ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ*
Τοῦ
μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη
«Μετὰ
ταῦτα ἦν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων» (ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φρονεῖ ὅτι εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς
Πεντηκοστῆς).
Καὶ
ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Συνεχῶς εὑρίσκεται κατὰ τὰς ἑορτὰς εἰς τὴν
πόλιν. Ἀπὸ τὴν μιὰ διὰ νὰ φανῇ ὅτι ἑορτάζει μαζί τους ἀπὸ τὴν ἄλλη, διὰ νὰ
τραβήξῃ κοντά Του τὸν ἁπλὸν καὶ ἄδολον λαόν. Γιατὶ κατὰ αὐτὰς τὰς ἡμέρας ἐγίνετο
περισσότερη συρροὴ τῶν πιὸ ἁπλῶν. «Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ
κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις
κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν ἐκδεχομένων τὴν τοῦ
ὕδατος κίνησιν» (Ἰωάν. ε´, 2). Ἐπρόκειτο νὰ παραδώση τὸ βάπτισμα, ποὺ ἔχει πολλὴν
δύναμιν καὶ μεγάλην χάριν, τὸ βάπτισμα, ποὺ καθαρίζει ἀπὸ ὅλας τὰς ἁμαρτίας καὶ
ποὺ νεκροὺς ἀνιστᾷ ζωντανούς. Ἡ κολυμβήθρα λοιπὸν εἶναι μία εἰκὼν τοῦ
μελλοντικοῦ βαπτίσματος.
Πρῶτον
ἔδωκε ὕδωρ διὰ τὰς σωματικὰς κηλίδας. Ἔπειτα καὶ ἀρρωστήματα διάφορα θεραπεύει
διὰ τοῦ ὕδατος. Θέλει ὁ Κύριος νὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ καταλάβωμεν καλύτερα τὸ
μυστήριον καὶ τὴν δωρεὰν τοῦ βαπτίσματος. Ὄχι μόνον μολυσμούς, ἀλλὰ καὶ νόσους
θεραπεύει.
Καὶ
ὁ ἄγγελος καταβαίνων ἀνετάρασσε τὸ ὕδωρ καὶ τοῦ ἔδιδε θεραπευτικὴν δύναμιν, διὰ
νὰ μάθουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι πολὺ περισσότερον ὁ Δεσπότης τῶν ἀγγέλων δύναται νὰ
θεραπεύῃ ὅλα τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ ὅπως ἐδῶ δὲν ἐθεράπευε ἁπλῶς ἡ φύσις τῶν
ὑδάτων (διότι τότε θὰ ἐθεράπευε συνεχῶς), ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀγγέλου, ἔτσι
καὶ εἰς ἡμᾶς δὲν ἐνεργεῖ ἁπλᾶ τὸ νερό, ἀλλὰ ὅταν δεχθῆ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τότε διαλύει ὅλας τὰς ἁμαρτίας.
Γύρω
ἀπὸ αὐτὴν τὴν κολυμβήθραν «κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν,
ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν». Ἀλλὰ τότε μὲν ἡ ἀσθένεια ἐγίνετο ἐμπόδιον
εἰς ὅποιον ἤθελε νὰ θεραπευθῆ· τώρα ὅμως μπορεῖ ἐλεύθερα ὁ καθένας νὰ προσέλθη.
Δὲν εἶναι πλέον ὁ ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης τῶν ἀγγέλων, ποὺ κάμνει τὸ πᾶν. Καὶ ἂν
ἀκόμη ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρος προσέλθη, ἡ χάρις δὲν ἐξοδεύεται, οὔτε ἡ ἐνέργεια
δαπανᾶται ἀλλὰ ἡ ἰδία καὶ ἀπαράλλακτος μένει, ὅπως καὶ πρῶτα (π.χ. αἱ ἡλιακαὶ ἀκτῖνες).
Διατὶ
ὅμως ἄφησε ὅλους τοὺς ἄλλους ὁ Ἰησοῦς καὶ ἦλθε εἰς αὐτόν, ποὺ εἶχε 38 χρόνια
καί, διατὶ τὸν ἐρώτησε ἂν θέλη νὰ γίνῃ ὑγιής. Ὄχι διὰ νὰ μάθῃ (αὐτὸ ἦτο
περιττόν), ἀλλὰ διὰ νὰ δείξη τὴν ὑπομονὴ τοῦ παραλύτου καὶ νὰ καταλάβωμε ὅτι δι᾽
αὐτὸ ἄφησε τοὺς ἄλλους καὶ ἐπῆγε εἰς αὐτόν. Τί λοιπὸν εἶπε ὁ ἀσθενής: «Ἀπεκρίθη
αὐτῷ καὶ εἶπε: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς
τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει». Διὰ τοῦτο ἠρώτησε
ὁ Κύριος: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Διὰ νὰ μάθωμεν αὐτὰ τὰ πράγματα. Καὶ δὲν τοῦ
εἶπε «Θέλεις νὰ σὲ θεραπεύσω»; (Γιατὶ δὲν ἐφαντάζετο τίποτε σπουδαῖον δι᾽ αὐτόν),
ἀλλὰ «θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Ἐκπληκτικὴ ἡ ὑπομονὴ τοῦ παραλύτου. Ἔχοντας 38
χρόνια τὴν ἀσθένεια καὶ κάθε χρόνον ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀπηλλάσσετο ἀπὸ αὐτήν, ἔμενε
μόνιμα ἐκεῖ καὶ δὲν ἀπεμακρύνετο.
Ἂς
ἐντραποῦμε, ἀγαπητοί μου, καὶ ἂς στενάξωμε διὰ τὴν πολλήν μας ραθυμία. Τριάντα ὀκτὼ
χρόνια ἔμενε, εἰς τὸ ἴδιο σημεῖον ἐκεῖνος καὶ μολονότι δὲν ἐπετύγχανε ἐκεῖνο ποὺ
ἤθελε, δὲν ἀπεμακρύνετο. Καὶ δὲν τὸ ἐπετύγχανε ὄχι ἀπὸ ἀμέλεια ἰδική του, ἀλλὰ
διότι τὸν ἐμπόδιζαν καὶ τὸν παρεμέριζαν οἱ ἄλλοι.
Καὶ
ἐντούτοις δὲν ἀπεγοητεύετο.Ἐμεῖς δέ, ἐὰν δέκα ἡμέρες μείνωμε κάπου καὶ
παρακαλέσωμε διὰ κάτι χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, εἰς τὸ τέλος δὲν ἔχομεν τὸν ἴδιον
ζῆλον.
Πόσον
ἄξια τιμωρίας ἡ στάσις μας. (Συνεχῶς νὰ ὁμιλῆ μὲ τὸν Θεόν, δῶρον.Κουραστικὸ ἡ
συνεχὴς εὐχή; Ἀλλὰ καὶ τί δὲν εἶναι ἐπίπονον τῶν τῆς ἀρετῆς; Παράδεισος ἐλεύθερος
φροντίδων καὶ ἀκόπως.
Ἡ
φύσις δὲν δέχεται τὴν ἀργίαν… Ἄλλωστε ποία χάρις ἄνευ κόπων; Παρθενία – Γάμος,
Πόλεμος – Σφοδροὶ ἀγῶνες – λαμπρὰ τρόπαια).
«Λέγει
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Θέλεις, ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Ναί, Κύριε· ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν».
«Παντοδαπῶν
ἔστι φαρμάκων θησαυρὸς τὰ θεῖα λόγια».
*
* *
Ἄκουσε, τί λέγει καὶ μάθε τῆς τραγωδίας τὸ μέγεθος.
Τί μποροῦσε νὰ γίνη ἐλεεινότερον ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά; Τί περιπαθέστερον; Εἶδες καρδίαν
συντετριμμένην ἀπὸ τῆς μακρᾶς ἀσθενείας; Εἶδες πᾶσαν φλεγμονὴν κατεσταλμένην; Δὲν
εἶπε κάτι βλάσφημον, ὅπως λέγουν πολλοὶ σήμερον. Δὲν κατηράσθη τὴν ἡμέραν τῆς
γεννήσεώς του, δὲν ἐδυστρόπησε πρὸς τὴν ἐρώτησιν. Δὲν εἶπε· Ἦλθες νὰ μᾶς
διασύρης καὶ νὰ παίξης μαζί μας, ποὺ ἐρωτᾶς, ἐὰν θέλω νὰ γίνω καλά.
Ἀλλὰ
πράως καὶ μὲ πολλὴν ἐπιείκειαν. «Ναὶ Κύριε». Μολονότι δὲν ἐγνώριζε ποιὸς ἦτο ὁ ἐρωτῶν,
οὔτε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τὸν θεραπεύση, ἀλλὰ μὲ πολλὴν ταπείνωσιν διηγεῖται ὅλα ὅσα
τοῦ συμβαίνουν καὶ δὲν ζητεῖ τίποτε, σὰν νὰ ὡμίλει εἰς ἰατρὸν καὶ μόνον τὸ
πάθος ἤθελε νὰ φανερώση. Ἤλπισε ὅτι ἴσως εἰς κάτι θὰ τὸν ἐβοηθοῦσε ὁ Χριστός.
Νὰ
τὸν βάλη στὸ νερό. Καὶ θέλει νὰ τὸν προσελκύση μὲ τὰ λόγια αὐτά. Τί λοιπὸν ὁ
Χριστός; Φανερώνοντας ὅτι μὲ τὸν λόγον ὅλα δύναται νὰ τὰ πράξῃ «ἔγειραι» φησίν,
ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει».
Μερικοί,
νομίζουν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος ἀλλὰ δὲν εἶναι διότι 1) Δὲν
ὑπάρχουν ἄνθρωποι νὰ τὸν βοηθήσουν (Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω). 2) Ἡ ἀπόκρισις (Ὁ μὲν οὐδὲν
λέγει, ὁ δὲ ὅλα τὰ διηγεῖται). 3) ἀπὸ τοῦ καιροῦ καὶ χρόνου. (Ἑορτὴ καὶ
Σάββατον, ἐ κεῖνος δὲ ἄλλην ἡμέραν. Τόπος διαφορετικὸς (Οἰκία ὁ μέν, ὁ δὲ παρὰ
τὴν κολυμβήθραν). Καὶ τρόπος θεραπείας διαφορετικὸς (τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι)
ἐδῶ σῶμα συσφίγγει προηγουμένως καὶ τότε φροντίζει διὰ τὴν ψυχήν. Ἐκεῖ, μὲν
συγχώρησις (ἀφέωνται γάρ σου αἱ ἁμαρτίαι). Ἐδῶ παραίνεσις καὶ ἀπειλὴ πρὸς τὸν μέλλον
προφυλάσσουσα.
«Μηκέτι
ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. ε´ 14). Βλέπε τὴν πίστιν τοῦ
παραλύτου. «Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει» Δὲν ἐγέλασε, δὲν εἶπε.
Ἠγέρθη
καὶ ἀμέσως ὑπήκουσε εἰς διατάξαντα αὐτὸν «Ἔγειρα, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ
περιπάτει». Θαυμαστὸν καὶ αὐτό, ἀλλὰ καὶ κατόπιν πλέον θαυμαστόν. Δὲν ἐπτοήθη τὰς
ἀπειλὰς τῶν Ἰουδαίων. «Ἔγειραι, Σάββατόν ἐστιν, οὐκ ἔξεστίν σοι, ἆραι τὸν
κράββατον».
Ἄκουσε
τί λέγει «ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ
περιπάτει». (Λαμπρὰν τὴν φωνήν, τὴν εὐεργεσίαν ὡμολόγει καὶ ἐκήρυττε). Αὐτοὶ δὲ
ἐπιμένουν «Τίς ἐστιν ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθείς,
οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν. Ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ».
Διατί
ἐκρύβη ὁ Χριστός; Νὰ ὁμιλήση μόνον του τὸ ἔργον. Ὑπερβαίνων τὸν νόμον. «Χαίρειν
μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων».
*
* *
Πόσον
κακὸν εἶναι ὁ φθόνος.
*
* *
«Μετὰ
ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἴδε ὑγιὴς γέγονας·
μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται». Δεινὸν ἡ ἁμαρτία, δεινὸν καὶ ψυχῆς
βλάβη.
Ὅταν
ἀσθενῆ ἡ ψυχή, μένομεν συνήθως ἀδιάφοροι. Ἐὰν ὅμως τὸ σῶμα, ὅλα τὰ κάμνομεν, διὰ
νὰ θεραπευθοῦμε. Διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς τοῦτο κολάζει πολλάκις ὑπὲρ τῶν ἐκείνῃ
(πε)πλημμελημένων, ὥστε διὰ τῆς τοῦ ἐλάττονος μάστιγος καὶ τὸ κρεῖττον τυχεῖν
θεραπείας τινός. «ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι
γένηται». Τί μανθάνομεν; 1) Ὅτι τοῦ συνέβη αὐτὸ ἐξ ἁμαρτιῶν. 2) Βέβαιος ὁ λόγος
τῆς τιμωρίας. 3) Μεγάλη καὶ ἄπειρος ἡ τιμωρία.
Τὰ
ἐνταῦθα νουθεσίας, τὰ δὲ ἐκεῖ τιμωρίας. Ὅλα τὰ νοσήματα ἐξ ἁμαρτιῶν; Τὰ
περισσότερα, ὄχι ὅλα. Μερικὰ δὲ ἀπὸ ραθυμία (γαστριμαργία –μέθη – ἀργία κ.λπ.).
Γίνεται
καὶ δι᾽ ἁμαρτήματα. Γίνεται καὶ δι᾽ εὐδοκίμησιν (Ἰώβ). «Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν
ἐν τῷ ἱερῷ ὁ Ἰησοῦς», τὸ ὁποῖον εἶναι σημεῖον μεγίστης εὐλαβείας. Δὲν ἐπῆγε εἰς
ἀγορὰς καὶ περιπάτους, οὐδὲ ἔδωσε τὸν ἑαυτόν του εἰς διασκέδασιν καὶ ἄνεσιν ἀλλὰ
ἔμενε εἰς τὸ ἱερόν. Μολονότι, ἐπρόκειτο νὰ ὑποστῆ τόσα ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
Καμμιὰ
παρατήρησι τοῦ Κυρίου. Μόνον προφυλάσσει διὰ τὸ μέλλον. Καὶ ἀπροσώπως λέγοντας
διὰ τὸ ἀκόμπαστον γ´ πρόσωπον χάριτος ἔργον (ἐννοεῖ εἶναι ἡ ὑγεία ποὺ ξαναβρῆκες),
ὄχι ἀξίας.
Φιλανθρωπίᾳ
ἐσώζετο.«Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ
ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ». Μένει εἰς τὴν ἰδίαν εὐγνωμοσύνην.
Περὶ
βαπτίσματος (Μεγάλου Βασιλείου)
Τώρα
ἐπάνω εἰς ζυγαριάν, νὰ νομίζης ὅτι στέκεται ἡ ψυχή σου, τὴν ὁποίαν ἀπὸ τὴν μιὰν
ἄκρη τραβοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην οἱ δαίμονες. Εἰς ποίους λοιπὸν θὰ
προσφέρης τὴν κλίσιν τῆς καρδίας σου; Τί θὰ νικήσῃ ἐντὸς σου; Ἡ σαρκικὴ ἡδονὴ ἢ
ὁ ἁγιασμός; Ἡ ἀπόλαυσις τῶν παρόντων ἢ ὁ πόθος τῶν μελλόντων; Θὰ σὲ παραλάβουν
οἱ ἄγγελοι ἢ θὰ σὲ κρατήσουν αὐτοὶ ποὺ σὲ κατέχουν;
Ἄφησέ
με νὰ χρησιμοποιήσω τὴν σάρκα διὰ τὴν ἀπόλαυσιν τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν, νὰ κυλισθῶ
εἰς τὸν βόρβορον τῶν ἡδονῶν, νὰ ματώσω τὰ χέρια μου, νὰ κλέψω τὰ ξένα, νὰ ἐξαπατήσω,
νὰ γίνω ἐπίορκος, νὰ ψευσθῶ καὶ τότε (νὰ μετανοήσω), ὅταν κάποτε σταματήσω ἀπὸ
τὰ κακά. Ἐὰν ἡ ἁμαρτία εἶναι καλὸν πρᾶγμα νὰ τὴν κρατήσης εἰς τὸ τέλος, ἐὰν ὅμως
εἶναι βλαβερὰ εἰς αὐτὸν ποὺ τὴν διαπράττει, τότε διατὶ ἐπιμένεις εἰς τὰ
καταστρεπτικά; Κανεὶς ποὺ θέλει νὰ ἐμέσῃ χολὴν δὲν μαζεύει περισσοτέραν εἰς τὸν
ἑαυτόν του μὲ κακὴν καὶ ἀχαλίνωτον δίαιταν…
Τὸ
πλοῖον φαίνεται μέχρι ποίου σημείου μπορεῖ νὰ σηκώση τὸ βάρος τῶν ἐμπορευμάτων.
Τὸ παραπάνω ἀπὸ τὸ κανονικὸν τὸ καταβυθίζει. Νὰ φοβηθῆς μήπως καὶ ἐσὺ πάθης
παρόμοια, καὶ ἀφοῦ κάμνης μεγαλύτερα ἀπὸ τὴν συγχώρησιν ἁμαρτήματα, ὑποστῆς τὸ
ναυάγιον ἐμπρὸς εἰς τὰ λιμάνια.
Ὁ
Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται. Μὴ ἐμπορεύεσαι τὴν χάριν. Νὰ μὴ εἰπῆς καλὸς εἶναι ὁ νόμος,
ἀλλὰ γλυκυτέρα ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἡδονὴ εἶναι τὸ ἀγκίστρι τοῦ Διαβόλου, ποὺ σύρει πρὸς
τὴν καταστροφήν. Ἡ ἡδονὴ εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι τὸ
κεντρὶ τοῦ θανάτου (Α´ Κορ. 15, 56). Ἡ ἡδονὴ τροφοδοτεῖ τὸν αἰώνιον σκώληκα.
Ὅταν
ἔχης ἀκμαίας τὰς δυνάμεις δι᾽ ἔργα, τὰ νειάτα σου τὰ ἐξοδεύεις εἰς τὰς ἁμαρτίας.
Ὅταν τὰ ὄργανα κουρασθοῦν, τότε τὰ προσφέρεις εἰς τὸν Θεόν, ὁπότε εἰς τίποτε δὲν
ἠμπορεῖς νὰ τὰ χρησιμοποιήσης, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ κατάκεινται, διότι παρέλυσε
ἡ δύναμις λόγῳ μαρασμοῦ ἀπὸ τὸν χρόνον. Ἡ σωφροσύνη τῶν γηρατειῶν δὲν εἶναι
σωφροσύνη, ἀλλὰ ἀδυναμία ἀκολασίας. Ὁ νεκρὸς δὲν στεφανώνεται.
Αὐτὸ
σημαίνει ἀρετή: Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν. Ἡ ζωὴ δὲν ἔχει
προθεσμίαν. Ἄνευ ἀναβολῆς. Τώρα. «Νὰ μάθης, νὰ διδαχθῆς τὴν εὐαγγελικὴν
πολιτείαν, τὴν εὐθύτητα τῶν ματιῶν, τὴν ἐγκράτειαν τῆς γλώσσης, τὴν
δουλαγώγησιν τοῦ σώματος, τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ, τὴν ἐξαφάνισιν
τῆς ὀργῆς».
Ἀγγαρευόμενος
προσπάθει, ἀποστερούμενος μὴ δικάζου, μισούμενος ἀγάπα, διωκόμενος ἀνέχου, βλασφημούμενος
παρακάλει.
Νὰ
νεκρωθῆς διὰ τὴν ἁμαρτίαν, νὰ συσταυρωθῆς μὲ τὸν Χριστόν. Ὁλόκληρον τὴν ἀγάπην
δῶσε την εἰς τὸν Κύριον.
Εἶναι
δύσκολα αὐτά; Καὶ ποῖον ἀπὸ τὰ καλὰ εἶναι εὔκολον; Ποιὸς ἔστησε τρόπαιον νίκης
μὲ τὸ νὰ κοιμᾶται; Ποιὸς ἐστεφανώθη μὲ τὰ στεφάνια τῆς καρτερίας καὶ ὑπομονῆς,
ζῶντας ἄσωτη ζωὴ καὶ διασκεδάζοντας: «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Ἀλλὰ τὰς θλίψεις αὐτάς, τὰς διαδέχεται ἡ μακαριότης
εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τοὺς κόπους τῆς ἁμαρτίας τοὺς περιμένει ἡ κατήφεια
καὶ ἡ δυσκολία τῆς γεένης.
*
* *
Ἀλλὰ
οὔτε τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου ἐπιτελοῦνται χωρὶς κόπον ἀπὸ τοὺς ἐργάτας τῆς ἀδικίας.
Ἄνθρωπε, ἢ νὰ φοβηθῆς τὴν κόλασιν ἢ νὰ ἐπιδιώξης τὴν βασιλείαν. Νὰ μὴ ἀτιμάσης
τὴν πρόσκλησιν.
*
Ὁμιλία εἰς τὴν Π.Ο.Ε. (Δευτέρα 25.4.77).
Ορθόδοξος Τύπος,
4/05/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου