«Ένα
βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια
στη ζεστή αγκαλιά της». (Ανθολόγιο Ε’-Στ’ Δημοτικού, σελ. 85).
Βεβαίως,
όσοι τουλάχιστον είμαστε πάνω από τα σαράντα και «προλάβαμε» εκείνες τις
ολοζωής μαυροντυμένες γριούλες, τις μανάδες ή τις κυρούλες των περισσοτέρων από
μας, που ανάβανε-ακούραστες-τα καντήλια στα ταπεινά ξωκλήσια και στα
ερημομονάστηρα της Ελλάδας, αυτήν την εικόνα φυλάξαμε στην μνήμη μας: Να μας
νανουρίζουν, καπνίζοντας μαύρα πούρα, από την Κούβα, γιατί δεν καταδέχονταν τα
παρακατιανά...
«-Μπορεί
η γερόντισσα που πέθανε να πήγε στην Κόλαση.
-Λες;
Η Κλάρα έγνεψε με το κεφάλι της.
-Το
δίχως άλλο θα πήγε στην Κόλαση, γιατί μάλωνε όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας.
Κι επειδή πρέπει να πάει στην Κόλαση, κλαίνε όλες οι φίλες της. Έτσι θα είναι.
Κι εγώ αυτό το νομίζω πολύ σωστό. Και όταν έκανα να ρωτήσω, αν οι διάβολοι θα
ψήσουν στην Κόλαση τη γριά, μας είπε χαμηλόφωνα ο πατέρας:
-Σιωπή!
Πολλά λέτε!»(Ανθολόγιο, Ε’-Στ’ Δημοτικού, σελ. 134). Ούτε το «φοβερόν
μυστήριον» του θανάτου δεν σέβονται οι «καντιποτένιοι», που αποφασίζουν το τι
θα διδάσκονται τα παιδιά του προδομένου λαού μας. Και υποτίθεται ότι στο
«Ανθολόγιο», το λέει και η λέξη, βάζεις τα άνθη της λογοτεχνίας, ό,τι καλύτερο
ιστόρησε ο κάλαμος των μαϊστόρων του λόγου, το ακροθίνιον.
Γιαγιάδες
με πούρα, που ψήνονται στην κόλαση, «διαβόλια και τριβόλια», μαγαρισιές και
δαιμονολογίες, τι δουλειά έχουν με 11χρονα παιδιά;
Στο
παλιό «Ανθολόγιο-προ του 2006-εξαιρετικό και όντως ανθο-λογία (η λέξη «λογία»,
στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει συλλογή, έρανο... «περί δε της λογίας...»,
γράφει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, Α’ επ., στο 16,1), διδάσκαμε
κείμενα με ιθαγένεια και οσμήν ευωδίας πνευματική. Κόντογλου (Βασίλειος ο
Μακεδών), Ναταλία Μελά (για τον αετό της Μακεδονίας, Παύλο), Βενέζης, Πετσάλης
(για τον Ρήγα), Βαλαωρίτης, Μόντης, Πηνελόπη Δέλτα («τα μυστικά του Βάλτου),
Ελύτης, Μυριβήλης, Ψαθάς, «του νεκρού αδελφού», «ο Διγενής», «της Άρτας το
γιοφύρι». Όλα τα πέταξαν, διότι τα κρυμμένα στα κελάρια του πατρογονικού μας
σπιτιού, καλούδια της ρωμαίικης παράδοσης, εξαίσια και άφθονα, οι ιθύνοντες τα
βλέπουν με φθόνο και όχι «α-φθόνως». (Να προσεχθεί η στάση του πατέρα στο
προαναφερθέν κείμενο). «Τα μάτια του Χριστού ήταν γλυκά. Τα μάτια του γατιού
ήταν γλυκά. Ο Χριστός και ο δράκος». (σελ. 166). Ένα Κινεζάκι, ο Τα Κι Κο,
«γιορτάζει» τα Χριστούγεννα στην Ευρώπη (μάλλον στην Ελλάδα). Την ημέρα της
γιορτής, επειδή «ο αξιότιμος κύριος Χριστός δεν φαινόταν πουθενά», του έδωσαν
μία εικόνα του Χριστού. Την πήρε στο δωμάτιό του, ζωγράφισε έναν κινέζικο
δράκο, μάζεψε κι ένα γατί, που ήταν στο παράθυρό του και ξεκινά η βλάσφημη
σύγκριση. Τα μάτια «του αξιότιμου κυρίου Χριστού» με «τα μάτια του γατιού». (Ο
εισαγγελέας καλώς άσκησε ποινική δίωξη στην βλάσφημη συμμορία του «Coprus
Christi». Mε την κατ’ εξακολούθησιν όμως βλασφημία που «εγκαταβιώνει» στα
σχολικά βιβλία και δηλητηριάζει αθώες παιδικές ψυχές, τι θα γίνει; Ως πότε θα
ανεχόμαστε την Πνευματική Γενοκτονία»;).
«Συνθέστε
και σεις ένα νανούρισμα για χταπόδια» (Ανθολόγιο Γ’-Δ’ Δημοτικού, σελ. 22). Εδώ
ξεπερνάμε την ανοησία και αγγίζουμε τα όρια της σχιζοφρένειας. Στην παγκόσμιο
λογοτεχνία ουδείς νανούρισε χταπόδια, σουπιές, καλαμαράκια και λοιπά μαλάκια.
Ερώτηση:
Γιατί δεν ζήτησαν, από τους εμβρόντητους μαθητές, να βρουν ένα παραδοσιακό
νανούρισμα, από τα εξοχότερα δείγματα της δημοτικής μας ποίησης-«το
τελεσφορώτατον όργανον της Εθνικής αγωγής, η εκτρέφουσα και συντηρούσα το
εθνικόν φρόνημα», όπως γράφει ο μεγάλος μας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στον
πρόλογο του βιβλίου του «Δημοτικά Τραγούδια»;
Η
απάντηση είναι απλή: αν κόψεις τις ρίζες (την Παράδοση) τα κλαδιά ξεραίνονται
και οι καρποί σαπίζουν και γίνονται «οι πολιτείες λημέρια των ακαθάρτων και
ταμπούρια των κιοτήδων». (Παλαμάς).
Στα
παλιά Ανθολόγια υπήρχε ένα νανούρισμα, που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, οι παλιές,
«οι καθυστερημένες» και όχι οι ψιμυθιωμένες, οι προοοδευμένες «εσχατόγριες» των
ημερών μας, που θέλουν να τις προσφωνούν με τα «μικρά» τους ονόματα-μην τις
θυμηθεί ο Χάρος-και «νανουρίζονται» με τον Σουλεϊμάν…
«Κοιμήσου
συ, μωράκι μου, σε κούνια καρυδένια
Σε
ρουχαλάκια κεντητά και μαργαριταρένια
Έλα,
Χριστέ και Παναγιά, και παρ’ το στους μπαξέδες
Και
γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες.
Κοιμήσου
συ, παιδάκι μου, κι η μοίρα σου δουλεύει
Και
το καλό σου ριζικό, σου κουβαλεί και φέρνει
Κοιμάται
νιο, κοιμάται νιο, κοιμάται νιο φεγγάρι
Κοιμάται
το παιδάκι μου στ’ άσπρο το μαξιλάρι.
Ο
ύπνος τρέφει τα παιδιά κι η γεια τα μεγαλώνει
Και
η Κυρά η Παναγιά τα καλοξημερώνει».
Θα
άφηναν οι «γραικύλοι της σήμερον» τραγούδι-νανούρισμα που μιλά για τον Χριστό
και την Παναγιά; Πλήττεται η πολυπολιτισμικότητά τους και δεν προσιδιάζει με
τις αρχές του Ολυμπισμού, για να θυμηθούμε και την αβάσταχτη θερινή ελαφρότητα.
Τέλος
πάντων. Να μην συνεχίσω, γιατί μαυρίζει η ψυχή μας. Το ερώτημα που συνεχώς
εγείρεται είναι «τι κάνετε εσείς οι δάσκαλοι;». Σωστό. Δάσκαλος με στοιχειώδη
πνευματική εντιμότητα δεν διδάσκει τέτοια ρυπαρογραφήματα. Φοβάμαι όμως, τώρα
που έρχεται η αξιολόγηση από διευθυντή και σχολικό σύμβουλο-πλην λαμπρών
εξαιρέσεων, οι περισσότεροι είναι φερέφωνα της κυρίαρχης, νεοταξικής
ιδεολογίας-οι δάσκαλοι θα συμμορφώνονται με τις άνωθεν οδηγίες και υποδείξεις,
θα αυτολογοκρίνονται ή θα σιωπούν. Θα δεχόμουν ευχαρίστως την αξιολόγηση, αλλά
πρέπει πρώτα να αξιολογηθεί και να κατεδαφιστεί το κράτος της ανομίας και της
αναξιοκρατίας που μολύνει και την Παιδεία. Δεν δέχομαι καμμιά αξιολόγηση, γιατί
τώρα αξιολογώ εγώ- ο λαός- το υπουργείο και εισηγούμαι την απόλυση όλων των
ανίκανων που διέλυσαν τα σχολεία.
Και
για να κατανοήσουμε και εμείς οι δάσκαλοι του καινού (ή κενού) σχολείου, που
ευαγγελιζόταν η πρώην «δελφίνα» του ΠΑΣΟΚ, τι σημαίνει δάσκαλος, με τόλμη και
αρετή, που θυσίαζε, όχι μισθούς και δώρα, αλλά την ίδια του τη ζωή για την
πατρίδα, παραπέμπω σε μια «δασκαλίτσα» του Μακεδονικού Αγώνα: την Αγγελική
Φιλιππίδου. Το 1906 οι Κομιτατζήδες επιτίθενται στο χωριό Κλεπούσνα των Σερρών,
στο οποίο υπηρετεί η Αγγελική και ο σύζυγός της, ως δάσκαλοι. Πολιορκούν και το
σπίτι τους. Οι δύο σύζυγοι αμύνονται. Η Αγγελική τραυματίζεται στο γόνατο.
Αφήνω τον λόγο στην Αθηνά Τζινίκου-Κακούλη, στο βιβλίο της «Η Μακεδόνισσα στο
θρύλο και την ιστορία» (σελ. 336).
«Έδωσε
ο Θεός τη μέρα κι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Κλεπούσνα. Όταν έφτασε ο
Πρόξενος Σερρών Σαχτούρης, η Αγγελική παρά τους πόνους παρακάλεσε να μη
μεταφερθεί απ’ ευθείας στο νοσοκομείο Σερρών, αλλά να την τοποθετήσουν σε
φορείο και να σταματούν στην πλατεία κάθε χωριού, να συγκεντρώνονται οι
κάτοικοι και να τους μιλά. Οι χωρικοί τη φορτώθηκαν και κίνησαν να τη σώσουν.
Το αίμα της στην τραγική εκείνη πορεία σταγόνα σταγόνα έβαφε την μακεδονική γη
και γίνονταν αρραβώνας με τη λευτεριά… Πέρασαν έτσι πολλά χωριά. Οι άνθρωποι
ξεμύτιζαν τρομαγμένοι από τα σπίτια τους να δούνε τι συμβαίνει. Κι άκουγαν από
το στόμα της ηρωίδας να τους λέει με όση δύναμη της έμενε, πως αισθάνεται
ευτυχής, που προσφέρει το αίμα της για την πατρίδα και να τους καλεί όλους,
άντρες, γυναίκες, γέρους και παιδιά, να πάρουν όπλα, τσεκούρια και πέτρες και
να εγερθούν κατά των Κομιτατζήδων.
Στις
Σέρρες τα πλήθη συνέρρεαν στο νοσοκομείο και μ’ ευλάβεια της ασπάζονταν το
χέρι, που όλο και πάγωνε, καθώς ο Αρχάγγελος κοντοζύγωνε. Έπειτα τη μετέφεραν
στο νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Οι προσπάθειες των γιατρών δεν μπόρεσαν ν’
αποτρέψουν το μοιραίο. Εκεί η ηρωίδα άφησε την τελευταία της πνοή με το όραμα
της λευτεριάς στα βασιλεμένα της μάτια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου