ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, ΜΕΡΟΣ Α: Σε μας, τους αγανακτισμένους Έλληνες
Ναι, είμαστε λαός άχρηστος. Απόγονοι ανάξιοι ενδόξων προγόνων. Δούλοι στην κοιλιά μας και στον εγωισμό μας.
Όταν τα αδέλφια μας φτύναν αίμα και χολή κάτω από τη μπότα του άπιστου κατακτητή, εμείς μάθαμε να βαράμε παλαμάκια για τη φιλία των λαών.
Όταν ασελγούσαν οι λύκοι με τις ελεύθερες άκρες του Αιγαίου και της Κύπρου εμείς σκεφτόμασταν το χρηματιστήριο και μετράγαμε τα ένσημα για τη σύνταξη.
Όταν ηγέτες επαναστατημένων σκλάβων παραδίνονταν από ελληνικά χέρια στους νεκροθάφτες τους, εμείς βαφτίσαμε τους Καραϊσκάκηδες τρομοκράτες, σιωπήσαμε και προσκυνήσαμε την αξία της πολιτισμένης κυριλλέ σωφροσύνης.
Όταν το πετραχήλι στο ταπεινό εξομολογητάρι βριζότανε και σερνότανε για χαλάκι στο κατώφλι της εξουσίας, για να σκουπίσουν τα άτιμα πόδια τους οι εχθροί του, εμείς είμασταν τάχα οι αναμάρτητοι που πρώτοι τον λίθο σφεντονίζαμε.
Όταν τα μαιευτήριά μας καταντήσανε νομότυπα αιμοσταγή σφαγεία ανυπεράσπιστων μικρών Ελλήνων, εμείς κοιτάζαμε την καλοζωή και πέρα βρέχει.
Όταν ο αδελφός μας έμενε στην απελπισία της ανεργίας, εμείς προσλαμβάναμε τον φτηνό ασιάτη σα δούλο. Βρίζαμε τον αδελφό μας για τεμπέλη και όσους μας κοίταζαν για ρατσιστές.
Κληθήκαμε πολλές φορές να σηκώσουμε το σταυρό μας, αλλά ο μόνος σταυρός που θεωρήσαμε άξιο να σηκώσουμε ήταν ο αστραφτερός της καδενίτσας μας.
Κάθε φορά που πεινάσαμε στην ψυχή, δε μας ένοιαξε. Είπαμε πως μιά χαρά εύγευστα είναι και τα ξυλοκέρατα των τηλεοπτικών χοίρων για τις ανάγκες της. Το μόνο που χορτάσαμε και μπουχτίσαμε ήταν ο Χριστός, αυτός ο ενοχλητικός Χριστός που δεν αντέχεται, έτσι όπως μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τη βρωμισμένη ψυχή μας.
Σαν πεινάσαμε όμως και στην κοιλιά, ξεσηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στις πλατείες. Αλήθεια, γίναμε όντως κοιλιόδουλοι. Ποιός να με πείσει ότι θα κατεβαίναμε σήμερα στις πλατείες για όλους τους παραπάνω λόγους και χίλιους άλλους, αν δεν πεινάγαμε στην κοιλιά;
Αυτό κάθε μυαλωμένος κατακτητής μπορεί να το αντιληφθεί. Για τα λεφτά θα κάνουμε το παραπάνω βήμα. Δεν δούλεψε σχεδόν τίποτα από όλα τα υπόλοιπα – θα δουλέψει η απλή πείνα. Σιγά μη γίνουμε Μεσολογγίτες από την πείνα. Θα δώσουμε γη και ύδωρ, αρκεί να μην πεινάμε. Αν ήμουν επίδοξος κατακτητής αυτής της καταραμένης Ελλάδας, αυτό ίσως να σκεφτόμουν.
Αδέλφια μου Έλληνες! Ας μετανοήσουμε, ας σκύψουμε το κεφάλι με ντροπή και αιδώ μπροστά στα δικά μας κρίματα, και ας σφίξουμε την καρδιά μας. Ας πεινάσουμε, μπορεί και να το αξίζουμε κιόλας. Ποτέ όμως να μην ξαναπροδώσουμε την πατρίδα μας και την Πίστη μας. Να μη δώσουμε τη γη και το ύδωρ των παππούδων μας. Να μη σβήσουμε το φως από τη συνείδηση των παιδιών μας. Κι ας ονομάσουμε για σπίτι μας τις Θερμοπύλες, αν εκεί πρέπει να σταθούμε για να ξεπλύνουμε τις αμαρτίες μας, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Ανώνυμος Έλληνας
ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΕΡΟΣ Β’: Σε σας, τους πολιτικούς της χρεωκοπίας
Τέτοιοι είμαστε εμείς, οι ψηφοφόροι σας. Αξιοθρήνητοι και άξιοι κάθε μαστιγώματος. Σαν έρθει η ώρα, καθένας μας θα λογοδοτήσει στον Πλάστη για τα δικά του προσωπικά σφάλματα κι εγκλήματα.
Εσείς, από την άλλη, τί νιώθετε πως πρέπει να κάνετε γι’αυτό; Στο λαιμό σας κρέμεται μαζεμένη η μνήμη των νεκρών μας και η ελπίδα των αγεννήτων μας. Θέλετε να είστε τσοπάνηδες χοίρων ή ηγέτες ελευθέρων Ελλήνων;
Φέρνετε στο κατώφλι της πατρίδας δανειστές που ποτέ δεν φαντάστηκαν οι παππούδες μας στους χειρότερους εφιάλτες τους. Όλους εκείνους που θα έκαναν την Ακρόπολη αυλαία για τσίρκο ή απλά μαρμαρόσκονη. Όλους τους τσαντιράδες που πιστεύουν ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε για να φιλάει την παντόφλα τους και να κρεμάει χρυσάφια στο δικό τους σβέρκο.
Τσαλαπατάτε επάνω στην πατρίδα των αγεννήτων Ελλήνων. Πίθηκοι και γύφτοι, έχετε αλυσοδεθεί στην εξουσία και κομπάζετε γιατί θαρρείτε πως οι σάπιες καρέκλες σας είναι τάχα ο θρόνος του Λεωνίδα μας. Αλλά εσείς ποτέ δεν είσασταν και ποτέ δεν θα είστε στην καρδιά μας. Στην καρδιά μας είναι ο θρόνος του Λεωνίδα μας, όχι στα σάπια έδρανά σας. Δεν είστε εσείς ο Λεωνίδας μας.
Από μόνοι σας είστε κακομοίρηδες και για λύπηση. Βουτηγμένοι στη σάπια ζωή σας, αρπάζεστε από τις σειρήνες που λέγονται βίλλα, καθρέφτης, λιμουζίνα και τηλεοπτικό μπαλκόνι, τις σειρήνες που σας ψιθυρίζουν ότι τάχα είστε δυνατοί, όμορφοι, έξυπνοι, ανίκητοι. Αθάνατοι επί γης.
Μα δεν αγαπάτε τις σειρήνες μόνο για τον ψίθυρό τους. Τις αγαπάτε πιότερο γιατί σάς βοηθούν να ξεχνάτε πως και το δικό σας κερί τελειώνει, πως αργά ή γρήγορα τα λούσα σας θα βουλιάξουν σε δυό μέτρα υγρού και σκοτεινού χώματος. Σας βοηθούν να ξεχνάτε πως το μόνο συμβόλαιο που υπέγραψε κάθε άνθρωπος την ώρα που βγήκε από την αμέριμνη μήτρα είναι πως θα καταλήξει σπασμένος, το ένα μισό γυμνό στον υγρό τάφο, και το άλλο μισό γυμνό μπροστά στον Πλάστη του, να λογοδοτεί για όλα όσα κρυφά και φανερά σκέφτηκε κι έπραξε.
Κι εσείς λοιπόν θα λογοδοτήσετε στον Πλάστη για τα λυσσασμένα καρφιά που κάθε μέρα μπήγετε στο σώμα της ταλαίπωρης πατρίδας. Θα λογοδοτήσετε που κάθε μέρα σέρνετε στην κόλαση αμέτρητους συμπατριώτες μου, λες κι εκτελείτε πιστά κάποιο βαρύ συμβόλαιό σας με το σατανά.
Όσο ζεσταίνει ακόμη ανάσα τα σωθικά σας, μπορείτε να μετανοήσετε. Ο πρώτος στην ιστορία της ανθρωπότητας που άνοιξε την πύλη του Παραδείσου ήταν ένας ληστής. Κι εσείς ληστές είστε, άρπαγες και ανήθικοι. Φονιάδες αιμοσταγείς και ασύδοτοι πόρνοι. Δεν πειράζει τόσο. Αυτό που πειράζει είναι ότι, ακόμη, δείχνετε αμετανόητοι. Το αδικοχυμένο αίμα και το κλάμα και ο ιδρώτας των Ελλήνων στέκεται στα μάτια του Πλάστη σαν πύρινο ποτάμι ανάμεσα σε σας και τον παράδεισο.
Πολιτικοί της ντροπής, δεν σας απευθύνω λόγο από μίσος στα πρόσωπά σας. Μίσος δεν έχω στα πρόσωπά σας, αλλά στα απαίσια και αντίχριστα έργα σας. Στα πρόσωπά σας έχω αγάπη μα και πόνο, γιατί προσπαθώ να βλέπω ακόμη το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και είναι χρέος μου να σας ζητήσω θερμά να πάψετε να το ντροπιάζετε και να το λερώνετε, βάζοντας μπροστά από τον Κύριο το μικρό εγώ σας.
Στα πρόσωπά σας έχω αγάπη μα και βαθύ παράπονο, γιατί κυκλοφορεί το αίμα το δικό μου, το ελληνικό, και είναι χρέος μου να σας ζητήσω θερμά να πάψετε να το μιαίνετε και να το απεχθάνεστε σα να’ταν δηλητήριο.
Να κάνετε τη μετάνοιά σας και να σταματήσετε να βασανίζετε άπονα την πατρίδα μου. Να κάνετε το καλό στο συνάνθρωπό σας, γιατί αυτό θα είναι η μόνη σας περιουσία και η μόνη σας απολογία στον Κριτή των Όλων όταν έρθει η ώρα και της δικής σας κηδείας.
Πόσο καλό αλήθεια μπορείτε να κάνετε στην πατρίδα, αν το θελήσετε!
Αν το θελήσετε λέω, γιατί ακόμη δεν δείχνετε να το θέλετε.
Ανώνυμος Έλληνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου