­τι­κὸ ζή­τη­μα – δὲν εἶ­χαν ἑ­νω­θεῖ ἀ­κό­μα μὲ τὴν Ἑλ­λά­δα. Καὶ λέ­ει ὁ Τρι­κού­πης «ὄ­χι, δὲν ὑ­πο­θη­κεύ­ω τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή μου πο­λι­τι­κὴ στὴ Βρε­ττα­νί­α καὶ σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη δύ­να­μη». Ἔ­τσι κά­νει τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ δή­λω­ση «Δυ­στυ­χῶς ἐ­πτω­χεύ­σα­μεν». Ἀλ­λὰ εἶ­πε καὶ μί­α ἄλ­λη φρά­ση ποὺ δεί­χνει τὴν ἐλ­πί­δα ἑ­νὸς πο­λι­τι­κοῦ με­γα­λε­πή­βο­λου: «ἡ Ἑλ­λὰς προ­ώ­ρι­σται (δηλ. εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμέ­νη) νὰ ζή­σει καὶ θὰ ζή­σει». Καὶ τὸν διώχνουν καὶ δὲν βγῆ­κε κἄν βου­λευ­τής. Συ­νε­χί­ζε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α. Παίρ­νει τελικὰ δά­νει­ο ἡ Ἑλ­λά­δα. Δεύ­τε­ρο πλῆγ­μα τὸ 1897, Ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κὸς πό­λε­μος, ἀ­τυ­χής. Ὑ­πο­χω­ροῦ­με καὶ φτά­νουν οἱ Τοῦρ­κοι μέ­χρι τὴ Λά­ρι­σα. Τρί­το πλῆγ­μα, τὸ 1898 ἐγ­κα­θί­στα­ται στὴν χώ­ρα μας ἡ «Τρό­ϊκα» τῆς ἐ­πο­χῆς ἐκείνης. Ἕξι δυ­νά­μεις, με­γά­λες δυ­νά­μεις εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς μπῆ­καν στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἔ­παιρ­ναν διὰ νό­μου ὅ­λα τὰ ἔ­σο­δα ποὺ εἶ­χε τὸ κρά­τος ἀ­πὸ τὰ κρα­τι­κὰ μο­νο­πώ­λια, δη­λα­δὴ σπίρ­τα, τσι­γά­ρα, πε­τρέ­λαι­ο, ἁ­λά­τι, τρα­που­λό­χαρ­τα καὶ τὰ τε­λω­νεῖ­α Πει­ραι­ῶς καὶ Λαυ­ρί­ου τὰ ἤ­λεγ­χαν ξέ­νοι. Ἄ­ρα τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δημόσιο τα­μεῖ­ο ἔ­χα­νε ση­μαν­τι­κὰ ἔ­σο­δα. Αὐ­τὴ ἡ Ἑλ­λά­δα ἡ πτω­χευ­μέ­νη ποὺ εἶ­χε ὑ­πο­στεῖ Δι­ε­θνῆ Οἰ­κο­νο­μι­κὸ Ἔ­λεγ­χο, κα­τόρ­θω­σε σὲ λί­γα χρό­νια νὰ μεγα­λώ­σει τὰ σύ­νο­ρά της (Μα­κε­δο­νι­κὸς Ἀ­γώ­νας) καὶ τὸ 1912-1913 νὰ ἀπελευ­θε­ρώ­σει Ἤ­πει­ρο, Μα­κε­δο­νί­α, Κρή­τη, νη­σιὰ Αἰ­γαί­ου καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Θρά­κης. Για­τί ἡ πτώ­χευ­ση τοῦ 1893 δὲν  ὁ­δή­γη­σε σὲ ἀπαι­σι­ο­δο­ξί­α, σὲ αὐ­τὸ τὸ γκρί­ζο ποὺ βλέ­που­με σή­με­ρα, σὲ κα­τά­θλι­ψη, ἀδιαφο­ρί­α, ἄρ­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα. Για­τί δὲν ὁ­δή­γη­σε ὅ­λο αὐ­τὸ καὶ τό­τε σὲ κα­τά­θλι­ψη; Για­τί ὑ­πῆρ­χαν πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­ξί­ες.
 Νὰ θυ­μί­σω, ὅ­τι τὸ 1896 ἕ­νας τσα­ρου­χο­φό­ρος νε­ρου­λὰς ὀ­νό­μα­τι Σπύ­ρος Λού­ης κερ­δί­ζει τὸ Μα­ρα­θώ­νιο καὶ ἡ Ἑλ­λά­δα ἀ­πο­γει­ώ­νε­ται. Γί­νε­ται παγκοσμί­ως γνω­στή. Χρυ­σὸ στὸ Μα­ρα­θώ­νιο τῶν Ὀ­λυμ­πια­κῶν Ἀ­γώ­νων, τῶν πρώ­των τῆς νε­ώ­τε­ρης ἐ­πο­χῆς. Καὶ ρω­τοῦν τὸ Σπύ­ρο Λού­η «τί βιταμίνες πῆ­ρες;» -δὲν ὑ­πῆρ­χαν τό­τε τὰ ἀ­να­βο­λι­κὰ- «ποι­ὸν εἶ­χες προπονητή;». Καὶ ἀ­παν­τά­ει, «τὸ βρά­δυ πρὸ τοῦ ἀ­γῶ­νος νή­στε­ψα καὶ προσευ­χή­θη­κα στὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Μα­ρα­θῶνα» -ὁ Μα­ρα­θώ­νας ἦ­ταν μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἀ­θή­να, μία­ μέ­ρα δρό­μος- «Νή­στε­ψα καὶ κοι­νώ­νη­σα καὶ προσευχήθη­κα, ὅ­πως λέ­ει ἡ μά­ννα μου. Καὶ ἡ Πα­να­γί­α μοῦ ᾿δω­σε τὸ μετάλλιο».
Δεύ­τε­ρη ση­μαν­τι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α ποὺ εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὴν ἐ­πο­χὴ ἐκείνη, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­θυ­σί­α. Θὰ μοῦ πεῖ­τε, «καὶ σή­με­ρα εἶ­ναι εὔ­κο­λο;». Αὐτοθυ­σί­α εἶ­ναι ἕ­νας γο­νιὸς ποὺ θυ­σιά­ζει τὴ δι­α­σκέ­δα­σή του, γιὰ παράδειγμα, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ κά­τσει νὰ δι­α­βά­σει τὰ παι­διά του. Κι αὐ­τὸ εἶναι αὐτοθυ­σί­α. Τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη ἡ αὐ­το­θυ­σί­α ἐκ­φρά­σθη­κε στὸ πρό­σω­πο ἑνὸς ἥ­ρω­α, τοῦ Παύ­λου Με­λᾶ, ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὰ σα­λό­νια τῶν Ἀ­θη­νῶν γιὰ νὰ θυ­σια­σθεῖ στὴν τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Μα­κε­δο­νί­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν Δήμαρ­χος, ὁ πε­θε­ρὸς του ὁ Δρα­γού­μης πρω­θυ­πουρ­γὸς καὶ ὅ­μως πῆ­γε τρεῖς φο­ρὲς στὶς λά­σπες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας γιὰ νὰ ἀ­φυ­πνί­σει τὸ Γέ­νος.
Τρί­τον. Ἕ­νας Γε­ώρ­γιος Ἀ­βέ­ρωφ ἔ­βα­λε χρή­μα­τα καὶ ἔ­δω­σε τὸ μι­σὸ τοὐλάχιστον κε­φά­λαι­ο γιὰ νά οἰ­κο­δο­μη­θεῖ τὸ θω­ρη­κτὸ Ἀ­βέ­ρωφ τοῦ Βαλκανι­κοῦ πο­λέ­μου, τὸ πλοῖ­ο αὐ­τὸ τὸ με­γά­λο. 
Καὶ τέ­ταρ­το στοι­χεῖ­ο, τὸ κυ­ρι­ώ­τε­ρο: Οἱ Ἕλ­λη­νες τοῦ 1893-1912  εἶ­χαν πί­στη γιὰ τὴ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Τί εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ; Εἶ­ναι ἡ δι­α­χρο­νι­κή του πο­ρεί­α ὅ­πως τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά.. Εἶ­ναι ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι χρω­στοῦ­με στοὺς Ἀρ­χαί­ους καὶ τοὺς Βυ­ζαν­τι­νούς. Ὄ­χι φυ­λε­τι­κά. Πο­τέ!  Ὁ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος τρό­πος ζω­ῆς δὲν σκέ­πτε­ται φυ­λε­τι­κὰ-βι­ο­λο­γι­κά.. Τὸ ἀπορρί­πτου­με αὐ­τό. Πνευ­μα­τι­κὰ καὶ πο­λι­τι­στι­κὰ εἶ­ναι τὰ κρι­τή­ριά μας! Μί­α συ­νέ­χεια τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ στὸν χρό­νο καὶ στὸν χῶ­ρο, μί­α ἑ­νό­τη­τα ἀ­ξι­ῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες.
 Ἡ κρί­ση ὡς ἀ­φύ­πνι­ση καὶ ὁ ρό­λος τῆς Παι­δεί­ας
Μή­πως, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἔ­χου­με πέ­σει στὰ δί­χτυ­α ἑ­νὸς εὐ­δαι­μο­νι­σμοῦ, μὲ τὴ μα­νί­α γιὰ κα­λο­πέ­ρα­ση ποὺ μᾶς δι­δά­σκουν ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ οἱ διαφημί­σεις; Ὅ­σα ἀ­γο­ρά­ζου­με τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἦ­σαν χρή­σι­μα; Δὲν λέ­ω νὰ εἴ­μα­στε μὲ τὸ τριμ­μέ­νο πα­πού­τσι τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου. Προ­φα­νῶς ὄ­χι! Μή­πως ὅ­μως ὑ­περ­χρε­ω­θή­κα­με ὡς ἄ­το­μα καὶ ὡς οἰ­κο­γέ­νει­ες;  Μή­πως καὶ ὡς κρά­τος κά­να­με τὸ ἴ­διο; Μή­πως ὑ­περ­δα­νει­ζό­μα­σταν καὶ γιὰ πολ­λοὺς λό­γους μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα σή­με­ρα νὰ μὴ μπο­ροῦ­με νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πρῶτα δά­νεια καὶ νὰ παίρ­νου­με και­νού­ργια κυ­ρί­ως γιὰ νὰ ξε­πλη­ρώ­σου­με τὰ πα­λιά; Αὐ­τὸ μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση πιὸ πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν. Πιστεύω λοι­πόν, ὅ­πως εἶ­πα καὶ στὴν ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δί­νει με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὴν κρί­ση, δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ξα­να­σκε­φτοῦ­με ποι­οὶ εἴ­μα­στε, ποῦ πᾶ­με, για­τί πᾶ­με καὶ τί λά­θη κά­νου­με. Καὶ  πι­στεύ­ω ὅ­τι στὴ συ­ζή­τη­ση γιὰ τὴν Παιδεί­α ποὺ ἔ­χει ἀρ­χί­σει, δὲν πρέ­πει νὰ μέ­νου­με μό­νο στὸν τρό­πο εἰ­σα­γω­γῆς στὰ Πα­νε­πι­στή­μια ἢ μό­νο στὴ δι­οί­κη­ση. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα «τί ἀν­θρώ­πους δια­πλά­θου­με;». Τὸν homo economicus, τὸν κα­τα­να­λω­τή, τὸν ἄν­θρω­πο πού εἶ­ναι θύ­μα τῆς δι­α­φή­μι­σης, θύ­μα τῶν με­γά­λων τρα­πε­ζῶν, τῶν δα­νεί­ων; Ἢ ἄν­θρω­πο ἀ­νε­ξάρ­τη­το ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει συ­νεί­δη­ση ἠ­θι­κή, ὁ ὁ­ποῖ­ος σέ­βε­ται τὸ πα­ρελ­θόν του, ξέ­ρει τὴν ἱ­στο­ρί­α του; Γι᾿ αὐ­τὸ θέ­λω νὰ ἐλ­πί­ζω πὼς μέ­σα στὴν ὅ­λη κρί­ση, σύγ­κρι­ση, ἐ­πί­κρι­ση ποὺ κά­νου­με χω­ρὶς ὅ­μως ὑ­ποκρι­σί­α, θὰ  κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι τὸ μέλ­λον τοῦ τό­που εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀν­θρω­πι­στι­κή, μί­α παι­δεί­α μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔμ­φα­ση σὲ ἀρ­χὲς καὶ ἀ­ξί­ες, μί­α παι­δεί­α ποὺ θὰ βγά­ζει ἄν­θρω­πο -ἄ­νω θρώ­σκον­τα- σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὶς λατινι­κὲς γλῶσ­σες ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι homo, χῶ­μα, ὕ­λη. Νὰ εἶ­ναι μί­α παι­δεί­α ἡ ὁ­ποί­α δὲν θὰ μᾶς ἀ­πο­κό­ψει οὔ­τε ἀ­πὸ τὴ γλῶσ­σα μας, τὴν ἑ­νια­ία Ἑλ­λη­νι­κή. Για­τί ἀρ­χαί­α, βυ­ζαν­τι­νά, εὐ­αγ­γε­λι­κά, εἶ­ναι μί­α ἡ γλῶσ­σα μας. Δὲν εἶ­ναι ξέ­νη γλῶσ­σα τὰ ἀρ­χαί­α, μί­α εἶ­ναι ἡ γλῶσ­σα μας. Οὔ­τε ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α μας νὰ ἀ­πο­κο­ποῦ­με οὔ­τε ἀ­πὸ τὰ Ὀρ­θό­δο­ξα Θρη­σκευ­τι­κά μας. Ἄλ­λω­στε σήμε­ρα σὲ ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη βλέ­που­με νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­ται μὲ ἔμ­φα­ση ἡ ἀ­νάγ­κη γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀν­θρω­πι­στι­κὴ παι­δεί­α.
Ἂς γί­νει ἡ κρί­ση μί­α εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­βα­πτι­σθοῦ­με στὰ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἰ­δανι­κά μας!
 (Τὸ κεί­με­νο βα­σί­ζε­ται σὲ σχε­τι­κὴ ὁ­μι­λί­α τοῦ συγ­γρα­φέ­ως, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στὸ Ἀ­γρί­νιο, στὴν Πά­τρα, στὴ Λα­μί­α καὶ σὲ πολ­λὲς ἐ­νο­ρί­ες καὶ σω­μα­τεῖ­α τῶν Ἀ­θη­νῶν καὶ τοῦ Πει­ραι­ῶς).
 ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΒ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2012

2 σχόλια:

Αντιοικουμενιστής είπε...

Αγαπητέ κε Χολέβα, δεν γίνεται τις να πατάει εις δύο βάρκας. Ούτε και δύναται τις δυσίν κυρίους δουλεύειν! Δεν γίνεται και τα ευρωπαϊκά αργύρια να ενθυλακώνουμε και να μην υποτασσόμεθα εις τους αφέντες ημών! Επομένως οφείλουμε να επιλέξουμε ή υποταγήν εις τον πάπαν, εις την τρόικαν, διάλυσις του φιλοχρίστου Έθνους ημών χάριν του φεντεραλισμού της ευρωπαϊκής ψευδοενώσεως δια ολίγα ψυχία ευρώ, ή Ελευθερία, Ανεξαρτησία, Ορθοδοξία, Εθνική αυτοσυνειδησία, δραχμή και αλάργαν εκ της ευρωπαϊκής υποδουλώσεως. Άπασαι αι ετέραι λύσεις είναι απατηλές, ψευδείς και ανυπόστατες κε Χολέβα. Η ευρώπη δεν παίζει. Διψά δια αίμα και υποταγήν. Το έχει διδάξει πολλαπλώς και πολυτρόπως η ιστορία. Και σεις γνωρίζετε καλώς την ευρωπαϊκήν ιστορίαν. Έτσι δεν είναι αγαπητέ κε Χολέβα;

γιωργος είπε...

Οπως και να χει το πραμα , ενα πρεπει να πραξουμε.Επιστροφη στις ελληνορθοδοξες αξιες που με αυτες ποτιστηκε αιωνες τωρα το δενδρο του ελληνισμου.Αν μερικα κλαδια ξεραθηκαν και τι μ αυτο; Θα πουμε οτι το δενδρο δεν ειναι καλο; Οχι βεβαια , το κλαδευεις , πετας τα ξερα , τα καις και το δενδρο δυναμωνει.

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com