Λάμπρου Σκόντζου θεολόγου καθηγητού
Ὴ ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ στὸν κόσμο ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς λιγοστὲς ἀνάπαυλες χαρᾶς, ποὺ δοκίμασε τὸ ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος στὸ διάβα τῆς ἱστορίας του. Αὐτὴ εἶναι ἀποτυπωμένη στὸ ἀγγελικὸ ἄγγελμα τῆς Γεννήσεως στοὺς ἁπλοϊκοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ: «ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῶ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὃς ἐστι Χριστὸς Κύριος» (Λουκ. 2,12).
Τὸ ἴδιο ἀποτυπωμένη εἶναι καὶ στὴ θεσπέσια χριστουγεννιάτικη ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας: «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος» (1ο τροπ. τῶν αἴνων).
Κιʼ αὐτὸ διότι ὁ ἀπόλυτα ἀγαθὸς Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους δὲν ἄφησε τὸ πλάσμα Του αἰώνια καταδικασμένο στὴν ἐπήρεια τοῦ κακοῦ καὶ στὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἔστειλε τὸ μονάκριβο Υἱό Του, νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, κατατροπώνοντας τὸν ἀντίδικό Του διάβολο, ἐφευρέτη τοῦ κακοῦ καὶ πηγὴ κάθε δυστυχίας.
Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας: «ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐν Ἀδὰμ διὰ τῆς παρακοῆς τὴν φθορὰν εἰσέδυ τε οὕτως αὐτὴν τὰ πάθη» (P.G. 74,788/9) καὶ γιʼ αὐτὸ σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔρθει στὴ γῆ ὡς μοναδικὸς ἰατρὸς, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν βαρύτατα τραυματισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ βαθύτατα νοσοῦντα ἀπὸ τὴ φθορὰ ἄνθρωπο.
Νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὴν πρὸ τῆς πτώσεως κατάστασή του, ὅτι «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ.5,1). Ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἦρθε σὲ ἕνα ἄκρως ἀφιλόξενο περιβάλλον. Ὁ κόσμος τῆς πτώσεως, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀσύλληπτης φθορᾶς εἶχε ἀλλοτριωθεῖ σὲ σημεῖο τέτοιο, ὥστε ἔνοιωθε βολικὰ στὴ φυλακὴ τῶν παθῶν του, στὸ δεσμωτήριο τῆς δυστυχίας του καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴ λύτρωση ἀπὸ αὐτά.
Τὸ ἀρχέγονο κακό, τὸ ὁποῖο εἰσῆλθε στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ διάβολο, μὲ ἀποκλειστικὴ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶχε μεταλλάξει τὸ ἐπίγειο παραδείσιο περιβάλλον σὲ πραγματικὸ κολαστήριο, ἀνάξιο νὰ φιλοξενεῖ θεοειδεῖς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, εἰκόνες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἡ καταγραμμένη ἱστορία εἶναι ὁ ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς διαχρονικῆς ἀνθρώπινης κακοδαιμονίας ἀπὸ τὸ ἀπώτερο παρελθὸν ὡς τὰ σήμερα. Πῶς ἀλλιῶς θὰ μπορούσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν ἔσχατη ἄρνηση τοῦ ξεπεσμένου κόσμου νὰ δεχτεῖ τὸ Λυτρωτή του;
Μόνο ὡς ἀκραία σχιζοφρενικὴ κατάσταση καὶ τάση αὐτοκαταστροφῆς! Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἄρει ἀπὸ αὐτὸν ὅλη αὐτὴ τὴν κακοδαιμονία, νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου, καὶ κατὰ συνέπεια νὰ θεραπεύσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴ δυστυχία, ποὺ γεννᾶ ἡ ἁμαρτία.
Τὸ κατόρθωσε διὰ τοῦ ἐπὶ γῆς ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου. «Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον τὸν ἄνθρωπον χερσὶν ὃν ἐποίησε, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται, τοῦτον δὲ ἐκ παρθένου ἁγνῆς ὅλον οὐσιοῦται ἀληθείᾳ σαρκωθείς» τονίζει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος τῶν Χριστουγέννων, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι ἔργο τῆς θείας πρόνοιας. Μεγάλοι στοχαστὲς κατὰ καιροὺς ἔθεσαν τὸ μεγάλο ἐρώτημα: ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ κατοπινή του κατάσταση ὡς τὰ σήμερα;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφὴς καὶ κατηγορηματική: Ἂν θὰ εἶχε ἐπιβιώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἠθικὴ σαπίλα του, ἡ κατάσταση θὰ ἦταν τραγικὴ καὶ ἀπάνθρωπη!
Δὲν εἶναι ὑπερβολικὴ ἡ διαπίστωση τοῦ μεγάλου Γάλλου ἀνθρωπιστῆ Σατωβριάνδου ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς ἐρχόταν λίγα χρόνια ἀργότερα θὰ εὕρισκε τὸ πτῶμα τῆς ἀνθρωπότητας!
Θέλουμε νὰ τονίσουμε ἰδιαίτερα τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι ὑπάρχει καὶ τὸ παράδοξο φαινόμενο νὰ ὑποστηρίζεται ἀπὸ ὁρισμένους πολέμιους τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ παρουσία Του στὸν κόσμο ὄχι μόνο δὲν εἶχε θετικὴ ἐπίδραση, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο: συσσώρευσε κακὰ καὶ ὅτι ἡ διαχρονικὴ κακοδαιμονία ὀφείλεται στὸ Χριστιανισμό!
Πρόκειται ἀναμφίβολα γιὰ τερατῶδες ψέμα καὶ ἀπόλυτη διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας! Κύριο γνώρισμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ πλάνη καὶ τὸ ψεῦδος. Ὁ προχριστιανικὸς κόσμος ἦταν βυθισμένος σὲ ἀπίστευτο κυκεώνα «ἐσκοτισμένης πλάνης». Ὁ πτωτικὸς ἄνθρωπος δὲ μποροῦσε νὰ στοχαστεῖ σύμφωνα μὲ τὶς θεόσδοτες δυνατότητές του, ἀλλὰ παράπαιε ἀνάμεσα στὸ παράλογο, τὸ μυστήριο καὶ τὴ δεισιδαιμονία.
Ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν.1,9), εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ» (Ἰωάν. 8,12) καὶ ὅπως δήλωσε ὁ Ἴδιος «εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν.18,37).
Ἔφερε τὴν ἀλήθεια στὸν κόσμο. Περιθωριοποίησε τὶς τερατώδεις διδασκαλίες καὶ σοφιστεῖες, οἱ ὁποῖες κρατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ ἀπελπιστικὴ πνευματικὴ κατάπτωση. Φανέρωσε τὶς παράλογες θρησκευτικὲς πίστεις σὲ ἀλλόκοτες καὶ μισάνθρωπες θεότητες, ὡς καταστροφικὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Στὸ ἑξῆς κάθε ἰδέα, φιλοσοφία ἢ θρησκεία θὰ ἔχει ὡς μέτρο σύγκρισης τὴ θεία διδασκαλία τοῦ Θεανθρώ- που Χριστοῦ! Ἡ πίστη στὸ θεανδρικὸ Του πρόσωπο θὰ προσφέρει πιὰ τὴ βεβαία σωτηρία. Ἡ ἔχθρα, τὸ μῖσος, ἡ ἀντιζηλία καὶ ὁ ἀνταγωνισμὸς εἶναι τὰ ὀλέθρια προϊόντα τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο ἔσπειρε στὸν κόσμο ὁ ἀρχέκακος διάβολος. Οἱ πόλεμοι, οἱ φόνοι καὶ οἱ ραδιουργίες ἦταν ἡ μόνιμη κατάσταση στὸν ἀρχαῖο κόσμο. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἕν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας… ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν ἑαυτῷ, καὶ ἐλθών εὐηγγελίσατο εἰρήνην» (Ἐφ.2,14-17).
Ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλλει τέλος στὶς ἔχθρες καὶ τοὺς πολέμους, δημιουργώντας μιὰ νέα κοινωνία ἀδελφότητας τῶν ἀνθρώπων στὸ ἅγιο ὄνομά Του. Ὅρισε οἱ πιστοί Του νὰ ζοῦν «μετὰ ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ.4,2-4).
Στὴ νέα κοινωνία, τὴν Ἐκκλησία, «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός… ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι» (Κολ.3,11-12). Ἡ ἔννοια τῆς ἐχθρότητας πιὰ θὰ εἶναι συνώνυμη μὲ τὴν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Του κατάσταση, τραγικὸ κατάλοιπο τοῦ παλιοῦ πτωτικοῦ κόσμου. Στὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ βασίλευε ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀπανθρωπιά.
Ἡ ἔννοια τοῦ ἀλληλοσεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων καὶ τῆς ἀγάπης ἦταν φαινόμενα σπάνια. Ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὑπῆρχαν ἀδιαπέραστα στεγανά, τὰ ὁποῖα συντηροῦσαν μιὰ φρικτὴ κατάσταση. Ἡ κοινωνία εἶχε περισσότερο ἀγελαῖο χαρακτήρα, παρὰ συμβίωση ἔλλογων ἀνθρωπίνων προσώπων. Ὁ Χριστὸς «ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις» (Α΄ Κορ.1,30).
Ἦρθε ὡς ἰσχυρότατος καταλύτης δικαίου, γιὰ νὰ διαλύσει τὸ φρικτὸ κράτος τῆς ἀδικίας, τὸ ὁποῖο βασίλευε σὲ ὅλη τὴ γῆ. Ἡ διδασκαλία Του ἔγινε ὁ αἰώνιος καὶ ἀκατάλυτος κώδικας δικαίου, ἡ ἀστείρευτη πηγή, ἡ ὁποία τροφοδοτεῖ τὰ ἀνθρώπινα δίκαια μὲ τὴν ἀληθινὴ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Μέσα στὴ νέα κοινωνία τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, στὴν Ἐκκλησία Του «πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμέ- νη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ» (Κολ.2,21), διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀκρογωνιαῖος λίθος αὐτῆς τῆς θείας οἰκοδομῆς.
Μόνο ἡ Ἐκκλησία Του ἔχει νὰ ἐπιδείξει, μέσα ἀπὸ τὴ δισχιλιόχρονη πορεία Της, ἄπειρα λαμπρὰ παραδείγματα ἀδελφοσύνης τῶν ἀνθρώπων καὶ ἁρμονικῆς συμβιώσεώς των. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πιὸ σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη σκλαβιά, ἡ ὁποία προσέβαλε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ χειρότερος δυνάστης, ὁ ὁποῖος τυραννᾶ ἀνηλεῶς τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ἀπολύτρωση ἀπὸ τὴ δουλεία αὐτὴ πραγματοποίησε ὁ Χριστός, φέρνοντας στὸν πολύπαθο κόσμο τὴν πραγμα- τικὴ καὶ μόνιμη ἐλευθερία. «Οὐκέ τι ὑμᾶς λέγω δούλους, …ὑμᾶς εἴρηκα φίλους» (Ἰωάν.15,15) διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος.
Ὡς φορέας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας «τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς Χριστὸς ἠλευθέρωσεν» τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ συνεχίζοντας παραγγέλλει στοὺς πιστούς: «στήκετε οὖν καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ.5,1).
Καλούμαστε ὡς ἐλεύθερα ὄντα μὲ τὴ δική μας θέληση νὰ ἀποδεχτοῦμε τὴ μεγάλη πρόσκληση, τὴν υἱοθεσία μας ἀπὸ τὸ Θεό, «ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλʼ υἱός· εἶ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ» (Γαλ.4,7). Τὸ μέγα εὖρος τῶν δωρημάτων, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐξαντληθεῖ στὴ μικρὴ αὐτὴ ἐργασία.
Ἐδῶ μιὰ ἀπειροελάχιστη νύξη προσπαθήσαμε νὰ κάνουμε, ὡς δοξολογία στὸ μέγα γεγονὸς τῆς Γεννήσεώς Του. Ἐὰν ὁ Θεὸς Λόγος δὲν σαρκώνονταν εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπολάμβανε ἡ ἀνθρωπότητα τὶς παραπάνω εὐλογίες καὶ δωρεές, διότι αὐτὲς εἶναι ἀποκλειστικὰ δῶρα, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ, «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώ- των» (Ἰάκ.1,17).
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος θεωρεῖ πλάνη νὰ θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη πηγή, ἐκτός τοῦ Θεοῦ, ποὺ νὰ ἀπορρέει δωρήματα! Μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τὸ μέγεθος τῆς κακοδαιμονίας, ποὺ θὰ βασίλευε σήμερα στὸν κόσμο, διότι γνωρίζουμε πὼς ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ δὲν αὐτοαίρονται σὲ καμιὰ περίπτωση, ἀλλά, ἀντίθετα, αὐξάνονται μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο.
Τρανὸ παράδειγμα ἡ φρίκη καὶ ὁ ἔσχατος ἀμοραλισμὸς, ποὺ ἐπικρατεῖ στοὺς λαοὺς, ποὺ δὲ γνώρισαν τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμβολιάστηκαν ἀπὸ τὴ θεία διδασκαλία Του, ἢ ἀπὸ λαοὺς ποὺ Τὸν ἀπέρριψαν, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ ἀποστατημένος δυτικὸς κόσμος. Σύμπασα ἡ χριστιανοσύνη ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα της ἐναγωνίως καὶ ἐφέτος στὴ Βηθλεέμ, γιὰ νὰ ἀτενίσει τὸ «σωτήριον (τοῦ Θεοῦ), ὃ ἡτοίμασεν κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν» (Λουκ. 2,30).
Μέσα στὴ σύγχρονη ζοφώδη καὶ ἀσέληνη κατάσταση καὶ τὴν πνευματικὴ παραζάλη ἀναζητεῖ τὸν ἄσβεστο καὶ ἀσφαλῆ νοητὸ φάρο, προκειμένου νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν δυσκολώτερο (ἴσως) κλυδωνισμὸ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Προσβλέπει στὸ μοναδικὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ σωτήρα τῆς ἀνθρωπότητας, τὸν νηπιάσαντα Θεό, διότι «Νέον ἐξ Ἀδὰμ παιδίον φυράματος ἐτέχθη Υἱὸς καὶ πιστοῖς δέδοται» (3ο τροπ. στ΄ ὠδῆς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων).
Ὁμολογοῦμε οἱ πιστοὶ ὅτι μακριὰ ἀπὸ Αὐτὸν ὄχι μόνον δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἀλλὰ θανατερὸ καὶ ἀπύθμενο βάραθρο, στὸ ὁποῖο θὰ εἴχαμε καταλήξει ἐξάπαντος, ἂν δὲν εἶχε ἐνανθρωπηστεῖ «ὁ ἐν ἀγκάλαις τοῦ Πατρός». Δοξάζουμε καὶ αἰνοῦμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας τὸν «ἐν τῷ σπηλαίῳ τεχθέντι» Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, «ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῶ αὐτοῦ, καὶ ἤγειρε κέρας σωτηρίας ἡμῖν» (Λουκ.1,68).
Ορθόδοξος Τύπος 17/12/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου