«Ο
καθείς την μύξα του για βούτυρο την έχει»
παροιμία
για υποψήφιους πρωθυπουργούς
Μεγάλος, πολύ μεγάλος ο εθνικός μας
ποιητής Κωστής Παλαμάς. Έζησε όλες τις κρίσιμες στιγμές του Έθνους. Και το
βοήθησε. Το ύμνησε, το ενθάρρυνε, κεραύνωσε τους «τροπαιούχους του άδειου
λόγου» που ροκάνιζαν τα σωθικά του. Τις ανθρωποκάμπιες (Κόντογλου) τύπου
Ρεπούση και Δραγώνα, τους νάνους και τους αρλεκίνους της κομματοκρατίας. Τον
λησμονήσαμε όμως. Από τα σχολικά βιβλία είναι προγραμμένος. Έχει «κουσούρι»
ασυγχώρητο: είναι εθνικός ποιητής. Σολωμός, Βαλαωρίτης, Κάλβος, Παλαμάς, οι εθνικοί
μας ραψωδοί, περιφρονούνται από την δημόσια δία βίου και... νυκτοβίου,
εκπαίδευση. Ενώ, όπως έχουμε ξαναγράψει, θα συναντήσεις κείμενα του γίγαντα της
λογοτεχνίας και γνωστού τηλεαστρολόγου - τηλεμπουρδολόγου Κώστα Λεφάκη (στο
Τετράδιο Εργασιών της «Νεοελληνικής Γλώσσας» Γ’ Γυμνασίου, σελ. 73), ο οποίος
αναφέρεται στην «ενίσχυση των ερωτικών σχέσεων, διότι ο Άρης δεσπόζει στον
Λέοντα», θα σκοντάψεις ακόμη και σ’ ένα «απίστευτο» κείμενο τού, γράφω τ’ όνομά
του και το χέρι μου τρέμει από συγκίνηση, Κ. Σημίτη, ο οποίος αποκαλύπτει στους
Ελληνόπαιδες «την διαστρεβλωμένη και γι’ αυτό χωρίς απήχηση ελληνική και
χριστιανική παράδοση», («Νεοελληνική Γλώσσα», Γ’ Γυμνασίου, σελ. 65). Θα
συναντήσεις στα βιβλία πολλά κείμενα του βούρκου και της σάχλας, κατακάθια που
έπνιξαν τα παιδιά με τις δηλητηριώδες αναθυμιάσεις τους, Παλαμά όμως δεν θα
βρεις.
Δεν εμφορείται, θα έλεγε, η «δία βίου»
ανοησία, η ποίησή του από «προοδευτικές αντιλήψεις». (Πανίσχυρη η κ.
Διαμαντοπούλου, παρέμεινε στο δία βίου της. Η Νέα Τάξη στηρίζει τα καλύτερα και
πιο αφοσιωμένα στελέχη της). Ο ποιητής πέθανε εν μέσω γερμανικής Κατοχής, τον
Φεβρουάριο του ’43. Ο λαός έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο, την ημέρα της κηδείας του
ήχησαν οι σάλπιγγες της ελευθερίας. Γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς, που βρίσκεται
στο ξόδι του ποιητή. «Κατεβήκαμε προς τη σκλαβωμένη Αθήνα μας, που τη σκίαζαν
απ’ την Ακρόπολη οι σημαίες των κατακτητών, με ψυχή περήφανη και χαρούμενη.
Νιώθαμε την Ελλάδα ελεύθερη και νικηφόρα, μέσα στη συμφορά της. Τέτοια ήταν η
δύναμη του ποιητή που είχαμε κηδέψει και που μας φαινότανε τώρα περισσότερο από
πάντα ζωντανός». («Πνευματική Πορεία», εκδ. «Εστία», σελ. 202).
Αυτές τις ανήλιαγες ημέρες της
ασημαντότητας, της προδοσίας και της αποπροβάτωσης του κυρίαρχου λαού, μόνο αν
ανέβουμε στις στέρεες πλάτες των προγόνων, μπορεί να σηκωθεί η ματιά μας πάνω
από τα εθνικά μας σάβανα. Οι πρόγονοι είναι σαν τη γη. Είναι γνωστό, η διακονία
της γης δίνει χαρά στον άνθρωπο, αυτή η γεωχαρμοσύνη παραπέμπει σε αρχέγονες,
γενέθλιες καταβολές του. «Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου».
(«Γένεσις», 3,19).
Ο αρχαίος μύθος μιλά γιά τον Ανταίο,
«γίγας δυσπολέμητος», γιος του Ποσειδώνα και της Γης. Όσο πατούσε το χώμα της
μητέρας του Γης, δυνάμωνε, γινόταν ακατανίκητος. Σαφής βαθιά και λεπτή η
αλληγορία του μύθου. Η πατρίδα, «το χώμα της το γλυκό που νιώθει σαν άνθρωπος»,
(Βρεττάκος), το εθνικόν και αληθές του Σολωμού, αυτή είναι το έσχατο καταφύγιο,
είναι σαν το αίμα που ζωοποιεί το σώμα. «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα»,
τραγουδά ο Ελύτης. Και πια δεν της μοιάζουμε, δεν μας αναγνωρίζει εμάς τα
παιδιά της, γίναμε μασκαράδες. Μόνο αν γυρίσουμε πίσω στην αγαπημένη πατρώα γη,
αν στραφούμε στους μεγάλους λογοτέχνες και τεχνίτες του Γένους, θα βρούμε
γιατρειά, θα θεραπευτούν τα έλκη της ψυχής μας.
Βουίζουν τα αυτιά μας από τις τσιρίδες όσων
θεωρούν τα μνημόνια και την ξενική εξάρτηση και υποτέλεια ως περίπου ευλογία
για τον τόπο. Τι απαντούν οι σπουδαίοι, «οι πάνυ ακριβείς» του Γένους, σ’
αυτούς τους χαμαίζηλους τζιτζιφιόγκους;
Γράφει ο Ανδρέας Κάλβος στο ποίημα «Αι
ευχαί».
«Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
παρά προστάτας να ‘χωμεν».
«Παρά προστάτας να ‘χωμεν» και
προστάτας (νταβατζήδες επί το λαϊκότερον) έχουν μόνον η Ελλάς και οι πόρνες, ως
θα έλεγεν ο δηκτικός ευφυολόγος, Εμ. Ροϊδης. Γράφει και ο Κωστής Παλαμάς, ένα
ωραιότατο ποίημα, κατά των εσαεί προσκυνημένων στα κελεύσματα των ξένων, στους
τωρινούς που το αγγελτήριο της σκλαβιάς μας, το προσκυνοχάρτι, το
βάπτισαν, μηχανισμό στήριξης. Το
τιτλοφορεί «οι λύκοι». Το παραθέτω:
«Σε μοίρας ανελεήμονης τα πόδια /ή στου
θεού μας το έλεος γυρτοί;/
Των εθνικών απριλομάηδων ξόδια/ μας
δείχνουν για ποιας λύτρωσης γιορτή./ Μες στο παλιόσπιτό σου ταμπουρώσου,/ Ζήσε
όπως-όπως· ο παθός-μαθός./ Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου /παρά στο δρόμο
του άλλου να είσαι ορθός./ Του ξένου τ’ άγγισμα, όποιο, δεν αφήνει / τα σημάδια
του σκλάβου στο κορμί;/ Δεν είναι δανεικιά η μεγαλοσύνη·/ λευτεριάς ψεύτρας,
ψεύτρα και η τιμή. /Με τ’ άρμυρά μου δάκρυα σ’ ανταμώνω,/ Εσύ της πείνας μου
είσαι πλερωμή/ ντόπιο μαύρο κριθάρι που ζυμώνω,/ Όχι του ξένου το άσπρο το
ψωμί».
Η μεγαλοσύνη δεν χτίζεται με δανεικά
ούτε είναι δανεικιά. Οι λύκοι, προβατόσχημοι και μη, Ευρωπαίοι και... αγοραίοι
είναι ανελεήμονες, το άγγισμα τους, οι θεραπείες τους, θα μας σκοτώσουν και θα
μας λερώσουν.
Όμως, εδώ στην έρμη πατρίδα,
«Ραπαλοφόροι καραδοκούν / χαγάνοι
ορνεοκέφαλοι / βυσσοδομούν/ σκυλοκοίτες, νεκρόσιτοι / και ερεβομανείς /
κοπροκρατούν το μέλλον», μας γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης. Το μέλλον μας, όσο θα το
κρατούν στα χέρια τους τα κοπρώδη υποκείμενα της πολιτικής, θα κοπροκρατείται.
Στην τότε γερμανική Κατοχή οι
σκλαβωμένοι Έλληνες, αψηφώντας και περιφρονώντας τις κάννες των Γερμανών,
συνάχτηκαν στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, και τραγουδώντας ύμνους της λευτεριάς,
αποχαιρέτησαν τον μεγάλο νεκρό. Δεν τόλμησαν τα ναζιστικά γουρούνια (pigs) να
ματώσουν την συγκέντρωση. Αυτό το αντιστασιακό ήθος του λαού μας, που πνίγηκε
κάτω από την συώδη ηδονοθηρία των χρόνων της λεγόμενης μεταπολίτευσης, πρέπει
να ξαναβρούμε. Δεν χάθηκε. Μπαζώθηκε από σκουπίδια και απορρίμματα, που έπεσαν
σε σπίτια και σχολεία, μέσω της πορνοτηλεόρασης και της ανθελληνικής παιδείας.
Λίγο σκάψιμο θέλει και θα βρούμε την βασιλική φλέβα, την σωτήρια πηγή.
Κι ας αφήσουμε τους «εθνοσωτήρες» και
εθνοπροδότες να στριγγλίζουν και να μας απειλούν. Σ’ αυτούς απαντά ο Γ.Σουρής:
«Αυτά φωνάζει ο καθείς
και την φωνήν οξύνει
και στον λαό φορτώνεται
και του πατεί τον κάλο
αλλ’ ο λεγόμενος λαός
τον αφαλό του ξύνει
για να μην πω χωρίς ντροπή
πως ξύνει τίποτ’ άλλο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου