ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΤΗΝ «ΣΥΝΑΦΕΙΑΚΗΝ»,
ΤΗΝ «ΕΤΕΡΟΙΑΝ» ΚΑΙ ΤΗΝ «ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΝ» ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ
Τοῦ κ. Σπυρίδωνος Κ. Τσιτσίγκου, MA, DD, PhD
Ἡ Συναφειακὴ ἢ Συσχετιστικὴ Θεολογία (Contextual Theology) ἐπινοήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἀπὸ τὸν Προτεστάντη (Εὐαγγελικὸ καὶ Ἀναμορφωτή, ποὺ συνεργαζόταν μὲ τὴν Πρεσβυτεριανὴ Ἐκκλησία) πάστορα Paul Louis Lehmann (1906–94), καθηγητὴ τῆς Συστηματικῆς Θεολογίας στὸ “Union Theological Seminary” τῆς ΝέαςὙόρκης.
Ἡ Συναφειακὴ Θεολογία βασίζεται, ὅπως τὸ λέει τὸ ὄνομά της, στὸ (πολιτισμικὸ) Context (περιβάλλον/πλαίσιο). Ἡ Συναφειακὴ Θεολογία, ἂν μὲν κατανοηθεῖ παιδαγωγικῶς ἑρμηνευτικά, ἐπικροτεῖται ὀρθοδόξως, ἀφοῦ ―μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς― ἐφαρμόζει στὴν πράξη τὴ συγκατάβαση. Ἂν ὅμως ἀπολυτοποιηθεῖ ἢ αὐτονομηθεῖ καὶ παραμείνει ἐπιφανειακὴ (φαινομενολογικὴ ἢ ἐπεισοδιακή), θὰ πρέπει ὀρθοδόξως χριστιανικὰ νὰ ἀπορριφθεῖ, δεδομένου ὅτι ὁδηγεῖ κατευθεῖαν στὴν ἐκκοσμίκευση. Τὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ Χριστὸς στὴ Μετανεωτερικότητα, γιὰ νὰ τὴ θεώσει προσλαμβάνοντάς την, δὲν τὸ ἀρνούμαστε. Ἀρνούμαστε ὅμως τὸ νὰ καταντήσει ἡ (Συναφειακὴ) Θεολογία θεραπαινίδα τοῦ «Ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου», πέφτοντας στὸν Πειρασμό του. Ἄνευ τῆς ἱερᾶς Παράδοσης καὶ τῆς Regula Fidei, ποιὸς μᾶς ἐγγυᾶται γιὰ τὴν ὀρθοτόμηση (ἑρμηνεία) τῆς ἀλήθειας; Δὲν γεννᾶ ὁ κοινωνικὸς λόγος, ἡ κοινωνικὴ ὁμάδα (βλ. Ἡρακλείτειο λόγο) τὸν Θ. Λόγο, ὅπως στὶς φυσικὲς θρησκεῖ ες, ἀλλ ὁ ἄκτιστος Θ. Πατέρας. Τὸ νὰ «κοτσάρουμε» παντοῦ τὴ Θ. Ἐνανθρώπηση ―μία εὔκολη καὶ ἀνώδυνη πράξη― καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι ξεμπερδέψαμε χριστιανικῶς θεολογικά, ὄχι μόνο δὲν λύνει τὸ πρόβλημα, ἀλλ εἶναι καὶ κάτι περισσότερο τοῦ ἀφελοῦς ὡς θεολογικὸ ἐπιχείρημα. Ὑπὸ μία τέτοια ἔννοια, φτιάχνουμε «θεολογίες» γιὰ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα (πρβλ. ἐπὶ Μαρξισμοῦ, ὁ Χριστὸς ὡς κοινωνικὸς ἐπαναστάτης· ἐπὶ πολυπολιτισμικότητας, ὁ Χριστὸς ὡς ὁ Ἀλλοδαπὸς κ.ο.κ.), ὅπως λ.χ. τὴ γνωστὴ «Θεολογία τοῦ κεφτὲ»(† Κ. Παπαπέτρου).
Γιὰ δὲ τὴν ἑτερότροπη Θεολογία ἢ τὴ Θεολογία τῆς Ἑτερότητας, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:
α) ἡ Θεολογία τῆς Ἑτερότητας, ἀντὶ νὰ ἐξάρει τὸ πρόσωπο μέσω τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, κατανέμει νομαδικὰ τὸ «κατ εἰκόνα», ὁπότε ὁδηγούμαστε σὲ μὴ προσωπικὲς ἑνικότητες,
β) ὁ μονισμὸς καὶ ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἑτερότητας (ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες «παίζει» πολύ, παράλληλα μὲ τὸ ὁλοένα αὐξανόμενο κύμα παράνομης μετανάστευσης στὴ χώρα μας), ὁδηγεῖ ―στὸ ὄνομα τοῦ «κατ΄εἰκόνα»― στὴ σύγχυση ἢ καὶ τὴν κατάργηση τῆς διαφορᾶς (διάκρισης) μεταξὺ Ἀρχετύπου (Θεοῦ) καὶ ἀντιγράφου (ἀνθρώπου), πρωτοτύπου καὶ εἰκόνας,
γ) ἡ Θεολογία τῆς Ἑτερότητας συγχέει τὴ διαφορὰ μὲ τὴν ὁμοιότητα, ὑποτάσσοντας τὴν πρώτη στὴ δεύτερη, καὶ
δ) ἡ Θεολογία τῆς Ἑτερότητας,καλλιεργώντας τὴν πολλαπλότητα, ὑποχρεώνεται σὲ ἕναν διαρκῆ μετασχηματισμὸ καὶ μεταβλητότητα τῆς Χριστολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησιολογίας, κατὰ τὴν ὁποία χάνεται ὁ ὀρθόδοξος χριστολογικὸς χαρακτήρας τῆς δεύτερης.
Τέλος, ὅσον ἀφορᾶ στὴ λεγόμενη «Μεταπατερικὴ Θεολογία», θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ―καὶ ἰδίως ἡ πεντάχορδη λύρα τοῦ Πνεύματος (Μ. Ἀθανάσιος, Τρεῖς Ἱεράρχες καὶ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας)― δὲν ἀποτελοῦν, τουλάχιστον γιὰ τὸν π. Γ. Florovsky, ἱστορικὸ «ἐπιφαινόμενο» τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Θεολογίας, ἀλλὰ δομικό της στοιχεῖο· εἶναι δηλ. ὡσὰν νὰ λέμε Μετα–βιβλικὴ ἢ Με-τα–συνοδικὴ Θεολογία (μὲ τὴνἔννοια ὅτι ξεπεράστηκε πλέον ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: ἄθεος Χριστιανισμός), ἀφοῦ, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογικὴ αὐτοσυνειδησία, Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὰ Παράδοση (ἀλληλο)περιχωροῦνται. Μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅπως διακηρύσσουν τουλάχιστον ὅλοι οἱ (μεγάλοι καὶ κλασικοὶ) Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑ πάρχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νέες θεολογικὲς Ἀποκαλύψεις, ὅπως ὑποστήριξαν τόσο ὁ Παπισμὸς (μὲ τὴν πρόσθεση νέων δογμάτων), ὅσο καὶ ὁ Προτεσταντισμὸς (μὲ τὴν ἀφαίρεση ἢ/καὶ ἀπομύθευση πολλῶν δογμάτων
«Ορθόδοξος Τύπος»10/02/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου