Εν Πειραιεί 22-3-2013
ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ˙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Γράφει ο πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής
Καλλιπόλεως Πειραιώς
Τι είναι ανάθεμα;
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει
ὅτι ἀνάθεμα λέγεται ἐκεῖνο, πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τῶν
Χριστιανῶν, καί ἀφιερώνεται στόν διάβολο. Κανένας δέν τόλμα νά συναναστραφεῖ
καί νά συγκοινωνήσει μέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί
τήν Ἐκκλησία καί ἔχει γίνει ἀνάθεμα στόν διάβολο, ἀλλά ὅλοι οἱ πιστοί
χωρίζονται ἀπ’αὐτόν[1].
Πρός στήριξη τῆς παραπάνω θέσεως φέρνει ὁ ἅγιος Νικόδημος τήν μαρτυρία τοῦ θείου Χρυσοστόμου[2], ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στό ἀνάθεμα, λέγει: «Τί ἄλλο θέλει νά εἰπῆ τό ἀνάθεμα ὁπού λέγεις, ἄνθρωπε, πάρεξ, ἄς ἀφιερωθῆ οὗτος εἰς τόν διάβολον καί πλέον ἄς μήν ἔχη χώραν σωτηρίας, ἄς γένη ἀποξενωμένος ἀπό τόν Χριστόν». Τό ἀνάθεμα παντελῶς χωρίζει
καί ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό. Ἑρμηνεύοντας, ἐπίσης, ὁ ἱερός
Χρυσόστομος τό 23ο κεφάλαιο
τῶν Πράξεων[3] καί συγκεκριμένα τό χωρίο, ὅπου
λέγεται ὅτι ἀνεθεμάτισαν τόν ἑαυτό τους οἱ τεσσαράκοντα ἐκεῖνοι Ἰουδαῖοι, ἐάν
δέν θανατώσουν τόν Ἀπ. Παῦλο, σημειώνει τά ἑξῆς : «Τί ἐστιν ἀνεθεμάτισαν, ἀντί τοῦ ἔξω
εἶναι τῆς εἰς Θεόν πίστεως εἷπον, εἰμή τό δόξαν κατά Παύλου ποιήσαιεν».
Πρός ἐπικύρωση τῶν θέσεών του ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπικουρεῖται καί ἀπό τόν Ἅγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κων/λεως, ὁ ὁποῖος στόν ἀπολογητικό της Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν του Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[4].
Πρός ἐπικύρωση τῶν θέσεών του ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐπικουρεῖται καί ἀπό τόν Ἅγιο Ταράσιο Πατριάρχη Κων/λεως, ὁ ὁποῖος στόν ἀπολογητικό της Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν του Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[4].
Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος λέγει: «εἰ τίς οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστόν, εἴτω ἀνάθεμα»[5]. Ὅλοι ὅσοι πολιτεύονται ἔξω ἀπό τήν ἀποστολική
διδασκαλία καί παράδοση τοῦ θείου Παύλου, δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο. Καί
ὅλοι ὅσοι δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο αὐτοί εἶναι ἀνάθεμα, δηλαδή
χωρισμένοι ἀπό τόν Κύριο. Καί ὁ Θεοδώρητος λέει: «Ἀς εἶναι χωρισμένος ἀπό τό κοινόν
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος χριστιανός δέν ἔχει θερμήν ἀγάπην εἰς τόν
δεσπότην Χριστόν»[6].
Ὁ ὅρος «ἀνάθεμα» ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπόστολο
Παῦλο καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐαγγελίζονται ἔξω
ἀπό τά παραδεδομένα: «ἀλλά καί
ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα
ἔστω»[7].
Όπως ευστόχως επισημαίνει ο αγωνιστής και
ομολογητής Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, «τα
αναθέματα εν τη Εκκλησία δεν αποτελούν εκφράσεις οργής ή κατάρας ή ύβρεως, αλλά
πανηγυρικάς διακηρύξεις, ότι οι συγκεκριμένοι δεν ανήκουν στο σώμα της
Εκκλησίας και ο λαός του Θεού καλείται να επιτείνει την προσοχή του εις αυτό
και να μην συμφύρεται μετά των αναθεματιζομένων, διά να μην απολέση την υγιαίνουσα
διδασκαλία, άνευ της οποίας δεν υφίσταται σωτηρία. Επομένως, τα αναθέματα
αποτελούν ειδικότερα στην σημερινή εποχή της ομογενοποιήσεως και του
συγκρητισμού, έξοχο αμυντικό μηχανισμό και παιδαγωγικό τρόπο διά την
διασφάλιση της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και αληθείας…»[8].Σύμφωνα
δε με τον ομότιμο καθηγητή της Πατρολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π.
Θεόδωρο Ζήση, τα αναθέματα αποτελούν ποιμαντικό μέτρο αγάπης[9].
Οι άγιοι Πατέρες, όταν στις Συνόδους αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς, δεν το
έκαμαν από μίσος προς αυτούς, αλλά με πόνο ψυχής απέκοπταν αυτούς «ως ανιάτως νοσήσαντας», από το
Σώμα της Εκκλησίας, όπως ακριβώς ο χειρουργός αποκόπτει το σεσηπώς και νεκρό
μέλος του σώματος, για να μην μεταδοθεί η σήψις και στο υπόλοιπον σώμα.
Ἀνάθεμα, λοιπόν, ἔχουμε κυρίως, ὅταν ὑπάρχει
αἵρεση. Μερικοί, ὅμως, νομίζουν ὅτι τά ἀναθέματα εἶναι κάποιες ἁπλές κουβέντες.
Δέν εἶναι ἔτσι. Ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἀποκοπή μέ δυσμενεῖς ἐκφράσεις
ἀπό τό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς
θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί γι’αὐτόν ἀκριβῶς
τόν λόγο καταδικάζεται καί ἀναθεματίζεται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.
Πολλές φορές, ὅταν λέγονται αὐτά τά
πράγματα, ἀλλά καί ὅταν διαβάζονται – ἄν διαβάζονται – τά ἀναθέματα τήν Κυριακή
της Ὀρθοδοξίας, οἱ πιό αὐθόρμητοι σοκάρονται καί λένε : «Ε, τώρα, ποῦ ζοῦμε; Στόν Μεσαίωνα;
Μιλᾶμε γιά ἀναθεματισμούς καί ἀφορισμούς; Αὐτά δέν εἶναι πράγματα, πού ἁρμόζουν
στήν Ἐκκλησία». Αὐτή ἡ νοοτροπία ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ὅτι ἡ
Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς μόνο σιρόπια, λουκούμια καί γλυκίσματα. Αὐτοί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι
εἶναι ἄγευστοι. Δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι
αὐτό τό Σῶμα εἶναι ἀγαπητικό. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»[10],
τότε ἡ ἔλλειψη ἀγάπης σημαίνει τήν ἀποστασιοποίηση. Γιατί, ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ
πολύ κάτι, ἔρχεται σέ ἀγαπητική σχέση μ’αὐτό. Ὅταν, ὅμως, ἀποστασιοποιεῖται, ὄχι
μόνο περιστασιακῶς, ἀλλά καί θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, μ’ἕνα
θεσμικό τρόπο, αὐτό, πού ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, ὅταν λέει σέ κάποιον «ἀνάθεμα»,
οὐσιαστικά τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τήν ληξιαρχική πράξη, τήν πιστοποίηση αὐτοῦ
τοῦ γεγονότος, πού ἔχει ὑποστεῖ. Αὐτό, ὅμως, σήμερα δέν γίνεται κατανοητό, ἀκόμη
καί ἀπό τά ὑψηλά κλιμάκια. Καί δέν γίνεται κατανοητό, ἐπειδή δέν βιώνεται. Δέν
βιώνεται, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς καθαρότητος, τήν ὁποία οἱ πολλοί ὑστεροῦνται.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα. Ὅταν ὁ πιστός ἔχει καθαρότητα,
τότε ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκφράζει.
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως βιωματικῆς ἐμπειρίας φθάνουμε στό σημεῖο νά
λέγεται ὅτι «τά ἀναθέματα καί
οἱ ἀφορισμοί δέν ἰσχύουν σήμερα. Θά τ’ἀλλάξουμε. Ζοῦμε σέ ἄλλη ἐποχή». Ὁ ἄνθρωπος,
ὅμως, παραμένει πάντα ὁ ἴδιος καί ἀλλοίμονο ἄν δέν ἦταν ἔτσι. Ὁ Χριστός μία
φορά ἐκπλήρωσε τό μέγα της εὐσεβείας μυστήριον γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν
ἐποχῶν. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς
τούς αιώνας»[11].
Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητική σχέση, τότε ὑπάρχει
ὁ ἀφορισμός, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν προϋπάρχουσα κατάσταση.
Ὀλ’αὐτά, τά ὁποία σήμερα ἠχοῦν
φονταμενταλιστικά, γιά τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖα, τά ὁποῖα
συμπυκνώνουν τήν ἀγάπη. Εἶναι τέτοια, ὥστε νά ὁριοθετοῦν καί νά σημειώνουν ὅτι ἡ
ἀγαπητική σχέση μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον ἤ
τό τριτεῦον, ἀλλά εἶναι τό οὐσιῶδες συστατικό της. Αὐτά τά πράγματα τά ἐξέφρασε
ἡ Ἐκκλησία μέ τόν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νά ἐκφράσσει τήν ἀκοινωνησία, μέ
τήν ὁποία δίνει τήν ληξιαρχική πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπό πλευρᾶς ἀγαπητικῆς.
Αὐτό τό Σῶμα, μέσα στό ὁποῖο ἀνήκουμε καί θεολογοῦμε εἶναι μυστηριακό μέν, ἀγαπητικό
δέ. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση καί αὐτός ὁ ἀγαπητικός πόθος, πού νά ἐκφράζεται
καί στήν πράξη, τότε διαψεύδεται.
Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας
Σκοπός της καθιερώσεως της εορτής της
Κυριακής της Ορθοδοξίας από τους τότε ομολογητές επισκόπους και μοναχούς, όπως
μας λέει το Συναξάρι της εορτής[12], ήταν το να
ανακηρυχθούν ονομαστικά και να επαινεθούν οι ευσεβείς και ορθόδοξοι, ενώ
αντιθέτως οι ασεβείς και κακόδοξοι να κατακριθούν και να αναθεματιστούν
ονομαστικά, όχι βεβαίως από κακία, εμπάθεια και μίσος εναντίον των αιρετικών,
αλλά από παιδαγωγική και ποιμαντική φροντίδα και αγάπη, ώστε οι μεν αιρετικοί
ελεγχόμενοι να μετανοήσουν και να αποκηρύξουν την πλάνη, να προφυλαχθούν δε
κυρίως οι υπόλοιποι πιστοί από το να ακολουθήσουν την πλάνη. Οι Πατέρες και οι
Άγιοι είχαν πραγματική και ειλικρινή αγάπη, και όχι την ψευτοειρήνη και την
ψευτοαγάπη των σημερινών υποκριτών, που ενοχλούνται από τα αναθέματα και
παρουσιάζονται έτσι καλύτεροι των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, οι
οποίοι από αγάπη ελέγχουν και παιδαγωγούν[13].
Τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας γράφτηκε γιά
πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου
μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας καί περιελάμβανε ἀναθέματα
γιά ὅλους τούς αἱρετικούς ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰῶ. καί μετά ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους
κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία
ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰῶ.
νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν
τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ και Ακινδύνου», μέ τά ὁποία ἀναθεματίζεται, στά
πρόσωπα τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καί τοῦ Γρηγορίου Ακινδύνου, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι τό Συνοδικό τῆς Όρθοδοξίας εἷναι ἀναπροσαρμοζόμενο
καί ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά κατηγορήσουμε τούς ἁγίους Πατέρες ὅτι δῆθεν εἶναι
πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία, δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ συνήθης ἐκκλησιαστική
τακτική προτείνεται νά ἀκολουθεῖται, ὅταν
τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας συνίσταται νά ἐκφωνοῦνται ὄχι μόνο τά παλαιά ἀναθέματα,
ἀλλά προαιρετικῶς καί τά νέα ἀναθέματα ἐναντίον τοῦ Σιωνισμοῦ, τοῦ
Μουσουλμανισμοῦ, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ, τοῦ
Λουθηροκαλβινισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα Ρώμης, τοῦ
Νεοβαρλααμισμοῦ, τοῦ Ἰεχωβισμοῦ, τοῦ Χιλιασμοῦ, τοῦ Πεντηκοστιανισμοῦ, τῆς
μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς, και συναφειακῆς αἱρέσεως καί τοῦ διαχριστιανικοῦ
καί διαθρησκειακού Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως πολύ σοφά, ἄριστα καί θεόπνευστα ἔπραξε
πέρισυ τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας 2012 ὁ ἀγωνιστής καί ὁμολογητής Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς
κ.κ. Σεραφείμ. Ἤ μήπως ἀγνοεῖται τό γεγονός ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις
εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό συνόδους καί ἀπό ἁγίους Πατέρες[14];
Ἐξάλλου καί τό ἴδιο τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ κάποιο σημεῖο˙«ὅλοις
τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα!»[15], ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί
στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ΄αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν
καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων. Ἡ ἀνωτέρω τακτική δέν ἀποτελεῖ οὔτε
πρωτοτυπία, οὔτε καινοτομία, οὔτε πρόταξη τοῦ εγώ ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας,
ἀλλά ἁπλῶς ταπεινή ἀκολουθία τῆς συνήθους ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς, καί τήρηση τῆς
τάξεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι
καί τῆς σήμερον. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος της ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων
εἶναι διφυής, διττός : Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη
ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις, παλαιές καί νέες, οἱ ὁποῖες
στερροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, δέν πρέπει νά σπεύσουν νά ἐκτοξεύσουν
μομφές καί κατηγορίες οἱ σχεδόν ἀμετανόητοι Οἰκουμενιστές, πού, μέ τήν Χάριν τοῦ
Θεοῦ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, ἐπιδεικνύεται ἐπαγρύπνηση καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον
γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνονται οἱ λύκοι νά καταφᾶνε καί νά κατασπαράξουν τά
πρόβατα.
Ἀντιθέτως, οἱ σχεδόν αμετανόητοι Οἰκουμενιστές
πρέπει νά κατηγοροῦνται, ἐπειδή ἀφήνουν τά πρόβατα νά γίνονται βορά στά στόματα
τῶν λύκων τῶν βαρέων[16], τῶν ποικίλων αἱρετικῶν, καί αὐτοί
κουβαλοῦν στούς ὠμούς τους ἀπό πέρισυ τό ἀνάθεμα γιά τόν διαχριστιανικό καί
διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό. Τά δικά τους ἀναθέματα εἶναι ἄκυρα, διότι δέν
συμφωνοῦν μέ τόν Θεό. Η ποιμαντική και παιδαγωγική ορθότητα των μέτρων της
Εκκλησίας φαίνεται και εκ του ότι οι Οικουμενιστές δεν αντέχουν την δύναμη των
αναθεμάτων, δεν αντέχουν, ελεγχόμενοι, την αντιαιρετική και επικριτική
διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, δεν αντέχουν καν την έννοια της αιρέσεως. Γι’αυτό
και κατήργησαν την ανάγνωση
των αναθεμάτων συνοδικώς από το 2005, γιατί νιώθουν πως
αυτοαναθεματίζονται. Γι’αυτό παραμερίζουν με την μεταπατερική, νεοπατερική και
συναφειακή αίρεσητους Αγίους Πατέρες, που καταγγέλλουν ονομαστικά και
αποκαλύπτουν τους αιρετικούς. Γι’αυτό και κατήργησαν την έννοια της αιρέσεως,
δεχόμενοι ως «ισότιμες, ισάξιες και αδελφές εκκλησίες» τις σύγχρονες μεγάλες
αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά και την
παλαιά, αρχαία αίρεση του Μονοφυσιτισμού[17].
Η άρση των αναθεμάτων
Από πλευράς των σχεδόν αμετανοήτων
Οικουμενιστών γίνεται πολύς λόγος για την άρση των αναθεμάτων «διά συνοδικής αποφάσεως εν
έτει 1965» στα Ιεροσόλυμα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα και τον
Πάπα Παύλο τον Στ΄. Παραβλέπουν,
όμως, το γεγονός ότι τα αναθέματα ήρθησαν με συνοδική απόφαση τοπικής συνόδου
του Οικουμενικού Πατριαρχείου και όχι από Πανορθόδοξη Σύνοδο, δηλ. τα αναθέματα
ήρθησαν μονομερώς, διότι η άρσις αυτή δεν ήταν έκφραση βουλήσεως όλων των
Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πολύ περισσότερο δεν ήταν έκφραση
βουλήσεως των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων των Πατριαρχείων και
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως βέβαια θα έπρεπε για ένα τόσο μεγάλο γεγονός. Αλλά,
και αυτή ακόμη η βούληση των Ιεραρχιών των κατά τόπους Συνόδων δεν είναι αυθαίρετη.
Θα έπρεπε οι Ιεραρχίες των Εκκλησιών, πριν πάρουν μια τέτοια απόφαση, να
εξετάσουν, εάν ήρθησαν τα αίτια, που
οδήγησαν στην επί
εννέα
αιώνες, από τον 11ο μέχρι
τον 20ο , επιβολή των
αναθεμάτων. Διότι τα αναθέματα
τότε μόνο αίρονται, όταν αίρονται τα αίτια, δηλαδή όταν οι αιρετικοί αποκηρύξουν
τις αιρετικές τους διδασκαλίες και επανέλθουν στην Ορθόδοξο πίστη. Ποιός ἐξουσιοδότησε
τόν Οικουμενικό Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα;
Ποιά πανορθόδοξη σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Βεβαίως καμμία.
Επομένως, τα αναθέματα ήρθησαν αντικανονικώς[18]. Και είναι
απορίας, αλλά καί δακρύων άξιον πώς οι σχεδόν αμετανόητοι Οικουμενιστές
επικαλούνται την άρση των αναθεμάτων, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος «Ὅτι
δέν πρέπει νά ἀναθεματίζη τινάς κανένα ζωντανόν ἡ ἀποθανόντα», τ. 5.
[3] Τοῦ ἰδίου, τ. 4, σ. 880.3.
[4] Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.
[5] Α΄ Κορ. 16, 22.
[6] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία
εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη
1989,
σ. 697.
[7] Γαλ. 1, 8. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη
1990, σσ. 248-249.
[8] http://www.impantokratoros.gr/64EFF01C.el.aspx
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος
2012) 3-6.
[10] Ρωμ. 5, 5.
[11] Εβρ. 13, 8.
[12] Τριώδιον, εκδ. «Φως
Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 618.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η
Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία
ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 3-4.
[14] ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΗΜΑΤΗΣ, «Είναι αἵρεση ὁ Παπισμός; Τι λένε Οἰκουμενικές
Σύνοδοι και Πατέρες», Θεοδρομία
Θ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος
2007) 233-
284.
[15] Τριώδιον, εκδ. «Φως
Χ.Ε.Ε.Ν.», Αθήνα 2010, σ. 628.
[16] Πράξ. 20, 29.
[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στον Πειραιά γιορτάσθηκε αυθεντικά η
Κυριακή της Ορθοδοξίας», Θεοδρομία
ΙΔ1 (Ιανουάριος-
Μάρτιος 2012) 5.
[18]ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ἱστορική
ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ό αἰώνα», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική
καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ.
Ι. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 55-64.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου