Ή ατομική προσευχή και ή κοινή λατρεία, με όλο δηλαδή το σώμα της Εκκλησίας στους ιερούς ναούς, έχει πρωτεύουσα θέση στη ζωή των πιστών. Δεν μπορεί να ύπαρξη πνευματική ζωή, αν αυτή δεν ζωογονήται από την προσευχή και την εν πνεύματι λατρεία και δεν τροφοδοτήται από την ζωοπάροχη τροφή της θείας Ευχαριστίας. Πλάι σ' αυτήν, την «εν πνεύματι και άληθεία» προσευχή και λατρεία, υπάρχει και ή «λογική λατρεία»,για την όποια κάνει ιδιαίτερο λόγο ό απόστολος Παύλος. Μπροστά σ' αυτή την λατρεία στάθηκαν με θαυμασμό και αυτοί ακόμα οι αδιάφοροι ή πολέμιοι της πίστεως. Είδαν εκεί το μεγαλείο του Χριστιανισμού πού τούς ανάγκασε να κάνουν συγκλονιστικές ομολογίες. Μια τέτοια μπορούμε να θαυμάσουμε στον ορθολογιστή Ρενάν. Έβλεπε πώς ή χριστιανική λατρεία σε αντίθεση με τις τυπολατρικές τελετές της πα λαιάς εποχής, δεν περιοριζόταν στην προσφορά ζώων, αλλά σε κάτι βαθύτερο και ούσιαστικώτερο. Έγραφε λοιπόν: «Μια ιδέα απόλυτα νέα, ή ιδέα της λατρείας, πού στηρίζεται στην αγνότητα της καρδιάς και στην ανθρώπινη αδελφοσύνη, έκανε με τον Χριστιανισμό την είσοδο της στον κόσμο».
Πραγματικά ιδέα απόλυτα νέα, πού στηρίζεται στην αγνότητα της καρδιάς, είναι ή χριστιανική λατρεία. Τον Θεό, δηλαδή, τον λατρεύουμε αλη θινά όχι με ζωοθυσίες και τυπολατρίες, αλλά όταν θυσιάζουμε πάθη, αδυναμίες, ελαττώματα. Κάτι περισσότερο. Ή λατρεία παίρνει τις αληθινές της διαστάσεις, όταν ή καρδιά γίνεται καθαρό θυσιαστήριο από όπου ανεβαίνει, ως ευάρεστη στον Θεό λατρεία, το άρωμα της ειλικρινούς αγάπης.
Αληθινά ιδέα απόλυτα νέα, ασύλληπτη στην ειδωλολατρική αρχαιότητα, ή λογική λατρεία και οι πνευματικές θυσίες πού καίγονται στην φωτιά της αγάπης. Τον Θεό πού είναι πνεύμα, μάς λέει ό ίδιος ό Κύριος, πρέπει να τον προσκυνούμε «εν πνεύματι και άληθεία» (Ίωάν. δ' 24). Τον Θεό Τον δοξάζουμε όχι μόνο με ύμνους και δοξαστικά. Τον δοξάζουμε, όπως γράφει ό απόστολος Παύλος, «εν τω σώματι ημών και εν τω πνεύματι ημών, άτινά εστί του Θεού» (Α' Κορινθ. στ' 20), όταν ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κάνουμε τα ευάρεστα ενώπιον Του. Δεν υπάρχει αγιότερος ναός και καθαρότερο θυσιαστήριο από την αγνή σκέψη, το καθαρό, «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β' Κορ. ζ' 1), σώμα, την γεμάτη αγάπη καρδιά. Από το έμψυχο αυτό θυσιαστήριο ανεβαίνει ή πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό λατρεία. Όσο ό Θεός αποστρέφεται την φαρισαϊκή μεγαλοστομία και υπερηφάνεια, τόσο συμπαθεί την «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην καρδίαν» (Ψαλμ. ν' 19) του τελώνη.
Δεν ζητάει ό Θεός ολοκαυτώματα και ζωοθυσίες. Ούτε την μηχανική επανάληψη λέξεων, την «βαττολογίαν», την «πολυλογίαν» ή την υποκριτική προσευχή των Φαρισαίων, πού προσεύχονται, «όπως αν φανώσι τοις άνθρώποις». Ζητάει να «παραστήσωμεν τα σώματα ημών θυσίαν ζώσαν, άγίαν, εύάρεοτον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν ημών» (Ρωμ. ιβ' 1). Ένα άλλο θυσιαστήριο ζητάει ό Θεός να υψώσουμε μέσα μας. Και επάνω σ' αυτόνα θυσιάσουμε κακίες και εγωισμούς.
Το σώμα μας γίνεται θυσία ζωντανή, όταν δεν χρησιμοποιήται ως όργανο αμαρτίας, αλλά άγιότητος και άγνότητος. Όταν γίνεται «όπλον δικαιοσύνης» (Ρωμ. στ' 13) στην υπηρεσία του Θεού. Όπως γράφει ό άγιος Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης: «Γινόμαστε το καλύτερο προσφερόμενο θυσίασμα, όταν ή γνώμη μας είναι φιλάνθρωπη και ή σάρκα αγνή... Ό καθένας χειροτονείται ιερέας τού σώμα τος του, ώστε να έξουσιάζη πάνω στις κακίες και με τον τρόπο αυτό να μεταβάλλη το σώμα του σε ναό και ιερό της άγνότητος». Γινόμαστε έτσι και ναός και θύτης και θύμα. Θύμα όμως ζωντανό πού ζωογονείται από την πνευματική ζωή της ψυχής.
«Παραστήσατε τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, άγίαν, εύάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών», επαναλαμβάνει και ό ιερός Χρυσόστομος. Και προσθέτει: «Και πώς μπορεί το σώμα μας να γίνη ζωντανή θυσία; Όταν τα μάτια δεν βλέπουν τίποτε το πονηρό, έγιναν θυσία. Όταν ή γλώσσα δεν λαλή άπρεπα και αισχρό, γίνεται προσφορά. 'Άς μην ενεργή το χέρι τίποτα το παράνομο και αμέσως έγινε ολοκαύτωμα. Αλλά και αυτά δεν είναι αρκετά για την προσφορά της ζωντανής θυσίας. Χρειάζονται και τα έργα της αγάπης: Το χέρι να ευεργέτη, το στόμα να εύλογη και αυτούς ακόμα πού μάς δημιουργούν προβλήματα, ή ακοή να εύχαριστήται αδιάκοπα στο να άκούη το θείο λόγο».
Αυτή είναι ή λογική λατρεία, στην όποια αρέ σκεται ιδιαίτερα ό Θεός. Την λατρεία αυτή καλείται να ζήση ό κάθε άνθρωπος, για να βγή από τον ασφυκτικό κλοιό της ύλοφροσύνης και του σαρκολατρισμού, της αγωνίας και του άγχους. Να γίνη ούρανοδρόμος αετός με την πνοή και τις αναβάσεις του Αγίου Πνεύματος.
«ΖΩΗ»04/11/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου