Ἡ γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα Παΐσιον τόν Ἁγιορείτη
Α΄ Μέρος
Τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρου
Τό καλοκαίρι τοῦ 2010 βρέθηκα προσκυνητής
στό Ἅγιον Ὄρος, ἀπό ὅπου μετά ἀπό πρόσκληση ἦλθα στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καί ἐχοροστάτησα στήν ἱερά ἀγρυπνία
τῆς Ἁγίας Θεοπρομήτορος Ἄννης. Ἐκεῖ δέχθηκα καί τήν παράκληση τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
νά καταγράψω ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπό τήν πολυετῆ ἀναστροφή μου μέ τόν Γέροντα
Παΐσιον, ὥστε νά διασωθοῦν ἐκ τῆς λήθης τοῦ χρόνου, πρός ὠφέλειαν τῶν πιστῶν.
Πράγματι, εἶχα τήν εὐλογία νά ἐπικοινωνῶ
κατά καιρούς μέ τόν Γέροντα ἐπί τριανταπέντε χρόνια (1959-1994) προσωπικῶς ἤ
δι’ἀλληλογραφίας. Καί παραμένει ζωηρή στήν μνήμη μου ἡ μετ΄αὐτοῦ ἀναστροφή, ἡ ἀσκητική
ζωή καί ὁ διδακτικός του λόγος, μέρος τοῦ ὁποίου διετήρησα σέ σημειώσεις.
Δύο ἦσαν κυρίως οἱ τόποι τῶν τακτικῶν μου
συναντήσεων μέ τόν Γέροντα, ἡ Κόνιτσα καί τό Ἅγιον Ὄρος, εἴτε ὡς προσκυνητής εἴτε
ὡς ἐκπαιδευτικός στήν Ἀθωνιάδα Σχολή καί τέλος στό Θεαγένειο Νοσοκομεῖο
Θεσσαλονίκης.
Α΄ ΚΟΝΙΤΣΑ (1959-1962)
Τόν Σεπτέμβριο 1959 τό Ὑπουργεῖο Παιδείας
μέ διώρισε ὡς θεολόγον-ἐκπαιδευτικόν στό Γυμνάσιο Κονίτσης, ὅπου ἐδίδαξα τά
σχολικά ἔτη 1959-1963. Ἐκεῖ ἐπληροφορήθηκα ὅτι ὁ π. Παΐσιος ἐμόναζε στήν Ἱερά
Μονή Παναγίας Στομίου, ἕνα ἱστορικό μοναστήρι στίς πλαγιές τῆς Πίνδου, τό ὁποῖον
ὁ Γέροντας μέ πολλή φροντίδα ἀνακαίνισε, ὥστε νά εἶναι λειτουργικό. Ὁ ἴδιος ἐγνώριζε
τήν ξυλουργική, ὁπότε κατασκεύασε καινούργια παράθυρα, πόρτες, καί ἐτοποθέτησε
πλάκες στό δάπεδο τοῦ Καθολικοῦ, τίς ὁποῖες μάλιστα μετέφεραν οἱ Κονιτσιῶτες μέ
πολλή προθυμία ἀπό τήν Γέφυρα τῆς Κονίτσης στό Μοναστήρι. Ἔξω ἀπό τήν μάνδρα τοῦ
μοναστηριοῦ καλλιεργοῦσε ἕναν μικρό κῆπο, ἀλλά παρεπονεῖτο ὅτι οἱ ἀρκοῦδες ἀπό
τήν Πίνδο τοῦ ἔκαναν ζημιές.
Ἐκεῖ ὁ Γέροντας ἀσκήτευε αὐστηρά. Μετά τήν
κοπιώδη ἐργασία τῆς ἡμέρας ἀκολουθοῦσε ἡ ἀγρυπνία στήν ἐκκλησία. Κάποτε, μοῦ ἔλεγε
ὅτι ἄκουσε κτύπους στήν πόρτα τῆς ἐκκλησίας. Ἄνοιξε καί εἶδε ἕναν σκύλο μέ
κόκκινα μάτια. Προφανῶς ἦταν κάτι δαιμονικό. Ὁ μοναχός τοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ
σταυροῦ καί ἐξαφανίστηκε.
Στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου πήγαινα τακτικά
μέ τόν μακαρίτη καί εὐλαβῆ ἱερέα π. Δημήτριο Μάνθο, ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων Κάτω Κονίτσης, ὅπου τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία μέ διακονητή
καί ψάλτη τόν π. Παΐσιο, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια μᾶς προσέφερε καφέ καί μᾶς
συντρόφευε μέ τόν χαριτωμένο λόγο του.
Κατοικία μου στήν Κόνιτσα ἦταν ἕνα παλαιό ἀρχοντικό,
πατρικό τῶν ἀδελφῶν Παναγιώτη καί Κωνσταντίνου Παπαδημούλη, πού ἔμεναν στήν Ἀθήνα,
καί εἶχαν ἀναθέσει τήν φροντίδα του στούς ἠλικιωμένους κ. Μιχάλη καί κ. Ἀναστασία.
Ὅλοι ἤδη εἶναι κεκοιμημένοι. Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους. Ἐκεῖ μοῦ παρεχώρησαν
ἕνα δωμάτιο γιά τή διαμονή μου. Στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ ὑπάρχει καί σήμερα ἕνα ἐκκλησάκι
ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Γεώργιο, τόν Νεομάρτυρα, τόν ἐξ Ἰωαννίνων, μέ πολλές εἰκόνες,
μεγαλύτερη τῶν ὁποίων ἦταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μέ φουστανέλλα, γιλέκο
καί φέσι. Ὅταν λοιπόν ὁ π. Παΐσιος ἐρχόταν στήν Κόνιτσα γιά δουλειές τοῦ
Μοναστηριοῦ, διανυκτέρευε καί σ΄αὐτό τό έκκλησάκι. Κρατοῦσε ἕνα κερί καί
διάβαζε τήν ἱερή ἀκολουθία. Ἔτσι τόν εὕρισκε ἡ κ. Ἀναστασία, ὅταν διακριτικά
τόν ρωτοῦσε ἄν ἤθελε ἕνα τσαΐ. Ἡ ἴδια εἶχε φροντίσει νά ὑπάρχῃ ἕνα μαγκάλι, γιά
νά ζεσταίνεται ὁ χῶρος.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως
καί Κονίτσης ἀείμνηστος Χριστοφόρος φρόντιζε τόν π. Παΐσιο, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε ἐξουσιοδοτήσει
τό παντοπωλεῖο τοῦ κ. Παναγιωτίδη, νά δίνη στόν Γέροντα ὅ,τι χρειαζόταν μέ
χρέωση τῆς Μητροπόλεως.
Ἕνα βράδυ εἴχαμε δεῖπνο στήν Μητρόπολη. Ἦταν
ἐκεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ὁ π. Θεόδωρος Μπεράτης, ἱεροκήρυκας, ὁ π. Παΐσιος καί ὁ
γράφων. «Φάγε, Παΐσιε», τοῦ ἔλεγε ὁ δεσπότης, ὅταν τόν ἔβλεπε νά ἀρκῆται σέ ὀλίγα.
Ὅταν τελειώσαμε καί ἡ ὥρα ἦταν περασμένη, ὁ Σεβασμιώτατος ἐπρότεινε στόν π.
Παΐσιο νά διανυκτερεύσῃ στήν Μητρόπολη. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεχώρησε μέ διάκριση. Ποῦ
πῆγε μέσα στήν νύκτα; Ὁ κ. Κώστας, νεωκόρος τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἁγίου Νικολάου, πού ἀνέβαινε
ἀργά τόν δρόμο ἀπό τήν πλατεῖα πρός τήν κατοικία του, εἶδε ἕνα φῶς στήν ἐκκλησία
τῆς Ἀναλήψεως τοῦ νεκροταφείου. Κοίταξε ἀπό τό τζάμι τοῦ παραθύρου καί εἶδε
μέσα τόν π. Παΐσιο ὄρθιο μέ ἕνα κερί νά ἀγρυπνῇ. Ἐκεῖ εἶχε καταφύγει ὁ Γέροντας
ἀναχωρώντας ἀπό τήν Μητρόπολη.
Στά θέματα τῆς πίστεως ἦταν πολύ αὐστηρός.
Στήν Κόνιτσα ὑπῆρχε μιά ὁμάδα Προτεσταντῶν μέ εὐκτήριο οἶκο. ἔξω ἀπό τόν ὁποῖον
εἶχαν μιά σχετική ἐπιγραφή. Ὁ π. Παΐσιος πῆγε καί τήν κατέστρεψε. Ἔκανε καί ἄλλες
προσπάθειες, ὥστε αὐτοί οἱ αἱρετικοί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Νά σημειώσω ἀκόμη ὅτι τά χρόνια ἐκεῖνα ὁ
Γέροντας ἐμερίμνησε γιά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ
Καππαδόκου ἀπό τήν Κέρκυρα.
Στήν Ἱερά Μονή Στομίου ἔμεινε ὁ Γέροντας
τέσσερα χρόνια, ἀπό τό 1958 ἕως τό 1962, ὁπότε καί ἀνεχώρησε. Εἶχα ἀκούσει ὅτι ὁ
Σιναΐτης ἱερομόναχος Δαμιανός, σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σινᾶ, τόν εἶχε ἐπισκεφθῇ
στό Μοναστήρι τοῦ Στομίου καί τόν προσεκάλεσε νά μεταβῇ στό Σινᾶ, καί ἔτσι ὁ
Γερόντας Παΐσιος ἄρχισε μία νέα περίοδο ἀσκήσεως στό Θεοβάδιστο Ὄρος.
Πολύ λυπήθηκα γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό
τήν Κόνιτσα, ὅπου ὑπηρέτησα στό Γυμνάσιο ἀκόμη ἕναν χρόνο, μέχρι τόν Ἰούνιο
1963, ὁπότε μετατέθηκα στό Γυμνάσιο Αἰγίνης καί στήν συνέχεια σέ ἄλλα σχολεῖα.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἐπιστρέψει ἀπό τό Σινᾶ στό
Ἅγιο Ὄρος τό 1964.
Πέρασαν τά χρόνια καί βρέθηκα πάλι μέ τόν
Γέροντα τό Πάσχα 1969 στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐπῆγα προσκυνητής ἀπό 31 Μαρτίου
μέχρι 13 Ἀπριλίου 1969, πασχαλινή περίοδο. Τήν περίοδο αὐτή μέ δέχθηκε ἐπανειλημμένως,
εἶχα μάλιστα τήν πρόνοια καί κράτησα σημειώσεις, ὅπως ἀκριβῶς ἀκολουθοῦν :
-Μή φοβώμαστε τήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
τήν κρίση τοῦ Θεοῦ
- Νά κάνουμε συντροφιά μέ ὅσους συμφωνοῦμε.
Μήν μπλεκώμαστε στά ἴδια γρανάζια μέ τούς ἄλλους. Ἄν ὑποχρεωτικῶς π.χ. στήν ὑπηρεσία
μας, συναναστρεφώμαστε μέ συναδέλφους, μέ τούς ὁποίους δέν συμφωνοῦμε, οἱ
σχέσεις μας νά εἶναι τυπικές.
- Νά εἴμαστε αὐστηροί στόν ἑαυτό μας καί ἐπιεικεῖς
στούς ἄλλους.
- Αὐτοί πού δοκιμάζουν τίς ἡδονές τῆς ζωῆς
τρῶνε μπανανόφυλλα, ἐνῷ οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι τρῶνε ὁλόκληρη τήν οὐσία τῆς
μπανάνας.
- Μερικοί κληρικοί νομίζουν ὅτι ἀπό αὐτούς
ἐξαρτᾶται ἡ βελτίωση, ἡ πρόοδος, ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων. Θεωροῦν ὅτι τά βιβλία, τά
περιοδικά, οἱ συγκεντρώσεις, εἶναι τά κύρια βοηθητικά στή σωτηρία. Π.χ.
διαφωτίζουν τόν λαό ὅτι εἶναι κακό ὁ καρνάβαλος, ἀλλά δέν ἀρκοῦνται σ’αὐτό.
Προχωροῦν καί στήν διοργάνωση συλλαλητηρίων γιά τήν ματαίωση τοῦ καρνάβαλου.
Λησμονοῦν τόν Θεό. Δέν ὑπολογίζουν ὅτι ὑπάρχει Θεός, πού ὅταν θελήσῃ, θά διαλύσῃ
τόν καρνάβαλο. Ἀντίθετα ὁδηγούμεθα στήν ἀπιστία. Οἱ διάφορες χριστιανικές ὀργανώσεις
δίνουν στούς Χριστιανούς ὁδηγίες καλῆς συμπεριφορᾶς, νά προσέχουν τίς ἐξωτερικές
καλές ἐκδηλώσεις καί δέν καλλιεργοῦν τό βάθος, τόν ἔσω ἄνθρωπο πατερικῶς.
Δίνουν ἀσπιρίνες, δέν θεραπεύουν τίς πληγές ριζικῶς.
- Ἕνας ἀνάξιος μπορεῖ να γίνῃ κληρικός, νά
καταλάβῃ θέσεις, νά γίνῃ Πατριάρχης Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἀλλά τό θέμα εἶναι ποῦ
βρίσκεται ἡ πνευματική πρόοδός του; Ποιό θά εἶναι τό τέλος του; Διότι ὁ
διάβολος ἀνεβάζει κάποιον μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καί ἀπ’ἐκεῖ τοῦ δίνει μιά καί τόν
κατεβάζει στήν καταστροφή.
- Κάθε ἐμπόδιο εἶναι καλό. Νά εὐχαριστοῦμε
ἐκείνους πού μᾶς ἐλέγχουν, διότι μᾶς βοηθοῦν νά διορθωθοῦμε, ἐνῷ οἱ φίλοι μας μᾶς
ἐπαινοῦν καί δέν βοηθοῦν στήν ἐκρίζωση τῶν παθῶν.
- Νά παίρνουμε ἀπό δεξιά τίς διάφορες
κακοτυχίες καί νά δίνουμε σ’αὐτές ἀγαθό νόημα. Κάτι θά ἔχουν νά μᾶς διδάξουν.
Π.χ. πέφτει μιά πέτρα στό δεξί μας πόδι. Τότε πρέπει νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό,
γιατί δέν μᾶς ἔσπασε καί τά δύο πόδια.
- Μερικοί λένε: «Δέν ἁμαρτάνω, γιά νά μήν
πάω στήν κόλαση» ἤ «Κάνω καλά ἔργα γιά νά πάω στόν Παράδεισο». Ἀλλοίμονο ἄν
σκεπτώμαστε ἔτσι. Ἀντίθετα, νά λέμε : «Ἀποφεύγω τήν ἁμαρτία, γιά νά μή πληγώσω
τόν Θεό. Κάνω τό καλό, γιά νά εὐχαριστῆται ὁ Θεός. Δέν θέλω νά πάω στήν κόλαση,
γιά νά μήν λυπήσω τόν Θεό».
- Ἕνας κῆπος ἔχει πολλά λουλούδια, καποιο ὅμως
εὐδοκιμεῖ περισσότερο. Ἔτσι καί κάθε Χριστιανός ἔχει διάφορα στοιχεῖα π.χ. τῆς ἀφιερώσεως,
τοῦ ἐγγάμου βίου κλ. Ὁ ὑπεύθυνος πνευματικός πού γνωρίζει τήν ψυχή θά ἐπισημάνῃ
τό στοιχεῖο πού κατά τήν γνώμη του θά εὐδοκιμήσῃ. Αὐτό πρέπει νά ἀκολουθήσῃ μέ
πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν πνευματικό. Ἄν ἐκεῖνος ἔκανε λάθος στήν ἐκλογή τοῦ
κατάλληλου στοιχείου, τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά ἐπισκιάσῃ τόν δοῦλο Του, ἀφοῦ ἡ
διάθεσή του εἶναι ἀγαθή.
- Μήν κατακρίνουμε εὔκολα τούς ἀνθρώπους. ὁ
Θεός κρίνει μέ ἄλλο μέτρο τούς ἀνθρώπους. Καί δίκαια ὁ Κύριος εἶπε : «Μή
κρίνετε κατ΄ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε»[1]. Βλέπεις τόν ἄλλον νά
κτυπᾶ; Τότε νά σκέπτεσαι ὅτι εὐτυχῶς πού συγκράτησε τήν ὀργή του καί δέν ἔφθασε
στόν φόνο. Διότι δέν ξέρεις μέ ποιές κληρονομικές καταβολές ἔδρασε ὁ ἔνοχος.
- Ὁ Θεός κρίνει τήν διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν
ἕνας σκεφθῇ «ἐγώ θά ἁμαρτάνω σέ ὁλόκληρη τή ζωή μου καί στό τέλος θά
μετανοιώσω», τότε αὐτός ποτέ δέν θά συγχωρηθῇ, ἔστω καί ἄν ἔκανε λιγώτερες ἁμαρτίες
ἀπό ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν διάθεση νά ἐπιστρέψῃ στόν Θεό, ἁμαρτάνει καί
σηκώνεται συνεχῶς. Ὁ δεύτερος στό τέλος θά συγχωρηθῇ, ὁ πρῶτος ὄχι.
- Ὁ ἀληθινός μοναχός σκέπτεται ὅτι εἶναι ἀθλιώτερος
παντός ἁμαρτωλοῦ, πού εἶναι ἴσως κακός, διότι δέν ἐγνώρισε τό μέγεθος τοῦ κακοῦ
καί ἐν ἀγνοίᾳ του τό πράττει, ἐνῷ ὁ μοναχός τί θά ἔχῃ νά ἀπολογηθῇ, ἀφοῦ ἐγνώρισε
τό ἀγαθό καί δέν τό ἐτήρησε; Γι’ αὐτό θά δοῦμε ἐκπλήξεις στήν ἄλλη ζωή.
- Ἔστω καί ἄν ζοῦμε στόν κόσμο, εἶναι ἀνάγκη
νά ἀφιερώνουμε μία ὥρα τήν ἡμέρα γιά τήν πνευματική μας περισυλλογή. Στό Ἅγιον Ὄρος
ἀκοῦς ψαλμωδίες καί βλέπεις ἅγιες εἰκόνες. Ἐνῷ στόν κόσμο ἀκοῦς τραγούδια καί
βλέπεις τό Ρομάντζο[2]. Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα στό Ὄρος βοηθάει, γι΄ αὐτό καί ἕνας
κακός λογισμός καταδικάζεται ἀπό τόν Θεό περισσότερο ἀπό τά βαρειά παραπτώματα
τῶν κοσμικῶν στόν κόσμο.
- Ἄν ἕνας ὑποτακτικός μου κάνῃ ἀπό φόβο ὅ,
τι τοῦ λέγω, τότε ὁ Θεός δέν θά τόν ἀμείψῃ, διότι τά ἀγαθά ἔργα δέν εἶναι δικά
του. Καί τούς μαθητές μας μήν τούς καταπιέζουμε. Θά τούς διαφωτίσουμε μόνον. Ἔπειτα
θά σεβαστοῦμε τό αὐτεξούσιον. Ἄν τούς πιέσουμε, θά ὑποκριθοῦν καί θά τό
πράξουν. Ὅταν ὅμως ξεφύγουν ἀπό τήν δικαιοδοσία μας, τότε θά ξεσπάσουν καί θά
κάνουν τά χειρότερα.
- Άνάλογα μέ τό τί εἴμαστε, προσφέρουμε.
Βλέπεις μία ὡραία μαθήτρια, σεμνή, πνευματική. Αὐτή σέ ἐμπνέει καί δέν πάει τό
μυαλό σου στό κακό, διότι ἔχει θεία Χάρη. Ἀντίθετα μία ἔστω κακομούτσουνη, ἄσχημη,
σέ προκαλεῖ στό κακό, διότι ἔχει κακία καί ἁμαρτία ἐπάνω της. Ὅ,τι ἔχει κανείς
δίνει.
- Ἡ θεολογία δυσυχῶς ἐξετάζει πολές φορές
τό περίβλημα τῆς Πίστεώς μας καί τῶν Μυστηρίων, καί ἀγνοεῖ τήν θεία Χάρη, πού ἐπιδρᾶ
διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Ἐνδιαφέρεται γιά τό χρυσό ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου, ἐνῷ
δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ ἐξώφυλλου, ἀλλά τοῦ περιεχομένου.
- «Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί
εἰσιν»[3]. Στήν ἄλλη ζωή θά πάρουμε ὁ καθένας τή θέσητου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀνάλογα
μέ τό πῶς ἔχουμε προετοιμάσει τόν ἑαυτό μας. Δέν θά μᾶς τοποθετήσῃ ὁ Θεός σέ ἀνάλογες
θέσεις, ἀλλά ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Καί θά εἴμαστε ὅλοι ἱκανοποιημένοι.
Στό στάδιο, πού γίνονται ἀγῶνες, δεξιά καί
ἀριστερά ὑπάρχουν κερκίδες. Ὅσοι κάθονται στίς πρῶτες κερκίδες βλέπουν
καλύτερα, οἱ παραπάνω βλέπουν καί αὐτοί, ὄχι ὅμως τόσο καλά, ὅπως οἱ πρῶτοι. Αὐτό
ἐξαρτᾶται ἀπό τό εἰσιτήριο πού πλήρωσε καθένας. Ἀκριβό εἰσιτήριο, πρῶτες
θέσεις, φθηνό εἰσιτήριο τελευταῖες θέσεις. Ὅλοι ὅμως θά βλέπουν, χωρίς καθένας
νά ξέρῃ πῶς βλέπει ὁ ἄλλος. Καθένας δοκιμάζει τήν δική του διόπτρα. Καί ἀφοῦ ἱκανοποιεῖται
μ΄αὐτήν, τοῦ εἶναι ἀρκετό. Ἄλλος θά ἱκανοποιηθῇ μέ καλύτερη διόπτρα.
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν κλήση του καί τήν
κλίση του. Μή στραγγαλίζουμε τίς κλήσεις τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν καθέννα
μας ἀναλόγως τῆς θέσεώς του, ἄν ἐξετέλεσε καλῶς τά καθήκοντά του ὡς μοναχός, ὡς
δάσκαλος, ὡς κληρικός, ὡς οἰκογενειάρχης κ.λ.π. Δέν θά ἐλέγξῃ ἄν ἔγινες οἰκογενειάρχης
καί ὄχι μοναχός˙ θά κρίνῃ τήν διάθεση καθενός. Ἄν ἔπραξε καλῶς τά καθήκοντά του
στήν θέση πού τόν ἔταξε.
Ἄλλοτε ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅταν λόγω τῆς
στρατιωτικῆς του θητείας δέν μποροῦσε νά ἐκκλησιασθῇ, πόση χαρά αἰσθάνθηκε, ὄταν
σέ ἕνα ταξίδι (νομίζω ἀπό τήν Κόνιτσα στήν Ἀθήνα) συνάντησε μία Ἐκκλησία, πού εἶχε
ἀκολουθία (νομίζω τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας). Μπῆκε μέσα καί εἶπε: «Θεέ
μου, πῶς κατάντησα!».
(Συνεχίζεται)
[1] Ἰω. 7, 24.
[2] Λαϊκό ἑβδομαδιαῖο
περιοδικό τῆς δεκαετίας τοῦ ’50, ’60.
[3] Ἰω. 14, 2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου