«Οἴμοι! ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει…»
(Ομιλία
του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Καντιώτου)
«Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων
σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.)
Ἀπόψε
Μεγάλη Τρίτη. Σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας παρατηρεῖται μία ἐξαιρετικὴ
συῤῥοή. Ὄχι τόσο γιὰ προσευχή, γιὰ θρῆνο, γιὰ ψυχικὴ συμμετοχὴ στὸ δρᾶμα τῶν
δραμάτων, ὅσο γιατὶ τοὺς ἑλκύει τὸ γνωστὸ τροπάριο. Αὐτὸ γίνεται ὁ
μαγνήτης. Μερικοὶ μάλιστα στὶς μεγάλες πόλεις χρονομετοῦν πόσο θὰ διαρκέσῃ.
Ἀλλὰ
τὰ τροπάρια δὲν εἶνε κοσμικὰ τραγούδια. Δὲν ἔγιναν γιὰ καλλιτεχνικοὺς σκοπούς,
γιὰ νὰ τέρψουν μουσικῶς τὰ αὐτιά. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἄλλο σκοπό. Ὁ ναὸς
τοῦ Θεοῦ δὲν εἶνε ᾠδεῖο. Ὁ ὀρθόδοξος ναός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς παπικοὺς
μὲ τὰ ἁρμόνια καὶ τοὺς προτε στάντες μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις,
ὁ ὀρθόδοξος ναὸς δὲν καλλιεργεῖ τὴν τέρψι τῶν αἰσθήσεων. Ὁ ψάλτης δὲν
εἶνε τραγουδιστὴς σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐμφανίζονται στὰ κέντρα. Ὁ ψάλτης πρέπει νὰ αἰσθάνεται
κατάνυξι, νὰ κλαίῃ. Ἂν δὲν πιστεύῃ καὶ δὲν αἰσθάνεται αὐτὰ ποὺ ψάλλει, νὰ μὴ
γίνεται ψάλτης. Γνώρισα ἕνα ψάλτη, τὸν ἀείμνηστο Σακελλαρίδη, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔψαλλε
ἔκλαιγε καὶ συγκινοῦσε τὸ ἐκκλησίασμα.
Δὲν
ἔγιναν λοιπὸν οἱ ὕμνοι γιὰ νὰ ἐπιδεικνύωνται οἱ ψάλτες καὶ νὰ εὐφραίνωνται οἱ ἐκκλησιαζόμενοι
αἰσθητικῶς καὶ μουσικῶς. Δὲν εἶνε σκοπὸς τὰ τροπάρια, εἶνε μέσο. Αὐτοὶ ποὺ ἔφτειαξαν
τὰ τροπάρια, ἅγιοι θεοκίνητοι ἄνθρωποι, σκοπὸ εἶχαν νὰ κεν τήσουν τὴ συνείδησι
τοῦ ἐνόχου, νὰ ἐμ πνεύσουν ἰδέες μεγάλες καὶ ὑψηλές, νὰ διεγείρουν αἰσθήματα ἅγια
καὶ ὑπέροχα, ὅπως τὸ «γνῶθι σαυτόν», τὴ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς
ματαιότητος τῶν ἀνθρωπίνων, πρὸ παν τὸς δὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ
γιὰ κάθε ἁμαρτωλό.
Ἐκεῖ
ἀποβλέπει ἡ ποίησις τῶν ὀρθοδόξων.
Αὐτὰ
γενικὰ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ποίησι.
Καὶ
τώρα ἂς ἔλθουμε στὸ συγκεκριμένο ποίημα.
Τί
εἶνε τὸ ποίημα αὐτό; Εἶνε ἕνα διαμάντι ποὺ ἀπαστράφτει, ἕνα ἀπὸ τὰ
σπουδαιότερα δείγματα τῆς ὀρθοδόξου ποιήσεώς μας. Ποιος εἶνε ὁ ποιητής; Ὑπάρχουν
διάφορες γνῶμες μεταξὺ τῶν φιλολόγων καὶ τῶν θεολόγων. Οἱ περισσότερες
συγκλίνουν, ὅτι ποιητὴς εἶνε μία ὑπέροχη γυναίκα τοῦ Βυζαντίου, ἡ Κασσιανή.
Ἡ
δημιουργία τοῦ ποιήματος συνδέεται μὲ ἕνα ἐπεισόδιο τῆς Βυζαντινῆς ἱστορίας.
Νοερῶς
βρισκόμαστε στὸ 830 μ.Χ., στὴν πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, στὰ
ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Πόσο φθαρτὰ καὶ μάταια εἶνε τὰ ἐγκόσμια! Ἴσως
στὸ μέρος ἐκεῖνο, ποὺ ἦταν τὰ ἀνάκτορα τοῦ Βυζαντίου, τώρα νὰ εἶνε κάποιος
τούρκικος καφενὲς καὶ κάποιος Τοῦρκος νὰ ῥουφᾷ νωχελῶς τὸ ναργιλέ του… Ἐκεῖ
λοιπόν, στὸ λεγόμενο Τρίκλινον, τὴν περίφημη αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων τοῦ
Βυζαντίου, ἕνας νεαρὸς αὐτοκράτωρ ἐπάνω στὸ ἄνθος καὶ τὴ λάμψι τῆς νεότητός
του, ὁ Θεόφιλος, περιμένει ἐναγωνίως. Περιμένει νὰ ἐκλέξῃ τὴ νύφη, τὴν μέλλουσα
σύζυγό του, ποὺ θὰ γινόταν καὶ ἡ μέλλουσα βασίλισσα τοῦ κράτους.
Στὸ
Τρίκλινο ἔχει συγκεντρωθῆ ὅ,τι ἐκλεκτὸ ἔχει νὰ παρουσιάσῃ ὁ γυναικεῖος κόσμος τῆς
αὐτοκρατορίας νεάνιδες, ἄνθη – κρίνα τῆς ἀνοίξεως, ἀναμένουν τὴ στιγμὴ τῆς ἐκλογῆς.
Τὰ
αἰσθήματα πάλλουν καὶ οἱ καρδιὲς χτυποῦν. Ὁ νεαρὸς Θεόφιλος κρατάει
στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ δώσῃ ὡς βραβεῖο σ᾽ ἐκείνην ποὺ θὰ ἐκλέξῃ.
Ἀπ᾽
ὅλες τὶς νέες τὰ βλέμματά του ἑλκύει μία ἔξοχος καλλονή, ἡ Κασσιανή. Τὴν
πλησιάζει. Ἀλλὰ πρὶν τῆς δώσῃ τὸ μῆλο, τῆς ἀπευθύνει ἕνα ἐρώτημα, ποὺ περιέχει
μὲν ἀλήθεια ἀλλὰ θίγει τὴ γυναικεία ἀξιοπρεπεία.
–«Ἐκ γυναικὸς
ἐρρύη τὰ φαῦλα;», ἀπὸ γυναῖκα ἐπήγασαν τὰ κακά; Ὁ λόγος αὐτὸς ὑπονοεῖ τὴν Εὔα
καὶ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔκφρασις μισογυνισμοῦ.
Ἀλλὰ
ἡ Κασσιανή, εὐφυεστάτη καὶ ἑτοιμόλογος, δὲν δέχθηκε τὸ πλῆγμα αὐτὸ τοῦ
Θεοφίλου.
Ἀπολογουμένη
ἐκ μέρους τοῦ γυναικείου κόσμου καὶ ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὴν ἰδεώδη γυναῖκα, τὴν ὑπεραγία
Θεοτόκο, ἀπαντᾷ στὸν Θεόφιλο· «Ἀλλὰ καὶ ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ κρείττω», ἀλλ᾽
ἀπὸ γυναῖκα προέρχεται καὶ ὅ,τι καλύτερο.
Αὐτὸς
ὁ διαξιφισμὸς μεταξὺ τοῦ ἀνδρικοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας
διεξήχθη στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλὰ εἶνε γνωστό, ὅτι ὁ ἄντρας εἶνε ὑπερήφανος καὶ θέλει
νὰ ἔχῃ ὑποταγμένη τὴ γυναῖκα. Γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν εὐχαριστεῖ νὰ ἔχῃ γυναῖκα εὐφυᾶ·
θέλει ἡ γυναίκα του νὰ εἶνε κατωτέρας διανοήσεως, γιὰ νὰ μπορῇ νὰ τὴν ὑποτάσσῃ.
Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεόφιλος, ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι στὸ βάθος τῆς ὡραίας αὐτῆς γυναίκας ὑπῆρχε
σπινθηροβολοῦσα εὐφυΐα, κοντοστάθηκε· ἄλλαξε ἐπιλογὴ καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο ὄχι στὴν
Κασσιανή, ἀλλὰ στὴν Θεοδώρα, ποὺ ἦταν ἐπίσης ὡραία ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ
σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς.
Ἡ
σεμνὴ Θεοδώρα ἦταν ἐκείνη ποὺ συνετέλεσε στὴν ἀναστήλωσι τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ
τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Καὶ
ἡ Κασσιανὴ τί ἔγινε; Ὦ κορίτσια, ποὺ τρέμετε μήπως χάσετε τὸν μνηστῆρα καὶ
κάνετε τὰ πάντα νὰ τὸν κατακτήσετε, ἡ Κασσιανή, ἰδοὺ τὸ ἔξοχο ὑπόδειγμά σας. Δὲν
εἶνε σπάνιο στὴ ζωὴ ἕνας ἀνεύθυνος νέος, ἀφοῦ τρυγήσῃ τὰ κάλλη σας, νὰ σᾶς ἐγκαταλείψῃ.
Καὶ
λοιπόν τί; Νομίζετε, ὅτι ἡ ζωὴ πλέον δὲν ἔχει νόημα καὶ εἶστε γιὰ τὸν κάδο τῶν ἀχρήστων;
Πόσο ἀπατᾶσθε! Ἡ εὐτυχία σας δὲν εἶνε ἕνας ἄντρας. Ὄχι. Ὅπως καὶ τοῦ ἀντρὸς ἡ εὐτυχία
δὲν εἶνε μιὰ γυναίκα. Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀντρὸς ἢ τῆς γυναικὸς εἶνε πέρα ἀπὸ τὶς
σαρκικὲς ἐπιθυμίες, τὶς ἡδονὲς καὶ τὰ θέλγητρα, πάνω ἀπ᾽ τὴ γῆ, πέρα ἀπ᾽ τὰ ἄστρα
καὶ τοὺς γαλαξίες, σὲ ἕναν ἀπέραντο κόσμο. Καὶ σ᾽ αὐτὸν τὸν αἰώνιο κόσμο μᾶς ἀνοίγει
σήμερα τὰ μάτια ἡ Κασσιανή.
Ἡ
Κασσιανὴ μπορεῖ νὰ ἀπέτυχε στὸν ἔρωτα, ἀλλὰ πέτυχε στὴ ζωή. Ἡ ἀποτυχία τοῦ
ἔρωτος ὑπῆρξε γι᾽ αὐτὴν μία ἀρίστη ἐπιτυχία στὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς της. Διότι
τί ἔκανε;
Οὔτε
δηλητήριο πῆρε, οὔτε πῆγε νὰ πέσῃ ἀπὸ τοὺς βράχους, οὔτε νὰ πνιγῇ στοὺς
ποταμούς; Ἔδειξε μεγαλεῖο, ψυχικὸ ἡρωισμό. Ἀποσύρθηκε μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα,
στὴν ἔρημο, κ᾽ ἐκεῖ πέρασε τὴν ὑπόλοιπη ζωή της.
Καὶ
ἐπειδὴ εἶχε χάρισμα, ἔγραψε ὕμνους·καρπὸς τοῦ ποιητικοῦ ταλάντου της εἶνε καὶ τὸ
ποίημα αὐτὸ ποὺ τόσο μᾶς συγκινεῖ.
Εἶνε
βασισμένο στὸ περιστατικὸ τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, ποὺ ἔκλαψε μπροστὰ στὸ Χριστό,
τοῦ ἔπλυνε τὰ πόδια μὲ μύρα καὶ μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ
πλούσια μαλλιά της. Αὐτὴ τὴ γυναῖκα ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν στὸ ποίημά της ἡ
Κασσιανή.
Τὸ
νόημα τοῦ ποιήματος. Κύριε, εἶμαι μιὰ γυναίκα ἁ μαρτωλή. Ἔφταιξα πολύ. Σὰν τὴν
Εὔα, ποὺ ἁμάρτησε καὶ μόλις ἄκουσε τὰ βήματά σου στὸν παράδεισο κρύφτηκε ἀπὸ
φόβο.
Σὰν
τὴν πόρνη, ποὺ ἦλθε μπροστά σου καὶ ἔχυσε τὰ πολύ τιμα μύρα της. Μοιάζω σὰν ἕνα
κουρέλι. Ζῶ μέσα σ᾽ ἕνα σκοτάδι, ποὺ δὲν ὑπάρχει ἥλιος, δὲν ὑπάρχει φεγγάρι, δὲν
ὑπάρχει ἄστρο. «Νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστροςἀκολασίας». Ὑποφέρω, Κύριε, ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία μου. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζομαι. Ἔρχομαι σ᾽ ἐσένα. Ἔρχομαι σὰν τὴν μυροφόρο. Ἔρχομαι
σὰν τὴ μετανοημένη ἁμαρτωλή. Σύ, Χριστέ, ποὺ ἔφτειαξες τὰ ποτάμια, σὺ ποὺ ἔφτειαξες
τοὺς ὠκεανούς, σὺ ποὺ ἔφτειαξες τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων, δός μου ἕνα δάκρυ νὰ χύσω
μπρὸς στὰ πόδια σου. Δός μου, Χριστέ, τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μὲ δεχτῇς στὸ βασίλειό
σου.
Καὶ
πρὸς τὸ τέλος λέει αὐτὸ τὸ φιλοσοφικώτατο· «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ
κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;». Ποιός μπορεῖ νὰ
μετρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά μου; εἶνε ἀμέτρητα. Μόνο ἡ ἄβυσσος τῶν κριμάτων καὶ
τοῦ ἐλέους σου μπορεῖ νὰ τὰ καλύψῃ καὶ νὰ μοῦ χαρίσῃ τὴν σωτηρία.
Δὲν
ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, μόνο οἱ ἔρωτες τῆς γῆς. Θὰ εἴμαστε πολὺ μικροί, ἂν
περιορισθοῦμε σ᾽ αὐτούς. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο.
Νέοι!
Δὲν θὰ αἰσθανθῆτε τὸ μεγαλεῖο τῆς ζωῆς, ἐὰν δὲν γευθῆτε τὸν μεγάλο ἔρωτα τῶν
ψυχῶν, τὸν ἔρωτα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐὰν ἀγαπᾷς τὸ παιδί σου, τὴ γυναῖκα
σου, τὰ γράμματα, τὴν ἐπιστήμη, τὴν ποίησι, τὴ ζωγραφική, καλὰ κάνεις· νὰ τὰ ἀγαπᾷς,
ὁ Θεὸς τὰ ἔδωσε. Ἀλλὰ περισσότερο καὶ μὲ φλογερὴ καρδιὰ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Ἐσταυρωμένο.
Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος·«Ἦλθα στὸν κόσμο ν᾽ ἀνάψω φωτιά» (Λουκ.12,49).
Ὦ
ψυχές, αἰσθανθῆτε αὐτὸ τὸν ἔρωτα. Κλεῖ στε μέσ᾽ στὴν καρδιά σας τὸ Χριστό,
γιὰ νὰ αἰσθανθῆτε κάθε εἴδους μεγαλεῖο.
Ὁ
Θεὸς νὰ δώσῃ νὰ χύσουμε ἕνα δάκρυ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ ποῦμε
κ᾽ ἐμεῖς σὰν τὸ λῃστή·«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ.
23,42).
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν
ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 21-4-1970 τὸ βράδυ μὲ ἄλλο τίτλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου