Οι δήθεν ανακολουθίες των Ευαγγελίων και η αλήθεια της Εκκλησίας
Το διαδίκτυο είναι γεμάτο από άρθρα που καταγράφουν δήθεν ανακολουθίες των
Ευαγγελίων. Πώς δικαιολογούνται αυτές οι μικροδιαφορές στα ιερά κείμενα αν η
Καινή Διαθήκη είναι θεόπνευστη;
Σε
καμία περίπτωση η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν προβάλλει μόνο την Αγία Γραφή ως
αυθεντία για την αλήθεια της Εκκλησίας, αλλά σε συνδυασμό πάντοτε με την
εκκλησιαστική Παράδοση, τη σύμφωνη γνώμη των Πατέρων, τις αποφάσεις των
Οικουμενικών Συνόδων, τη λειτουργική μας ζωή, την εκκλησιαστική υμνολογία, την
διαχρονική διδασκαλία των αγίων. Η Εκκλησία είναι ΜΟΝΟ «ο στύλος και το θεμέλιο
της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Η Εκκλησία λοιπόν μαρτυρεί για την αλήθεια της
Γραφής και Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ και
διαμορφωτής των αυθεντικών παραδόσεων περί του Χριστού, των διδασκαλιών του, των θαυμάτων
του, του σταυρού και της αναστάσεώς του. Η συνείδηση της Εκκλησίας είναι εκείνη
που συνέλεξε τα γνήσια και κανονικά Ευαγγέλια και τα αντιδιέστειλε από τα μη
γνήσια και απόκρυφα. Η Εκκλησία είναι που μετέδιδε από στόμα σε στόμα και ζούσε
τα γεγονότα της αναστάσεως του Κυρίου της. Οι απόστολοι και οι μαθητές τους
ήσαν εκείνοι που επισφράγισαν με τη ζωή τους τα όσα είδαν, άκουσαν και έζησαν
πλάι στο Χριστό ή μαρτύρησαν για τον κενό τάφο και τις εμφανίσεις σ’ αυτούς του
Αναστημένου κ.ο.κ.
Δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι η ίδια η Καινή Διαθήκη επισημαίνει το πλήθος των θαυμάτων
και των λόγων του Κυρίου που παραλείφτηκαν και δεν συμπεριελήφθησαν μέσα στα
κείμενά της: «Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γραφτούν ένα
προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα έπρεπε
να γραφτούν», καταλήγει στο Ευαγγέλιό του ο Ιωάννης (21,25). Ο απόστολος Παύλος
στους Θεσσαλονικείς επισημαίνει: «Σας κάλεσε (ο Κύριος) στη σωτηρία ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ
ΜΑΣ ΚΗΡΥΓΜΑ, ώστε να μετάσχετε στη δόξα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό
λοιπόν αδελφοί να είστε σταθεροί και να μένετε πιστοί στις διδασκαλίες που σας
παραδώσαμε ΕΙΤΕ ΠΡΟΦΟΡΙΚΑ είτε με επιστολή μας» (Β΄ Θεσσαλ. επιστολή, 2,
13-15).
Αντίθετα,
διάφοροι ορθολογίζοντες ιστορικοί, άσχετα αν δηλώνουν θεολόγοι ή όχι,
ερμηνεύουν πολλές φορές ΚΑΤΑ ΓΡΑΜΜΑ τα κείμενα της Αγίας Γραφής και ελλοχεύει
έτσι ο κίνδυνος να εμφανίζονται φαινομενικές αντιφάσεις στην Βίβλο ή ακόμη να
οδηγηθούν εκτός χριστιανικού θεολογικού εδάφους. Διότι ο κάθε συγγραφέας της
Αγίας Γραφής, σε ακολουθία με αυτά που θέλει να τονίσει και ανάλογα με το
μορφωτικό του επίπεδο, εκφράζεται διαφορετικά, και ενώ επικεντρώνεται σε
γεγονότα που ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΟΙΝΑ, παραθέτει και ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΥ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΟΙΚΙΛΟΥΝ από τόπο σε τόπο, από μαρτυρία σε μαρτυρία, από πρόσωπο σε
πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο κάθε αγιογραφικός συγγραφέας είναι ξεχωριστός
άνθρωπος με ιδία συνείδηση, αντίληψη, χαρακτήρα, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις,
προσωπικότητα. Περιγράφει δηλαδή από τη δική του οπτική γωνία και ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ
ΤΟΥ ΜΑΤΙΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, διότι αποδεικνύει ότι ο
Θεός δεν χρησιμοποιεί τους ανθρώπους σαν μηχανές ή σαν αυτόματα για να
φανερωθεί και να μιλήσει στην ανθρωπότητα, αλλά ΣΥΝΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ
και τους σέβεται απόλυτα. Η αξιοπιστία
της Εκκλησίας είναι επομένως που εγγυάται για την αξιοπιστία των Ευαγγελίων και
όχι το αντίθετο. ΑΛΑΘΗΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ που
ερμηνεύει την αλήθεια της Αγίας Γραφής, ενώ όσοι προσπάθησαν να την αναλύσουν
και ερμηνεύσουν εκτός της Ιεράς Παραδόσεως, έξω δηλαδή από την αγιοπνευματική
ζωή της Εκκλησίας, απέτυχαν και σχημάτισαν πλήθος ομάδων με διαφορετική πίστη ή
οδηγήθηκαν στη αθεΐα (βλ. και Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας, ιστοσελίδα
στο Διαδίκτυο: Άρθρο: «Είναι η Αγία Γραφή Αλάθητη»; & Ι. Μητροπόλεως Σύρου,
«Ιησούς, ο Χριστός….», Μιχαήλ Γ. Χούλη, έκδοσις Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος
Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτ. 2005).
Οι
περισσότεροι και επιφανέστεροι μελετητές της Βίβλου αποφαίνονται πλέον σήμερα
ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ.) είχαν ήδη γραφεί γύρω στο 60-80 μ.Χ.,
εκτός του Ευαγγελίου του Ιωάννη, που συντάχθηκε μερικά χρόνια αργότερα. Αυτό
σημαίνει ότι ολοκληρώθηκαν τριάντα με σαράντα περίπου χρόνια μετά τον θάνατο
και την ανάσταση του Ιησού. ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΩΣ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕ ΑΚΟΜΗ. Άλλωστε, ο απόστολος
Ματθαίος, που πριν να γνωρίσει τον Χριστό υπήρξε αρχιτελώνης, ήταν υποχρεωμένος
λόγω επαγγέλματος ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΣΤΕΝΟΓΡΑΦΙΑ (υπήρχε η δυνατότητα υποτυπώδους
στενογραφίας σε πινάκια) και επομένως καταγράφει στο Ευαγγέλιό του πρωταρχικό
υλικό από τα χρόνια που έζησε και έδρασε κοντά στους άλλους αποστόλους. Ακόμη,
και ο πιο μέτριος μαθητής στην αρχαία Παλαιστίνη μάθαινε καλά ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗΣ, αφού εξάλλου στις Συναγωγές ΑΠΗΓΓΕΙΛΑΝ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ ολόκληρα
τμήματα της Πεντατεύχου. Οι άνθρωποι τότε είχαν εκπαιδευτεί να απομνημονεύουν
ζωντανές ιστορίες, σύμφωνα με σχετικές έρευνες σύγχρονων ιστορικών. Οι
διηγήσεις περί του πάθους του Κυρίου και των παραβολών Του διαβάζονταν σε κάθε
λειτουργική σύναξη. ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΛΟΙΠΟΝ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ γύρω από τη ζωή του
Χριστού και των μαθητών του. Ο Μάρκος άλλωστε ακολούθησε και καταγράφει την
διδασκαλία του Πέτρου και ο Λουκάς εκείνη του Παύλου. Κρατούσαν πιστά τα γνήσια
αρχεία των πρωταγωνιστών της χριστιανικής πίστης. Ο Λουκάς επιπλέον, ως πολύ
αξιόλογος ιστορικός του αρχαίου κόσμου, δηλώνει ότι έψαξε καλά τα ιστορούμενα
από αυτόν στο Ευαγγέλιό του δρώμενα. Ο Ιωάννης-Μάρκος ονομάζεται «υπηρέτης» του
Παύλου και του Βαρνάβα και αυτό εξηγείται από τον Λουκά ως «υπηρέτης του λόγου»,
δηλαδή ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΑΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ ΥΛΙΚΟΥ της ζωής των αποστόλων του Κυρίου και των
γεγονότων της θείας Οικονομίας (βλ. Dr. Carsten Peter Thiede, «Ο Ιησούς: Μύθος
ή Πραγματικότητα;’», εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999, σελ. 21,23,54,63). Ως εκ τούτου
πρέπει να αποκλειστεί: α) Κάθε αλλοίωση του περιεχομένου της Κ.Δ. σε τόσο
περιορισμένο διάστημα χρόνου, και β) Κάθε έννοια περί θρύλου και μύθου, σύμφωνα
με όσα είπαμε. Συνεπικουρεί ακόμη το γεγονός ότι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του
α΄ και β΄ αιώνα μ.Χ. παραπέμπουν στα κείμενα και τις ομιλίες τους ΑΥΤΟΥΣΙΑ
ΕΔΑΦΙΑ και μεγάλα τμήματα της Καινής Διαθήκης, όπως αυτά ισχύουν μέχρι και
σήμερα.
Ανάμεσα
στα λαϊκά εξάλλου ακροατήρια, που άκουγαν έκπληκτα από τους αποστόλους το
μήνυμα τής του Χριστού αναστάσεως, ΥΠΗΡΧΑΝ ΠΟΛΛΟΙ ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΗΚΟΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ των γεγονότων που συνέβησαν στην Παλαιστίνη πριν από μερικά γι’ αυτούς
χρόνια. Ο απ. Παύλος (που γράφει τις επιστολές του από το 50 μόλις μ.Χ.),
απευθυνόμενος προς τους Κορινθίους αναφέρει για τον Χριστό ότι μετά την
ανάστασή Του «εμφανίσθηκε σε περισσότερους από 500 αδελφούς συγχρόνως, από τους
οποίους μερικοί πέθαναν, ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΖΩΗ» όπως τονίζει
(Α' Κορ. 15,6). Μάλιστα, αφού εμφανίσθηκε ο αναστάς στον Ιάκωβο και σε όλους
τους αποστόλους, η τελευταία εμφάνισή του ήταν στον απόστολο Παύλο, ο οποίος αν
και κατεδίωκε την εκκλησία του Χριστού, με την Χάρη του Θεού έγινε απόστολος
των εθνών (15,7-9). Επομένως, γνωρίζουμε την αλήθεια των λεγομένων του
αποστόλου Παύλου καθώς και την πλήρη μεταστροφή του. Μπορούσαν λοιπόν να επινοηθούν
τόσα και τέτοιας έκτασης γεγονότα, τη στιγμή που ζούσαν ήδη κατά το κήρυγμα των
αποστόλων, αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες των θαυμαστών γεγενημένων στην
Ιερουσαλήμ; Μπορούσαν να παραποιηθούν και αλλοιωθούν γεγονότα πραγματικά από
πρώην φοβισμένους ψαράδες, τελώνες, υπαλλήλους κ.λπ. και νυν ατρόμητους κήρυκες
του Λόγου; Διότι οι ίδιοι απόστολοι τόνιζαν στο ακροατήριό τους ότι όσα τους
έλεγαν, τα θαύματα και τα εκπληκτικά έργα του Ιησού, «ΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΕΣΕΙΣ ΟΙ
ΙΔΙΟΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ» (Πράξ. 2,22).
Σαφώς
όχι! Νά πώς έχει το θέμα: Οι τοπικές Εκκλησίες που είχαν δεχθεί επιστολές λ.χ.
από τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΥΛΑΓΑΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΣ
ΔΙΑΒΑΖΑΝ στις λειτουργικές τους συνάξεις. Με τον ίδιο τρόπο διαβάζονταν και τα
Ευαγγέλια αργότερα, κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικών λειτουργιών. Όπου ο
Χριστιανισμός επεκτεινόταν, αντιγράφονταν και ανταλλάσσονταν, και με παράκληση
των αποστόλων, οι επιστολές τους μεταξύ των Εκκλησιών ώστε όλοι να κατηχούνται
στην Οδόν της σωτηρίας. Έτσι λοιπόν οι αποδέκτες των επιστολών π.χ. του Παύλου
(Ρωμαίοι, Θεσσαλονικείς, Εφέσιοι, Κορίνθιοι, Κολοσσαείς, Λαοδικείς κ.λπ.) ΓΝΩΡΙΖΑΝ
ΚΑΛΑ ΠΟΙΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΗΤΑΝ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, ποια ήταν τα θεόπνευστα βιβλία και ποια
ήταν τα ψευδεπίγραφα. Φυλάσσονταν δε οι επιστολές των αποστόλων ως κόρη
οφθαλμού και ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΝ σε όλους. Οι Εκκλησίες στην Ασία π.χ κατείχαν την
Αποκάλυψη του Ιωάννη και την Α΄ Πέτρου κ.ο.κ. Λόγω των αποστάσεων και των
γεωγραφικών δυσχερειών των τοπικών Εκκλησιών και δεδομένης τής τότε έλλειψης
τυπογραφικών συστημάτων, δεν υπήρχε αρχικά δυνατότητα συνολικής περισυλλογής
όλων των αυθεντικών επιστολών σε ένα κεντρικό, ας πούμε, οργανισμό, όπως
συμβαίνει σήμερα με τις μεγάλες βιβλιοθήκες. Συν τω χρόνω η κυκλοφορία τους
όμως αυξήθηκε και ασφαλώς υπήρχαν βέβαια ενστάσεις για την γνησιότητα ορισμένων
χειρογράφων (π.χ. για την προς Εβραίους επιστολή, την Β΄ Πέτρου, την
Αποκάλυψη).
Αφορμή
για επίσημη εκκλησιαστικώς καταγραφή των γνησίων βιβλίων της Κ.Δ. δόθηκε ένεκα
της προσπάθειας ορισμένων αιρετικών να παρουσιάσουν δικές τους συλλογές βιβλίων
ως αυθεντικές, σε αντίθεση με την μαρτυρία της Εκκλησίας. Έτσι, η πρώτη
συστηματική συλλογή βιβλίων που γνωρίζουμε, ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΥ ΜΟΥΡΑΤΟΡΙ (175
μ.Χ.), ήταν απαίτηση των καιρών, αφού ήδη ο αιρετικός Μαρκίωνας το 135 μ.Χ.
παρουσίασε δική του εκδοχή περί των Γραφών, εξαιρώντας αρκετά βιβλία που
παραδεχόταν η Εκκλησία. Η συλλογή του Μουρατόρι, αρκετά χρόνια πριν εκπνεύσει ο
2ος αιώνας, ΠΕΡΙΕΙΧΕ ΑΠΟ ΤΟΤΕ τα 23 από τα 27 βιβλία που δεχόμαστε και σήμερα
ως αυθεντικά βιβλία της Κ.Δ. Ο Μουρατόρειος Κανόνας επισημαίνει όχι ότι
καταστράφηκαν κάποια αμφιβόλου αποστολικότητας βιβλία, αλλά ότι ΑΠΛΑ
ΕΞΑΙΡΕΘΗΚΑΝ από την Αγία Γραφή ως ακατάλληλα και νόθα. Ορισμένα από εκείνα που
εξαιρέθηκαν τελικά από τον σημερινό ισχύοντα κατάλογο των καινοδιαθηκικών
βιβλίων -που έγινε δεκτός με σύμφωνη γνώμη των Εκκλησιών και μετά από επιστολή
του Μ. Αθανασίου το 367 μ.Χ.- ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΝ ΩΣ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΑ της πίστεως θρησκευτικά
διηγήματα, επιστολές και αποκαλύψεις, για αρκετά χρόνια και από πολλούς
χριστιανούς, και απορρίφθηκαν συν τω χρόνω όταν έγινε πλατιά συνείδηση πως δεν
απηχούν την παραδεδομένη χριστιανική αλήθεια και το γνήσιο αποστολικό πνεύμα.
Οι αλήθειες που περιείχαν τα τελικώς συμφωνημένα ως γνήσια βιβλία – ή ακριβώς
για να γίνουν εκκλησιαστικώς παραδεκτά- έπρεπε να συμβαδίζουν με: (α) ΤΗΝ
ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ (παγκοσμιότητα και ομοφωνία), (β) ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΤΗΤΑ (να απηχούν
την αποστολική πίστη ή να είναι γραμμένα από τους αποστόλους ή τους άμεσους
συνεργάτες τους) και (γ) ΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ (οι αλήθειες που καταγράφουν να
ίσχυαν πάντα στην Εκκλησία) των δογμάτων της πίστεως. Μπορεί λοιπόν να ίσχυσε ΕΠΙΣΗΜΩΣ
ο τελικός κατάλογος των βιβλίων της Κ.Δ. από το 367 κ.ε., αλλά τα βιβλία που
συμπεριέλαβε ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΝ ΣΥΝΟΛΙΚΩΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ από την εποχή που γράφτηκαν και
κυκλοφόρησαν και διαβάζονταν, ήτοι για το Ευαγγέλιο του Μάρκου από το 60 μ.Χ.
(ή και νωρίτερα), ενώ για τις επιστολές του αποστόλου Παύλου, από το 50-51 μ.Χ.
πολλά δηλαδή χρόνια πριν την επισημοποίησή τους.
Ο
γέροντας Συμεών, κρατώντας στην αγκαλιά του τον μικρό Χριστό, τον χαρακτήρισε
για τις μελλοντικές γενιές «ΣΗΜΕΙΟΝ ΑΝΤΙΛΕΓΟΜΕΝΟΝ». Αυτό επαληθεύτηκε πλήρως.
Παρά τα θαύματά Του και την μοναδική διδασκαλία Του, άλλοι τον αμφισβητούν ή
απορρίπτουν μέχρι και σήμερα και άλλοι τον παραδέχονται ως Θεό και ζουν κατά το
θέλημά Του. Διάφοροι ορθολογιστές, ιστορικοί και καθηγητές σε Πανεπιστήμια της
Δύσης, ακούγονται π.χ. να λένε: «Ο ιστορικός σήμερα δεν έχει μαρτυρίες για την
ανάσταση από αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος». Και ρωτάμε: Αν κάποιος ή κάποιοι
ισχυρίζονταν τότε ότι έχουν δει τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο ΘΑ ΤΟΥΣ
ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΝΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ; Λένε: «Ο Παύλος δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων
γύρω από την ανάσταση του Χριστού, ακόμη και αν γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους
επιστολή του γι’ αυτήν». Απαντάμε: Ο ίδιος ο Παύλος δηλώνει ότι είδε τον
αναστημένο Χριστό μέρα μεσημέρι στον δρόμο προς την Δαμασκό. Επομένως, η γνώση
του γι’ Αυτόν υπήρξε άμεση και πνευματική. Λένε: «Τα Ευαγγέλια ήταν αρχικά
ανώνυμα και οι μεταγενέστεροι επεξεργαστές τους, προσάρτησαν τους τίτλους. Δεν
γράφτηκαν από τους γνωστούς τέσσερις Ευαγγελιστές». Απαντάμε: Ακόμη κι έτσι να
είναι –αν και διαθέτουμε ισχυρότατες παραδόσεις για το αντίθετο- εκείνοι που τα
έγραψαν απηχούν την γνήσια εκκλησιαστική παράδοση και διδασκαλία. Τη διδασκαλία
του Χριστού και των αποστόλων. Αυτό έχει κυρίως σημασία για την Εκκλησία. Όχι
τα ονόματα των συγγραφέων τους. Για την χριστιανική συνείδηση, ορθόδοξο είναι «Ο,ΤΙ
ΠΑΝΤΟΤΕ, ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟ ΠΑΝΤΩΝ ΕΠΙΣΤΕΥΘΗ», μαθαίναμε στο πρώτο έτος των
θεολογικών μας σπουδών. Λένε: «Οι απόστολοι ήσαν αμόρφωτοι ψαράδες και επομένως
δεν μπορεί να έχουν γράψει τόσο εξαίσια κείμενα, όπως Ευαγγέλια και επιστολές,
και μάλιστα στα ελληνικά, ενώ ήσαν Ιουδαίοι». Απαντάμε: Γραφή και ανάγνωση
μάθαιναν οι Εβραίοι ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ μέσα στη Συναγωγή και εντρυφώντας στα
κείμενα της Π.Δ. Ήταν εξάλλου συχνό το φαινόμενο οι απόστολοι ΝΑ ΥΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ σε
μαθητές τους και εκείνοι να καταγράφουν με τη δική τους πένα και μόρφωση τα
λεγόμενα των αποστόλων. Τέτοια γνωστά παραδείγματα έχουμε τον Μάρκο, που
εκτελούσε και καθήκοντα γραμματέα για τον απόστολο Πέτρο, και τον Λουκά, που
ήταν κι αυτός ‘γραμματέας του Λόγου’, θα λέγαμε, για τον απόστολο Παύλο. Την
προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου μάλιστα κλείνει ο Τέρτιος, δηλώνοντας πως την
έγραψε με τα χέρια του (16,22) κ.ο.κ. Να προσθέσουμε ότι τουλάχιστον ο Ματθαίος
(πρώην αρχιτελώνης και όπως συμπεραίνεται από τις τελευταίες έρευνες δεν
αποκλείεται να μιλούσε κι άλλες γλώσσες για τις ανάγκες της εργασίας του), ο
Μάρκος, ο Λουκάς, ο Παύλος και ο Ιωάννης ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ και
μάλιστα η εποχή τους είχε σε όλες τις πτυχές της ζωής ΕΝΤΟΝΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΣΤΟΙΧΕΙΟ. Η δε Γαλιλαία, όχι τυχαία, χαρακτηρίζεται «Γαλιλαία των Εθνών».
Λένε:
«Τα Ευαγγέλια που διαθέτουμε είναι αντίγραφα των αντιγράφων άλλων αντιγράφων
και μάλιστα γράφτηκαν πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα». Απαντάμε: Κανένα
πρωτότυπο βιβλίο του αρχαίου κόσμου δεν σώζεται, παρά μόνο αντίγραφα των
αντιγράφων, που απέχουν όμως από την εποχή των πρωτότυπων κειμένων, γύρω στα
800 και 900 και 1000 χρόνια ή και περισσότερα. Με τέτοιες ως άνω απόψεις θα
έπρεπε να απορρίψουμε όλη τη γνώση μας για τον αρχαίο κόσμο, αφού δεν
διαθέτουμε κανένα πρωτότυπο κείμενο! Τι έχει εν τούτοις να πει κανείς για την
Καινή Διαθήκη, της οποίας συνεχώς ανευρίσκουμε τμήματα παπύρων ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ 20 ΜΟΛΙΣ
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ; Λένε: «Οι χριστιανοί έπλαθαν ιστορίες για να
προσηλυτίζουν κόσμο». Απαντάμε: Όχι βέβαια! Οι χριστιανοί διέδιδαν, αρχικά
προφορικά, την ιστορία της αναστάσεως και των παθών του Κυρίου για να
ενημερώσουν τον εθνικό και ιουδαϊκό κόσμο με σκοπό τη σωτηρία τους και όχι με
σκοπό να προσηλυτίσουν κακόβουλα. Τα δε Ευαγγέλια γράφτηκαν για τις ποιμαντικές
και λειτουργικές ανάγκες των χριστιανικών πρωτίστως κοινοτήτων και όχι γενικά
και αόριστα. ΓΕΝΝΙΟΝΤΟΥΣΑΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ από τους νεοβαπτισμένους, αλλά και από
τους ήδη πιστούς, όπως: «Γιατί σταυρώθηκε, από τους Ρωμαίους και το ιερατείο
της εποχής σαν ληστής ο Χριστός, αφού είναι για μας ο αρχηγός της πίστεως;» Ή
ακόμη: «Από πού και ως πού τρώμε στη Θεία Κοινωνία το σώμα και το αίμα του
Κυρίου και είναι ο ίδιος παρών σε κάθε λειτουργική σύναξη;». Τέτοιου είδους
ερωτήσεις, αλλά και άλλες αντίστοιχες, όπως «Ποια η σχέση Μωσαϊκού Νόμου και
Χριστού;» ή «Πότε θα έλθει η βασιλεία του Θεού» ή ερωτήσεις σε καθημερινές
ανάγκες τους, απαντώνται μέσα από ευαγγελικά κείμενα και επιστολές των
αποστόλων, που ας σημειωθεί εκ νέου πως δεν είναι βιογραφίες για τον Χριστό,
αλλά ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ σε πνευματικές ανησυχίες των πιστών και σε
προβλήματά τους.
Λένε
επίσης: «Τα Ευαγγέλια δεν είναι φερέγγυα, γιατί έχουν πολλές διαφορές. Δεν
μπορούμε να τα θεωρήσουμε ιστορικές πηγές». Απαντάμε: Υπάρχουν πράγματι
διαφορές μεταξύ των Ευαγγελίων, αλλά σε επουσιώδη θέματα, όπως για: Την ημέρα
που πέθανε ο Χριστός, την ημέρα που γευμάτισε με τους μαθητές Του το Πάσχα λίγο
πριν συλληφθεί, την ώρα που πέθανε, το ποιος ληστής τον χλεύασε, το ποιες
γυναίκες πήγαν στον άδειο τάφο, το τι είδαν στον τάφο, το ποιος τους μίλησε
εκεί κ.α. Είναι φυσικό εν τούτοις αυτό, όταν έχεις μάλιστα να κάνεις με ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ
χριστιανικές παραδόσεις που καταγράφονται και όταν νοιώθεις υπεύθυνος στο να
μεταδώσεις όσο το δυνατόν πιο γνήσιο υλικό. Πώς θα ένοιωθαν οι ιστορικοί αν
διαπίστωναν ΑΠΑΡΑΛΛΑΚΤΟ κείμενο και στα τέσσερα Ευαγγέλια, ακόμη ας πούμε και
στα σημεία στίξεως; Δεν θα υπέθεταν ότι ήσαν οι ευαγγελιστές συνεννοημένοι στο
να μας εξαπατήσουν; Επιπλέον, δεν ενδιαφέρονται οι ευαγγελιστές να καταγράψουν
ψυχρή ιστορία, αλλά ιστορία της σωτηρίας. Ενδιαφέρονται να μιλήσουν για τα
‘χαρμόσυνα νέα’, την ‘καλή ελπίδα’ (ευ-αγγελία), την ανάσταση δηλαδή των
ανθρώπων μέσα από την ανάσταση του Χριστού και την ένωση μαζί Του. Υπάρχει
εσωτερική ενότητα ανάμεσα στα τέσσερα Ευαγγέλια. Μιλούν για την γέννηση του
Θεανθρώπου, την διδασκαλία, τα θαύματά του, το πάθος και την ανάστασή του. Τον
θεωρούν Υιό του Θεού και εστιάζονται στην ερμηνεία του προσώπου του. Ομολογούν
την πίστη τους και δεν λένε «ό,τι τους κατέβει». Αν και είναι πρωτότυποι οι
συντάκτες τους, δημιουργικοί και εκ Θεού φωτισμένοι, ωστόσο τα Ευαγγέλια
απηχούν ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΖΩΗ της Εκκλησίας και δεν περιέχουν ατομικές αλήθειες των
συγγραφέων τους. Διαθέτουμε άλλωστε 5.700 ελληνικά χειρόγραφα της Κ.Δ.,
8.000-10.000 χειρόγραφα σε λατινική μετάφραση και 8.000 σε αιθιοπική, σλαβική
και αρμενική γλώσσα. Δηλαδή τα 24.000 χειρόγραφα της Κ.Δ. ανά τον κόσμο,
διαφέρουν μεταξύ τους σε ποσοστό το πολύ 1% (βλ. και Σάββα Αγουρίδη &
Σωκράτη Νίκα: «Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος το Θεού», ΟΕΔΒ, 1993, σελ.
19-22 και Σωτήριου Δεσπότη: «Ο Κώδικας των Ευαγγελίων», εκδ. Άθως, Αθ. 2007,
σελ. 52).
Λένε:
«Στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία δεν ξεχώριζαν τα γνήσια από τα απόκρυφα κείμενα
και υπήρχαν πολλές και εναλλακτικές απόψεις περί Χριστού». Απαντάμε: Ο
ιστορικός Ευσέβιος μάς διασώζει ότι από το 199 μ.Χ. επίσκοπος στις Εκκλησίες
της Αντιόχειας και των γύρω περιοχών ήταν ο Σεραπίωνας. Περιγράφει την αγωνία
του για την Ορθοδοξία των πιστών στην πόλη της Ρωσού, όταν έπεσε στην αντίληψη
του επισκόπου πως οι χριστιανοί εκεί χρησιμοποιούσαν και διάβαζαν ως ιερό ένα
δοκητικό ευαγγέλιο νομίζοντας πως είναι του αποστόλου Πέτρου [Οι δοκήτες
πίστευαν ότι ο Χριστός φαινομενικά γεννήθηκε και σταυρώθηκε ή φαινομενικά
υπέφερε και πέθανε]. Όταν το διάβασε και ο ίδιος και διαπίστωσε το νόθο πνεύμα
του, απαγόρευσε με επιστολή του προς την εκκλησία της Ρωσού, από την Αντιόχεια
που βρισκόταν, την περαιτέρω χρήση του συγκεκριμένου ‘ευαγγελίου’ ως γνησίου
κειμένου και επισήμανε το αιρετικό του περιεχόμενο (βλ. Bart D. Ehrman, «Χαμένες
Μορφές του Χριστιανισμού», εκδόσεις Ενάλιος, Αθ. 2008, σελ. 47-51).
Εν
κατακλείδι, η τελευταία αυτή ιστορία, αλλά και όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, μάς
δείχνουν ότι πάντοτε η Εκκλησία ήξερε τι πίστευε περί του Χριστού, άρα και περί
Αγίας Τριάδος, και πως δεν υπήρχε σύγχυση γύρω από τις αλήθειες της
πίστεως. Άλλωστε η Εκκλησία ήταν εκείνη
που απέρριψε πολλά απόκρυφα ευαγγέλια και γνωστικά κείμενα και κράτησε ως
γνήσια μόνο τέσσερα, μη διαπραγματευόμενη την αλήθεια του Θεού.
·
Bart D. Ehrman, «Χαμένες Μορφές του
Χριστιανισμού», εκδόσεις Ενάλιος, Αθ. 2008
·
Dr. Carsten Peter Thiede, «Ο Ιησούς: Μύθος
ή Πραγματικότητα;», εκδ. Πέργαμος, Αθ. 1999
·
Ι. Μητρόπολη Σύρου, «Ιησούς, ο Χριστός….»,
Μιχαήλ Γ. Χούλη, έκδοσις Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Οκτ.
2005
·
Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας, διαδίκτυο,
άρθρο: «Είναι η Αγία Γραφή Αλάθητη»;
·
Σάββα Αγουρίδη & Σωκράτη Νίκα: «Ο
Χριστός και ο καινούριος κόσμος το Θεού», ΟΕΔΒ, 1993
·
Σωτήριου Δεσπότη: «Ο Κώδικας των
Ευαγγελίων», εκδ. Άθως, Αθ. 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου