Αγαπητέ μου κ.Α.Μ.,
Έλαβα προ καιρού την αχρονολόγητη
επιστολή σου, τα κείμενα του κ. Διακοπούλου και το βιβλίο του κ. Δημητρίου Ηλ.
Μακρυγιάννη με τίτλο "Η αποκατάστασι του Ωριγένη" και σ' ευχαριστώ.
Σ' ευχαριστώ, γιατί μου εμπιστεύθηκες τις απορίες σου και γιατί μου ζήτησες τις
απόψεις μου. Αλλά και σε συγχαίρω δι' αυτό. Δηλαδή, δια το ότι σου
εδημιουργήθησαν οι απορίες, αλλά και διότι τις υπέβαλες στην ταπεινότητά μου
και ζητείς τις απόψεις μου. Στα ερωτήματά σου απαντώ ως εξής :
Α
Γενικά
1. Ορθώς παρατηρείς ότι « ανάμεσά μας
υπάρχουν χίλιες δύο αιρέσεις κάθε μία εκ των οποίων έχει ένα δυναμικό ανθρώπων
οι οποίοι θεωρούν ότι αυτό που πιστεύουν αυτοί είναι σωστό και όλοι οι άλλοι
είναι πλανεμένοι ...». Η ορθή αυτή παρατήρησις όμως πρέπει να σε οδηγήση να
βρης την αιτία που αυτοί οι συνάνθρωποί μας ωδηγήθηκαν στην αίρεσι. Και αιτία
της πλάνης είναι :
α) Ο Σατανάς, ο πλάνος και
ψεύτης και πατήρ του ψεύδους (Ιωάννου Η 44), που οδήγησε τους Πρωτοπλάστους
στην πτώσι.
β) Ο εγωϊσμός των
αιρετικών, ότι αυτοί κατάλαβαν και δια τούτο γνωρίζουν καλύτερα από την
Εκκλησία μας και τους Πατέρας της το νόημα της Γραφής .
γ) Ο κλονισμός της
εμπιστοσύνης των αιρετικών ανθρώπων στην Εκκλησία, που αλαθήτως ερμήνευσε την
Αγία Γραφή και στις Συνοδικές αποφάσεις της .
2. Στην επιστολή σου κάνεις επίσης και
δευτέραν διαπίστωσι · « Πέραν όλων αυτών όμως υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι
εναντιώνονται έντονα σ' ο,τιδήποτε «Εβραιοχριστιανικό». Και αυτή η διαπίστωσι
είναι ορθή. Έτσι, ενώ οι άνθρωποι των αιρέσεων είναι θρησκευόμενοι μεν αλλά
πλανεμένοι, σε τούτη την περίπτωσι είναι άθεοι, που φυσικόν είναι να πολεμούν
και τους Εβραίους και τους χριστιανούς, ακριβώς γιατί και οι Εβραίοι πίστευαν
και οι χριστιανοί πιστεύουν στον αληθινό Θεό. Φυσικόν, λοιπόν, είναι οι άθεοι
να τους πολεμούν και τους δύο. Είναι ο φανερός πόλεμος του ανθρωποκτόνου
Σατανά. Θα μπορούσα να ειπώ · Στην μεν περίπτωσι των αιρετικών ο διάβολος
πολεμάει την Εκκλησία του Χριστού έμμεσα, στην περίπτωσι τούτη άμεσα.
3. Διαπιστώνεις ακόμη · « ... πάντως
υπάρχει μία ρήξη Ελληνισμού -Χριστιανισμού . Οι μεν λοιπόν θεωρούν τον
Χριστιανισμό ως προπαγάνδα των Εβραίων για να χτυπηθή το ελληνικό πνεύμα και απ
τήν άλλη όλοι εμείς θεωρούμε ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήτο παγανιστές , λάτρευαν
τα είδωλα κ.λ.π.». Όμως αυτές οι τρίτες διαπιστώσεις σου δεν είναι ορθές. Και
εξηγούμαι .
α) Δια την Ορθόδοξη
Εκκλησία μας δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ρήξις με τον Ελληνισμό. Οι χριστιανοί
μιλάμε δια Ελληνοχριστιανικό Πολιτισμό. Άλλοι είναι εκείνοι που απορρίπτουν τον
όρον και με κάθε μέσον και τρόπον προσπαθούν να μειώσουν την σημασία του. Ότι
δεν υπήρξε ούτε υπάρχει διάστασις Χριστιανισμού και Ελληνισμού φανερώνουν τα
εξής γεγονότα. Ο Χριστός είπε στους Έλληνες επισκέπτες του· «Ελήλυθεν η ώρα ,
ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου» ( Ιωάννου ΙΒ 23). Η Π. Διαθήκη μετεφράσθη στην
Ελληνική προ Χριστού. Στην Ελληνική εγράφη πρωτυτύπως η Κ. Διαθήκη. Πιστεύω ότι
θυμάσαι τους λόγους του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα. Ονομάζει τους Αθηναίους
δεισιδαιμονεστέρους (δηλαδή ευλαβεστάτους) και τους λέγει ότι τον αληθινόν
Θεόν, που εκείνοι χωρίς να τον γνωρίζουν ελάτρευαν, αυτόν τους απεκάλυψε.
Διάβασε όλη την σχετική περικοπή στο Πράξεις ΙΖ 16-34. Έπειτα η πρώτη
χριστιανική Εκκλησία απαρτίστηκε από ολίγους Εβραίους και τους Προσήλυτους των
Εβραίων, οι Έλληνες όμως ήσαν αυτοί που απάρτισαν την Εκκλησίαν του Χριστού εις
τα Έθνη. Και ασφαλώς δεν ξεχνάς, ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας είναι
Έλληνες και ότι ο Μ. Βασίλειος μας άφησε τον περίφημον λόγον του , πώς θα ωφελούνται
οι χριστιανοί νέοι από τα Ελληνικά Γράμματα.
β) Βεβαίως σε κάποιους
Πατέρες της Εκκλησίας μας η λέξις Έλληνας ήτο συνώνυμη με τον ειδωλολάτρη.
Τούτο όμως δεν ήτο κατά του Ελληνισμού, αλλά κατά της πεπλανημένης πίστεως της
πλειοψηφίας των Ελλήνων, όπως ήτο η ειδωλολατρία, ο παγανισμός κ.λ.π. Γιατί
έπρεπε να πολεμηθή η πλάνη και το σκοτάδι της θρησκευτικής άγνοιας. Αλλοίμονον
αν ο χριστιανισμός θα συμφιλιώνετο με αυτά. Τότε θα οδηγούμεθα στον
συγκριτισμό. Η Εκκλησία μας επολέμησε την πλάνη των Ελλήνων, αλλ' αγάπησε και
ετίμησε τον Έλληνα. Όπως πολεμάει την αμαρτία των ανθρώπων, αλλά αγαπάει και
τιμά τον άνθρωπον.
γ) Είναι αλήθεια, ότι ο
Χριστιανισμός έχει τις ρίζες του στον Ιουδαϊσμό, αφού οι Εβραίοι υπήρξαν ο
εκλεκτός λαός του Θεού, και από τον οποίον κατάγεται ο Χριστός κατά σάρκα. Οι
Απόστολοι υπήρξαν Εβραίοι, όπως και οι πρώτοι χριστιανοί. Εις την Παλαιστίνην
ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία και από εκεί εξαπλώθηκε σ’ολόκληρον τον κόσμον. Όμως
ο χριστιανισμός ξεχώρισε πλέον από τον Ιουδαϊσμό και οι Χριστιανοί από τους
Εβραίους . Διότι τα παλαιά παρήλθαν και ήλθαν τα νέα. Ο Νόμος κατηργήθη και
ήλθε η Χάρις. Δια τούτο και οι Εβραίοι έγιναν οι διώκται και οι φονευταί του
Χριστού, όπως Εβραίοι ήσαν και οι πρώτοι διώκται των Χριστιανών μέχρι και
σήμερα. Και δεν θα σου διαφεύγει της προσοχής, ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας
μας είναι γεμάτη από αποστροφές κατά των παράνομων Εβραίων. Άρα δεν ευσταθή ο
ισχυρισμός ότι ο Χριστιανισμός είναι «προπαγάνδα των Εβραίων».
4. Αλλά κάνεις και μίαν ακόμη
διαπίστωσι. Γράφεις· « Μέσα στα βιβλία της Π.Διαθήκης λοιπόν, για να επανέλθω ,
υπάρχουν και αυτά των προφητειών...» και με ρωτάς· « Είναι τα μόνα ; υπάρχουν
άλλες προφητείες αναφορικά με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου ; ΟΧΙ βέβαια
είναι η απάντησις μιας και αν υπήρχαν θα τα είχαμε ήδη εντάξει στη Αγία Γραφή.
Ε λοιπόν σας πληροφορώ ότι οι Έλληνες μίλησαν πρώτα για τον Χριστό δυνατά και
ξεκάθαρα ». ΟΧΙ , αγαπητέ μου. Δεν είναι όπως τα γράφεις τα πράγματα. Οι
διαπίστώσις σου ότι στα βιβλία της Π.Διαθήκης προφητεύεται ο ερχομός του
Χριστού και ότι οι Έλληνες μίλησαν δια τον ερχομό Λυτρωτού είναι ορθές.
Επομένως το συμπέρασμά σου ότι εμείς, δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία , λέγει « ΟΧΙ
... , γιατί αν υπήρχαν θα τα είχαμε ήδη εντάξει στην Αγία Γραφή », είναι
εντελώς αυθαίρετο . Δηλώνει το ολογώτερο παχυλή θεολογική άγνοια, για να μην
ειπώ διάθεσι διαστρεβλώσεως της αληθείας. Γιαυτό και ο κομπασμός σου « Ε λοιπόν
σας πληροφορώ ότι οι Έλληνες μίλησαν πρώτοι ... » είναι χωρίς αντικείμενο,
περιττή. Άκουσε λοιπόν και μάθε τι διδάσκει η Εκκλησία μας δια τα ζητήματα αυτά
και να μη ξανά ειπής ή να γράψης τα παραπάνω.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει, ότι δεν
είναι μόνον η Π.Διαθήκη που μιλάει για τον ερχομό του Μεσσία. Και οι Έλληνες
και άλλοι λαοί εμίλησαν δια τον ερχομό του Χριστού. Η διαφορά είναι ότι στην
Π.Διαθήκη έχομε προφητείες πολλές, ξεκάθαρες και συγκεκριμένες δια το ποιός θα
είναι και τι το έργο του Μεσσία. Πότε, πού και από ποιά γυναίκα θα γενηθή ο
Χριστός, ενώ οι Έλληνες μίλησαν συνεσκιασμένα, ως μία ελπίδα σωτηρίας ( ο μύθος
της Πανδώρας , ο Προμηθέας Δεσμότης , ο Σωκράτης κ.λ.π.). Αυτό οι Θεολόγοι μας
το ονομάζουν « σπερματικόν λόγον ». Δηλαδή ότι όλοι οι λαοί, προ Χριστού,
διατηρούσαν σπέρματα αληθείας και το δικαιολογούν αγιογραφικά και θεολογικά με
το γεγονός , ότι πάντες οι άνθρωποι, ολόκληρο το ανθρώπινο Γένος κατάγεται από
τους Πρωτοπλάστους. Και όπως όλοι οι άνθρωποι - απόγονοι των Πρωτοπλάστων
εκληρονόμησαν το προπατορικό αμάρτημα, έτσι εκληρονόμησαν και το
πρωτεευαγγέλιον της επλίδος της λυτρώσεως ( Γενέσεως Γ 15).
β) Όσα λέγει ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας δια τις « Προφητείες » των
Ελλήνων, τα λέγουν δια να ειπούν στους Έλληνες · Να και εσείς και οι πρόγονοί
σας εμίλησαν για τον Χριστόν. Ελάτε, λοιπόν και εσείς, γιατί ο Χριστός ήλθε.
Δηλαδή έκαναν ό,τι έπραξε και ο Απόστολος Παύλος στους Αθηναίους στη ομιλία του
στη Πνύκα. Τους είπε ότι οι δικοί σας σοφοί είπαν ότι ο Θεός είναι δημιουργός
όλων των ανθρώπων ( Πράξεις ΙΖ 23-31). Ώστε εμείς χρησιμοποιούμε αυτούς τους
λόγους, τις « προφητείες» των έξω, δηλαδή των μη χριστιανών, δια να στηρίξωμε
την αλήθεια του ερχομού του Χριστού. Εσύ ο ίδιος μου γράφεις ότι μίλησαν για
τις προφητείες των Ελλήνων ο Μ. Αθανάσιος, ο Κλήμης, ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης κ.λ.π.. Επομένως δεν είναι αληθές το συμπέρασμά σου, ότι εμείς οι
χριστιανοί και οι Θεολόγοι μας δεν μιλάμε και δεν μνημονεύομε «τις προφητείες»
των Ελλήνων.
γ) Όσον αφορά στο γιατί οι
« προφητείες » των Ελλήνων « δεν συμπεριελήφθησαν μέσα στην χριστιανική πίστι
», δηλαδή στην Αγία Γραφή, θέλω να σου ειπώ , ότι όντως δεν δεν
συμπεριελήφθησαν στην Αγία Γραφή. Και είναι φυσικό. Μόνον κάποιος ανίδεος από
το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής μπορεί να ερωτά τούτο. Γιατί η Αγία Γραφή
περιέχει συγκεκριμένον λόγον του Θεού, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή και για
συγκεκριμένο σκοπό και δεν είναι συγκέντρωσις το τι είπαν οι άνθρωποι κατά
καιρούς δια τον Χριστό. Αυτά τα έχουν οι Θεολόγοι συγκεντρώσει και έχουν
καταγραφή. Σε παραπέμπω στο Βιβλίο του αείμνηστου Καθηγητού της Θεολογικής
Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Λεωνίδου Φιλιππίδου : "Ιστορία της Εποχής
της Καινής Διαθήκης εξ απόψεως Παγκοσμίου και Πανθρησκειακής" Αθήναι 1958,
σελίδες 1053 και δη τας παραγράφους: Η δια του Ελληνικού Πνεύματος προπαρασκευή
της Οικουμένης εις Χριστόν, σελίδα 193 και: Ο Ελληνισμός ως πρόδρομος και
υποδαχεύς της Χριστιανικής θρησκείας , σελίδα 234. Η Εκκλησία μας , αγαπητέ
μου, δεν κρύβει ούτε προσπαθή να κρύψη τίποτε. Γιατί είναι φως και τα πάντα
φανερώνει στο φως. Γιαυτό ακόμη και λάθη και αμαρτίες των Αποστόλων και των
άλλων χριστιανών της,όπως και του μεγάλου Ωριγένη, τα κατέγραψε , τα έκρινε και
τα κατέκρινε όταν έπρεπε.
5. Τώρα έρχομαι στο πρώτο και το
«σημαντικότερο των υπολοίπων», ως το θεωρείς και μου γράφεις. Δηλαδή στο «
γιατί ενώ ο Ωριγένης πέθανε το 253 μ.Χ. η καταδίκη του έλαβε χώρα 200 χρόνια
αργότερα ( 553 μ.Χ) έχοντας ήδη μεσολαβήσει ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ Οικουμενικοί Σύνοδοι οι
οποίες δεν ασχολήθηκαν με το θέμα».
Ο Ωριγένης, αγαπητέ, υπήρξε εξαιρετικό
μυαλό, πρωτοπόρος και μεγάλος Θεολόγος. Γιαυτό και οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας
μας τον είχαν σέ τιμή. Όμως στην πρωτοπωρία του έκανε λάθη, τα οποία και
επεσημάνθηκαν. Όσον καιρό τα λάθη του αυτά δεν εσκανδάλιζαν και δεν
εδημιουργούσαν πρόβλημα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, η Εκκλησία τα παραθεωρούσε,
τα άφηνε να λησμονηθούν, χάρις στην προσωπικότητα του Ωριγένους και της
γενικώτερης προσφοράς του στα θεολογικά γράμματα. Όταν όμως οι πεπλανημένες
διδασκαλίες του άρχισαν να προκαλούν ζητήματα πλάνης πίστεως στους πιστούς, η
Εκκλησία στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο αποφάσισε την επίσημη καταδίκη των
κακοδοξιών του Ωριγένους και ΟΧΙ του προσώπου του. Αυτή είναι, αγαπητέ, η
αλήθεια, αυτή που και εσύ, όπως μου γράφεις, εδιδάχθηκες στο Σχολείο σου και
αυτό που επίστευες μέχρι τώρα. Σου συνιστώ δε αυτό να συνεχίσης να δέχεσαι και
να πιστεύεις και όχι μόνον δεν θα ζημιωθής πνευματικά, αλλά και πολύ θα
ωφεληθής. Γιατί αφ’ ενός μεν δεν θα χάνης τον χρόνον σου να ασχολήσαι με
λελυμένα θέματα από την θεολογίαν της Εκκλησίας μας, με κίνδυνο να
παραπλανηθής, αφ’ ετέρου δε γιατί θα αφιερώσης τον πολύτιμο χρόνον σου στο να
γνωρίσης και να ζήσης τα άλλα, τα απολύτως αναγκαία πνευματικά θέματα της
πνευματικής ολοκληρώσεώς σου στην παρούσα ζωή, ώστε να βελτιωθής πνευματικά.
Άλλωστε, γι' αυτό και εγώ αφιέρωσα χρόνο, έκανα προσευχή και ασχολήθηκα σοβαρά
με το θέμα σου, γιατί είδα την καλήν σου διάθεσι να μάθης την αλήθεια και να
βελτιώσης πνευματικά τον εαυτόν σου.
6. Και σ’ ένα τελευταίο σημείο θέλω να
σταθώ και να σου υπογραμμίσω σ' αυτό το γενικό πρώτο μέρος της απαντήσεώς μου.
Το γεγονός, ότι το βιβλίον του κ. Μακρυγιάννη είναι έκδοσις όχι δική του ούτε
κάποιου γνωστού Χριστιανικού Εκδοτικού Οίκου ή Βιβλιοπωλείου , αλλά του
Πνευματιστικού Ομίλου Αθηνών « Το θείον Φως». Ανεζήτησα στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ το θέμα
και βλέπω ότι «ο Πνευματιστικός Όμιλος Αθηνών» είναι Πνευματιστικό Σωματείο, με
κύριο σκοπό του σήμερα «την έκδοση των επικοινωνιών ( εννοείται των
πνευματιστικών επικοινωνιών) σε βιβλία, ώστε ο πλούτος της αγνής γνώσεως που
μεταδόθηκε θεία Χάριτι (δηλαδή δια των πνευματιστικών επικοινωνιών του
επικοινωνού) στην ανθρωπότητα να γίνη κτήμα όλων προς φωτισμόν». Και δεν
εκδόθηκε από τον Πνευματιστικόν Όμιλον Αθηνών μόνον αυτό το βιβλίο του κ.
Μακρυγιάννη. Αλλά έχουν έκδόσει και άλλα δύο βιβλία του κ. Μακρυγιάννη,
εισαγωγικά, όπως οι ίδιοι γράφουν, στις έννοιες του Πνευματισμού.
Άρα ο κ. Μακρυγιάννης είναι οπαδός του πνευματισμού.
Τα εγνώριζες, αγαπητέ, αυτά; Σου στέλνω τρεις σελίδες από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ να τα
ιδής. Όμως δια το τι είναι, τι διδάσκει και ποία η σχέσις του με την Ορθόδοξη
Εκκλησία μας σου στέλνω πρόχειρα από το ΙΝΤΕΡΝΕΤ ένα πρόσφατο άρθρο του
Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Γεωργοπούλου, Λέκτορος της Θεολογικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τον τίτλον ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
και ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ και ακόμη σου συνιστώ να μελετήσης το βιβλίο του
αειμνήστου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Παναγιώτου Ν. Τρεπέλα «Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ». Έκδοσις Αδελφότητος Θεολόγων Ο ΣΩΤΗΡ.
Τώρα όμως, πιστεύω, ότι κατάλαβες διατί ο Πνευματισμός ενδιαφέρεται δια την
αποκατάστασι του Ωριγένη. Γιατί έτσι πιστεύουν, ότι θα συνδεθούν με τον
Χριστιανισμό και θα στηρίξουν την πλάνην τους στον Ωριγένη. Ανεπιτυχώς και
ματαίως όμως. Δια τούτο, ως Πνευματικός Πατέρας «που ευθύνομαι για το
πνευματικό μου ποιμνίο» όπως γράφεις, σου εφιστώ την προσοχή. Πρόσεχε, διότι
κατά τον Απόστολον Παύλον «οι τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι,
μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. Και ου θαυμαστόν. Αυτός γαρ ο σατανάς
μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. Ου μέγα ουν ει και οι διάκονοι αυτού
μετασχηματίζονται, ως διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα
αυτών» ( Β Κορινθίους ΙΑ 13-15).
Β
Ειδικά
Και τώρα έρχομαι στο ειδικό μέρος, στην
κριτική του βιβλίου του κ. Μακρυγιάννη. Κατά την σύστασίν σου το βιβλίο του κ.
Μακρυγιάννη απέστειλα εις τον Ομότιμον Καθηγητήν της Πατρολογίας στην Θεολογική
Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Κρικώνη. Το εμελέτησε ως
ειδικός και μου έστειλε την κριτική του. Ευχαρίστως σου την στέλνω αντί άλλης
απαντήσεως.
Αγαπητέ μου κ. Μ.,
Αυτά είχα να σου γνωρίσω και μέσα από
την καρδιά μου εύχομαι να παραμείνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας και μέσα σ'
Αυτήν και από την αλήθεια της να φωτισθής και από την χάριν των Μυστηρίων της
να ενισχυθής, δια να βιώσης την αλήθεια, να ζης στο φως του Χριστού και να
χαίρεσαι την αληθινήν χαράν πεπληρωμένην, ήντινα ουδείς δύναται και ποτέ να άρη
αφ' ημών (Ιωάννου ΙΣΤ 22-24). Χαίρε πάντοτε εν Κυρίω Ιησού Χριστώ τω Θεώ ημών.
Σχολιασμός του βιβλίου
"Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΩΡΙΓΕΝΗ - Όλη ή αλήθεια για τη ζωή και τη διδασκαλία
του Ωριγένη και την Ε' Οικουμενική σύνοδο" του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΗΛ. ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ,
Εκδόσεις Πνευματιστικού Ομίλου Αθηνών «Τό θείον Φως» - Αθήνα 2008,
από τόν Ομότιμον Καθηγητήν
της Πατρολογίας στην Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης κ. Κρικώνη:
Πρόκειται για μια μελέτη στην οποία ο
συγγραφέας με ερευνητικό ενδιαφέρον και διεισδυτικό τρόπο εισχωρεί στις πιο
απίθανες πτυχές του ερευνωμένου θέματος με σχολαστικότητα και υπομονή. Εξετάζει
όλες τις περιπτώσεις και παραθέτει όλες τις απόψεις όσων είχαν ασχοληθεί, είτε
ειδικώς είτε γενικώς με το θέμα, χωρίς να αποσιωπά και τις αντίθετες — και
είναι αξιέπαινος γι’ αυτή του την ενέργειά του.
Όμως, σχεδόν από την αρχή διαπιστώνει ό
αναγνώστης ότι ο συγγραφέας σε αρκετά σημεία προχωρεί σε διατυπώσεις απόψεων,
οι οποίες απομακρύνονται και εκφεύγουν από την παραδιδομένη διδασκαλία της
Ορθόδοξης Εκκλησίας και την καθιερωθείσα με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων
της. Θα μπορούσαν να αναφερθούν πάμπολλα σημεία της εργασίας του, που
παρερμηνεύουν την Διδασκαλία της Εκκλησίας. Θα αναφερθούν μόνο μερικά:
Α. «Η απόρρητη Διδασκαλία», είναι ένα
βασικό και ουσιαστικό σημείο παρερμηνείας του κειμένου του Μ. Βασιλείου (σσ.
138-140) και κατ’ επέκταση όλης της διδασκαλίας της Εκκλησίας ως προς το νόημα
και το σκοπό των όσων γράφει ό ιερός πατήρ, αναφερόμενος ότι η αδημοσίευτη και
απόρρητη διδασκαλία δεν πρέπει να κοινολογείται στούς αμυήτους της πίστεως,
«για να μη παραμεληθεί η γνώση των δογμάτων και γίνει, από συνήθεια,
ευκαταφρόνητη στους πολλούς» (ένν. τούς αμυήτους τής πίστεως). «Διότι άλλο
είναι το Δόγμα» (οι υψηλές αλήθειες της πίστεως) «και άλλο το κήρυγμα» (ή απλή
κατηχητική, ηθική και οικοδομητική διδασκαλία). «Το μεν αποσιωπάται (διότι δεν
είναι σε όλους, τούς αμυήτους της δογματικής διδασκαλίας της πίστεως
κατανοητό) τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (ανακοινώνονται στούς πιστούς) (σ. 139
έξ.). Και βεβαίως ο Μ. Βασίλειος στο χωρίον αυτό, αναφέρεται στην παράδοση και
διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία καθιέρωσε το τυπικό τελέσεως των Μυστηρίων
τους, όπως σαφώς διευκρινίζει για την τέλεση του Μυστηρίου του ιερού
Βαπτίσματος και κατ’ επέκταση και των άλλων.
Από εκεί και έπειτα οι δικές του (του
συγγραφέα) ερμηνευτικές απόψεις παρερμηνεύουν το νόημα του κειμένου του Μ.
Βασιλείου και παρουσιάζουν προσωπικές του απόψεις, οι οποίες προφανώς είναι
αντίθετες προς την διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας. Μάλιστα δέχεται ότι
όσοι νεότεροι θεολόγοι θέλησαν να συμπληρώσουν ή και να διατυπώσουν δικές τους
απόψεις, αγνοώντας ή και απορρίπτοντας την απόρρητη Διδασκαλία της Εκκλησίας
κατέληξαν σε «λανθασμένες ως επί το πλείστον παραδοχές, οι όποιες δεν
εφαρμόζουν ακριβώς νοηματικά με το υπάρχον «πλαίσιο» της γνωστής γραπτής διδασκαλίας.
Όμως, το περίεργο! Το ίδιο ακριβώς λάθος διαπράττει και ο ίδιος ο συγγραφέας
μιμούμενος τους νεότερους αυτούς θεολόγους, που παρερμηνεύουν τα χωρία αυτά
(σ. 140-141). Η φράση: «Επιλείψει με η ημέρα...» σημαίνει ότι δεν του φθάνει η
ημέρα, ότι του λείπει επαρκής, απαιτούμενος χρόνος «για να διηγηθεί τα άγραφα
της Εκκλησίας Μυστήρια».
Ο συγγραφέας ορθά αναγνωρίζει ότι «Στο
γεγονός αυτό (της απομάκρυνσης δηλαδή από την παραδεδομένη Διδασκαλία της
Εκκλησίας για τη σιωπωμένη παράδοσή της) οφείλονται και οι πάμπολλες διαφωνίες
των θεολόγων και των κληρικών, τόσον ως προς τις διατυπώσεις των δογμάτων όσο
και ως προς την ερμηνεία πλείστων γραφικών χωρίων» (σ. 141). Αλλά, παραδόξως,
αμέσως ο ίδιος διατυπώνει την λανθασμένη και αντιεκκλησιαστική άποψή του ότι
«πιστεύουμε, λοιπόν ότι είναι πλέον καιρός να καταρρηφθεί ο χάρτινος πύργος των
πεποιημένων επίπλαστων δογμάτων και να αποκαλυφθεί εκ νέου η γνήσια χριστιανική
διδασκαλία», (σ. 141). Έτσι γίνεται αντιληπτόν ότι ο συγγραφέας δίδει
προσωπικές λύσεις στα θεολογικά θέματα, όπως εκείνος τις αντιλαμβάνεται,
ακολουθώντας τούς διαφωνούντες θεολόγους που αναφέρει παραπάνω. Και τονίζει ότι
«Σήμερα η απόρρητος διδασκαλία του Χριστιανισμού έχει λησμονηθεί πλήρως και τα
κενά καλύπτονται με διάφορες δογματικές επινοήσεις, πολλές από τις οποίες δεν
ευσταθούν». Δηλαδή ο συγγραφέας δέχεται ότι οι δογματικές διατυπώσεις της
ορθοδόξου πίστεως, όπως αυτές προέκυψαν από τη διδασκαλία της Εκκλησίας και τις
αποφάσεις των Οικουμενικών βασικών Συνόδων δεν ευσταθούν! Και το παράδοξον
είναι ότι δηλώνει ότι είναι ορθόδοξο μέλος της Εκκλησίας!
Β. «Η προΰπαρξη των ψυχών», ο
συγγραφέας φαίνεται ότι αποδέχεται και συμφωνεί με τις απόψεις του Ωριγένη,
αφού γράφει «κάθε άλλη ερμηνεία που δεν δέχεται την προΰπαρξη των ψυχών,
γίνεται βεβιασμένη και ξεφεύγει από την απλότητα των κειμένων» (σ. 143-144).
Το ότι όλοι οι πεπλανημένοι κατ’ αυτόν τον τρόπον κατέληξαν να γίνουν
αιρετικοί, ως μη αποδεχόμενοι τη διατυπωθεΐσα δια των αποφάσεων των
Οικουμενικών Συνόδων και κωδικοποιηθεΐσα διδασκαλία της Εκκλησίας, κατ’ αυτόν
τον τρόπον, είναι γνωστόν στην ιστορία της Εκκλησίας. Όπως επίσης ότι μερικοί
εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ακόμη και πατέρες της Εκκλησίας μπορεί να είχαν
κάποιες προσωπικές απόψεις η επιφυλάξεις, διαφορετικές, σε κάποια θέματα ακόμη
και να έδειχναν κάποια συμπάθεια σε φιλοσοφικο-θεολογικές απόψεις διαφόρων
θεολόγων-φιλοσόφων, όμως τελικά αποδέχθηκαν καα συμμορφώθηκαν με τη διδασκαλία
της επίσημης Εκκλησίας και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όπως αυτές
διατυπώθηκαν ίσχυσαν και ισχύουν μέχρι σήμερα. Αυτή είναι ή πραγματικότητα και
η αλήθεια. Δικαίωμα του καθενός είναι να αποδέχεται αυτήν την μέχρι σήμερα
ισχύουσαν Διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή να αποδέχεται απόψεις αιρετικών
—όσο ενδιαφέρουσα και θελκτικές και αν είναι αυτές— και να θέτει τον εαυτόν του
εκτός της Εκκλησίας, της μόνης σωζούσης.
Και ενώ αναγνωρίζει ο συγγραφέας (σ.
148) ότι «Στα βιβλία της Δογματικής, (εννοεί της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας)
αναφέρουν απλώς ότι η θεωρία» (της προϋπάρξεως των ψυχών) απορρίφθηκε από την
Εκκλησία με την καταδίκη του Ωριγένη. Αποδέχονται δε την άποψη της ταυτόχρονης
δημιουργίας της ψυχής και του σώματος, παραπέμποντας είτε στο Ρωμ. 5,12-18 (με
την έννοια ότι όλοι κατάγονται έξ ενός ανθρώπου, του Αδάμ), είτε στο έργο του
Γρηγορίου Νύσσης Περί κατασκευής του ανθρώπου, κεφ. 28, όπου αναπτύσσεται
ακριβώς αυτή η άποψη, ότι οι ψυχές ούτε προϋφίστανται ούτε έπονται των σωμάτων,
αλλά και τα δύο στοιχεία του ανθρώπου έχουν μια κοινή αρχή». Τελικά ό ίδιος δεν
αποδέχεται την Διδασκαλία αυτή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως είναι διατυπωμένη
στα Δογματικά βιβλία της και αποδέχεται όσα περιέχει η ωριγενική διδασκαλία.
Έτσι διαστρεβλώνοντας την παραδεδομένη Διδασκαλία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι
«οι πατέρες της Εκκλησίας, βασιζόμενοι στην απόρρητη διδασκαλία, απορρίπτουν
την μετεμψύχωση και αποδέχονται μόνο την μετενσάρκωση»!!! «Δεν επεκτείνονται
όμως αναλυτικά σ’ αυτά τα θέματα, διότι όπως έχομε τονίσει, αποτελούσαν πτυχές
μυστικών δογμάτων, τα οποία ετηρούντο με ευλάβεια στη σιωπή, διότι η κοινοτοποίησή
τους, θα επέφερε αναστάτωση στα πνευματικά των απλοϊκών πιστών και έντονες
αντιδράσεις από τούς φανατικούς» (σ. 151).
Ο συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει
την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας, σχετικά με τη σιωπωμένη παράδοση της,
όμως τελικά αυθαιρετεί προβάλλοντας προσωπική του γνώμη, παρόμοια με τούς
αιρετικούς Ωριγενιστές. Και αυτή η τοποθέτηση του συγγραφέα προφανώς οφείλεται
στην έντονη επίδραση που έχει δεχθεί από τη μελέτη των έργων του Ωριγένη και το
μεγάλο θαυμασμό του προς την διδασκαλία και την προσωπικότητά του, ακολουθεί
όμως λανθασμένη πορεία και καταλήγει σε εσφαλμένα συμπτώματα. Είναι κρίμα ο
τόσος κόπος του!
Και με αυτόν τον επηρεασμό ερμηνεύει
όλα τα χωρία του Ωριγένη και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδώσει τις ερμηνείες
του ότι τάχα έτσι τις ερμηνεύουν και οι μεταγενέστεροι του Ωριγένη Πατέρες της
Εκκλησίας, όπως δηλαδή τις εννοεί ο ίδιος. Βλ. «Από αυτήν εξυπακούεται έμμεσα
το συμπέρασμα» (σ. 157). Παρομοίως και στις σσ. 156, 157, 160, 162 (παράγραφο
6) 163 κ.ά. Αρνείται πεισματικά το περιεχόμενο της Δογματικής Διδασκαλίας της
Εκκλησίας, όπως γράφει σ. 164, και προβάλλει δικές του, όπως «η κληρονομική
μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος δεν είναι παρά ένα τεχνητό σόφισμα» σ.
164. Ακόμη απορρίπτει τα όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος και οι Πατέρες της
Εκκλησίας, Κύριλλος Αλεξάνδρειάς και προβάλλει τα του Ωριγένους παρερμηνεύοντας
τα χωρία κατά «τα πιστεύω» του σσ. 166-169. Κατά συνέπεια αποδέχεται μόνον την
ωριγενική διδασκαλία και όχι της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σσ. 171-173).
Κατά τον ίδιο τρόπο επιχειρηματολογεί
και στις επόμενες σελίδες 180-189 και μέχρι τέλους. Πάντως οι επαναλήψεις των
πεπλαημένων απόψεων του συγγραφέα ο οποίος διάκειται σαφώς με ευμένεια και
ενίοτε σαφή αποδοχή των Ωριγενών αιρετικών απόψεων του, τον αφαιρούν τα θετικά
χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να επισημάνει κανείς για μια επιμελημένη
εργασία, φιλότιμη και συχνά θαυμαστή προσπάθεια του να διερευνήσει το ωριγενικό
θέμα, όχι για την διαπίστωση των πλανών του μεγάλου αυτού διδασκάλου, αλλά για
την δικαίωσή του. Ασχολήθηκε, παρέθεσε και ανέλυσε πληθώρα χωρίων του Ωριγένους
και άλλων πατέρων σχετικά με το θέμα του. Ίσως θα αποτελούσε η όλη ερευνητική
του εργασία μία πολύ ενδιαφέρουσα Διδακτορική Διατριβή, και υπό την καθοδήγηση
ενός Ορθοδόξου Καθηγητού Θεολόγου Πανεπιστημίου ;θα πρόσφερε ενδεχομένως
θετικά και χρήσιμα στοιχεία στην εκκλησιαστική ιστορία σχετικά με το θέμα αυτό.
Τελικά η διαπίστωσή μας είναι ότι εάν
έκανε ορθή χρήση των γνώσεων του —και είναι αρκετές— στα ερευνηθέντα πατερικά
χωρία και εάν ακολουθούσε την ορθόδοξη Διδασκαλία της Εκκλησίας, η εργασία του
ίσως να ήταν πιο χρήσιμη στα μέλη της Εκκλησίας και να είχε μεγαλύτερη επίδραση
στο έργο της. Κρίμα του γιατί χαραμίζει τις ικανότητές του.
Κάθε ενδιαφερόμενος για το θέμα αυτό
και για πληρέστερη ενημέρωση του μπορεί να καταφύγει και στα κάτωθι έργα:
1. Στυλ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία τ.Α΄
Αθήνα1977, σελ. 393-422, ιδίως στις σελ. 407-413.
2. Βλάση Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία ,
τ.Α΄ Αθήνα 1992, σελ. 620-740 και ιδίως στις σελ. 659-727.
Παν. Χρήστου, Πατρολογία, τ.β΄
Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 805-872 και ιδίως στις σελ. 846-872.
(Ο
Χρίστος Θ. Κρικώνης, είναι καθηγητής της Εκκλησιαστικής
Γραμματολογίας-Πατρολογίας και Ερμηνείας Πατερικών Κειμένων της Θεολογικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σπούδασε στη Θεολογική και
Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης· μεταπτυχιακές σπουδές έκανε στη Θεολογική Σχολή
Θεσσαλονίκης, στο King's College University του Λονδίνου. Διδάκτωρ της
θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ανήλθε όλες τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής
ιεραρχίας. Διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
επί δύο θητείες (1991-93 και 1993-95) καθώς και Διευθυντής Τομέως (1989-91 και
2000-2002). Επίσης πρόεδρος της Ενώσεως Θεολόγων Βορ. Ελλάδος επί 10ετία
(1987-1997) καθώς και υπεύθυνος-συντονιστής για το θεολογικό κύκλο του
"Ανοικτού Πανεπιστημίου του Δήμου Θεσσαλονίκης". Μέλος πολλών
επιστημονικών εταιρειών, συνοδικών επιτροπών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του
Υπουργείου Παιδείας καθώς και διοικητικών συμβουλίων επιστημονικών Ιδρυμάτων.
Έχει τιμηθεί με το οφφίκιο του Άρχοντος Ακτουαρίου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου καθώς και με άλλες διακρίσεις από Εκκλησίες και Ιδρύματα. Έχει
δημοσιεύσει περί τα 12 βιβλία και περισσότερες από 100 θεολογικές πραγματείες
και μελέτες αναφερόμενες σε πατρολογικά, εκκλησιολογικά, ερμηνευτικά, ιστορικά,
αγιολογικά, κοινωνικά και άλλα συναφή θέματα. Επίσης έκανε κριτικές εκδόσεις
πατερικών έργων από ανέκδοτα χειρόγραφα, μεταφράσεις πατερικών έργων και
βιβλιοκρισίες θεολογικού περιεχομένου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου