«Οὐ κλέψεις» (Λουκ. 18,24)
(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Ακούσατε,
ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Διὰ μέσου αὐτοῦ ὁ Κύριος μᾶς
δίνει σήμερα ἕνα
χρυσὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς ν᾽ ἀνοίξῃς τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου.
Ποιό
εἶνε τὸ κλειδὶ αὐτό; Ἀκοῦστε.
Μιὰ μέρα, λέει, ἦρθε κάποιος, ἔπεσε στὰ πόδια
τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Ἦταν νέος,
πλούσιος καὶ ἄρχοντας. Σ᾽ αὐτὸν δηλαδὴ ὑπῆρχαν νιᾶτα, πλοῦτος, ἐξουσία, τὰ τρία ἀγαθὰ ποὺ ζηλεύει ὁ κόσμος, ἀλλὰ καὶ οἱ
τρεῖς μεγάλοι πειρασμοὶ τοῦ
βίου. Ὅταν κανεὶς εἶνε νέος, ὅταν τὸ πορτοφόλι
του εἶνε γεμᾶτο, ὅταν εἶνε ἀνεβασμένος σὲ ἀξιώματα, λησμονεῖ τὸ Θεό.Τὰ νιᾶτα
τὸν σπρώχνουν στὴν ἀκολασία, τὸ χρῆμα στὴν πλεονεξία, καὶ ἡ ἐξουσία στὴν ὑπερηφάνεια
ποὺ εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ τ᾽ ἄλλα.Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν ἀναπαυόταν σ᾽ αὐτά· ζητοῦσε κάτι
ἀνώτερο. Γι᾽ αὐτὸ ἔρχεται στὸ Χριστὸ καὶ λέει·«Τί νὰ κάνω γιὰ νὰ
κληρονομήσω τὴν αἰώνιο ζωή;». Ὁ Κύριος τοῦ
λέει· «Τὰς ἐντολὰς
οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς…». (Προσέξατε;πρῶτα
βάζει τὸ «μὴ μοιχεύσῃς» ·
διότι ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἡ μοιχεία εἶνε χειρότερη ἀπ᾽ τὸ φόνο· τὸ νὰ
διαλύσῃς ἕνα ἀντρόγυνο εἶνε φοβερώτερο ἀπὸ φόνο).
«Μὴ
μοι χεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» (Λουκ.
18,20). Ὁ νέος ῥίχνει μιὰ ματιά, ξεφυλλίζει τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς του, καὶ λέει· Ὅλααὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ
μικρός. Τότε ὁ Κύριος τοῦ λέει·
Ἂν θέλῃς λοιπὸν νὰ πετάξῃς πιὸ ψηλά,τότε
πρέπει νὰ βαδίσῃς ἕνα δύσκολο μονοπάτι, τὴν ἄκρα αὐταπάρνησι.
«Πάν τα
ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος
πτωχοῖς»(ἔ.ἀ.18,22) . Νά μιὰ ἐντολὴ
τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σήμερα μέσα στοὺς χι-λιάδες πλουσίους οὔτε ἕνας δὲν
παρουσιάζεται πρόθυμος νὰ τὴν ἐκτελέσῃ.Ἀλλ᾽ ἀδελφοί μου, ἐγὼ θ᾽ ἀφήσω αὐτὸ τὸ δύσκολο μονοπάτι, τὴν ἄκρα αὐταπάρνησι, καὶθὰ ἐπιστήσω
τὴν προσοχὴ ἀλλοῦ. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῆς τῆς ἐπισήμου
δηλώσεως τοῦ νέου, τὴν ὁποία δέχθηκε
καὶ ὁ Κύριος, ὅτι «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ μικρός», θὰ
ἤθελα νὰ βάλουμε τὸ χέρι στὴν καρδιὰ και
νὰ ρωτήσουμε· τηροῦμε ἐμεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Διότι ἡ
τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶνε τὸ χρυσὸ κλειδὶ μὲ τὸὁποῖο μπαίνεις στὸν
παράδεισο.Θὰ χρειάζονταν πολλὰ κηρύγματα γιὰ
νὰἐξετάσουμε ἐὰν τηροῦμε τὶς ἄλλες ἐντολές·τὸ «μὴ
μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, …, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ
τὴν μητέρα σου» . Ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἐντολὲς θέλω σήμερα νὰ ζυγιστοῦμε σὲ μία μόνο, ἐντολὴ στὴνὁποία
ἐμεῖς, τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, εἴμαστε πολὺ ἐλλιπεῖς· ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶνε τὸ «μὴ κλέψῃς» Ἡ ἐντολὴ αὐτή, ἀγαπητοί
μου, δὲν εἶνε σεβαστὴ σ᾽ ἐμᾶς. Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἕλληνας μαθαίνει
νὰ κλέβῃ.
Τὸ
παιδάκι ἁπλώνει τὰ χεράκια του μέσα στὸ σπίτι καὶ κλέβει διάφορα πράγματα· βγαίνει στὴ
γειτονιά, πηδάει φράχτες, ρημάζει
ξένα δέντρα. Κι ὅταν μαζεύεται στὸ σπίτι, ἡ
μάνα, ἀντὶ νὰ πάρῃ μιὰ βέργα νὰ τοῦσπάσῃ
τὰ χέρια, πολλὲς φορὲς τὸ καμαρώνει.Κλέβει
ὁ μικρός, κλέβει ἡ ὑπηρέτρια ποὺ καταφέρνει
μερικὲς φορὲς νὰ γδύσῃ ὁλόκληρο τὸ σπίτι. Μὰ καὶ ἡ κυρία, ποὺ μαλώνει τὴν ὑπηρέτρια
ποὺ ἔκλεψε, κλέβει ἡ ἴδια ἀπὸ τὸ πορτοφόλι τοῦ ἀντρός της, ὄχι γιὰ νὰ δώσῃ ἐλεημοσύνες ἀλλὰ γιὰ δικά της εἴδη πολυτελείας.
Κλέβουν μέσ᾽ στὸ σπίτι, ἀλλὰ κλέβουν καὶ ἔξω·
κλέβει ὁ ἔμπορος, ποὺ τεντώνει τὸ ὕφασμα γιὰ νὰ κερδίσῃ ἕνα ρούπι· κλέβει ὁ μπακάλης,
ποὺ νοθεύει τὰ ἐμπορεύματα ἢ ζυγίζει λειψά· κλέβει ὁ ῥάφτης ἢ ἡ μοδίστρα, ποὺ δὲν σοῦ ἐπιστρέφει τὸ ὕφασμα ποὺ περίσσεψε· κλέβει
καὶ ὁ φαρμακοποιὸς –κάτι πολὺ σοβαρώτερο, γιατὶ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴν ὑγεία–
καὶ σοῦ δίνει φάρμακο νοθευμένο, ζυμάρι ἀντὶκινίνη.
Καὶ ποιός δὲν κλέβει! Κλέβουν
αὐτοὶ. ποὺ ἔχουν στὰ
καταστήματα καὶ τὰ ἐργοστάσιά τους τόσους ἐργάτες καί, ἐνῷ τοὺς
στύ-βουν σὰ λεμόνι κι ἀπ᾽ τὴ δουλειά τους κερδίζουν ἑκατομμύρια καὶ γλεντο κοποῦν στὸ ἐξωτερικό, σ᾽ αὐτοὺς
δίνουν
ψίχουλα,
κι αὐτὰ ὄχιἐγκαίρως ἀλλὰ καθυστερημένα, κ᾽
οἱ ἐργάτες τρέχουν στὸ Ι.Κ.Α. καὶ στὰ δικαστήρια γιὰ νὰ διεκδικήσουν ἕνα μικρὸ μισθό. Κλέβουν
ὅμως –νά᾽μαστε δίκαιοι– καὶ οἱ ἐργάτες καὶ οἱ ὑπάλλη-λοι, ποὺ δὲν κάνουν τὴ δουλειά τουςὅπωςπρέπει, ἀλλὰ δὲ βλέπουν τὴν ὥρα πότε νὰ τελειώσῃ
ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ἑβδομάδα καὶ ὁ μήνας γιὰ νὰ
εἰσπράξουν τὸ μισθό· κ᾽ ἔτσι ὅλα ξέφτι-σαν, γιατὶ ἐργασία πραγματικὴ δὲν
γίνεται.Νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Τώρα τὰ Χριστούγεννα κάθε βράδυ θὰ
διασκεδάζουν. Στρώνουν πράσινο τραπέζι καὶ
μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες ἡ
ἀριστοκράτισσα κυρία καὶ ὁ κύριος μὲ τὴ λιμουζίνα θὰ κάνουν τὸ σπίτι τους χαρτοπαικτικὴ λέσχη . Ἂν εἶχα δικαίωμα θὰπήγαινα νὰ γράψω ἀπ᾽ ἔξω· «Προσοχή,
ἐδῶ λῃσταρχεῖο!». Τώρα τὶς ἅγιες ἡμέρες θὰ κα-ταντήσῃ ὅλη ἡ χώρα
ἕνα καζῖνο καὶ ἕνας τζόγος καὶ μία
χαρτοπαικτικὴ λέσχη. Τελευταίως ἔφεραν
ἀπ᾽ ἔξω κάτι μηχανήματα ποὺ εἶνε παγίδες
ποὺ ξαφρίζουν τὰ πορτοφόλια τῶν φτωχῶν. Καὶ τί λένε· «῾Ρίξε μιὰ
δραχμούλα, νὰ κερδίσῃς δέκα, ἑκατό, διακόσες, τρακόσες». Καὶὁ φτωχὸς ῥίχνει τὸ
φράγκο του, καὶ δὲν κερδίζει τίποτα· χάνει τὸ φράγκο του καὶ τὸ τάλληρό του καὶ
τὸ δεκάρικό του καὶ τὸ εἰκοσά-ρικό του, καὶ πάει νηστικὸς στὸ σπίτι, γιὰ νὰπάῃ
ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μηχανήματος τὴ νύχτανὰ τὸ ξεκλειδώσῃ καὶ νὰ μαζέψῃ τρακόσες
ἢκαὶ πεντακόσες δραχμές. Ὅταν τὸ 1959 βρέθηκα στὴν Κοζάνη ἔγινα ἔξω φρενῶν,
κατη-γόρησα εἰσαγγελεῖς - ἀπορῶ πῶς δὲ μὲ πιά-σανε. Διότι πῆγε ἐκεῖ ἕνα τέτοιο
ἀμερικάνικομηχάνημα, ρουλέττα ,
καὶ σὲ μιὰ βδομάδα ξάφρισε τὰ φτωχαδάκια,
κι οὔτε εἰσαγγελέας κι-νήθηκε οὔτε πρόεδρος οὔτε ἀστυνομία. Ἂνκανένα παιδάκι πουλάῃ στὸ δρόμο κανένακουλούρι, τὸ
πιάνουν· ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ μεγάλοκλέφτη,
ποὺ ἐγκατέστησε τὶς ρουλέττες, δὲντὸν πιάνουν. Μία κατάστασι
ἀθλιότητος.Τί φωνάζεις; θὰ μοῦ πῆτε. Αὐτὸ μπορῶ νὰκάνω. Δὲν ἔχω ἐγὼ κοσμικὴ ἐξουσία. Ἂν εἴχαμε στὸν τόπο μας μιὰ
τίμια διακυβέρνησι ,θὰ βλέπαμε, ἂν θὰ ὑπῆρχαν τότε
ρουλέττες,χαρτοπαίγνια, οἶκοι ἀνοχῆς, ἐκφυλισμός.Κλέβουν συνεχῶς. Καὶ μόνο
αὐτοί; Στὴ Λά-ρισσα συνάντησα ἕνα συμβολαιογράφο. Τὸνεἶδα καὶ ἔγραφε
συνεχῶς συμβόλαια. ―Αὐτὰτὰ νούμερα, τοῦ λέω, ποὺ σημειώνεις στὶς ἀγοραπωλησίες, στὶς προῖκες κ.λπ., εἶνε πραγματικά;
―Οὔτε ἕνα στὰ χίλια, πάτερ, μοῦ λέει·ὅλα εἶνε πολὺ λιγώτερα, γιὰ νὰ
γλυτώσουνεἀπὸ τὸ φόρο… Ὅλοι κλέβουν τὸ δημόσιο .
Γι᾽αὐτὸ τὸ κράτος μας κατήντησε ψωραλέο. Νομίζουν, ὅτι τὸ νὰ κλέψῃς τὸ γείτονα εἶνε ἁ-μαρτία, τὸ νὰ κλέψῃς τὴν πατρίδα δὲν εἶνε.Καὶ καταρρέει καὶ χρεωκοπεῖ τὸ κράτος. Ἔτσι ξέρετε ποῦ κατήντησε τὸ ὄνομα Ἕλληνας;Πάρτε
ἕνα λεξικὸ γαλλικό· Γκρέκ = κλέφτης.Ὅταν συνιστοῦν στὸ ἐξωτερικὸ κάποιον
Ἕλληνα, ὁ ἄλλος λέει· Ὄμορφη ἡ Ἑλλάδα, τὰ νησιά
της, τὰ βουνά της, τὰ χιόνια της· ἀλλὰ φυλαχτῆτε - κουμπωθῆτε ἀπὸ τοὺς
Ἕλληνες…Ὡς Ἕλληνα μὲ ἐνδιαφέρει τὸ καλὸ ὄνοματῆς
πατρίδος καὶ ὅλοι πονοῦμε γι᾽ αὐτό. Ἀλλὰ ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ θέλω διαφορετικὰνὰ ζυγίσω τὴν κλοπή.
Ὄχι ἐξ ἐπόψεως προσβολῆς τοῦ ὀνόματός μας. Ὄχι. Μὲ ἐνδιαφέρει, ὅτι τὸ «Οὐ
κλέψεις» εἶνε ἡ ἐντολὴ το ῦΘεοῦ ,
μία ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολές (Ἔξ. 20,14. Δευτ. 5,19) .Καὶ
ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὰ ἁμαρτήματα καὶ λέει· «Μὴ
πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι,οὔτε εἰδωλολάτραι, οὔτε μοιχοί, …οὔτε πλε- ονέκται οὔτε κλέπται…, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν
Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,9-10) .
Κα-ταλάβατε; γιὰ τὸν κλέφτη ἡ πόρτα τῆς βασι-λείας τοῦ Θεοῦ εἶνε κλειστή.
Καὶ μὴ νομίσετε ὅτι τὰ κλεμμένα ἔχουν καμμιὰ
προκοπή. Λέει κάποιος ἅγιος· Θέλεις νὰ χάσῃς
τὴν περιουσία σου; κοντὰ στὶς 100 δρα-χμές, ποὺ ἔβγαλες ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα
σου, πρόσθεσε 1 κλεμμένη· θὰ χάσῃς καὶ τὶς ἄλλες 100.
Ἔχεις
100 πρόβατα; ἂν κλέψῃς 1 καὶ τὸ βάλῃς μαζὶ
μὲ τὰ ἄλλα, θὰ χάσῃς καὶ τὰ 100. Ἔτσι εἶ νε. Τὸ κλεμμένο πρᾶγμα εἶνε φωτιὰ ποὺ καίει.
Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ συμπέρασμα;
Προτιμότερο
φτωχὸς μὲ τὸ φτωχὸ Χριστό, παρὰ ἑκατομμυριοῦχος
μὲ τὸ διάβολο . Αὐτὸ νὰ πιστεύουμε
καὶ ἔτσι νὰ ζοῦμε, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὴ θὰ
εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου. Ἂς ἀκού-σουμε καὶ τὸ ἄλλο ποὺ λέει ἡ Γραφή· Κι ἂν ἀκόμα
μπροστὰ στὰ πόδια σου τρέχῃ ποτάμιτὸ
χρυσάφι, μὴ προσηλώνεις σ᾽ αὐτὸ τὴν καρ-διά σου καὶ μὴν ἁπλώσῃς
τὸ χέρι σου (Ψαλμ. 61,11) .Ζῆσε
μὲ τιμιότητα καὶ ἐργατικότητα. Ἄφησεπαράδειγμα στὸν κόσμο καὶ στὰ παιδιά σου.
Ζῆσε
μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Καὶ νά ᾽σαι βέβαιος· «Πλούσιοι
ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες
τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς
ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11) .
Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸκράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία
ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Μαρίνης Ἡλιουπόλεως - Ἀθηνῶν τὴν 27-11-1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου