Γιατί είναι απαρέγκλιτη η εμμονή μας στο δόγμα;
Δικαιολογημένα ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν ἑορτάζουμε καὶ πανηγυρίζουμε τὴ διαχρονικὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων, ποὺ θέλησαν κατὰ καιροὺς νὰ τὴ βλάψουν μὲ διάφορες παραχαράξεις. Μὲ δίκαιη καύχηση παριστάμεθα στὴ λειτουργικὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου ὅλοι μαζὶ δίνουμε τὴ διαβεβαίωση τῆς ἀπαρέγκλιτης ἐμμονῆς στὴν ἁγιότατη Πίστη μας, ὅπως τὴν προεκήρυξαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι τὴ δίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία τὴν παρέλαβε καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι μᾶς τὴν ἐξέθεσαν μὲ τοὺς δογματικοὺς ὅρους καὶ κανόνες. «Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν», ἀκολουθώντας κατ’ ἴχνος τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως μόνο αὐτό, τὸ νὰ σεμνυνόμαστε γιὰ τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία μας. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε σαφῶς καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε, τὸ περιεχόμενο δηλαδὴ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ὅπως ἐπίσης καὶ γιατί πιστεύουμε ἔτσι καὶ ὄχι διαφορετικά. Μάλιστα αὐτὸ τὸ τελευταῖο καθίσταται στὶς ἡμέρες μας κατεξοχὴν ἐπιτακτικό, καθὼς ἡ ὅλη περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία κι νεῖται ὁ κόσμος σήμερα, εἶναι τέτοια ποὺ ἀντιτίθεται σφοδρὰ σὲ κάθε εἴδους «ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος» (ἔτσι καὶ μὲ παρόμοιους χαρακτηρισμοὺς ἀπ οδίδεται ἡ σταθερὴ προσήλωσή μας στὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας). Ἡ ἐποχή μας, λένε, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη διακίνηση ἰδεῶν καὶ πολιτιστικῶν ἀγαθῶν, ἀπὸ τὶς διαπολιτισμικὲς σχέσεις τῶν λαῶν μέσα στὸ κλίμα τῆς πολυπολιτισμικότητος καὶ παγκοσμιο ποιήσεως. Ὡς ἐκ τού του κάθε εἴδους «δογματισμός» (ἔτσι ὀνομάζουν τὴν ἐμμονὴ στὸ δόγμα) εἶναι ἀπόβλητος, διότι ἐμποδίζει τὴν ἁρμονικὴ συμβίωση τῶν λαῶν μέσα στὴν παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Προκειμέnου λοιπὸν νὰ μπορέσουμε ὅλοι οἱ λαοὶ νὰ «συναντηθοῦμε» στὸ ὄνομα τῆς πανανθρώπινης ἀγάπης, θὰ πρέπει νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ κάποια σχετικοποίηση καὶ ἀπάμβλυνση τοῦ δόγματος, ποὺ γίνεται αἰτία διαιρέσεως μεταξύ μας. Λόγια αὐτὰ μὲ τόσο ὡραῖο καὶ εὐγενικό, ἑλκυστικὸ ἐπίχρισμα, ποὺ ἐντούτοις ὁδηγοῦν πάραυτα σὲ τίποτε λιγότερο ἀπ’ τό... θάνατο!
Καὶ τοῦτο, γιατὶ τὰ δόγματα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους δὲν εἶναι φιλοσοφικὲς ἀρχὲς ἢ ἰδέες ἑνὸς ἀνθρώπινου ἰδεολογικοῦ συστήματος. Ἂν ἦταν τέτοιο, τότε στὴ θέση του θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει ὁποιοδήποτε ἄλλο, χωρὶς αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ νὰ ἔχει κάποια καταλυτικὴ ἐπίδραση στὸ γεγονὸς τῆς ὑπάρξεώς μας, στὸ ἂν δηλαδὴ μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε ἢ ὄχι. Ἀντιθέτως τὰ δόγματα εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ ζωή. Καὶ ἀκριβῶς τὸ κέντρο τῆς ἀληθείας τῆς Πίστεώς μας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄ 6). Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται καὶ ἡ ἀπαρέγκλιτη ἐμμονή μας στὸ δόγμα: στὸ ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἐπιμέρους ἀλήθεια θεωρητικοῦ ἐπιπέδου, ἕνα ἰδεολόγημα σὰν τὶς φιλοσοφικὲς ἀνθρώπινες θεωρίες· ἀλλὰ εἶναι ἡ μία καὶ μοναδικὴ ἄξια νὰ ὀνομάζεται ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ πιὸ ἀληθινὴ πραγματικότητα ποὺ ὑπάρχει, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι «ὁ Ὤν» (Ἐξ. γ΄ 14), ὁ μοναδικὸς ποὺ ὑπάρχει μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ὑπάρχουν, ὅπως καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὑπάρχουν καὶ ζοῦν ἀληθινὰ μόνο ἐφόσον εἶναι ἑνωμένα μὲ τὸν Θεό. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὕπαρξη, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Ζωή. Ἀλήθεια καὶ Ζωὴ εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες στὴν περιοχὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἂν λοιπὸν μεταβάλουμε τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, τότε ἀφενὸς ἐρχόμαστε στὸ ψεῦδος, τοῦ ὁποίου πατὴρ εἶναι ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καὶ ἀφετέρου παραχαράττουμε τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «ἡ ζωὴ ἡμῶν» (Κολασ. γ΄ 4)· τουτέστι καταστρέφουμε τὴ ζωή μας. Μεταπηδοῦμε πλέον στὴν περιοχὴ τοῦ πνευματικοῦ καὶ αἰωνίου θανάτου.
Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἔχουμε ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωὴ εἶναι τὸ νὰ μένουμε ἀδιασπάστως ἑνωμένοι μετὰ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ Ζωή. Ἀφοῦ ὅμως ὁ Ἴδιος εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ Ἀλήθεια, πῶς θὰ μένουμε ἑνωμένοι μαζί του, ἂν δὲν κατέχουμε τὴν Ἀλήθεια; Ἂν μὲ τὴ διαστρεβλωμένη πίστη μας διαλύουμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πῶς θὰ σταθεῖ δυνατὸν τὸ πρόσωπο αὐτό (ποὺ τὸ ἔχουμε διαλύσει) νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας γιὰ νὰ μᾶς σώσει; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει τὴν ἀνάγκη «κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν διὰ τῆς πίστε ως ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν... ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. γ΄ 17, 19)· μὲ τὴν πίστη μας, τὴν ἀλη θινὴ καὶ ζῶσα, νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς μὲς στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ γεμίσουμε τελείως ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κατέχει ὁ Ἴδιος, δηλαδὴ τὴν αἰώνια ζωή.
Οἱ κάθε εἴδους ἀλλόδοξοι καὶ ἀλλόθρησκοι, ἄγευστοι ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς θείας Χάριτος, τὸ μόνο ποὺ μποροῦν νὰ κάνουν εἶναι νὰ «ἀποφθέγγωνται στοχαστικῶς» περὶ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι πῶς μποροῦμε νὰ φεύγουμε ἀπὸ τὰ ζωήρρυτα νάματα τῆς Πίστεώς μας, ἀπὸ τὶς πηγὲς τοῦ «ἁλλομένου ὕδατος εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. δ΄ 14) καὶ νὰ πηγαίνουμε σὲ βαλτότοπους γιὰ νὰ ξεδιψάσουμε;
Ἀλλ̕ ὄχι. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήσουμε ποτὲ τὴν Ἀλήθεια τοῦ κόσμου, τὸν Χριστό. Γιατὶ μόνο ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔχουμε «ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. ς΄ 53).
«Ο ΣΩΤΗΡ»,1-3-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου