ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΛΟΥΚΑ (Λουκᾶ ΙΣΤ´,
19–31)
«ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ ΗΝ
ΠΛΟΥΣΙΟΣ»
Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ
Λαζάρου καὶ τῶν παθημάτων των φανερώνει ὅτι ὁ Κύριος ὄχι μόνον προτρέπει καὶ
συμβουλεύει νὰ ἀπέχουν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν τρυφήν, ἀλλὰ καὶ βασανίζει ἐκεῖνον,
ποὺ ζῆ εἰς τὴν τρυφὴν καὶ τὸν τιμωρεῖ.
Ὁ μὲν Τερτυλλιανὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Εἰρηναῖος
Λουγδούνων, Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων καὶ Γρηγόριος ὁ Ρώμης, ὁ καλούμενος Διάλογος καὶ
ἄλλοι ἱστορίαν ἐνόμισαν τὴν ἀνω τέρω διήγησιν τοῦ Εὐαγγελίου· ὁ δὲ θεῖος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἐν ἁγίοις Ἀλεξανδρείας Κύριλλος καὶ ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος
καὶ ἄλλοι παραβολὴν τὴν ἰδίαν διήγησιν ἀνεκήρυξαν.
Τὴν ἀπορίαν αὐτήν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ
διδάσκαλος τοῦ Γένους, Νικηφόρος Θεοτόκης, ἔλυσαν τὰ ἀναφανέντα παλαιὰ
χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς τὰ ὁποῖα πρὸ τοῦ «ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος» ὑπάρχουν
αὐτὰ τὰ λόγια· «Εἶπε δὲ καὶ ἑτέραν παραβολήν. Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος κ.λπ.».
Ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ἑρμηνευταὶ τῆς Ἁγίας
Γραφῆς Π. Τρεμπέλας καὶ Ἰ. Κολιτσάρας δέχονται ὡς παραβολὴν τὴν περικοπὴν αὐτήν.
Ὁ δὲ ἱερὸς Θεοφύλακτος τονίζει σχετικῶς τὰ ἑξῆς: «Τοῖς προειρημένοις ἀκόλουθα εἶναι
ταῦτα· διότι ἐδίδαξε παραπάνω πῶς νὰ οἰκονομῶ μεν καλῶς τὸν πλοῦτον, πρεπόντως
σμίγει καὶ ταύτην τὴν παραβολήν, ἡ ὁποία δηλοῖ τὰ ὅμοια μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ
πλουσίου. Διότι παραβολὴ εἶναι καὶ τοῦτο, καὶ ὄχι καθὼς λογιάζουν τινὲς ὅτι εἶναι
πρᾶγμα ὅπου ἔγινε· διότι ἀκόμη οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπήλαυσαν τὰ ἀγαθά, οὔτε οἱ ἁμαρτωλοὶ
τὰς κολάσεις…
Τὸν μὲν πλούσιον χωρὶς ὄνομα τὸν ἔβαλε εἰς τὴν
παραβολήν, ὡσὰν ὁποῦ μήτε εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζηται παρὰ Θεοῦ, καθὼς τὸ λέγει καὶ
διὰ τοῦ Προφήτου, οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου (Ψαλμ. ιε´, Δανιὴλ ιβ´).
Τὸν δὲ πτωχὸν τὸν λέγει ἐξ ὀνόματος, διότι τὰ
ὀνόματα τῶν δικαίων γράφονται ἐν Βίβλῳ Ζωῆς. Εἶναι δὲ λόγος, καθὼς διαλαμβάνει ἡ
παράδοσις τῶν Ἑβραίων, ὅτι εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτο κάποιος Λάζαρος πολὺ πτωχὸς
εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ καὶ ἄρρωστος δυνατά, διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν ὅτι τοῦ ἐνεθυμήθη
ὁ Κύριος εἰς τὴν παραβολὴν ὡς φανερὸν καὶ γνώριμον». Σκοπὸς δὲ τῆς παραβολῆς εἶναι
ἡ παράστασις τῆς καταδίκης τῶν ἀσπλάγχνων καὶ φιληδόνων πλουσίων καὶ τῆς δόξης ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι καρτερικῶς ὑποφέρουν τὴν πτωχείαν καὶ τὴν ἀσθένειαν.
Ὅποιος μετὰ πίστεως καὶ εὐλαβείας ἀκούει αὐτὴν
τὴν οὐράνιον διδασκαλίαν, ἐὰν μὲν εἶναι πλούσιος γίνεται ἐγκρατὴς καὶ ἐλεήμων, ἐὰν
δὲ πτωχὸς καὶ ἀσθενής, γίνεται ἀνδρεῖος καὶ ὐπομονετικός.
Ὅπως ἐξηγεῖ «ὁ τὰ θεῖα σαφῶν» Ἱερὸς
Χρυσόστομος. «Γιὰ ποιὸν λόγον μιλοῦσε ὁ Κύριος μὲ παραβολὲς καὶ γιατὶ ἄλλες
παραβολὲς τὶς ἐξηγοῦσε κι ἄλλες ὄχι καὶ τί εἶναι ἡ παραβολὴ καὶ τὰ παρόμοια, σὲ
ἄλλη περίσταση θὰ ἐξετάσωμε… τοῦτο μόνο θὰ σᾶς πῶ. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς
μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστὸς διηγήθη αὐτὴν τὴν παραβολήν. Εἶναι λοιπὸν ὁ Λουκᾶς
μόνον.
Εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ γνωρίζωμεν αὐτό· ἀπὸ ὅσα εἶπε
ὁ Χριστὸς ἄλλα τὰ διηγήθησαν καὶ οἱ τέσσερεις καὶ καθένας χωριστὰ διηγήθη ὅ,τι ἄκουσε
ἰδιαιτέρως. Γιὰ ποιὸ λόγο;
Γιὰ νὰ γίνη ἀπαραίτητη καὶ ἡ ἀνάγνωσι τῶν ἄλλων
καὶ νὰ παρουσιασθῆ ἡ ἐξαίρετη συμφωνία. Ἂν μᾶς τὰ εἶχαν ἐξηγήσει ὅλοι τους ὅλα,
δὲν θὰ προσέχαμε εἰς ὅλους μὲ τὴν ἴδια προθυμία· θὰ ἔφθανε ὁ ἕνας νὰ μᾶς δώση τὸ
σύνολο. Ἂν πάλι τὰ ἔλεγε ὁ καθένας διαφορετικά, δὲν θὰ παρουσιάζετο ἡ ἐξαίρετη
συμφωνία. Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ πολλὰ ἔγραψαν καὶ χωριστὰ πάλι ὁ καθένας
ἄλλα».
Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ρῶσος Καθηγητὴς
π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, ἀπέκρουσε ὅλες τὶς προσπάθειες πρὸς δημιουργία, ἕως τῶν
τεσσάρων διαφορετικῶν Εὐαγγελίων, ἑνὸς μοναδικοῦ συνθέτου Εὐαγγελίου, ἀρνήθη
δηλ. νὰ μετασχηματίση τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια εἰς ἕνα. Διὰ τεσσάρων, παρὰ τὰς
δυσχερείας, ποὺ ἐμφανίζονται «στὶς ἀντιθέσεις τῶν Εὐαγγελι στῶν» (μὲ τὰς ὁποὶας
ἐπάλαιε ὁ Αὐγουστῖνος). Τὰ τέσσαρα αὐτὰ Εὐαγγέλια ἐξησφάλισαν κατὰ τρόπο ἐπαρκῆ
τὴν ἑνότητα τοῦ μηνύματος, καὶ ἴσως σὲ μιὰ πιὸ συγκεκριμένη μορφὴ ἀπὸ ὁποιαδήποτε
ἄλλη, ποὺ ἕνα συμπίλημα, θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη» (Ἄρθρον «Ἑρμηνεία καὶ Ἀποκάλυψις»).
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ αὐ τὴ μᾶς λέγει τοῦτο,
τονίζει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.Ἧτο κάποιος πλούσιος καὶ ζοῦσε μέσα σὲ πολλὴ κακία.
Δὲν εἶχε δοκιμάσει καμμία συμφορὰ καὶ τὰ ἀγαθά του κυλοῦσαν, σὰν ἀπὸ πηγές. Ὅτι
δὲν τοῦ συνέβαινε τίποτε δυσάρεστο οὔτε λύπη οὔτε δυσκολία, τὸ ἐξυπονοεῖ ἡ
φράσις «ηὐφραίνετο καθ᾽ ἡμέραν» διασκέδαζε καθημερινά. Ὅτι ζοῦσε μέσα σὲ κακία,
φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος του καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατον, ἀπὸ τὴν περιφρόνησι, ποὺ ἔδειχνε
στὸν φτωχό. Ὅτι δὲν ἐλεοῦσε ὄχι μόνον ἐκεῖνον, ποὺ ἐκείτετο στὴν πόρτα του, ἀλλὰ
οὔτε ἄλλον κανένα, τὸ ἔδειξε αὐτὸς ὁ ἴδιος. Διότι δὲν ἦτο ὁ πτωχὸς πεσμένος σὲ
κάποιο σταυροδρόμι, οὔτε σ᾽ ἀπόκρυφο τόπο, ἀλλὰ σὲ μέρος τέτοιο, ποὺ ἀδιάκοπα
περνοῦσε ὁ πλούσιος καὶ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν βλέπη. Ἂν λοιπὸν αὐτόν, ποὺ ἦταν
ριγμένος ἀδιάκοπα στὶς πόρτες του καὶ μπροστὰ στὰ μάτια του πεσμένος, ποὺ καθημερινὰ
μιὰ καὶ δυὸ καὶ περισσότερες φορὲς ἦταν ἀναγκασμένος, μπαίνοντας καὶ
βγαίνοντας, νὰ τὸν βλέπη, ἂν δὲν ἐλέησε αὐτόν, ποὺ ἦταν σὲ τέτοια θλιβερὴ
κατάστασι καὶ μὲ σύντροφο μιὰ τόση φτώχεια καὶ ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν φοβερὴ ἀρρώστια
μιὰ ὁλόκληρη ζωή, ποιὸς ἀπὸ ὅσους ἄλλους τὸν παρακαλοῦσαν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ
τοῦ λυγίσῃ τὴν καρδιά; Γιατὶ ἂν τὸν προσπέρασε τὴν πρώ τη ἡμέρα, τὴν δεύτερη ἦταν
φυσικὸ κάτι νὰ ἀντιληφθῆ. Καὶ ἂν δὲν τὸν πρόσεξε καὶ τότε, τὴν τρίτη
τουλάχιστον ἢ τὴν τετάρτη ἢ τὴν μετὰ ἀπὸ ἐκείνη ἔπρεπε νὰ καμ φθῆ ἐπὶτέλους, ἀκόμη
κι ἂν ἦταν ἀγριώτερος καὶ ἀπὸ τὰ θηρία. Τίποτε ὅμως τέτοιο δὲν ἔπαθε. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τὸν δικαστὴ ἐκεῖνον, ποὺ μήτε τὸν Θεὸ ἐφοβεῖτο, μήτε τοὺς ἀνθρώπους ἐντρέπετο, ἐφάνη
πιὸ θρασὺς καὶ πιὸ σκληρός. Ἐκεῖνον τὸ ἔπεισε ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας, ἂν καὶ ἦτο
τραχὺς καὶ ἄ γριος, νὰ τῆς δώση τὴν χάριν καὶ τὸν ἐλύγισε ἡ παράκλησί της. Τοῦ
τον ὅμως μήτε αὐτὸ δὲν ἐστάθη ἱκανὸ νὰ τὸν κάμη νὰ σκύψη στὸν πόνο τοῦ φτωχοῦ.
Καὶ ὅμως δὲν ἦτο ἴση ἡ αἴτησις ἀλλὰ αὐτὴ ἐδῶ πολὺ εὐκολωτέρα καὶ δικαιοτέρα. Ἡ
χήρα παρακαλοῦσε νὰ τὴν ὑπερασπίση ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, ἐνῶ αὐτὸς θέλει νὰ τὸν
ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴ ἀδιαφορήση, ποὺ αὐτὸς ἐχάνετο. Καὶ ἐκείνη τὸν ἐνοχλοῦσε
μὲ τὶς παρακλήσεις της, ἐνῷ αὐτὸν τὸν ἔβλεπε ὁ πλούσιος καθημερινὰ νὰ κείτεται
σιωπηλά. Πολὺ ποιὸ κατάλληλο αὐτὸ νὰ μαλακώση ἡ πέτρινη γνώμη. Ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν
πολλὲς φορὲς θυμώνουμε. Ὅταν, ὅμως ἰδοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ
βοήθεια, περιμένουν μὲ πολλὴ σιω πὴ καὶ δὲν λέγουν τίποτε, καὶ ἐνῶ πάντα ἀποτυγχάνουν,
δὲν θυμώνουν, μόνο στέκουν μπροστὰ μας σιωπηλά, ἀκόμη κι ἀπὸ τὶς πέτρες ἂν
βρεθοῦμε ἀναίσθητοι, ντρεπόμασθε τὴν ὑπέρμετρη πραότητά τους καὶ λυγίζουμε.
Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἡμέρωσε τὸ ἀνήμερο θηρίο.
Πρώτη λοιπὸν κακία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρότητα καὶ
ἡ ἄκρα ἀπανθρωπία. Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ
εἶσαι φτωχὸς καὶ νὰ μὴ βοηθῆς ὅσους βρίσκονται σὲ ἀνάγκη μὲ τὸ νὰ ἀδιαφορῇς γι᾽
αὐτοὺς ποὺ λειώνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ἐνῶ σὺ εἶσαι βουτηγμένος μέσα στὴν τρυφή.
Καὶ πάλι ἴδιο δὲν εἶναι νὰ ἰδῆς μιὰ καὶ δυὸ
φορὲς ἕνα φτωχὸ καὶ νὰ προσπεράσης μὲ τὸ νὰ τὸν βλέπης καθημερινὰ καὶ νὰ μὴ συγκινηθῆ
ἡ ψυχή σου ἀπὸ εὐσπλαγχνία καὶ φιλανθρωπία, μολονότι ἀδιάκοπα εἶναι μπροστὰ στὰ
μάτια σου. Ἀκόμη δὲν εἶναι ἴδιο νὰ βρίσκεσαι σὲ συμφορὲς καὶ λύπες καὶ
στενοχώριες καὶ νὰ μὴ βοηθῆς τὸν διπλανό σου, μὲ τὸ νὰ νοιώθης τόση χαρὰ καὶ
παντοτινὴ εὐτυχία καὶ νὰ ἀδιαφορῆς ὡς τόσο, ἄν ἄλλοι λειώνου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ
νὰ κλείσης τὴν καρδιά σου χωρίς ἡ χαρά σου νὰ σὲ κάμη πιὸ φιλάνθρωπο.
Βέβαια τὸ καταλαβαίνει κανεὶς τοῦτο κι ἂν εἴμαστε
ἀπ᾽ ὅλους ἀγριώτεροι, εἶναι στὴν φύσι μας νὰ μᾶς κάνη ἡ εὐτυχία πιὸ ἥμερους καὶ
πιὸ καλούς. Αὐτὸν ὅμως οὔτε ἡ εὐτυχία του δὲν τὸν ἔκανε καλύτερο, ἀλλὰ ἔμεινε ἀποθηριωμένος
καὶ πιὸ πολὺ σκληρότητα καὶ ἀπανθρωπιὰ ἔκρυβε στὴν συμπεριφορά του. Καὶ ὅμως. Αὐτὸς
ποὺ ζοῦσε μέσα στὴν κακία καὶ στὴν ἀπανθρωπιὰ δοκίμαζε κάθε εὐτυχία, ἐνῶ ὁ δίκαιος,
ποὺ ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ἀρετὴ ζοῦσε στὸν βυθὸν τῆς δυστυχίας.
Ὅτι ὁ Λάζαρος ἦταν δίκαιος τὸ ἐφανέρωσε τὸ
τέλος του καὶ πρὸ τοῦ τέλους του ἡ ὑπομονὴ μέσα στὴν φτώχεια του. Ἆραγε δὲν
φαίνεται σὰν νὰ βρισκόμεθα μπροστὰ στὴν πραγματικότητα; Κατάμεστο τὸ πλοῖο τοῦ
πλουσίου ἀπὸ ἐμπορεύματα καὶ ταξίδευε μὲ οὔριο ἄνεμο. Καὶ θαυμάσετε· τραβοῦσε ὁλοταχῶς
πρὸς τὸ ναυάγιο, ἐπειδὴ δὲν ἠθέλησε νὰ διαθέση τὸ ἐμπόρευμα μὲ φόβον Θεοῦ. Νὰ σᾶς
ἀναφέρω καὶ δεύτερη κακία: Ἡ καθημερινὴ ξένοιαστη ἀπόλαυσι. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἄκρα
κακία. Ὄχι τώρα ποὺ μᾶς ζητεῖται τόση πνευματικότητα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχή, στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἦσαν μικρότερες. Ἄκουσε τί λέγει ὁ Προφήτης Ἀμώς:
«Οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν, οἱ ἐγγίζοντες καὶ ἐφαπτόμενοι
σαββάτων ψευδῶν».
Τί σημαίνει, «οἱ ἐφαπτόμενοι σαββάτων ψευδῶν».
(Ἀμώς, 6,3). Οἱ Ἰουδαῖοι νομίζουν ὅτι τὸ Σάββατο τοὺς ἔχει δοθῆ γιὰ ἀργία. Δὲν
εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ λόγος, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξοδεύουν ὅλο τὸ χρόνο τῆς σχολῆς τους στὰ
πνευματικά, ἐλευθερώνοντας τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὰ βιοτικά. Ὅτι τὸ Σάββατο δὲν εἶναι
γιὰ ἀργία, ἀλλὰ προϋπόθεση πνευματικῆς ἐργασίας τὸ φανερώνουν τὰ ἴδια τὰ
πράγματα. Καὶ ὁ ἱερεὺς ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐπιτελεῖ διπλῆ ἐργασία. Κι ἐνῶ κάθε
μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε ἔχει ἐντολὴ νὰ προσφέρει διπλῆ. Ἂν τὸ Σάββατο ἦτο
ἀποκλειστικὰ γιὰ ἀργία, ἔπρεπε ὁ ἱερεὺς νὰ ἀργῆ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ
λοιπὸν εἶχαν ἀπαλλαγῆ οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ βιοτικά, δὲν πρόσεχαν ὅμως στὰ
πνευματικὰ μὲ σωφροσύνη καὶ καλωσύνη καὶ ἀκρόασι τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔπρατταν
τὰ ἀντίθετα· ἔτρωγαν, ἔπιναν, ἔσκαγαν, διασκέδαζαν, γι᾽ αὐτὸ τοὺς κατηγόρησε ὁ Προφήτης.
Γιατί, ὅταν εἶπε «οὐαὶ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν κακήν» καὶ ὅταν πρόσθεσε «οἱ ἐφαπτόμενοι
Σαββάτων ψευδῶν», ἔδειξε μὲ τὴν πρόσθεσι πώς εἶναι ψεύτικα τὰ Σάββατά τους. Πῶς
τὰ μετέβαλαν λοιπὸν σὲ ψεύτικα; Μὲ τὴν διάπραξι τῆς κακίας, τὴν τρυφὴ καὶ τὰ
μύρια αἴσχη, ποὺ ἔπρατταν. Ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀληθινό, ἄκουσε κάτι. Αὐτὸ ποὺ λέγω ἀποδεικνύεται
μ᾽ αὐτὰ ποὺ λέγει ἀμέσως «Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καὶ κατασπαταλῶντες
ἐπὶ ταῖς στρωμναῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἐσθίοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων καὶ μοσχάρια ἐκ
μέσου βουκολίων γαλαθηνὰ, οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον καὶ τὰ πρῶτα μύρα
χριόμενοι».
Ἐπῆρες τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ ἀπαλ λάξης τὴν ψυχὴν
ἀπὸ τὴν κακία· σὺ δὲ τὴν διαπράττεις περισσότερο. Δὲν ὑπάρχει βλακεία χειρότερη
ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶσαι σὲ φιλτισένια κλίνη. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἐπὶ τέλους ἔχουν
κάποια μικρὴ εὐχαρίστησι, ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσωτία. Τί εὐχαρίστησι ὅμως
δοκιμάζει ὅποιος κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι καὶ ποιὰ ἱκανοποίησι;
Κάνει γλυκύτερο καὶ πιὸ εὐχάριστο τὸν ὕπνο
μας ἡ ὀμορφιὰ τοῦ κρεβατιοῦ; Ἂν ἔχωμε μυαλό, εἶ ναι πολὺ πιὸ ἐνοχλητικὸ καὶ
δυσάρεστο. Ὅταν σκεφθῆς ὅτι τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι στὸ φιλντισένιο κρεβάτι σου, ὁ
ἄλλος μήτε ψωμὶ νὰ δοκιμάση δὲν ἔχει εὐχέρεια, δὲν θὰ σὲ καταδικάση ἡ συνείδησί
σου καὶ δὲν θὰ ἐπαναστατήση ἐναντίον σου κατηγορῶντας αὐ τὴν τὴν ἀσυνέπειά σου;
Κι ἂν εἶναι αὐτὸ ἔγκλημα, πῶς θὰ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν τυχαίνη τὰ κρεβάτια νὰ εἶναι
ντυμένα στὸ ἀσήμι; Θέλεις νὰ ἰδῆς ὀμορφιὰ κρε- βατιοῦ; Ἔλα νὰ σοῦ δεί ξω ὀμορφιὰ
ὄχι κρεβατιοῦ κοινοῦ, οὔτε στρατιωτικοῦ, ἀλλὰ βασιλικοῦ. Κι ἂν εἶσαι ἀπ᾽ ὅλους
πιὸ φιλόδοξος, ξέρω καλὰ πὼς δὲν θὰ θελήσης νὰ ἔχεις κρεβάτι ὡραιό τερο ἀπὸ τοῦ
βασιλιᾶ. Καὶ τὸ σπου δαιότερο ὅτι ὁ βασιλιάς μας δὲν εἶναι τυχαῖος ἀλλὰ ὁ πρῶτος,
ὁ πιὸ βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς ὅλους, ποὺ ὡς σήμερα σ᾽ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὸν
τραγουδοῦν. Σοῦ δείχνω τὸ κρεβάτι τοῦ μακαρίου Δαβίδ. Τί λογῆς ἦταν ἡ κλίνη αὐτή;
Δὲν ἦταν ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἀλλὰ κοσμήματά της ἦσαν ὁλόγυρα, τὰ δάκρυα καὶ
οἱ ἐξομολογήσεις. Αὐτὰ τὰ λέγει ὁ ἴδιος. «Λούσω καθ᾽ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην
μου ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνὴν μου βρέξω». Σὰν μαργαριτάρια ὁλόγυρα τὴν εἶχαν
στολίσει τὰ δάκρυά του. Καὶ κοίταξε φιλόθεο ψυχή. Ἐπειδὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας
οἱ πολλὲς φροντίδες ποὺ τοῦ δημιουργοῦσαν ἄρχοντες, στρατηγοί, ἔθνη, λαοί, στρατιῶτες,
πόλεις, ἡ εἰρήνη, τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ οἰκογενειακά, τὰ μακρινά, τὰ κοντινὰ
τὸν πήγαιναν καὶ τὸν ἔφερναν, τί ἔκανε;
Τὸν καιρὸ ποὺ ὅλοι ξοδεύομε στὸν ὕπνο, ἐκεῖνος
τὸν ἀφιέρωνε εἰς ἐξομολόγησι καὶ προσευχές καὶ δάκρυα. Καὶ δὲν ἔκαμε ἔτσι μιὰ
νύκτα, γιὰ νὰ σταματήση τὴν δεύτερη, οὔτε δύο καὶ τρεῖς καὶ ἔπειτα νὰ κάμη
διάλειμμα. Κάθε νύκτα ἔκαμε τὸ ἴδιο. «Λούσω καθ᾽ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου· ἐν
δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω». Ἔδειχνε ἔτσι τὴν ἀφθονία τῶν δακρύων καὶ τὴν
συνέχεια τους. Ἐνῷ ὅλοι ξεκουράζοντο καὶ ἡσύχαζαν, μόνος ἐκεῖνος συνομιλοῦσε μὲ
τὸν Θεὸν καὶ ἦταν παρὼν ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός του, ὅταν ἔκλαιγε καὶ ἐθρηνοῦσε καὶ
ἐφανέρωνε τὰ ἁμαρτήματά του. Τέτοιο κρεβάτι φτιάξε κι ἐσύ. Τὸ ἀσήμι προκαλεῖ καὶ
τὸν φθόνο τῶν ἀν θρώπων καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ οὐρανοῦ συνδαυλίζει. Μὰ δάκρυα σὰν τοῦ
Δαβὶδ μπορεῖ νὰ σβήσουν κι αὐτὴ τὴν φωτιὰ τῆς γέενας.
Θέλεις νὰ σοῦ παρουσιάσω κι ἄλλο κρεβάτι; Σᾶς
λέγω τοῦ Ἰακώβ. Τὸ χῶμα εἶχε σὰν στρῶμα καὶ πέτρα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του· γι᾽αὐτὸ
καὶ εἶδε τὴν νοητὴ πέτρα, καὶ τὴν σκάλα ἐκείνη, ὅπου ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ
ἄγγελοι. (Γεν. κη´ 11 καὶ ἑξῆς). Τέτοια κρεβάτια ἂς ἐπινοοῦμε
κι ἐμεῖς, γιὰ νὰ βλέπουμε τέτοια ὄνειρα. Ἂν ὅμως σὲ ἀσημένιο κρεβάτι κατακείμεθα,
ὄχι μόνο δὲν θὰ ἀπολαύσωμε καμιὰ εὐχαρίστησι, ἀλλὰ θὰ δοκιμάσωμε καὶ λύπη. Ἂν
στοχασθῆς ὅτι μέσα στὴν παγωνιά, τὰ μεσάνυκτα, ὅταν ἐσὺ κοιμᾶσαι στὸ κρεβάτι
σου, ὁ φτωχὸς ἔχει πέσει στ᾽ ἄχυρα στὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, μὲ ξερὰ χόρτα σκεπασμένος,
τρέμοντας, παγωμένος ἀπὸ τὸ κρύο, ἐνῶ τὸν σφίγγει ἡ πεῖνα τότε κι ἂν εἶσαι ἀπ᾽ ὅλους
πιὸ πέτρινος, γνωρίζω ὅτι θὰ καταδικάσης τὸν ἑαυτόν σου, ἐπειδὴ σὺ ἀπολαμβάνεις
πέρα ἀπὸ τὸ ἀπαραίτητο, ἐνῶ ἐκεῖνον δὲν ἀφήνεις μήτε τὸ ἀπαραίτητο νὰ γευθῆ.
«Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ
βίου πραγματείαις». Εἶσαι στρατιώτης πνευματικός, χριστιανέ. Ἐκεῖνος ὁ
στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σὲ φιλντισένιο κρεβάτι ἀλλὰ στὸ χῶμα. Δὲν βάζει μυρωδικά.
Αὐτὸς ὁ ζῆλος εἶναι γιὰ τοὺς πόρνους καὶ διεφθαρμένους, τοὺς ἀνθρώπους τῶν
θεάτρων, τοὺς ζῶντας μὲ ἀμέλεια. Σὺ δὲν πρέπει νὰ μυρίζης ἀρώματα, ἀλλὰ ἀρετή.
Τίποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ψυχὴ πιὸ ἀκάθαρτο, ὅταν
βάζουμε στὸ σῶμα τέτοιες μυρουδιές. Ἀπόδειξις τῆς ἐσωτερικῆς δυσοσμίας καὶ τῆς ἀκαθαρσίας
θὰ ἦσαν τὰ ἀρώματα τοῦ σώματος καὶ τῶν ρούχων. Ποιὸς μπορεῖ νὰ φαντασθῆ ὅτι εἶναι
σοβαρὸς καὶ ἔντιμος αὐτός, ποὺ ἀποπνέει ἀρώματα καὶ γυναικὸς φέρνει ἢ καλύτερα,
ποὺ πορνεύεται καὶ ζῆ τὴν ζωὴ τῶν χορευτριῶν;
Ἂς βγάλη ἡ ψυχή σου πνευματικὴ εὐωδία κι ἔτσι
καὶ τὸν ἑαυτό σου κι αὐτοὺς ποὺ σὲ συναναστρέφονται θὰ ὠφελῆς ἀφάνταστα. Τίποτε,
τίποτε δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν τρυφή. Ἀκοῦστε πάλιν τί λέγει δι᾽ αὐτὴν ὁ
Μωϋσῆς. «Ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος». Καὶ δὲν εἶπε
«ἔφυγε», ἀλλὰ «ἐλάκτισε», ἔδωσε κλωτσιά, δείχνοντας πόσον ἦταν
ὑπερήφανος καὶ ἀνυπάκουος. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο «φαγὼν καὶ πιὼν πρόσεχε σεαυτῷ,
μήποτε ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου». Ἡ τρυφὴ συχνὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν λήθη. Καὶ σὺ
ἀγαπητέ μου, ὅταν καθίσης στὸ τραπέζι, σκέψου ὅτι ἔπειτα πρέπει νὰ προσευχηθῆς.
Ἔτσι γέμισε τὸ στομάχι ὅσο πρέπει καὶ δὲν θὰ
βρεθῆς σὲ ἀδυναμία ἀπὸ τὸ βάρος νὰ λυγίσης τὰ γόνατά σου καὶ νὰ παρακαλέσης τὸν
Θεό… Ὁ καιρὸς μετὰ τὸ φαγητὸ εἶναι καιρὸς εὐχαριστίας κι ὅποιος εὐχαριστεῖ δὲν
πρέπει νὰ εἶναι μεθυσμένος ἀλλὰ νηφάλιος καὶ ξυπνητός. Ἀπὸ τὸ τραπέζι ἂς μὴ
βαδίζω- με στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ στὴν προσευχή, γιὰ νὰ μὴ γίνωμε ἀπὸ τὰ ἄλογα πιὸ ἄλογοι…
«Οὐ γὰρ διὰ τοῦτο ἐγενόμεθα καὶ ζῶμεν, ἵνα
φάγωμεν καὶ πίωμεν· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἐσθίομεν, ἵνα ζῶμεν». Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ
φαγητό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε τὸ φαγητό, γιὰ τὴν ζωή. Ἐμεῖς ὅμως σὰν νὰ ἤλθαμε
γιὰ τὸ φαγητὸ στὸν κόσμο, ὅλα σ᾽ αὐτὸ τὰ δαπανοῦμε. Ὁ πλούσιος λοιπὸν σὲ τόση
κακία μέσα ζοῦσε, μέσα σὲ καθημερινὴ τρυφὴ καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια ἀνάβοντας
περισσότερο τὴν κόλασι γιὰ τὸν ἑαυτό του, συνδαυλίζοντας τὴν φωτιά κάνοντας τὴν
καταδίκη του ἀπαρηγόρητη καὶ τὴν τιμωρία του ἀσυγχώρητη.
* Ὁμιλία εἰς τὴν Π.Ο.Ε. (Δευτέρα 25.10.1976)
Ορθόδοξος Τύπος, 02/11/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου