Του Γεώργιου Σωτηρίου, Θεολόγου-Ιεροκήρυκοςτ. Δ/ντη Παιδαγωγικής Ακαδημίας Μυτιλήνης
...Σχετικό με την συνειδητή συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία είναι το ζήτημα της γλώσσας. Της κατανοήσεως των ιερών κειμένων και ύμνων. Τα Ευαγγέλια εγράφησαν περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Οι ύμνοι πού ψάλλονται στην Εκκλησία εγράφησαν σε διάφορες άλλες εποχές. Από τότε ως τώρα η γλώσσα άλλαξε. Πολλοί έχουν την γνώμη ότι όλα πρέπει να τα μεταφράσουμε στη σημερινή μας γλώσσα. Είναι αυτό δυνατόν; Είναι σωστό; Λύεται το πρόβλημα; Της Καινής Διαθήκης η γλώσσα δεν είναι δύσκολη. Σε κάθε 500 λέξεις μία είναι άγνωστη πού θέλει ερμηνεία, για παράδειγμα στην παραβολή του Ασώτου, «άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί, πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου πολλάς ημέρας λαβών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χωράν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως». Νομίζω ότι μόνον η λέξις «διείλεν» έχει ανάγκη ερμηνείας. Το νόημα το βγάζει ο αναγνώστης από την όλη συνέχεια, «εκ των συμφραζομένων» όπως λέμε. Παρά ταύτα, η Καινή Διαθήκη εκδίδεται δεκαετίες τώρα σε διάφορες εκδόσεις με το κείμενο και τη μετάφραση στη σημερινή γλώσσα και έχει την δυνατότητα να την μελετά ο χριστιανός στο σπίτι του.
Το να διαβάζεται όμως στην Εκκλησία, να ακούμε τα λόγια του Χριστού και των Αποστόλων στη σημερινή μας γλώσσα δεν είναι κάτι πού θα το θέλαμε. Δεν έχει το κύρος, την ιερότητα, το μεγαλείο πού έχει ο λόγος του Θεού, όπως συνηθίσαμε να τον ακούμε. Χάνουμε έτσι το γνήσιο και παίρνουμε το κίβδηλο. Κάνουμε αγώνα να κρατήσουμε τα παραδοσιακά έπιπλα και ερείπια και αντικείμενα και κεντήματα και πάμε να καταστρέψουμε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, πού οι ξένοι θεωρούν τιμή τους να πούνε, έστω δυο τρεις λέξεις με την γλώσσα του Ευαγγελίου, σε διεθνή συνέδρια. Έπειτα υπάρχει και ο κίνδυνος, χρησιμοποιώντας μεταφράσεις να διαστρεβλώσουμε το νόημα και να καταντήσουμε αιρετικοί, όπως οι χιλιαστές, οι όποιοι, όπου υπάρχει στα Ευαγγέλια η λέξη «Σταυρός», γράφουν πάσαλος βασάνου, επειδή φοβούνται τον Σταυρό, όπως τον φοβάται και ο διάβολος.
Πολύ δυσκολότερη και κυριολεκτικά αδύνατη είναι η μετάφραση των ύμνων της Εκκλησίας. Υπάρχουν δυσκολίες ανυπέρβλητες. Να φαντασθούμε τί θα γίνη, αν θελήσουμε να μεταφράσουμε τον Εθνικό μας ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη πού με βιά μετρά τη γη». Και αν τον μεταφράσουμε, δεν θα μπορέσουμε να τον ψάλουμε. Έκτος τούτου, στους εκκλησιαστικούς ύμνους δεν είναι μόνο οι αρχαίες λέξεις πού μας εμποδίζουν να τους εννοήσουμε, αλλά οι έννοιες πού κρύβουν, π.χ. ψάλλουμε στους χαιρετισμούς, «ως χώρα ανήρωτος σαφώς», «έμψυχε τράπεζα άρτον ζωής χωρήσασα». «Χώρα ανήρωτος» μεταφράζεται χωράφι αναροτρίωτο, αζευγάριστο. Και «έμψυχε τράπεζα» μεταφράζεται ζωντανό τραπέζι. Σημασία όμως έχει το γιατί λέμε την Παναγία «χώρα ανήρωτον» και «έμψυχον τράπεζαν». Κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να ερμηνεύσουμε πλήθος, χιλιάδες, μυριάδες άλλων λέξεων και εννοιών όπως π.χ. «ο πόκος ο ένδροσος» πού σημαίνει μαλλί προβάτων ακατέργαστο, αλανάριστο βρεγμένο ή «πίον όρος» πού σημαίνει εύφορο βουνό, πού για να αποδώσουμε την σημασία τους πρέπει να πούμε μια ολόκληρη ιστορία.
Όμως για τους χριστιανούς πού εκκλησιάζονται τακτικά και διαβάζουν τα σχετικά βιβλία οι δυσκολίες ολιγόστεύουν. Ακούγοντας τα πολλές φορές μπαίνουν στο νόημα. Ακούουν σχετικά κηρύγματα. Θα ρωτήσουν τον εφημέριο ή ένα διδάσκαλο να τους λύση μια απορία. Και, αν δεν τα κατανοήσουν όλα, πού είναι δύσκολο και για Θεολόγους, θα ξέρουν πάρα πολλά και ικανοποιούνται.
Γράφει σχετικά ο Αθανάσιος Π. Κανελλόπουλος, τότε υπουργός των Οικονομικών, στο βιβλίο του «Διαλογισμοί για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία»:
«Η παρακολούθηση της Λειτουργίας δεν αποβλέπει τόσο στο να καταλάβεις (αυτό στο προσφέρει ή κατήχηση), όσο στο να ανυψωθείς με το συναίσθημα και την ενοραματική διαισθητική ως το Θεό. Η μετάφραση του λατρευτικού θα αποστερούσε τη μυσταγωγία από την εξαγνιστική επίδραση της και θα την μετέτρεπε σε απλό θέατρο, όπου οι θεατές μετά την πρώτη παράσταση θα θεωρούσαν περιττή την εκ νέου παρακολούθηση του θεάματος. Με τη βοήθεια της πίστεως, της ατμόσφαιρας, της παράδοσης, της ιεροτελεστίας, το αίσθημα γίνεται διανοητικότερο και η προσέγγιση προς το Θείο συναισθηματική και λογική ταυτόχρονα».
Γράφει γι' αυτό το θέμα και ο Κωστής Παλαμάς: «Η συγκίνησις του θεοσεβούς, καθ' ην ώραν ακροάται του ιερού Ευαγγελίου, δεν σχετίζεται και πολύ προς την διανοητικήν αντίληψην των ρημάτων Εκείνου. Παιδικότης τις κατέρχεται την ώραν εκείνην επί του ευπαιδεύτου και του σοφού, διατελεί ούτος υπό την γοητείαν της ιεράς παραδόσεως, υφίσταται παθητικώς την επήρειαν του τόπου, αισθάνεται και προσεύχεται ούδ' αυτός ζητεί να σχολιάση, να εξήγηση και σαφώς να αντιληφθή».
Το κακό είναι ότι πολλές φορές και τα κατανοητά οι ψάλτες μας τα κάνουν ακατανόητα. Τροπάρια γνωστά, γνωστότατα «στήνουμε το αυτί μας», κατά το δη λεγόμενον, για να ξεχωρίσουμε μια λέξη. Για τούτο βασική λεπτομέρεια στη Θεία Λατρεία αποτελεί και ο τρόπος της ψαλμωδίας. Τα πολύ αργά μέλη κουράζουν, εκνευρίζουν και διώχνουν τον λαό από την Λατρεία. Ο χριστιανός ξέρει ότι ο Θεός, και αν πούμε κάτι πιο σύντομο, θα το ακούση. Και δεν δικαιολογεί τις εκκωφαντικές κραυγές και τις άκαιρες επιδείξεις τέχνης και φωνής πού μερικοί ιεροψάλτες νομίζουν ότι έχουν και ότι ευχαριστούνται οι χριστιανοί μ' αυτές. Με τις κραυγές και με την υπερένταση του μεγαφώνου μπορούν να κινούνται τα κεραμίδια των ναών, αλλά όχι και να συγκινούνται οι ψυχές. Το ίδιο μπορεί να λεχθή και για τις μακρόσυρτες ή εις ύψος αιρόμενες δήθεν καλλιτεχνικές εκφωνήσεις μερικών ιερέων, οι όποιοι, απορώ, πώς δεν παραδειγματίζονται από την σεμνότητα του ύφους πολλών Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών με το υποδειγματικό Πατριαρχικό ύφος εκφωνήσεων.
-Από το βιβλίο του «Πνευματικά κεντήματα»,Έκδοση Ορθοδόξου Εκκλησιαστικού Ιδρύματος της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσανδρείας «Ο Ευαγγελιστής Μάρκος», Θέρμη Θεσσαλονίκης 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου