17 Ιαν 2012

Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, «Ο πνευματικός επαναβαπτισμός μας στην αγιαστική παράδοση της Εκκλησίας μας»


«Ὁ πνευ­μα­τι­κός ἐ­πα­να­βα­πτι­σμός μας στἠν ἁ­γι­α­στι­κή παρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας»
Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου Προ­η­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου

Ὁ­μι­λί­α στήν κο­πή τῆς Βα­σι­λό­πι­τας τῆς ἐ­νο­ρί­ας τῆς τοῦ Θε­οῦ Σο­φί­ας Λα­ρί­σης

Λά­ρι­σα, Ξε­νο­δο­χεῖ­ο I­m­p­e­r­i­al, 15 Ἰ­αν. 2012, ὥ­ρα 6.00 μ.μ.

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Ἅ­γι­ε πρω­το­σύγ­κελ­λε, σεβαστοί πατέρες, ἀ­γα­πη­τέ ἀ­δελ­φέ καί συλ­λει­τουρ­γέ π. Ἰ­ω­αν­νί­κι­ε, ἀξιότιμες κ. ἀντιδήμαρχοι, προ­σφι­λέ­στα­τοι ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί μας, κα­λή καί εὐ­λο­γη­μέ­νη χρο­νιά.

Θά θέ­λα­με κα­τ’ ἀρ­χήν νά σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σου­με γιά τήν πρό­σκλη­σή σας νά πα­ρευ­ρε­θοῦ­με ἀ­πό­ψε ἐ­δῶ σέ αὐ­τή τήν τό­σο πολυπληθή πνευ­μα­τι­κή, ὄ­μορ­φη καί ζε­στή ἐκ­δή­λω­ση, πα­ρου­σί­ᾳ καί τοῦ Σεβασμιωτά­του Μη­τρο­πο­λί­του Λα­ρί­σης καί Τυρ­νά­βου κ. Ἰ­γνα­τί­ου, στό πρό­σω­πο τοῦ ὁ­ποί­ου τρέφουμε βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό καί ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βια.

Θά θέ­λα­με, ἐ­πί­σης, νά συγ­χα­ροῦ­με τόν π. Ἰ­ω­αν­νί­κιο γιά τό καρ­πο­φό­ρο πνευ­μα­τι­κό, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κό καί ἀ­νοι­κο­δο­μη­τι­κό του ἔρ­γο, κα­θώς καί ὅ­λους ἐ­σᾶς τούς συ­νερ­γά­τες καί τούς ἐ­νο­ρί­τες τῆς νεοσυστα­θεί­σας ἐ­νο­ρί­ας τῆς Ἁ­γί­ας τοῦ Θε­οῦ Σο­φί­ας, πού τόν πε­ρι­βάλ­λε­τε μέ ἀ­γά­πη καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί συμ­βάλ­λε­τε στήν ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ νέ­ου ἐ­νο­ρια­κοῦ να­οῦ.
Στήν ἀ­πο­ψι­νή μας ὁ­μι­λί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φερ­θοῦ­με, δι’ ὀ­λί­γων, εἰ­σα­γω­γι­κά στόν Με­γά­λο Βα­σί­λει­ο, πρός τι­μή τοῦ ὁ­ποί­ου κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἡ βα­σι­λό­πι­τα, καί στήν ση­μα­σί­α τῆς ἐ­νο­ρί­ας στήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, θά κλεί­σου­με μέ κά­ποι­ες ἁ­πλές κα­λο­γε­ρι­κές σκέ­ψεις, καρ­πό τῆς πο­λυ­ε­τοῦς δι­α­κο­νί­ας μας στό μυ­στή­ριο τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς ἀ­να­στρο­φῆς καί ἐ­να­σχο­λή­σε­ώς μας μέ πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού πέ­ρα­σαν ἀ­πό τήν ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κη με­τά­νοι­ά μας –τό μο­να­στή­ρι μας-, καί τά ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τά τους.

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὅ­πως ὅ­λοι γνω­ρί­ζε­τε, ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἕ­νας ἀ­πό τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­δα­σκά­λους καί γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­στη­κε Μέ­γας καί Οὐ­ρα­νο­φάν­τωρ. Ὑ­πῆρ­ξε πα­νε­πι­στή­μων καί λο­γι­ώ­τα­τος ἀ­σκη­τής καί ὁ­μο­λο­γη­τής Ἐ­πί­σκο­πος μέ τε­ρά­στια κοι­νω­νι­κή εὐ­αι­σθη­σί­α, δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί προ­σφο­ρά.

Ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος δι­ε­τέ­λε­σε ἐ­πί­σκο­πος στήν Και­σά­ρεια τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας σὲ μί­α πο­λὺ δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς μας ἱ­στο­ρί­ας, τὴν πε­ρί­ο­δο με­τα­ξύ τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ ἔ­γι­νε στὴν Νί­και­α τῆς Βι­θυ­νί­ας τὸ 325 μ.Χ., καὶ τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ποὺ ἔ­γι­νε τὸ 381 μ.Χ. στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος δογ­μά­τι­σε γιά τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, γιά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί γιά τίς σχέ­σεις με­τα­ξύ τῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Δογ­μά­τι­σε «θε­ο­πρε­πῶς», ὅ­πως μᾶς λέ­ει τό ἀ­πο­λυ­τί­κιό του. Δη­λα­δή ἡ θε­ο­λο­γί­α του δὲν ἦ­ταν ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή, ὀρ­θο­λο­γι­στι­κή καί συ­ναι­σθη­μα­τι­κή, ἀλ­λὰ κα­θα­ρὰ ὀν­το­λο­γι­κή. Ἡ θε­ο­λο­γί­α του ἦ­ταν καρ­πός τοῦ φω­τι­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του καί τῶν θεί­ων ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ων.

Ταυ­τό­χρο­να μέ τό θε­ο­λο­γι­κό του ἔρ­γο ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἀ­νέ­πτυ­ξε καί μί­α πα­ροι­μι­ώ­δη κοι­νω­νι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς Σω­ζό­με­νος (ἤ Σω­ζο­με­νός) μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γιά τήν πε­ρί­φη­μη «Βα­σι­λειά­δα» καί μι­λᾶ πε­ρὶ «Βα­σι­λειά­δος ὃ πτω­χῶν ἐ­στιν ἐ­πι­ση­μό­τα­τον κα­τα­γώ­γιον (τό πιό φη­μι­σμέ­νο κα­τά­λυ­μα), ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου κα­τα­σκευα­σθέν, ἀ­φ’ οὗ τὴν προ­ση­γο­ρί­αν τὴν ἀρ­χὴν ἔ­λα­βε καὶ εἰς ἔ­τι νῦν ἔ­χει (ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο, δη­λα­δή, καί πῆ­ρε ἀρ­χι­κά, ἀλ­λά ἀ­κό­μη καί μέ­χρι σή­με­ρα δι­α­τη­ρεῖ τήν ὀ­νο­μα­σί­α του)­». Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Βα­σει­λιά­δα «και­νὴν πό­λιν» ὅ­που «νό­σος φι­λο­σο­φεῖ­ται καὶ συμ­φο­ρὰ μα­κα­ρί­ζε­ται καὶ τὸ συμ­πα­θὲς δο­κι­μά­ζε­ται».

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς βα­σι­λό­πι­τας εἶ­ναι ἐν­δει­κτι­κή τοῦ φρο­νή­μα­τος καί τῆς ἁ­γι­ό­τη­τος τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­ξί­ζει νά τήν ξα­να­θυ­μη­θοῦ­με, πα­ρό­τι μᾶς εἶ­ναι λί­γο ἕ­ως πο­λύ γνω­στή ἔ­τσι, ὅ­πως τήν δι­α­σώ­ζει ὁ λα­ο­γρά­φος Φαί­δων Κου­κου­λές, κα­τὰ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τοῦ Δη­μή­τρη Λου­κά­του. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τὴν «ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος ἦ­ταν Ἐ­πί­σκο­πος στὴν Και­σά­ρεια, ὁ τό­τε Ἔ­παρ­χος τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας πῆ­γε μὲ σκλη­ρὲς δι­α­θέ­σεις νὰ εἰ­σπρά­ξει φό­ρους. Οἱ κά­τοι­κοι φο­βι­σμέ­νοι ἐ­ζή­τη­σαν τὴν προ­στα­σί­α τοῦ ποι­με­νάρ­χη τους. –"Σᾶς προ­τρέ­πω εὐ­θύς, τοὺς εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, νὰ μοῦ φέ­ρει ἕ­κα­στος ὅ,τι πο­λύ­τι­μον ἔ­χει ἀν­τι­κεί­με­νον". Μά­ζε­ψαν πολ­λὰ δῶ­ρα, καὶ βγῆ­καν μα­ζὶ μὲ τὸν Δε­σπό­τη τους οἱ Και­σα­ρεῖς νὰ προ­ϋ­παν­τή­σουν τὸν Ἔ­παρ­χο. Ἦ­ταν ὅ­μως τέ­τοι­α ἡ ἐμ­φά­νι­ση καὶ ἡ πει­θὼ τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου, ποὺ ὁ Ἔ­παρ­χος κα­τα­πρα­ΰν­θη­κε, χω­ρὶς νὰ θε­λή­σει νὰ πά­ρει τὰ δῶ­ρα. Γύ­ρι­σαν πί­σω χα­ρού­με­νοι, κι ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λει­ος πῆ­ρε νὰ τοὺς ξα­να­δώ­σει τὰ τι­μαλ­φῆ. Ὁ χω­ρι­σμὸς ὅ­μως ἦ­το δυ­σχε­ρής, δι­ό­τι πολ­λὰ ὅ­μοι­α εἶ­χον προ­σφέ­ρει, δα­κτυ­λί­ους δη­λα­δή, νο­μί­σμα­τα κ.λπ. Ὁ Βα­σί­λει­ος τό­τε σκέ­φθη­κε ἕ­να θαυ­μα­τουρ­γὸν τρό­πο: Δι­έ­τα­ξε νὰ κα­τα­σκευ­α­σθῶ­σι τὴν ἑ­σπέ­ραν τοῦ Σαβ­βά­του πλα­κούν­τια (δηλ. μι­κρὲς πί­τες) καὶ ἐν­τὸς ἑ­νὸς ἑ­κά­στου ἔ­θη­κεν ἀ­νὰ ἓν ἀν­τι­κεί­με­νον, τὴν δ’ ἑ­πο­μέ­νην ἔ­δω­κεν ἀ­νὰ ἓν εἰς ἕ­κα­στον Χρι­στια­νόν. Ποῖ­ον θαῦ­μα! Ἐν­τός τοῦ πλα­κουν­τί­ου του εὗ­ρεν ἕ­κα­στος ὅ,τι εἶ­χε προ­σφέ­ρει! Ἀ­πὸ τό­τε, λέ­γει ἡ πα­ρά­δο­ση, κά­θε στὴ γι­ορ­τὴ τοῦ ἁγ. Βα­σι­λεί­ου κά­νου­με κι ἐ­μεῖς πί­τες καὶ βά­ζου­με μέ­σα νο­μί­σμα­τα» (Δη­μη­τρί­ου Λου­κά­του, Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα καί τῶν ἑ­ορ­τῶν).

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,

Ἡ ἵ­δρυ­ση καί λει­τουρ­γί­α μί­ας νέ­ας ἐ­νο­ρί­ας, ὅ­πως ἡ τῆς τοῦ Θε­οῦ Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας Λα­ρί­σης, εἶ­ναι ἕ­να ἐ­ξό­χως ση­μαν­τι­κό γε­γο­νός μέ πάμ­πολ­λες εὐ­ερ­γε­τι­κές δι­α­στά­σεις. Εἶ­ναι μιά ἠ­χη­ρή ἀ­πάν­τη­ση καί μιά θε­τι­κή καί ἐλ­πι­δο­φό­ρα πρό­κλη­ση στήν ἄρ­νη­ση καί τόν μη­δε­νι­σμό τῆς ἐ­πο­χῆς μας. Ἀ­κό­μη καί μέ­σα σέ αὐ­τή τήν τρα­γι­κή κα­τά­στα­ση τῶν ἡ­με­ρῶν μας, σέ πεῖ­σμα τῶν σχε­δια­σμῶν τῆς νέ­ας τά­ξε­ως πραγ­μά­των, πού ἐ­πι­βάλ­λουν τήν ἐ­θνι­κή μας συρ­ρί­κνω­ση, τήν οἰ­κο­νο­μι­κή καί κοι­νω­νι­κή ἐ­ξα­θλί­ω­ση τοῦ λα­οῦ μας, σέ πεῖ­σμα τῆς νέ­ας ἐ­πο­χῆς, πού ἀλ­λο­τρι­ώ­νει ἀν­θρώ­πους καί ἀλ­λοι­ώ­νει ἀρ­χές καί ἀ­ξί­ες, σέ πεῖ­σμα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ συγ­κρη­τι­σμοῦ, τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί τῆς παν­θρη­σκεί­ας, πού νο­θεύ­ει τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί δι­δα­σκα­λί­α, συ­στά­θη­κε μί­α νέ­α ἐ­νο­ρί­α.

Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­νας νέ­ος θύ­λα­κας πνευ­μα­τι­κῆς ἀν­τι­στά­σε­ως, ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ καί ἀ­να­τρο­φο­δο­σί­ας, μί­α ἰ­σχυ­ρή πνευ­μα­τι­κή βά­ση, ἕ­νας πυ­ρή­νας συ­νο­χῆς καί αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, ἕ­να σχο­λεῖ­ο ἁ­για­σμοῦ καί γυ­μνα­στή­ριο πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­θλή­σε­ως. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να παυ­σί­λυ­πο θλί­ψε­ων καί κέν­τρο φι­λαν­θρω­πί­ας, ἕ­να ἀ­λε­ξι­τή­ριο δαι­μό­νων καί πει­ρα­σμῶν, ὅ­λα ὅ­σα δη­λα­δή συ­να­πο­τε­λοῦν μί­α ὀρ­θό­δο­ξη ἐ­νο­ρί­α.

Ἡ ἀ­νέ­γερ­ση ἑ­νός να­οῦ ἀ­πο­τε­λεῖ ὑ­ψί­στη ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ Ὀ­νό­μα­τος τοῦ Θε­οῦ καί πη­γή ἀ­πεί­ρων εὐ­λο­γι­ῶν γιά ὅ­λους ὅ­σους συμ­βάλ­λουν στήν οἰ­κο­δό­μη­σή του, σέ και­ρούς μά­λι­στα πού στίς χῶ­ρες τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ οἱ να­οί τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων αἱ­ρε­τι­κῶν κλεί­νουν ὁ ἕ­νας με­τά τόν ἄλ­λο καί με­τα­τρέ­πον­ται σέ ἑ­ται­ρεῖ­ες καί σέ χώ­ρους δι­α­σκε­δά­σε­ως καί ἀ­πο­θη­κεύ­σε­ως.

Ὁ ὅ­ρος ἐ­νο­ρί­α πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τό ἐ­πί­θε­το ἐ­νό­ριος, πού ση­μαί­νει τόν χῶ­ρο ἐν­τός ὁ­ρί­ων, μί­α κα­θο­ρι­σμέ­νη πε­ρι­ο­χή ἤ το­πι­κή πε­ρι­φέ­ρεια. Ἐ­νο­ρί­α εἶ­ναι ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­φέ­ρεια ἑ­νός να­οῦ, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο ἀν­τλεῖ τό ὄ­νο­μά της, κα­θώς καί τό σύ­νο­λο τῶν ὀρ­θο­δό­ξων πι­στῶν πού κα­τοι­κοῦν στήν ἴ­δια πε­ρι­φέ­ρεια καί συ­νέρ­χον­ται στίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές συ­νά­ξεις.

Ἡ Ἐ­νο­ρί­α ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ κύτ­τα­ρο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς καὶ ἐ­κεῖ ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀ­γά­πη τῶν χρι­στια­νῶν-ἐ­νο­ρι­τῶν πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους τους. Σύμ­φω­να μέ τόν Ὁ­μό­τι­μο Κα­θη­γη­τή τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρο π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό: «Ὁ πι­στὸς ζῆ τὸ μυ­στή­ριον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν ζω­ὴ καὶ πρά­ξη τῆς Ἐ­νο­ρί­ας του, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α, ἀ­γω­νι­ζό­με­νος καὶ ἁ­γι­α­ζό­με­νος, ἑ­νώ­νε­ται μὲ τὸν Χρι­στόν, τὸν Κύ­ριόν της Ἐκ­κλη­σί­ας, καὶ τοὺς ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς του, πραγ­μα­το­ποι­ών­τας συ­νε­χῶς τὴν ἐν Χρι­στῷ ὕ­παρ­ξη καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τά του. Ὁ λό­γος, συ­νε­πῶς, γιὰ τὴν ἐ­νο­ρί­α καὶ τὴν ζω­ὴ της εἶ­ναι κα­τ' οὐ­σί­αν λό­γος γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν πα­ρου­σί­α της εἰς τὸν κό­σμον».

Ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους Ἀρ­χιμ. Π. Γε­ώρ­γιος πα­ρα­τη­ρεῖ πο­λύ εὔ­στο­χα ὅ­τι: «Ἡ ἐ­νο­ρί­α δέν πρέ­πει νά εἶ­ναι μί­α θρη­σκευ­τι­κή γρα­φει­ο­κρα­τι­κή ἀρ­χή ἤ ἕ­να ἵ­δρυ­μα ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σε­ως τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν μό­νον ἀ­ναγ­κῶν κά­ποι­ων θρη­σκευ­ο­μέ­νων ἀ­τό­μων, ἀλ­λά τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κόν κέν­τρον ἑ­νό­τη­τος καί κοι­νω­νί­ας ὅ­λων τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν. Στήν ἐ­νο­ρί­α με­τα­μορ­φώ­νε­ται κα­θο­λι­κά ἡ ζω­ή τους, οἱ σχέ­σεις τους, ὁ κό­σμος τους, ξε­κι­νοῦν τήν κά­θαρ­ση τῶν πα­θῶν καί μπαί­νουν σέ πο­ρεί­α πρός τήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν».

Ἡ ἐ­νο­ρί­α -καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νο­λι­κά- εἶ­ναι πρω­ταρ­χι­κά νο­σο­κο­μεῖ­ο ψυ­χῶν καί θε­ρα­πευ­τή­ριο πα­θῶν. Εἶ­ναι μί­α με­γά­λη, θά λέ­γα­με, πο­λυ­κλι­νι­κή, ὅ­που ὅ­λοι –για­τροί καί νο­ση­λευ­ό­με­νοι– δέ­χον­ται τήν θε­ρα­πεί­α, τήν κά­θαρ­ση τῆς ψυ­χῆς ἀ­πό τά πά­θη γιά νά φθά­σουν στόν φω­τι­σμό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί στόν δο­ξα­σμό, τήν θέ­ω­ση.

Ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­χνά στίς ὁ­μι­λί­ες του καί στά γρα­πτά του ὅ­τι σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό τήν κα­τά­στα­ση πού βρί­σκον­ται, νά τούς πε­ρά­ση ἀ­πό τήν κά­θαρ­ση στόν φω­τι­σμό». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 275). Γι’ αὐ­τό καί πα­ρο­μοί­α­ζε τήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ νο­σο­κο­μεῖ­ο «τό ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ει τούς ἀρ­ρώ­στους. Ὁ­πό­τε ὁ ἀρ­χη­γός τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου αὐ­τοῦ λέ­γε­ται Ἐ­πί­σκο­πος. Καί οἱ για­τροί λέ­γον­ται Πρε­σβύ­τε­ροι καί Δι­ά­κο­νοι. Οἱ δι­ά­κο­νοι καί Δι­α­κό­νισ­σες, ἄς ποῦ­με, εἶ­ναι οἱ νο­σο­κό­μες. Καί οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ για­τροί. Καί ὁ Ἐ­πί­σκο­πος εἶ­ναι ὁ πρό­ε­δρος τοῦ Πρε­σβυ­τε­ρί­ου, δη­λα­δή τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, δη­λα­δή τῆς ἐ­νο­ρί­ας. Ὅ­πό­τε τό νο­σο­κο­μεί­ο εἶ­ναι ἡ ἐ­νο­ρί­α. Μέ­σα εἶ­ναι οἱ πρός θε­ρα­πεί­α καί οἱ θε­ρα­πευ­τές. Αὐ­τό εἶ­ναι τό νο­σο­κο­μεῖ­ο». (Ἐμ­πει­ρι­κή Δογ­μα­τι­κή, τό­μος Β΄, σελ. 273).

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, ἀ­γα­πη­τοί ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί,

Ἡ εἴ­σο­δος, μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, στό νέ­ο ἔ­τος ση­μα­το­δο­τεῖ γιά μᾶς τούς χρι­στια­νούς καί ἕ­να νέ­ο ξε­κί­νη­μα, μί­α ἀ­να­τρο­φο­δο­σί­α καί ἕ­ναν ἐ­πα­να­τρο­χια­σμό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας πο­ρεί­ας καί τοῦ ἀ­γώ­να τῆς σω­τη­ρί­ας μας. Θά μᾶς ἐ­πι­τρέ­ψε­τε, λοι­πόν, με­τά τά εἰ­σα­γω­γι­κά, νά κα­τα­θέ­σου­με στήν ἀ­γά­πη σας καί κά­ποι­ες ἁ­πλές κα­λο­γε­ρι­κές σκέ­ψεις καί προ­τρο­πές πρός τούς ἐν Χρι­στῷ λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, τούς ἐ­νο­ρί­τες τῆς Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας. Πρό­κει­ται γιά λό­γους ἐλ­πί­δος καί πα­ρη­γο­ρί­ας, λό­γους ἀ­γά­πης καί στη­ρί­ξε­ως, λό­γους πα­ραι­νε­τι­κούς γιά ἀ­να­νέ­ω­ση τοῦ ἐν­θέ­ου ζή­λου μας καί γιά μιά νέ­α ἀρ­χή με­τα­νοί­ας σέ αὐ­τή τήν νέ­α χρο­νιά πού εἰ­σερ­χό­μα­στε.

Δι­α­νύ­σα­με ἤ­δη τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη πε­ρί­ο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Δω­δε­κα­η­μέ­ρου καί με­τεί­χα­με στά ἀ­εί πα­ρόν­τα θεῖ­α, μο­να­δι­κά, ἐ­ξαί­σια καί σω­τή­ρια γε­γο­νό­τα τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, τῆς Πε­ρι­το­μῆς καί τῆς Βα­πτί­σε­ως τοῦ γλυ­κυ­τά­του Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, τῆς μό­νης ἀ­κα­ται­σχύν­του ἐλ­πί­δος μας, τοῦ μό­νου Ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ καί Σω­τῆ­ρος μας· μέ τίς πα­νευ­φρό­συ­νες καί με­γα­λει­ώ­δεις ἱ­ε­ρές Ἀ­κο­λου­θί­ες, τίς Λει­τουρ­γί­ες, τίς Ἀ­γρυ­πνί­ες καί τά με­λω­δι­κώ­τα­τα ψάλ­μα­τα, πού με­ταρ­σι­ώ­νουν τίς ψυ­χές καί με­ταγ­γί­ζουν μέ­σα τους οὐ­ρα­νό καί ἄ­κτι­στη Χά­ρη, ὑ­περ­κό­σμια χα­ρά καί εἰ­ρή­νη.
Μέ ἀ­φορ­μή τίς λα­τρευ­τι­κές εὐ­και­ρί­ες τῶν Ἁ­γί­ων ἡ­με­ρῶν τῶν Ἑ­ορ­τῶν, μιά πη­γαί­α δο­ξο­λο­γί­α καί εὐ­χα­ρι­στί­α καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη μᾶς συ­νε­παίρ­νει πρός τόν Παν­τευ­ερ­γέ­τη Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού μέ­σα στό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος Του καί τήν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη φι­λαν­θρω­πί­α Του καί στορ­γή Του, βρί­σκε­ται πάν­τα Πα­ρών μέ­σα στήν κι­βω­τό τῆς σω­τη­ρί­ας μας, τήν Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας, διά τῆς ὁ­ποί­ας κα­τερ­γά­ζε­ται τή σω­τη­ρί­α καί τόν ἁ­για­σμό μας, μέ τή σώ­ζου­σα Ἀ­λή­θεια, τήν ὁ­ποί­α δι­α­φυ­λάσ­σει ἀ­κραιφ­νή καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες, μέ τά ἱ­ε­ρά Μυ­στή­ρια καί τό πλῆ­θος τῶν ἁ­γι­α­στι­κῶν πρά­ξε­ων καί τε­λε­τῶν.
Ἡ Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας εἶ­ναι ἡ κα­λή καί σο­φή καί στορ­γι­κή μας Μά­να. Ἡ γα­λα­κτρο­τρο­φοῦ­σα, ἡ παι­δα­γω­γοῦ­σα, ἡ εἰ­ρη­νεύ­ου­σα, ἡ ἀ­να­παύ­ου­σα, ἡ συμ­πά­σχου­σα, ἡ θε­ρα­πεύ­ου­σα, ἡ συγ­χω­ροῦ­σα, ἡ ἁ­γι­ά­ζου­σα, ἡ οὐ­ρα­νο­δρο­μοῦ­σα. Μέ­σα σ’ αὐ­τήν ἀ­να­γεν­νό­με­θα πνευ­μα­τι­κά, στήν ἀγ­κα­λιά της γα­λου­χού­με­θα καί ἀν­δρω­νό­με­θα. Στούς κόλ­πους της ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, ἁ­γι­α­ζό­μα­στε καί προ­γευ­ό­μα­στε τή μέλ­λου­σα εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν καί μέ­σα σ’ αὐ­τή, τε­λι­κά, σω­ζό­μα­στε καί γευ­ό­μα­στε ὀν­το­λο­γι­κά τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί τήν ἄ­κτι­στη δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ μας.
Κι ὅ­μως αὐ­τή τή Μά­να, μέ τίς ἄ­πει­ρες εὐ­ερ­γε­σί­ες, ὄ­χι μό­νο δέν τήν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με καί δέν τήν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με, ἀλ­λά πολ­λές φο­ρές καί τήν ἀ­γνο­οῦ­με καί τή λη­σμο­νοῦ­με καί τήν πι­κραί­νου­με, συμ­φυ­ρό­με­νοι μέ τόν κο­σμι­κό τρό­πο ζω­ῆς καί τό ὀρ­θο­λο­γι­στι­κό φρό­νη­μα, ἀ­δι­κών­τας ὅ­μως καί τόν ἑ­αυ­τό μας στε­ρού­με­νοι τῆς σω­στι­κῆς καί ἁ­γι­α­στι­κῆς της Χά­ρι­τος.
Ἀ­γνο­ών­τας καί λη­σμο­νών­τας τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­γνο­οῦ­με καί λη­σμο­νοῦ­με τόν ἴ­διο τό Χρι­στό, ἀ­φοῦ Αὐ­τός εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Αὐ­τός ἐ­νερ­γεῖ μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, Αὐ­τός σώ­ζει καί ἁ­γιά­ζει διά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κι ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριός μας καί Θε­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, πού τα­πει­νώ­θη­κε, σαρ­κώ­θη­κε, σταυ­ρώ­θη­κε, ἀ­να­στή­θη­κε καί ἀ­να­λή­φθη­κε γιά νά θε­ώ­σει τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μας, εἶ­ναι τό κέν­τρο τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ καί τῆς γῆς, τό κέν­τρο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καί τῆς Πί­στε­ώς μας, τό κέν­τρο τῶν Θεί­ων Γρα­φῶν καί τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας, δυ­στυ­χῶς, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ καί τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς μας, τῆς δι­α­νοί­ας μας, τῆς καρ­διᾶς μας, τό κέν­τρο τοῦ εἶ­ναι μας. Δέν εἶ­ναι ὁ σκο­πός τῆς ζω­ῆς μας, τό ἀ­γαλ­λί­α­μά μας, ὁ πό­θος μας καί ἡ λα­χτά­ρα μας. Κα­θη­με­ρι­νά ἐκ­θρο­νί­ζου­με στήν πρά­ξη τόν Χρι­στό ἀ­πό τή ζω­ή μας, ἀ­πό τίς συ­να­να­στρο­φές μας, τίς συ­ζη­τή­σεις μας καί τίς ἀ­να­ζη­τή­σεις μας, ἀ­πό τή σκέ­ψη μας καί τή γλώσ­σα μας, ἀ­κό­μα κι ἀ­π’ τήν προ­σευ­χή μας. Ἡ πρώ­τη ἐν­το­λή Του, τό «ἀ­γα­πή­σεις Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καί ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου» (Μάρκ. ιβ΄, 30) δέν ἀ­πο­τε­λεῖ τήν κύ­ρια μέ­ρι­μνά μας, τήν πεμ­πτου­σί­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μας ἀ­γῶ­να.
Ἀλ­λά, πα­ρά τή δι­κή μας ἀ­μέ­λεια, τή ρα­θυ­μί­α, τή χλι­α­ρό­τη­τα καί τήν πε­ρί τά πνευ­μα­τι­κά νω­θρό­τη­τά μας, ὁ ἐ­ρά­σμιος Νυμ­φί­ος τῶν ψυ­χῶν μας, ὁ γλυ­κύ­τα­τος Χρι­στός μας, δέν παύ­ει νά κρού­ει τή θύ­ρα τῆς ψυ­χῆς μας καί νά μᾶς ἀ­πευ­θύ­νει στορ­γι­κά, ἐ­πί­μο­να, ἀλ­λά καί δι­α­κρι­τι­κά τόν πα­ρή­γο­ρο λό­γο Του. Κα­τά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τό Χρυ­σό­στο­μο:
«Ἐ­γώ εἶ­μαι καί πα­τέ­ρας σου, μᾶς λέ­ει ὁ Χρι­στός, ἐ­γώ καί ἀ­δελ­φός σου, ἐ­γώ καί νυμ­φί­ος σου, ἐ­γώ καί σπί­τι σου, ἐ­γώ καί τρο­φή σου, ἐ­γώ καί ροῦ­χο σου, ἐ­γώ καί ρί­ζα, ἐ­γώ καί θε­μέ­λιο, ἐ­γώ τά πάν­τα γιά σέ­να, γί­νο­μαι ὅ,τι κι ἄν θε­λή­σεις, κον­τά μου τά ἔ­χεις ὅ­λα. Ἐ­γώ καί θά σέ ὑ­πη­ρε­τή­σω· για­τί ἦρ­θα γιά νά δι­α­κο­νή­σω καί ὄ­χι νά δι­α­κο­νη­θῶ. Ἐ­γώ εἶ­μαι καί φί­λος σου καί μέ­λος σου καί κε­φα­λή σου καί ἀ­δελ­φός καί ἀ­δελ­φή σου καί μη­τέ­ρα σου, ἐ­γώ εἶ­μαι τά πάν­τα, μό­νο νά τά ἔ­χεις κα­λά μα­ζί μου.
»Ἐ­γώ ἔ­γι­να φτω­χός γιά σέ­να καί ἐ­παί­της γιά σέ­να, ἀ­νέ­βη­κα στόν σταυ­ρό γιά σέ­να, τά­φη­κα γιά σέ­να, γιά χά­ρη σου πα­ρα­κα­λῶ τόν Πα­τέ­ρα μου στόν οὐ­ρα­νό καί στάλ­θη­κα στή γῆ ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα μου ὡς δι­κός σου με­σο­λα­βη­τής. Γιά μέ­να ἐ­σύ εἶ­σαι τά πάν­τα, καί ἀ­δελ­φός καί φί­λος καί μέ­λος. Ὅ,τι ἔ­χω εἶ­ναι καί δι­κό σου. Τί πε­ρισ­σό­τε­ρο θέ­λεις»;
Ἀ­λή­θεια, πό­σο μω­ροί, πό­σο ἀ­γνώ­μο­νες, πό­σο ἄ­σο­φοι ἀ­πο­δει­κνυ­ό­μα­στε πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Δη­μι­ουρ­γός τοῦ Παν­τός, ὁ Βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί Κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των, ὁ ἀ­νεν­δε­ής καί Παν­το­δύ­να­μος Κύ­ριος, ὁ φο­βε­ρός Θε­ός, «Ὅν φρίσ­σει καί τρέ­μει τά Χε­ρου­βείμ», ὁ Πλά­στης καί Θε­ός μας, ἔρ­χε­ται τό­σο κον­τά μας· γί­νε­ται ὁ πο­λυ­εύ­σπλαγ­χνος Πα­τέ­ρας μας, ὁ ἀ­δελ­φός μας καί ὁ πι­στός φί­λος μας, ἕ­τοι­μος νά μᾶς προ­σφέ­ρει τά πάν­τα, θυ­σι­ά­ζον­τας τόν ἴ­διο τόν ἑ­αυ­τό Του· ἔρ­χε­ται νά μᾶς ὑ­πη­ρε­τή­σει «ὡς ὁ δι­α­κο­νῶν», νά μᾶς ἀ­παλ­λά­ξει ἀ­πό τά βά­ρη καί τίς θλί­ψεις, νά μᾶς χα­ρί­σει τά πα­ρόν­τα καί τά μέλ­λον­τα ἀ­γα­θά Του, κι ἐ­μεῖς —ὤ τῆς πα­ρα­φρο­σύ­νης!— τολ­μοῦ­με νά Τόν ἀ­γνο­οῦ­με ἤ καί ἀ­κό­μη νά Τόν πε­ρι­φρο­νοῦ­με «πε­ρί ἄλ­λα πολ­λά τυρ­βά­ζον­τες».
Ἀ­δελ­φοί, «ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) και­ρὸς εὐ­πρόσ­δε­κτος, ἰ­δοὺ νῦν (τώ­ρα, σή­με­ρα, ὄ­χι αὔ­ριο) ἡ­μέ­ρα σω­τη­ρί­ας» (Β΄ Κο­ριν. στ΄, 2). Τώ­ρα, σ’ αὐ­τή τή ζω­ή ὑ­πάρ­χει τό ἔ­λε­ος καί ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὁ θά­να­τος κα­ρα­δο­κεῖ ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή, ἡ αὐ­λαί­α πέ­φτει ὁ­σο­νού­πω, ἡ Κρί­σις χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­κρι­βο­δί­και­η καί ἀ­δέ­κα­στη. Πο­λύ σο­φά ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς δι­δά­σκει τή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­λή­θεια μέ τούς συμ­βο­λι­σμούς μέ­σα στόν Ἱ­ε­ρό Να­ό. Σέ ὅ­λες τίς εἰ­κό­νες τοῦ Τέμ­πλου, δε­ξιά καί ἀ­ρι­στε­ρά τῆς Ὡ­ραί­ας Πύ­λης καί ἐμ­πρός στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, οἱ ἀ­ναμ­μέ­νες καν­δῆ­λες συμ­βο­λί­ζουν τό θεῖ­ο ἔ­λε­ος πού δί­νε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα σέ ὅ­σους προ­σέρ­χον­ται ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἐ­κεῖ, ἔμ­προ­σθεν τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης, γιά τήν Με­τά­λη­ψη τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων, «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον». Ἐ­νῶ στόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο μέ τήν εἰ­κό­να τοῦ Με­γά­λου Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Χρι­στοῦ, πού συμ­βο­λί­ζει τό βῆ­μα τοῦ Κρι­τοῦ, δέν ὑ­πάρ­χει καν­δή­λα, δι­ό­τι ἀ­κρι­βῶς ἡ Κρί­ση τό­τε θά εἶ­ναι ἀ­νέ­λε­ος.
Ἀ­δελ­φοί μας ἀ­γα­πη­τοί! «Στῶ­μεν κα­λῶς, στῶ­μεν με­τὰ φό­βου»! Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ ὥ­ρα τῆς Κρί­σε­ως καί ἡ κό­λα­ση, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά, τό φο­βε­ρώ­τε­ρο κα­κό. Τά δει­νά τῆς κο­λά­σε­ως, ἡ αἰ­ώ­νια, δη­λα­δή, στέ­ρη­ση τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­οῦ, δέν ἔ­χουν καμ­μί­α σύγ­κρι­ση μέ τίς συμ­φο­ρές τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς. Ἄς εὐ­χό­μα­στε κα­νείς ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο νά μήν δο­κι­μά­σει τήν ἄ­φα­τη ὀ­δύ­νη της. Ἄς μή παί­ζου­με «ἐν οὐ παι­κτοῖς». Τό δι­α­κυ­βευ­ό­με­νο εἶ­ναι ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χή μας καί τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας. Κα­λό θά ἦ­ταν καί στίς εὐ­χές μας, σέ γι­ορ­τές ἤ δι­ά­φο­ρες ἄλ­λες πε­ρι­στά­σεις, νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται κι ἀ­πό τούς λα­ϊ­κούς ἀ­δελ­φούς μας, ἡ εὐ­χή τῶν Μο­να­χῶν:«Κα­λή με­τά­νοι­α, κα­λόν Πα­ρά­δει­σο».
Ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο εἶ­ναι ἕ­νας. Εἶ­ναι ὁ δρό­μος πού βά­δι­σαν ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι: ὁ δρό­μος τῆς με­τα­νοί­ας, τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στό σπί­τι τοῦ Πα­τέ­ρα μας. Ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας καί στήν Ἁ­γί­α Πα­ρά­δο­σή της.
Πό­τε; Τώ­ρα, σή­με­ρα. Πῶς; Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στήν πα­λιά εὐ­σέ­βεια, στό φό­βο τοῦ Θε­οῦ, στήν ἁ­γί­α ἁ­πλό­τη­τα. Νά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­λοι, Κλη­ρι­κοί, Μο­να­χοί καί λα­ϊ­κοί, στήν πρα­ό­τη­τα, στήν τα­πεί­νω­ση, στήν ἀ­κα­κί­α, στήν ἀ­φε­λό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας, στήν κα­τά Θε­όν γνώ­ση καί σο­φί­α. Καί ν’ ἀρ­χί­σου­με ἀ­πό ἁ­πλά μι­κρά καί ἴ­σως τυ­πι­κά, κα­τά τό φαι­νό­με­νο, πράγ­μα­τα· ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­λύ σπου­δαῖ­α καί οὐ­σι­α­στι­κά.
Νά πά­ρου­με, δη­λα­δή, καί πά­λι στά χέ­ρια μας τόν Συ­να­ξα­ρι­στή, τούς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων μας, τόν Εὐ­ερ­γε­τι­νό, τά Γε­ρον­τι­κά, τήν ἁ­μαρ­τω­λῶν σω­τη­ρί­α, τόν Ἅ­γιο Νι­κό­δη­μο, τόν Ἅ­γιο Κο­σμᾶ τόν Αἰ­τω­λό.­.. Καί κυ­ρί­ως καί πρω­τί­στως νά ἀρ­χί­σου­με νά με­λε­τᾶ­με τα­κτι­κά καί εὐ­λα­βι­κά τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, Πα­λαι­ά καί Και­νή Δι­α­θή­κη καί τά πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, πού ἑρ­μη­νεύ­ουν καί ἀ­να­λύ­ουν τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.
Νά ἔ­χου­με εὐ­πρε­πι­σμέ­νο εἰ­κο­νο­στά­σι —ὄ­χι στό σα­λό­νι γιά ἐ­πί­δει­ξη—, ἀλ­λά σέ ἰ­δι­αί­τε­ρο χῶ­ρο, ἄν ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα, ὅ­που θά μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­συρ­θοῦ­με γιά προ­σευ­χή. Εἰ­κο­νο­στά­σι μέ εἰ­κό­νες τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων φέ­ρου­με τά ὀ­νό­μα­τα, μέ Σταυ­ρό, μέ ἀ­ναμ­μέ­νη καν­δή­λα, μέ τή σύ­νο­ψη, τό Συ­νέκ­δη­μο, τά Προ­σευ­χη­τά­ρια. Εἰ­κο­νο­στά­σι, ὅ­που, ὅ­πως οἱ πα­λι­ές εὐ­λα­βεῖς οἰ­κο­γέ­νει­ες, θά φυ­λάσ­σου­με καί ὅ­λα τά ἁ­γι­α­στι­κά (τά βά­για, τόν βα­σι­λι­κό, λά­δι ἤ μῦ­ρο ἀ­πό προ­σκυ­νή­μα­τα, τό Με­γά­λο ἁ­για­σμό κ.λπ.­).
Νά μά­θου­με νά ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε μέ εὐ­λά­βεια καί μέ προ­σο­χή στά τε­λού­με­να. Νά προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε ἀ­πό τήν προ­η­γού­με­νη ἡ­μέ­ρα, μέ σω­μα­τι­κή καί ψυ­χι­κή κα­θα­ρι­ό­τη­τα καί προ­ε­τοι­μα­σί­α, μέ πε­ρι­συλ­λο­γή, μέ ἀ­νά­παυ­ση, μέ προ­σευ­χή καί με­λέ­τη τῶν βί­ων τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν Εὐ­αγ­γε­λι­κῶν καί Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Ἀ­να­γνω­σμά­των καί τῶν ὑ­πο­θέ­σων τῶν με­γά­λων Ἑ­ορ­τῶν.
Νά ἀ­πο­κτή­σου­με τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας βι­βλι­ο­θή­κη, ὅ­που, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων πα­τε­ρι­κῶν καί ψυ­χω­φε­λί­μων βι­βλί­ων, θά ὑ­πάρ­χουν καί τά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α (τό Μέ­γα Ὡ­ρο­λό­γιο, ἡ Πα­ρα­κλη­τι­κή, τά Μη­ναῖ­α, τό Πεν­τη­κο­στά­ριο, τό Τρι­ώ­διο κ.λπ).
Νά ἀρ­χί­σουν οἱ νοι­κο­κυ­ρές, ὅ­σες δέν τό κά­νουν, νά ζυ­μώ­νουν πρό­σφο­ρα μέ εὐ­λά­βεια καί μέ εἰ­δι­κή προ­ε­τοι­μα­σί­α, νά προ­σφέ­ρουν τό νᾶ­μα, τό κα­θα­ρό κε­ρί καί τό θυ­μί­α­μα γιά τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, μα­ζί μέ τά ὀ­νό­μα­τα, ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων, ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας κά­ποι­ο ὄ­νο­μα μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νάγ­κη (κα­λό θά ἦ­ταν καί μέ τό αἴ­τη­μά του). Ἡ μνη­μό­νευ­ση τῶν ὀ­νο­μά­των καί ἡ προ­σφο­ρά τῶν δώ­ρων ἀ­πο­δί­δουν τή με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια σέ ζῶν­τες καί κε­κοι­μη­μέ­νους, ὅ­ση ὠ­φέ­λεια δέν μπο­ρεῖ νά προ­σφέ­ρει καμ­μί­α ἄλ­λη προ­σευ­χή ἐ­πί τῆς γῆς. Ἰ­δί­ως γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας, πού δέν ἔ­χουν πλέ­ον τή δυ­να­τό­τη­τα νά βο­η­θή­σουν τόν ἑ­αυ­τό τους καί πε­ρι­μέ­νουν μό­νον ἀ­πό ἐ­μᾶς. Κα­λές οἱ δω­ρε­ές καί τά στε­φά­νια, ἀλ­λά ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γιά τούς ἀν­θρώ­πους μας εἶ­ναι τό ἀ­ναν­τι­κα­τά­στα­το ἀ­πο­κούμ­πι τους.
Πο­λύ ὠ­φέ­λι­μο θά ἦ­ταν νά τε­λοῦ­με καί Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες (ν’ ἀ­νοί­γου­με τίς Ἐκ­κλη­σι­ές, ὅ­πως συ­νη­θί­ζει νά τό λέ­ει ὁ λα­ός μας) ὑ­πέρ τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν μας, τῶν συγ­γε­νῶν μας, τῶν φί­λων μας, ἀλ­λά καί τῶν ἐ­χθρῶν μας, καί τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων μας, μή πα­ρα­λεί­πον­τας καί ὅ­λα τά δι­α­τε­ταγ­μέ­να (κόλ­λυ­βα καί ὑ­ψώ­μα­τα γιά τούς Ἁ­γί­ους μας, ἀρ­το­κλα­σί­α, μνη­μό­συ­να, τρι­σά­για καί κόλ­λυ­βα γιά τούς κε­κοι­μη­μέ­νους μας).
Νά κα­ταρ­γή­σου­με τά πάρ­τι καί τά γε­νέ­θλια, τά ἐκ τῆς Δύ­σε­ως προ­ερ­χό­με­να καί γιά λό­γους ἐμ­πο­ρι­κούς προ­βαλ­λό­με­να καί ἐ­πι­βαλ­λό­με­να, ἀλ­λά καί γιά λό­γους οἰ­κο­γε­νεια­κῆς προ­βο­λῆς προ­τι­μώ­με­να.­.. Νά ἐ­πι­μεί­νου­με στίς Ἑ­ορ­τές τῶν Ἁ­γί­ων μας· μή κα­τα­λύ­ον­τας, τι­μών­τας τόν Ἅ­γιο καί τήν νη­στεί­α, ὅ­ταν εἶ­ναι ἡ­μέ­ρα νη­στεί­ας.
Νά μά­θου­με νά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τίς εἰ­δι­κές εὐ­χές καί νά ἐ­πι­κα­λού­μα­στε τούς Ἁ­γί­ους γιά τήν κά­θε πε­ρί­στα­ση, ὅ­πως ἀ­σθέ­νεια, βα­σκα­νί­α, μα­γεί­α κ.λπ. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἔ­χει γιά κά­θε πε­ρί­πτω­ση, καί γιά τήν πιό ἁ­πλή, εὐ­χές καί προ­σευ­χές καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τούς Ἁ­γί­ους, πού ἔ­χουν λά­βει ἀ­πό τόν Θε­ό εἰ­δι­κό χά­ρι­σμα· π.χ.: ἡ Ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή γιά τά μά­τια, ὁ Ἅ­γιος Παρ­θέ­νιος Λαμ­ψά­κου γιά τόν καρ­κῖ­νο, ὁ Ἅ­γιος Ἀν­τί­πας γιά τά δόν­τια, ὁ Ἅ­γιος Μη­νᾶς γιά εὕ­ρε­ση ἀν­τι­κει­μέ­νων πού χά­θη­καν κ.ο.κ. Ἐ­πι­ση­μαί­νου­με στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό καί ἐ­πι­μέ­νου­με ἰ­δι­αι­τέ­ρως: ὅ­τι ὁ Χρι­στια­νός δέν πρέ­πει πο­τέ, σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση, νά κα­τα­φεύ­γει γιά τήν ἐ­πί­λυ­ση προ­βλη­μά­των (ἀρ­ρώ­στι­ες παι­δι­ῶν, συγ­γε­νῶν, ἀ­πο­κα­τά­στα­ση κ.λπ.) σέ μά­γους, φω­τι­σμέ­νους, φω­τι­σμέ­νες ἀ­στρο­λό­γους, χαρ­το­ρί­χτρες, μέν­τιουμ κ.λπ.) Εἶ­ναι προ­τι­μώ­τε­ρο νά πε­θά­νει τό παι­δί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, νά μήν παν­τρευ­τεῖ τό παι­δί, πα­ρά νά ζή­σει ἤ νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Σα­τα­νᾶ —κι αὐ­τό, βε­βαί­ως, ἀμ­φί­βο­λο— πα­ρά νά χά­σει τήν ψυ­χή του. Νά τε­λοῦ­με, κα­τά δι­α­στή­μα­τα, τόν Μι­κρό Ἁ­για­σμό καί τό Μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Εὐ­χε­λαί­ου στά σπί­τια μας, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν τά πλέ­ον ἀ­σφα­λή ἀ­λε­ξι­κέ­ραυ­να κα­τά τῆς δαι­μο­νι­κῆς ἐ­νέρ­γειας καί  ἐ­πή­ρειας καί κυ­ρί­ως νά προ­σερ­χό­μα­στε τα­κτι­κά στό μυ­στή­ριο τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως καί τῆς Θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως. «Τό πε­τρα­χή­λι τοῦ πα­πᾶ καί­ει τήν γού­να τοῦ σα­τα­νᾶ», λέ­ει σο­φά ὁ λα­ός μας.
Νά μήν πα­ρα­λεί­που­με τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ —καί μά­λι­στα σω­στά— καί τήν προ­σευ­χή πρίν καί με­τά τό φα­γη­τό. Δέν εἶ­ναι κα­θό­λου μιά τυ­πι­κή συ­νή­θεια αὐ­τό· εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α ἀ­πό κά­θε ἐ­πή­ρεια δαι­μο­νι­κή καί βα­σκα­νί­α (πολ­λές φο­ρές φα­γη­τά ἤ γλυ­κί­σμα­τα, πού μᾶς προ­σφέρ­θη­καν, ἦ­ταν μο­λυ­σμέ­να ἀ­πό μα­γι­κά)­.­.. Ἀλ­λά εἶ­ναι καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη καί εὐ­χα­ρι­στί­α πρός τόν δω­ρε­ο­δό­τη καί τρο­φο­δό­τη Κύ­ριό μας καί Θε­ό μας.
Νά τη­ροῦ­με τήν ἀρ­γί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς καί τῶν με­γά­λων Ἑ­ορ­τῶν, ἀ­φι­ε­ρώ­νον­τας τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές σέ πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σευ­χή, πνευ­μα­τι­κή με­λέ­τη, ἄ­σκη­ση φι­λαν­θρω­πί­ας, ἀ­νά­παυ­ση καί ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια.
Νά τη­ροῦ­με μέ εὐ­λά­βεια τίς κα­θι­ε­ρω­μέ­νες νη­στεῖ­ες, ἐ­κτός ἀ­σθε­νεί­ας καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ, ἀ­ρε­τή καί ἄ­σκη­ση πού εἶ­ναι πο­λύ ὠ­φέ­λι­μη καί γιά τήν σω­μα­τι­κή μας ὑ­γεί­α. Μή λη­σμο­νοῦ­με τό πα­τε­ρι­κό λό­γιο «ὁ λαι­μός τῆς κοι­λί­ας εἶ­ναι ἡ πόρ­τα τῆς πορ­νεί­ας».
Νά προ­σφέ­ρου­με καί ἀ­πό τό ὑ­στέ­ρη­μά μας ἀ­κό­μη —για­τί οὕ­τως ἤ ἄλ­λως τό πε­ρίσ­σευ­μα ἀ­νή­κει στούς φτω­χούς— στούς ἀ­νήμ­πο­ρους, στούς ἔ­χον­τες ἀ­νάγ­κη, πού εἶ­ναι ἀ­δελ­φοί τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἡ ἀ­γά­πη ἡ διά τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας ἐ­νερ­γου­μέ­νη, εἶ­ναι τό μέ­τρο τῆς Μελ­λού­σης Κρί­σε­ως, ὅ­πως ξε­κά­θα­ρα το­νί­ζε­ται στό Εὐ­αγ­γέ­λιο.
Νά συ­νει­σφέ­ρου­με καί στήν ἀ­νέ­γερ­ση καί τόν εὐ­πρε­πι­σμό Ἱ­ε­ρῶν Να­ῶν καί Μο­νῶν —τό λέ­ω αὐ­τό, ὄ­χι για­τί εἶ­μαι Μο­να­χός καί Πα­πᾶς— ἀλ­λά γιά νά μνη­μο­νευ­ό­μα­στε διά παν­τός ὡς κτί­το­ρες καί εὐ­ερ­γέ­τες, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μη θά ἐ­κλεί­ψει ἡ συγ­γέ­νειά μας καί τό ὄ­νο­μά μας ἀ­πό τή γῆ αὐ­τή.
Νά προ­σπα­θοῦ­με νά δι­α­τη­ροῦ­με τή μνή­μη τοῦ Θε­οῦ καί τήν προ­σευ­χή κα­θ’ ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, μέ σύν­το­μες ἱ­κε­τευ­τι­κές καί δο­ξο­λο­γι­κές προ­σευ­χές. Ἀ­κό­μη καί μέ­σα στίς μέ­ρι­μνες, τήν πί­ε­ση καί τήν κό­πω­ση τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τος εἶ­ναι πο­λύ ἀ­πα­ραί­τη­τη καί χρή­σι­μη ἡ συ­νε­χής ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός Του. Γι’ αὐ­τό σέ κά­θε στιγ­μή, ἀ­δελ­φοί μας, ὅ­που καί ἄν βρι­σκό­μα­στε καί μέ ὅ­ποι­α ἐρ­γα­σί­α καί ἄν ἀ­πα­σχο­λού­μα­στε (στό δρό­μο, στό αὐ­το­κί­νη­το, στό σπί­τι, παν­τοῦ), νά μήν πα­ρα­λεί­που­με νά λέ­με μέ­σα μας τήν καρ­δια­κή εὐ­χή, τήν εὐ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἡ ὁ­ποί­α ἐν­δυ­να­μώ­νει, εὐ­λο­γεῖ, χα­ρι­τώ­νει καί φω­τί­ζει τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ εὐ­χή αὐ­τή εἶ­ναι: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ ἐ­λέ­η­σέ με» ἤ ἁ­πλού­στε­ρα: «Χρι­στέ μου ἐ­λέ­η­σέ μας καί συγ­χώ­ρε­σέ μας, τόν ἄν­δρα μου ἤ τή γυ­ναί­κα μου, τά παι­διά μου κι ὅ­λο τόν κό­σμο». Ἄν καί οἱ πα­λι­ές γι­α­γιά­δες, πού βί­ω­ναν τήν πρα­κτι­κή θε­ο­λο­γί­α, προ­σεύ­χον­ταν πρῶ­τα γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων καί ἔ­πει­τα γιά τή δι­κή τους καί τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τους.

Νά κά­νου­με πολ­λές φο­ρές κα­τά τή διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας καί σω­στά τό ση­μεῖ­ο τοῦ Τι­μί­ου καί Ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ —εἶ­ναι ὁ­μο­λο­γί­α αὐ­τό καί πο­λύ δυ­να­τή προ­σευ­χή—, κα­τά τήν εἴ­σο­δο καί ἔ­ξο­δο ἀ­πό τό σπί­τι μας, ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς ἐρ­γα­σί­ας μας, ἀ­πό τό αὐ­το­κί­νη­τό μας, σέ στιγ­μές δύ­σκο­λες πού χρει­α­ζό­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ. Μήν κυ­κλο­φο­ροῦ­με πο­τέ χω­ρίς τόν ἐ­πι­στή­θιο σταυ­ρό ἐ­πά­νω μας.
Νά μά­θου­με νά βα­δί­ζου­με τόν ἴ­σιο δρό­μο καί μέ τό σταυ­ρό στό χέ­ρι καί νά εἴ­μα­στε σί­γου­ροι —πα­ρά τά λε­γό­με­να πε­ρί τοῦ ἀν­τι­θέ­του— ὅ­τι θά ἔ­χου­με σ’ αὐ­τή τή ζω­ή τή δια­ρκή εὐ­λο­γί­α καί προ­στα­σί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί στήν ἄλ­λη ζω­ή θά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει ὁ Θε­ός τῶν ἐ­που­ρα­νί­ων Του ἀ­γα­θῶν.
Ἀ­φή­σα­με τε­λευ­ταῖ­ο τό σπου­δαι­ό­τα­το ζή­τη­μα τῆς τα­κτι­κῆς, εἰ­λι­κρι­νοῦς καί ἐν με­τα­νοί­ᾳ Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως, χω­ρίς τήν ὁ­ποί­α δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί, κα­τά συ­νέ­πειαν, σω­τη­ρί­α καί ἁ­για­σμό, καί τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά προ­σερ­χό­μα­στε τα­κτι­κά κι ἐ­μεῖς καί τά παι­διά μας, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ.
Κα­τα­κλεί­ον­τας τήν μι­κρή αὐ­τή κα­λο­γε­ρι­κή ὁ­μι­λί­α μας  ἀ­φή­νου­με γιά κά­ποι­α ἄλ­λη πνευ­μα­τι­κή εὐ­και­ρί­α καί συ­νάν­τη­ση ἀρ­κε­τές ἀ­κό­μη τέ­τοι­ες ἁ­πλές, πρα­κτι­κές, ἀλ­λά πο­λύ οὐ­σι­α­στι­κές καί σω­στι­κές ἀ­να­φο­ρές στήν πα­ρα­δο­σια­κή καί ἐμ­πει­ρι­κή κα­θη­με­ρι­νή κα­τά Χρι­στόν ζω­ή μας.
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε,
Εὐ­χη­θεῖ­τε νά βά­λου­με ἀρ­χή με­τα­νοί­ας ἀ­πό σή­με­ρα. Ἄς φι­λο­τι­μη­θοῦ­με, ἄς ξε­κι­νή­σου­με, ἄς πέ­σου­με, ἄς ξα­να­ση­κω­θοῦ­με —ἄλ­λω­στε, κα­τά τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες, ἅ­γιος εἶ­ναι ὁ συ­νε­χῶς ἀ­νι­στά­με­νος—, ἄς πα­ρα­κι­νεῖ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς φρον­τί­ζει ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς συγ­χω­ρεῖ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ἄς ἀ­γα­πᾶ ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, γιά νά βρε­θοῦ­με ὅ­λοι μα­ζί, ὅ­πως ἐ­δῶ στή γῆ καί στόν Πα­ρά­δει­σο.
Ὁ ἀ­γώ­νας μας εἶ­ναι σκλη­ρός καί ἀ­νε­λέ­η­τος, για­τί οἱ κα­κές συ­νή­θει­ες καί τά πά­θη εἶ­ναι ρι­ζω­μέ­να μέ­σα μας καί φι­λε­πί­στρο­φα. Ἀλ­λά τά ἔ­πα­θλα αἰ­ώ­νια καί ἀ­τί­μη­τα. Συ­στρα­τι­ῶ­τες στή στρα­τεί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί συ­να­θλη­τές στόν ἀ­γώ­να τῆς σω­τη­ρί­ας μας, ἀ­δελ­φοί καί φί­λοι, ἄς ἐμ­ψυ­χώ­νου­με καί ἄς στη­ρί­ζου­με ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο στόν χει­μώ­να τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς, μέ τά λό­για πού ἄλ­λοι στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Χρι­στοῦ, πο­λύ­α­θλοι καί Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρες Ἅ­γιοι, φί­λοι καί ἀ­δελ­φοί, οἱ Ἅ­γιοι Τεσ­σα­ρά­κον­τα Μάρ­τυ­ρες στή λί­μνη τῆς Σε­βα­στεί­ας, ἀλ­λη­λο­ε­νι­σχύ­ον­ταν, γιά νά ὑ­πο­μεί­νουν μέ­χρι τέ­λους τό φρι­κτό μαρ­τύ­ριό τους:
«Δρι­μὺς ὁ χει­μών, ἀλ­λὰ γλυ­κὺς ὁ Πα­ρά­δει­σος· ἀλ­γει­νὴ ἡ πῆ­ξις, ἀλ­λ’ ἡ­δεῖ­α ἡ ἀ­πό­λαυ­σις. Μὴ οὖν ἐκ­κλί­νω­μεν, ὦ συ­στρα­τι­ῶ­ται· μι­κρὸν ὑ­πο­μεί­νω­μεν, ἵ­να τοὺς στε­φά­νους τῆς νί­κης ἀ­να­δη­σώ­με­θα, πα­ρὰ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καὶ Σω­τῆ­ρος τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν».
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, εὐ­χη­θεῖ­τε νά ἔ­χου­με μί­α κα­λή καί εὐ­λο­γη­μέ­νη χρο­νιά μέ πλού­σια πνευ­μα­τι­κή καρ­πο­φο­ρί­α, μέ ὑ­γεί­α σω­μα­τι­κή καί πνευ­μα­τι­κή. Εὐ­χη­θεῖ­τε, ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός νά εὐ­λο­γή­σει πλου­σι­ο­πά­ρο­χα τήν νε­ο­συ­στα­θεί­σα αὐ­τή ἐ­νο­ρί­α, ὥ­στε καί ὁ να­ός σύν­το­μα νά ἀ­πο­πε­ρα­τω­θεῖ καί νά κα­τα­στεῖ πη­γή ἁ­για­σμοῦ καί σω­τη­ρί­ας ὅ­λων τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν της.

Δείτε και: Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Επιτακτική ανάγκη ο πνευματικός αναβαπτισμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com