28 Οκτ 2010

Στέργιος Σάκκος, Αυγουστίνος Καντιώτης: ηρωϊσμός και παρρησία.

Πολύπλευρη καί πολυτάλαντη προσωπικότητα ὑπῆρξε ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος:

Συγγραφέας πολυγραφώτατος, ὁμιλητής συναρπαστικός, ἱεραπόστολος φλογερός, δάσκαλος ὑποδειγματικός, κοινωνικός ἐργάτης ἀκαταπόνητος, ἀρωγός τῶν ἀναξιοπαθούντων ἀπαράμιλλος, ἀγωνιστής ἀποτελεσματικός, μαχητής τοῦ Χριστοῦ γενναῖος!

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου φώτιζε τήν ψυχή του καί κατηύθυνε τήν δράση του. Κι ἦταν τό φῶς αὐτό πού κάποιες φορές θάμπωνε καί ἐνοχλοῦσε ἔντονα τούς πολλούς, καθώς φώτιζε καί ἀποκάλυπτε σκιερές πλευρές.

Ἔτσι συμβαίνει μέ ὅλες τίς προφητικές μορφές τῆς ἱστορίας. Ἐπειδή κινοῦνται κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι πάντοτε εὐχάριστοι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά αὐτό δέν τούς πτοεῖ.

Ἀπό τήν μακροχρόνια καί πολυσχιδῆ δράση τοῦ π. Αὐγουστίνου σταχυολογῶ μερικά περιστατικά ἐνδεικτικά τῆς παρρησίας τοῦ ἀνδρός.

Δείχνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔμενε ἀτρόμητος στίς δυσκολίες καί ἀδελέαστος ἀπό κάθε τί πού θά ἐπηρέαζε τόν καθένα, ἕνας γνήσιος προφήτης τῶν ἡμερῶν μας:

Φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ἀγωνίσθηκε μέ σθένος ἐναντίον τοῦ καθηγητοῦ Μπαλάνου, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι «δέν ὑπάρχει διάβολος».

Οὔτε ὁ φόβος τοῦ καθηγητοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος νά χάσει τό «ἄριστα» καί νά καθυστερήσει στήν λήψη τοῦ πτυχίου τόν ἐμπόδισαν νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια.

Στήν ἐποχή τῆς δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ, διάκονος ἀκόμη στό Μεσολόγγι καί πρωτοσύγκελλος τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροθέου, δέν ἐπέτρεψε νά χτυπήσουν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες οὔτε νά καταλυθεῖ ἡ νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως εἶχε ὁρίσει ἡ κυβέρνηση γιά τόν ἑορτασμό τῆς 4ης Αὐγούστου.

Στά Ἰωάννινα (1941), ὅπου οἱ Ἕλληνες γιόρταζαν τά πρῶτα Χριστούγεννα ὑπό ἰταλική κατοχή, μίλησε μέ θέρμη καλώντας τόν λαό: «Ἀδελφοί μου, σταθεῖτε ὄρθιοι! Μή κάμπτετε τόν αὐχένα σας. Μή λυγίζετε. Μή ἀπελπίζεστε. Δύο ἄστρα στό πνευματικό στερέωμα δέν θά σβήσουν ποτέ· τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ καί τό ἄστρο τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει! Ζήτω ἡ αἰωνία Ἑλλάδα».

Ἀμέσως μετά θά τόν συνελάμβαναν καί θά τόν ἐκτελοῦσαν οἱ Ἰταλοί, ἄν δέν προλάβαινε νά τόν φυγαδεύσει ὁ τοπικός ἐπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.

Στό πρῶτο κήρυγμά του στήν Ἔδεσσα (1942), σφηκοφωλιά τῆς μασονίας, στιγματίζει καυστικά τήν μασονία. Ἐνοχλημένη ἡ ἡγεσία φρόντισε γιά τήν ἄμεση ἀπόσπασή του στά Γιαννιτσά.

Ὡς ἱεροκήρυκας στήν περιοχή τῆς Φλώρινας (1942-43) δίδει μάχες, γιά νά στηρίξει πνευματικά τόν λαό, ἀλλά καί γιά νά ἀνακόψει τήν προπαγάνδα τῶν κομιτατζήδων. Διατρέχει τόν κίνδυνο νά κατακρεουργηθεῖ ἀπό αὐτούς. Μία φορά, μάλιστα, γιά νά ἀποφύγει τόν βέβαιο θάνατο, ἀναγκάζεται νά διανυκτερεύσει μέσα στό δάσος. Βαθύτατα τόν ἐνέπνεε ἡ ἡρωϊκή μορφή τοῦ Παύλου Μελᾶ.

Τό πορτραῖτο τοῦ ἥρωα καθώς καί τοῦ πρώτου κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια, στόλιζαν ἀργότερα τό γραφεῖο του στήν Μητρόπολη Φλωρίνης.

Στά πέτρινα χρόνια τῆς Κατοχῆς καί τοῦ συμμοριτοπολέμου, ὅπου κυριαρχεῖ τό μῖσος καί ἡ ἀγριότητα, ἡ ἀγάπη του γιά τήν κάθε ψυχή μένει ἀνεπηρέαστη ἀπό τίς πολιτικές ἰδεολογίες.

Μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του συντρέχει, ἀλλά καί ἐλέγχει δεξιούς καί ἀριστερούς. «Δέν πολιτικολογῶ», τόνιζε συχνά. «Δέν ἀσχολοῦμαι μέ τά κόμματα. Μιλῶ ἐθνικά καί ἐλέγχω τό κακό, ὅπου καί ἄν ἐκδηλώνεται». (Ἐκτενέστερα βλ. στό βιβλίο μου «Ἀναφορά εὐγνωμοσύνης», σελ. 103-107).

Ὁ ἔλεγχός του στρέφεται καί ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ Παύλου, ὅταν ἐκεῖνος μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ τότε ὑπουργοῦ Κ. Καραμανλῆ ὑπέγραψε διάταγμα ὑπέρ τῆς μασονίας.

Ὡς στρατιωτικός ἱεροκήρυκας ὁ π. Αὐγουστῖνος λειτούργησε στόν Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀθανασίου στήν Κοζάνη (1949) καί δέν μνημόνευσε, ὅπως συνηθιζόταν, «τῶν εὐσεβεστάτων βασιλέων» οὔτε ἐπέτρεψε στούς ψάλτες νά ποῦν τό «Πολυχρόνιον». Ἔγραψε δέ εἰδικό ἄρθρο στό περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» ὅπου θέτει ἄμεσα τό ἐρώτημα: «Βασιλεῦ, εἶσαι μασόνος;». Σείσθηκε τό πανελλήνιο καί τελικά τό διάταγμα ἀνεκλήθη.

Ἀλλά καί τή βασίλισσα Φρειδερίκη καί τήν πριγκίπισσα Εἰρήνη ἤλεγξε (1963), διότι προσκύνησαν σέ ναό τῶν Σίχ. Ἀγωνίσθηκε σθεναρά καί μαζί του πλῆθος λαοῦ, γιά νά μή γίνουν τά καλλιστεῖα στήν Ἀθήνα, νά καταργηθεῖ ὁ καρνάβαλος στήν Πάτρα, νά παύσει ἡ βλασφημία κ.ἄ.

Γιά τούς ἀγῶνες ἐκείνους κάθισε καί στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου.

Ὡς στρατιωτικός ἱεροκήρυκας παρουσιάσθηκε στόν διοικητή τῆς στρατιᾶς στρατηγό Καλογερόπουλο καί τοῦ εἶπε: «Ἔρχομαι νά καταγγείλω τόν τάδε ἀνώτερο ἀξιωματικό, διότι ἔβρισε τήν μεγάλη βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων». Θορυβημένος ὁ στρατηγός καλεῖ τόν ἔνοχο ἀξιωματικό μπροστά στόν ἱεροκήρυκα καί τοῦ λέει: «Κατηγορεῖσαι ὅτι ἔβρισες τήν βασίλισσα Φρειδερίκη». Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἔντονα καί ἄρχισε νά διαμαρτύρεται γιά τήν συκοφαντία. Τότε ἐπεμβαίνει ὁ ἱεροκήρυκας: «Δέν βρίσατε, κ. συνταγματάρχα, τήν βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά τήν βασίλισσα τῶν βασιλισσῶν, τήν μεγάλη βασίλισσα τῶν ἀγγέλων, τήν Παναγία μας».

Στήν ἔκπληξη τοῦ στρατηγοῦ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀντέταξε: «Ὥστε θεωρεῖται μικρή ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ Παναγία μας, καί μεγάλη ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη;».

Ἀργότερα ἤλεγξε τήν στρατιωτική ἡγεσία μέ πύρινο ἄρθρο του στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», πού εἶχε τόν τίτλο «Φιλόχριστος στρατός». Διαμαρτύρεται ἐκεῖ ὅτι ὄχι μόνον ἁπλοί στρατιῶτες ἀλλά καί ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι φέρουν στά στήθη τους παράσημα μέ τόν σταυρό καί τούς ἁγίους, βλασφημοῦν τά θεῖα, τά ὅσια καί ἱερά. Γιά τήν παρρησία του αὐτή ὁδηγήθηκε στά δικαστήρια.

Περιοδεύοντας στά χωριά τῆς Ἱ. Μητρ. Σκύρου καί Καρυστίας, ὅπου τοποθετήθηκε ὡς ἱεροκήρυκας μετά τήν ἀποστράτευσή του, βρῆκε στό γραφεῖο ἱερέως ἕνα νέο βιβλίο κάποιου Ἀντωνίου. Τό εἶχε συστήσει ὁ μητροπολίτης Ἀνανίας καί εἶχε ἐπιβάλει νά τό ἀγοράσουν ὅλοι οἱ ἱερεῖς. Φιλομαθής καθώς ἦταν ξενύχτησε καί διάβασε τό βιβλίο. Ἔφριξε καί ἔκλαψε, ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ συγγραφέας δικαίωνε τόν αἱρεσιάρχη Ἄρειο καί ἐπέκρινε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Διακόπτει πάραυτα τήν περιοδεία καί σπεύδει νά συναντήσει τόν μητροπολίτη. Τόν ἐνημέρωσε γιά τίς κακοδοξίες τοῦ βιβλίου καί τόν παρακάλεσε νά τό ἀποσύρει ἀπό τίς βιβλιοθῆκες τῶν ἱερέων. Ἐκεῖνος ἀγέρωχα ἀπαξίωσε νά ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα. Τόν ἀπείλησε ὅτι θά γράψει σχετικά. Ἡ ἀπάντηση τοῦ μητροπολίτη ἦταν: «Νά κάνεις ὅτι θέλεις»!

Ἔγραψε τότε στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» ἕνα καυστικό ἄρθρο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν θέση τοῦ ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως. Λίγο μετά ἀπό τήν τοποθέτησή του στήν θέση τοῦ ἱεροκήρυκα τῆς Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν ἔγιναν οἱ περιβόητοι «γάμοι Κατσάμπα», δύο ἀδελφές παντρεύτηκαν δύο ἀδελφούς. Ἔγραψε τότε ἐλεγκτικό ἄρθρο στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» μέ θέμα «Οἱ παράνομοι γάμοι».

Στιγματίζοντας, βέβαια, τό παράνομο γεγονός ἔθιγε καί τόν ἀρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, προσωπικό του εὐεργέτη, ὁ ὁποῖος στά Ἰωάννινα τοῦ εἶχε σώσει τήν ζωή, εἶχε προστατεύσει τήν γερόντισσα μητέρα του καί πρόσφατα τόν εἶχε προσλάβει στήν Ἀρχιεπισκοπή. Ἀλλά ἡ παρρησία τοῦ προφήτη δέν δεσμευόταν ἀπό τά προσωπικά του αἰσθήματα καί ὑποχρεώσεις.

Χαρακτηριστική τῆς παρρησίας του εἶναι καί ἡ στιχομυθία του μέ τόν διάδοχο τοῦ Σπυρίδωνα, ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Δωρόθεο, τόν ἀπό Λαρίσης. Κατά τήν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ ἱεροκήρυκα στόν νέο προϊστάμενό του ὁ Δωρόθεος ἐνθυμούμενος τίς μεταξύ τους διενέξεις στήν Λάρισα τοῦ εἶπε ἀπειλητικά: «Τώρα θά σέ περιποιηθῶ!». Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦταν: «Νά μέ περιποιηθεῖτε, μακαριώτατε! Διεσταυρώσαμε τά ξίφη μας παρά τάς ὄχθας τοῦ Πηνειοῦ, εἶμαι ἕτοιμος νά τά διασταυρώσωμε καί ὑπό τόν Λυκαβηττόν». Ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Δωροθέου ἀπέτρεψε ἐκείνη τήν ξιφομαχία.

Σέ κάποια σύναξη τῶν οἰκοτρόφων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος παρώτρυνε τούς φοιτητές νά γίνουν ἱερεῖς γιά νά πλουτίσουν καί νά εὐτυχήσουν, διότι «τό ἐπιτραχήλιο ρέει καί προσφέρει ἄφθονα ἀγαθά».

Ὁ π. Αὐγουστῖνος, πού ἦταν παρών, διαμαρτυρήθηκε. Ἤλεγξε κατά πρόσωπον τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί εὐθαρσῶς τόνισε ὅτι τέτοιοι ἱερεῖς θά θάψουν τήν Ἐκκλησία. «Νά γίνουν», εἶπε, «τά παιδιά ἱερεῖς ὄχι γιά τόν χρυσό, ἀλλά γιά τόν Χριστό, ἀποφασισμένοι νά θυσιασθοῦν γιά τόν λαό ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν σεπτῶν πατέρων μας. Ἔτσι θά δοξασθεῖ ἡ Ἐκκλησία»!
Ἐνοχλημένος ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀπό τόν ἔλεγχο, πού ἀσκοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας μέ τά ἄρθρα τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ» τόν κάλεσε στήν ἀρχιεπισκοπή καί τοῦ ἔθεσε τό δίλημμα ὅτι θά εἶναι «ἤ δημοσιογράφος ἤ ἱεροκῆρυξ». Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὅτι θά κρατήσει καί τίς δύο ἰδιότητες, ὅπως ὁ Ἀπ. Παῦλος, πού ἦταν καί δημοσιογράφος καί ἱεροκῆρυξ, ὅπως ὅλοι οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού κήρυτταν προφορικῶς ἀλλά καί γραπτῶς. Στήν ἐπιμονή τοῦ ἀρχιεπισκόπου νά ἐπιλέξει «ἕν ἐκ τῶν δύο» ἀντέτεινε εὔστοχα: «Παρακαλῶ, μακαριώτατε, νά μοῦ δώσετε γραπτῶς αὐτή τήν ἐντολή σας». Ἀφοπλίσθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος!

Ὅταν, στήν δεκαετία τοῦ ᾽60 πανίσχυροι πολιτικοί ἰθύνοντες ἄρχισαν νά ἐκτρέπουν τήν παιδεία ἀπό τήν κατεύθυνση τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, εἶχε τήν τόλμη νά διοργανώσει καταπληκτικά συλλαλητήρια ἐναντίον τῆς ἐπιχειρούμενης τότε «ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης», τῆς ὁποίας τούς πικρούς καρπούς δρέπουμε, δυστυχῶς, σήμερα.

Ἀντέδρασε ἔντονα καί ἀποχώρησε διαμαρτυρόμενος ἀπό Θεολογικό Συνέδριο, ὅταν κάποιος εἰσηγητής ἀποκάλεσε τόν παπισμό «ἀδελφή ἐκκλησία».

Ὡς ἐπίσκοπος ἔπαυσε τό μνημόσυνο τοῦ Πατρ. Ἀθηναγόρα, ὅταν ἐκεῖνος ἔκανε τά αὐθαίρετα ἀνοίγματα καί τήν ἀθέμιτη συνάντηση μέ τόν πάπα στήν Βηθλεέμ. Τό θάρρος του ἐνέπνευσε τούς ἀειμνήστους ἐπισκόπους Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο, Παραμυθίας Παῦλο, Μηθύμνης Ἰάκωβο, καθώς καί τό Ἅγ. Ὄρος· ὅλοι αὐτοί συμπαρατάχθηκαν μαζί του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνακοπεῖ τότε τό σχέδιο γιά «κοινό ποτήριο» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.

Εἶχε τόν φωτισμό καί τό σθένος «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι» νά πεῖ ὅτι ὁ παπισμός δέν εἶναι ἐκκλησία, ἀλλά αἵρεση καί νά χαρακτηρίσει τόν Οἰκουμενισμό παναίρεση.

Ὅταν πανίσχυρο στέλεχος τῆς χούντας ζήτησε τήν ἄποψή του γιά τό κίνημα, τοῦ εἶπε χαριτολογώντας. «Ἔχω δύο τσέπες· στήν μία κρατῶ τήν ἀλήθεια, στήν ἄλλη τό ψέμα. Ποιά τσέπη θέλεις νά ἀνοίξω;». «Μά, φυσικά, τήν ἀλήθεια θέλω, σεβασμιώτατε», ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τότε μέ παρρησία ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος τόν ἤλεγξε· «ἤπιατε πολύ κρασί ἀπό τό βαρέλι τῆς ἐξουσίας καί ἔχετε μεθύσει».

Ἀντιτάχθηκε στόν τότε νομάρχη Φλωρίνης Μπράβο καί στόν ἀδίστακτο ὑπουργό Β. Ἑλλάδος Πατίλη, πού ζητοῦσαν νά ἐκφωνήσουν λόγους μέσα στόν Ἱ. Ναό κατά τίς ἐπίσημες δοξολογίες.

«Ἔχω εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», ἔλεγε, «νά μή σκανδαλισθεῖ γιά λόγους πολιτικούς ἔστω καί μία ψυχή ἀπό τό ποίμνιό μου». Καί ὅταν ἐκεῖνοι ἐπέμεναν ὅτι «εἴμαστε ἐπανάσταση καί κάνουμε ὅ,τι θέλουμε», τούς ἀπάντησε: «Τότε νά φορέσετε ἄμφια καί νά κάνετε μόνοι σας τήν δοξολογία, ἀφοῦ μπορεῖτε νά κάνετε ὅ,τι θέλετε». Ἡ παρρησία του τούς ἀποστόμωσε.

Ὕψωσε τό ἀνάστημά του καί ἤλεγξε τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Κ. Τσάτσο, ὅταν ἐκεῖνος τάχθηκε ἀναφανδόν ὑπέρ τοῦ παγανισμοῦ. Τήν ἴδια ἐπίσης ἀγωνιστική στάση τήρησε καί ἔναντι τοῦ Κ. Καραμανλῆ γιά τό θέμα τῆς ἀποποινικοποιήσεως τῆς μοιχείας.

Συγκρούσθηκε ἀργότερα καί μέ τήν ἑπόμενη κυβέρνηση καί μάλιστα μέ τόν ὑπουργό προεδρίας τῆς κυβερνήσεως Ἀ. Κουτσόγιωργα γιά πολλές ἀντιεκκλησιαστικές ἐνέργειες.

Ἰδιαίτερα μνημονεύω ὅτι μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες ἀντιτάχθηκε σθεναρά στήν ἐπιβολή τοῦ ὑποχρε- ωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου. Ὁ συντονισμένος ἀγώνας τοῦ κλήρου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἶχε τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, νά μή νομοθετηθεῖ ὁ ὑποχρεωτικός πολιτικός γάμος.

Μέ παρρησία ἔκρουσε τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ὅταν ἡ πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου ἀποφάσισε νά δεχθεῖ στήν Ἑλλάδα τίς βάσεις τοῦ ΝΑΤΟ καί τήν εἴσοδο τῆς χώρας στήν Ε.Ο.Κ.

Πόσο δίκαιο εἶχε, τό διαπιστώνουμε σήμερα ὅλοι.

Ἀλλά δέν εἶναι ἴσως τόσο δύσκολο νά ἐλέγχει κανείς μεγάλους καί ἰσχυρούς. Τό δυσκολώτερο εἶναι νά ἐλέγχει τίς παρεκτροπές καί τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ, πού τόν χειροκροτεῖ. Ὅμως ὁ π. Αὐγου στῖνος, ὁ κατ᾽ ἐξοχήν λαϊκός ἱεροκήρυκας, δέν κολάκευσε τόν λαό καί πολλές φορές τόν ἤλεγχε. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ λαός ὑπεύθυνος γιά τήν ἀθλιότητα, πού ἐπικρατεῖ:

Ἕνας λαός, πού καταψηφίζει τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ καί ψηφίζει τήν ἀθώωση τοῦ Βαραββᾶ, πού ἐκλέγει ὡς ἡγέτη του τήν «ράμνον» (βλ. Κρ 9,14-15), δέν δικαιοῦται νά κλαίει, ὅταν τά ἀγκάθια τῆς ράμνου τόν κατατρυποῦν.

Ἕνας λαός, πού δολοφονεῖ τόν ἅγιο Κυβερνήτη, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, χαράματα Κυριακῆς, στήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καθώς μέ τήν σύνοψη στό χέρι πήγαινε νά παρακολουθήσει τήν θεία Λειτουργία, δέν δικαιοῦται νά διαμαρτύρεται, ὅταν τύραννοι καί ἐκμεταλλευτές τόν ποδοπατοῦν.

Ἕνας λαός, πού ἀσυλλόγιστα παραδίδεται στήν δημαγωγική πλεκτάνη, πού βαυκαλίζεται μέ τό σύνθημα «Λαοκρατία» καί «Ὅ,τι θέλει ὁ λαός», ἐνῶ περιφρονεῖ τό σύνθημα τοῦ Εὐαγγελίου «Χριστοκρατία» καί «Ὅ,τι θέλει ὁ Χριστός», εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν κατάντια του.

Ἕνας λαός πού ὠθεῖ τά εὐφυῆ παιδιά του νά σπουδάσουν διάφορες ἐπιστῆμες γιά νά πλουτίσουν καί νά καλοπεράσουν, ἐνῶ γιά τήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιλέγει τά «ἀχαμνά», δέν μπορεῖ νά κουτσομ- πολεύει καί νά κατακρίνει τούς ἀνάξιους κληρικούς.

Ὡς ἐπίσκοπος δεχόταν στό γραφεῖο του ὅλους τούς ἀξιωματούχους (στρατηγούς, ὑπουργούς, νομάρχες κτλ.) καί δημοσίους ὑπαλλήλους, πού ἔφθαναν στήν Φλώρινα.

Μέ ἀγωνία γιά τήν δημογραφική γήρανση τῆς χώρας μας ἔκανε σέ ὅλους τό ἐρώτημα: «Πόσα παιδιά ἔχετε;». Κι ὅταν ἔπαιρνε τήν ἀπάντηση «ἕνα» ἤ «δύο», τούς μιλοῦσε αὐστηρά, μέ πόνο: «Ἡ πατρίδα σᾶς τιμᾶ μέ ὑψηλά ἀξιώματα καί θέσεις κι ἐσεῖς τήν καταντήσατε γηροκομεῖο, πού γρήγορα θά γίνει νεκροταφεῖο. Κι ἔπειτα τραγουδᾶτε “Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει”. Nτροπή!».

Μέ συγκίνηση θυμόταν ἕναν στρατηγό, τόν ὁποῖο ἤλεγξε, διότι εἶχε μόνο δύο παιδιά. Μέ συναίσθηση ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἔχετε δίκαιο, σεβασμιώτατε! Ὁ πατέρας μου εἶχε 16 παιδιά». Μέ ἐνδιαφέρον ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος τόν ρώτησε: «Καί πῶς τά μεγάλωσε;». Ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Μέ τήν πίστη στόν Μεγαλοδύναμο». Δάκρυσε ὁ ἐπίσκοπος!

Δέν θά συνεχίσω τήν ἀπαρίθμηση περιστατικῶν καί γεγονότων, ὅπου πρωτοστατεῖ ἡ προφητική καί ἀποστολική προσωπικότητα τοῦ π. Αὐγουστίνου. Θά χρειαζόταν ἄλλωστε πάρα πολλές σελίδες. Κλείνοντας θά ἀρκεσθῶ μόνο σέ μία διαπίστωση: Ἀσφαλῶς δέν εὐοδώθηκαν ὅλοι οἱ ἀγῶνες τοῦ πύρινου μαχητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως ποτέ δέν τόν ἀπογοήτευσε. Τό σύνθημά του ἦταν· «Πίστις-ἀγών-νίκη» καί «Ὁ ἀγωνιστής εἴτε νικᾶ εἴτε νικιέται εἶναι νικητής», διότι «ὁ ἀγώνας εἶναι τῶν ἀνθρώπων, τό ἀποτέλεσμα τοῦ Θεοῦ».

Καθώς βρίσκεται ἤδη κοντά στόν Θεό ὁ ἀγωνιστής ἱεράρχης μέ τήν προφητική παρρησία, πιστεύουμε ὅτι θά τοῦ ζητήσει νά μή λείψουν οἱ συνεχιστές τῶν μεγάλων ἀγώνων του. Καί βέβαια, εἶναι ἀνεπανάληπτη ἡ ἀγωνιστική μορφή τοῦ π. Αὐγουστίνου, εἶναι ὅμως ζωντανή ἡ πίστη του καί ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτή τήν ὀρθόδοξη πίστη νά μείνουμε σταθεροί καί ἀφοσιωμένοι, μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου γέροντα.

Ορθόδοξος Τύπος 29/10

Αναβάσεις

Πολύπλευρη καί πολυτάλαντη προσωπικότητα ὑπῆρξε ὁ μακαριστός ἐπίσκοπος Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος:

Συγγραφέας πολυγραφώτατος, ὁμιλητής συναρπαστικός, ἱεραπόστολος φλογερός, δάσκαλος ὑποδειγματικός, κοινωνικός ἐργάτης ἀκαταπόνητος, ἀρωγός τῶν ἀναξιοπαθούντων ἀπαράμιλλος, ἀγωνιστής ἀποτελεσματικός, μαχητής τοῦ Χριστοῦ γενναῖος!

Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου φώτιζε τήν ψυχή του καί κατηύθυνε τήν δράση του. Κι ἦταν τό φῶς αὐτό πού κάποιες φορές θάμπωνε καί ἐνοχλοῦσε ἔντονα τούς πολλούς, καθώς φώτιζε καί ἀποκάλυπτε σκιερές πλευρές.

Ἔτσι συμβαίνει μέ ὅλες τίς προφητικές μορφές τῆς ἱστορίας. Ἐπειδή κινοῦνται κατενώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι πάντοτε εὐχάριστοι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά αὐτό δέν τούς πτοεῖ.

Ἀπό τήν μακροχρόνια καί πολυσχιδῆ δράση τοῦ π. Αὐγουστίνου σταχυολογῶ μερικά περιστατικά ἐνδεικτικά τῆς παρρησίας τοῦ ἀνδρός.

Δείχνουν πῶς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔμενε ἀτρόμητος στίς δυσκολίες καί ἀδελέαστος ἀπό κάθε τί πού θά ἐπηρέαζε τόν καθένα, ἕνας γνήσιος προφήτης τῶν ἡμερῶν μας:

Φοιτητής στήν Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν ἀγωνίσθηκε μέ σθένος ἐναντίον τοῦ καθηγητοῦ Μπαλάνου, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι «δέν ὑπάρχει διάβολος».

Οὔτε ὁ φόβος τοῦ καθηγητοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος νά χάσει τό «ἄριστα» καί νά καθυστερήσει στήν λήψη τοῦ πτυχίου τόν ἐμπόδισαν νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια.

Στήν ἐποχή τῆς δικτατορίας τοῦ Μεταξᾶ, διάκονος ἀκόμη στό Μεσολόγγι καί πρωτοσύγκελλος τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροθέου, δέν ἐπέτρεψε νά χτυπήσουν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες οὔτε νά καταλυθεῖ ἡ νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ὅπως εἶχε ὁρίσει ἡ κυβέρνηση γιά τόν ἑορτασμό τῆς 4ης Αὐγούστου.

Στά Ἰωάννινα (1941), ὅπου οἱ Ἕλληνες γιόρταζαν τά πρῶτα Χριστούγεννα ὑπό ἰταλική κατοχή, μίλησε μέ θέρμη καλώντας τόν λαό: «Ἀδελφοί μου, σταθεῖτε ὄρθιοι! Μή κάμπτετε τόν αὐχένα σας. Μή λυγίζετε. Μή ἀπελπίζεστε. Δύο ἄστρα στό πνευματικό στερέωμα δέν θά σβήσουν ποτέ· τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ καί τό ἄστρο τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει! Ζήτω ἡ αἰωνία Ἑλλάδα».

Ἀμέσως μετά θά τόν συνελάμβαναν καί θά τόν ἐκτελοῦσαν οἱ Ἰταλοί, ἄν δέν προλάβαινε νά τόν φυγαδεύσει ὁ τοπικός ἐπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.

Στό πρῶτο κήρυγμά του στήν Ἔδεσσα (1942), σφηκοφωλιά τῆς μασονίας, στιγματίζει καυστικά τήν μασονία. Ἐνοχλημένη ἡ ἡγεσία φρόντισε γιά τήν ἄμεση ἀπόσπασή του στά Γιαννιτσά.

Ὡς ἱεροκήρυκας στήν περιοχή τῆς Φλώρινας (1942-43) δίδει μάχες, γιά νά στηρίξει πνευματικά τόν λαό, ἀλλά καί γιά νά ἀνακόψει τήν προπαγάνδα τῶν κομιτατζήδων. Διατρέχει τόν κίνδυνο νά κατακρεουργηθεῖ ἀπό αὐτούς. Μία φορά, μάλιστα, γιά νά ἀποφύγει τόν βέβαιο θάνατο, ἀναγκάζεται νά διανυκτερεύσει μέσα στό δάσος. Βαθύτατα τόν ἐνέπνεε ἡ ἡρωϊκή μορφή τοῦ Παύλου Μελᾶ.

Τό πορτραῖτο τοῦ ἥρωα καθώς καί τοῦ πρώτου κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννη Καποδίστρια, στόλιζαν ἀργότερα τό γραφεῖο του στήν Μητρόπολη Φλωρίνης.

Στά πέτρινα χρόνια τῆς Κατοχῆς καί τοῦ συμμοριτοπολέμου, ὅπου κυριαρχεῖ τό μῖσος καί ἡ ἀγριότητα, ἡ ἀγάπη του γιά τήν κάθε ψυχή μένει ἀνεπηρέαστη ἀπό τίς πολιτικές ἰδεολογίες.

Μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του συντρέχει, ἀλλά καί ἐλέγχει δεξιούς καί ἀριστερούς. «Δέν πολιτικολογῶ», τόνιζε συχνά. «Δέν ἀσχολοῦμαι μέ τά κόμματα. Μιλῶ ἐθνικά καί ἐλέγχω τό κακό, ὅπου καί ἄν ἐκδηλώνεται». (Ἐκτενέστερα βλ. στό βιβλίο μου «Ἀναφορά εὐγνωμοσύνης», σελ. 103-107).

Ὁ ἔλεγχός του στρέφεται καί ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ Παύλου, ὅταν ἐκεῖνος μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ τότε ὑπουργοῦ Κ. Καραμανλῆ ὑπέγραψε διάταγμα ὑπέρ τῆς μασονίας.

Ὡς στρατιωτικός ἱεροκήρυκας ὁ π. Αὐγουστῖνος λειτούργησε στόν Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀθανασίου στήν Κοζάνη (1949) καί δέν μνημόνευσε, ὅπως συνηθιζόταν, «τῶν εὐσεβεστάτων βασιλέων» οὔτε ἐπέτρεψε στούς ψάλτες νά ποῦν τό «Πολυχρόνιον». Ἔγραψε δέ εἰδικό ἄρθρο στό περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» ὅπου θέτει ἄμεσα τό ἐρώτημα: «Βασιλεῦ, εἶσαι μασόνος;». Σείσθηκε τό πανελλήνιο καί τελικά τό διάταγμα ἀνεκλήθη.

Ἀλλά καί τή βασίλισσα Φρειδερίκη καί τήν πριγκίπισσα Εἰρήνη ἤλεγξε (1963), διότι προσκύνησαν σέ ναό τῶν Σίχ. Ἀγωνίσθηκε σθεναρά καί μαζί του πλῆθος λαοῦ, γιά νά μή γίνουν τά καλλιστεῖα στήν Ἀθήνα, νά καταργηθεῖ ὁ καρνάβαλος στήν Πάτρα, νά παύσει ἡ βλασφημία κ.ἄ.

Γιά τούς ἀγῶνες ἐκείνους κάθισε καί στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου.

Ὡς στρατιωτικός ἱεροκήρυκας παρουσιάσθηκε στόν διοικητή τῆς στρατιᾶς στρατηγό Καλογερόπουλο καί τοῦ εἶπε: «Ἔρχομαι νά καταγγείλω τόν τάδε ἀνώτερο ἀξιωματικό, διότι ἔβρισε τήν μεγάλη βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων». Θορυβημένος ὁ στρατηγός καλεῖ τόν ἔνοχο ἀξιωματικό μπροστά στόν ἱεροκήρυκα καί τοῦ λέει: «Κατηγορεῖσαι ὅτι ἔβρισες τήν βασίλισσα Φρειδερίκη». Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἔντονα καί ἄρχισε νά διαμαρτύρεται γιά τήν συκοφαντία. Τότε ἐπεμβαίνει ὁ ἱεροκήρυκας: «Δέν βρίσατε, κ. συνταγματάρχα, τήν βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά τήν βασίλισσα τῶν βασιλισσῶν, τήν μεγάλη βασίλισσα τῶν ἀγγέλων, τήν Παναγία μας».

Στήν ἔκπληξη τοῦ στρατηγοῦ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀντέταξε: «Ὥστε θεωρεῖται μικρή ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ Παναγία μας, καί μεγάλη ἡ βασίλισσα Φρειδερίκη;».

Ἀργότερα ἤλεγξε τήν στρατιωτική ἡγεσία μέ πύρινο ἄρθρο του στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ», πού εἶχε τόν τίτλο «Φιλόχριστος στρατός». Διαμαρτύρεται ἐκεῖ ὅτι ὄχι μόνον ἁπλοί στρατιῶτες ἀλλά καί ἀξιωματικοί, οἱ ὁποῖοι φέρουν στά στήθη τους παράσημα μέ τόν σταυρό καί τούς ἁγίους, βλασφημοῦν τά θεῖα, τά ὅσια καί ἱερά. Γιά τήν παρρησία του αὐτή ὁδηγήθηκε στά δικαστήρια.

Περιοδεύοντας στά χωριά τῆς Ἱ. Μητρ. Σκύρου καί Καρυστίας, ὅπου τοποθετήθηκε ὡς ἱεροκήρυκας μετά τήν ἀποστράτευσή του, βρῆκε στό γραφεῖο ἱερέως ἕνα νέο βιβλίο κάποιου Ἀντωνίου. Τό εἶχε συστήσει ὁ μητροπολίτης Ἀνανίας καί εἶχε ἐπιβάλει νά τό ἀγοράσουν ὅλοι οἱ ἱερεῖς. Φιλομαθής καθώς ἦταν ξενύχτησε καί διάβασε τό βιβλίο. Ἔφριξε καί ἔκλαψε, ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ συγγραφέας δικαίωνε τόν αἱρεσιάρχη Ἄρειο καί ἐπέκρινε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο. Διακόπτει πάραυτα τήν περιοδεία καί σπεύδει νά συναντήσει τόν μητροπολίτη. Τόν ἐνημέρωσε γιά τίς κακοδοξίες τοῦ βιβλίου καί τόν παρακάλεσε νά τό ἀποσύρει ἀπό τίς βιβλιοθῆκες τῶν ἱερέων. Ἐκεῖνος ἀγέρωχα ἀπαξίωσε νά ἀσχοληθεῖ μέ τό θέμα. Τόν ἀπείλησε ὅτι θά γράψει σχετικά. Ἡ ἀπάντηση τοῦ μητροπολίτη ἦταν: «Νά κάνεις ὅτι θέλεις»!

Ἔγραψε τότε στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» ἕνα καυστικό ἄρθρο, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκδιωχθεῖ ἀπό τήν θέση τοῦ ἱεροκήρυκα τῆς μητροπόλεως. Λίγο μετά ἀπό τήν τοποθέτησή του στήν θέση τοῦ ἱεροκήρυκα τῆς Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν ἔγιναν οἱ περιβόητοι «γάμοι Κατσάμπα», δύο ἀδελφές παντρεύτηκαν δύο ἀδελφούς. Ἔγραψε τότε ἐλεγκτικό ἄρθρο στήν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» μέ θέμα «Οἱ παράνομοι γάμοι».

Στιγματίζοντας, βέβαια, τό παράνομο γεγονός ἔθιγε καί τόν ἀρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, προσωπικό του εὐεργέτη, ὁ ὁποῖος στά Ἰωάννινα τοῦ εἶχε σώσει τήν ζωή, εἶχε προστατεύσει τήν γερόντισσα μητέρα του καί πρόσφατα τόν εἶχε προσλάβει στήν Ἀρχιεπισκοπή. Ἀλλά ἡ παρρησία τοῦ προφήτη δέν δεσμευόταν ἀπό τά προσωπικά του αἰσθήματα καί ὑποχρεώσεις.

Χαρακτηριστική τῆς παρρησίας του εἶναι καί ἡ στιχομυθία του μέ τόν διάδοχο τοῦ Σπυρίδωνα, ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Δωρόθεο, τόν ἀπό Λαρίσης. Κατά τήν πρώτη ἐπίσκεψη τοῦ ἱεροκήρυκα στόν νέο προϊστάμενό του ὁ Δωρόθεος ἐνθυμούμενος τίς μεταξύ τους διενέξεις στήν Λάρισα τοῦ εἶπε ἀπειλητικά: «Τώρα θά σέ περιποιηθῶ!». Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦταν: «Νά μέ περιποιηθεῖτε, μακαριώτατε! Διεσταυρώσαμε τά ξίφη μας παρά τάς ὄχθας τοῦ Πηνειοῦ, εἶμαι ἕτοιμος νά τά διασταυρώσωμε καί ὑπό τόν Λυκαβηττόν». Ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ ἀρχιεπισκόπου Δωροθέου ἀπέτρεψε ἐκείνη τήν ξιφομαχία.

Σέ κάποια σύναξη τῶν οἰκοτρόφων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος παρώτρυνε τούς φοιτητές νά γίνουν ἱερεῖς γιά νά πλουτίσουν καί νά εὐτυχήσουν, διότι «τό ἐπιτραχήλιο ρέει καί προσφέρει ἄφθονα ἀγαθά».

Ὁ π. Αὐγουστῖνος, πού ἦταν παρών, διαμαρτυρήθηκε. Ἤλεγξε κατά πρόσωπον τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί εὐθαρσῶς τόνισε ὅτι τέτοιοι ἱερεῖς θά θάψουν τήν Ἐκκλησία. «Νά γίνουν», εἶπε, «τά παιδιά ἱερεῖς ὄχι γιά τόν χρυσό, ἀλλά γιά τόν Χριστό, ἀποφασισμένοι νά θυσιασθοῦν γιά τόν λαό ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν σεπτῶν πατέρων μας. Ἔτσι θά δοξασθεῖ ἡ Ἐκκλησία»!
Ἐνοχλημένος ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀπό τόν ἔλεγχο, πού ἀσκοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας μέ τά ἄρθρα τῆς «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΠΙΘΑΣ» τόν κάλεσε στήν ἀρχιεπισκοπή καί τοῦ ἔθεσε τό δίλημμα ὅτι θά εἶναι «ἤ δημοσιογράφος ἤ ἱεροκῆρυξ». Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὅτι θά κρατήσει καί τίς δύο ἰδιότητες, ὅπως ὁ Ἀπ. Παῦλος, πού ἦταν καί δημοσιογράφος καί ἱεροκῆρυξ, ὅπως ὅλοι οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού κήρυτταν προφορικῶς ἀλλά καί γραπτῶς. Στήν ἐπιμονή τοῦ ἀρχιεπισκόπου νά ἐπιλέξει «ἕν ἐκ τῶν δύο» ἀντέτεινε εὔστοχα: «Παρακαλῶ, μακαριώτατε, νά μοῦ δώσετε γραπτῶς αὐτή τήν ἐντολή σας». Ἀφοπλίσθηκε ὁ ἀρχιεπίσκοπος!

Ὅταν, στήν δεκαετία τοῦ ᾽60 πανίσχυροι πολιτικοί ἰθύνοντες ἄρχισαν νά ἐκτρέπουν τήν παιδεία ἀπό τήν κατεύθυνση τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης, εἶχε τήν τόλμη νά διοργανώσει καταπληκτικά συλλαλητήρια ἐναντίον τῆς ἐπιχειρούμενης τότε «ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης», τῆς ὁποίας τούς πικρούς καρπούς δρέπουμε, δυστυχῶς, σήμερα.

Ἀντέδρασε ἔντονα καί ἀποχώρησε διαμαρτυρόμενος ἀπό Θεολογικό Συνέδριο, ὅταν κάποιος εἰσηγητής ἀποκάλεσε τόν παπισμό «ἀδελφή ἐκκλησία».

Ὡς ἐπίσκοπος ἔπαυσε τό μνημόσυνο τοῦ Πατρ. Ἀθηναγόρα, ὅταν ἐκεῖνος ἔκανε τά αὐθαίρετα ἀνοίγματα καί τήν ἀθέμιτη συνάντηση μέ τόν πάπα στήν Βηθλεέμ. Τό θάρρος του ἐνέπνευσε τούς ἀειμνήστους ἐπισκόπους Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο, Παραμυθίας Παῦλο, Μηθύμνης Ἰάκωβο, καθώς καί τό Ἅγ. Ὄρος· ὅλοι αὐτοί συμπαρατάχθηκαν μαζί του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀνακοπεῖ τότε τό σχέδιο γιά «κοινό ποτήριο» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.

Εἶχε τόν φωτισμό καί τό σθένος «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι» νά πεῖ ὅτι ὁ παπισμός δέν εἶναι ἐκκλησία, ἀλλά αἵρεση καί νά χαρακτηρίσει τόν Οἰκουμενισμό παναίρεση.

Ὅταν πανίσχυρο στέλεχος τῆς χούντας ζήτησε τήν ἄποψή του γιά τό κίνημα, τοῦ εἶπε χαριτολογώντας. «Ἔχω δύο τσέπες· στήν μία κρατῶ τήν ἀλήθεια, στήν ἄλλη τό ψέμα. Ποιά τσέπη θέλεις νά ἀνοίξω;». «Μά, φυσικά, τήν ἀλήθεια θέλω, σεβασμιώτατε», ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τότε μέ παρρησία ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος τόν ἤλεγξε· «ἤπιατε πολύ κρασί ἀπό τό βαρέλι τῆς ἐξουσίας καί ἔχετε μεθύσει».

Ἀντιτάχθηκε στόν τότε νομάρχη Φλωρίνης Μπράβο καί στόν ἀδίστακτο ὑπουργό Β. Ἑλλάδος Πατίλη, πού ζητοῦσαν νά ἐκφωνήσουν λόγους μέσα στόν Ἱ. Ναό κατά τίς ἐπίσημες δοξολογίες.

«Ἔχω εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», ἔλεγε, «νά μή σκανδαλισθεῖ γιά λόγους πολιτικούς ἔστω καί μία ψυχή ἀπό τό ποίμνιό μου». Καί ὅταν ἐκεῖνοι ἐπέμεναν ὅτι «εἴμαστε ἐπανάσταση καί κάνουμε ὅ,τι θέλουμε», τούς ἀπάντησε: «Τότε νά φορέσετε ἄμφια καί νά κάνετε μόνοι σας τήν δοξολογία, ἀφοῦ μπορεῖτε νά κάνετε ὅ,τι θέλετε». Ἡ παρρησία του τούς ἀποστόμωσε.

Ὕψωσε τό ἀνάστημά του καί ἤλεγξε τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Κ. Τσάτσο, ὅταν ἐκεῖνος τάχθηκε ἀναφανδόν ὑπέρ τοῦ παγανισμοῦ. Τήν ἴδια ἐπίσης ἀγωνιστική στάση τήρησε καί ἔναντι τοῦ Κ. Καραμανλῆ γιά τό θέμα τῆς ἀποποινικοποιήσεως τῆς μοιχείας.

Συγκρούσθηκε ἀργότερα καί μέ τήν ἑπόμενη κυβέρνηση καί μάλιστα μέ τόν ὑπουργό προεδρίας τῆς κυβερνήσεως Ἀ. Κουτσόγιωργα γιά πολλές ἀντιεκκλησιαστικές ἐνέργειες.

Ἰδιαίτερα μνημονεύω ὅτι μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες ἀντιτάχθηκε σθεναρά στήν ἐπιβολή τοῦ ὑποχρε- ωτικοῦ πολιτικοῦ γάμου. Ὁ συντονισμένος ἀγώνας τοῦ κλήρου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ εἶχε τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα, νά μή νομοθετηθεῖ ὁ ὑποχρεωτικός πολιτικός γάμος.

Μέ παρρησία ἔκρουσε τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ὅταν ἡ πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου ἀποφάσισε νά δεχθεῖ στήν Ἑλλάδα τίς βάσεις τοῦ ΝΑΤΟ καί τήν εἴσοδο τῆς χώρας στήν Ε.Ο.Κ.

Πόσο δίκαιο εἶχε, τό διαπιστώνουμε σήμερα ὅλοι.

Ἀλλά δέν εἶναι ἴσως τόσο δύσκολο νά ἐλέγχει κανείς μεγάλους καί ἰσχυρούς. Τό δυσκολώτερο εἶναι νά ἐλέγχει τίς παρεκτροπές καί τίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ, πού τόν χειροκροτεῖ. Ὅμως ὁ π. Αὐγου στῖνος, ὁ κατ᾽ ἐξοχήν λαϊκός ἱεροκήρυκας, δέν κολάκευσε τόν λαό καί πολλές φορές τόν ἤλεγχε. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ λαός ὑπεύθυνος γιά τήν ἀθλιότητα, πού ἐπικρατεῖ:

Ἕνας λαός, πού καταψηφίζει τόν ἀναμάρτητο Ἰησοῦ καί ψηφίζει τήν ἀθώωση τοῦ Βαραββᾶ, πού ἐκλέγει ὡς ἡγέτη του τήν «ράμνον» (βλ. Κρ 9,14-15), δέν δικαιοῦται νά κλαίει, ὅταν τά ἀγκάθια τῆς ράμνου τόν κατατρυποῦν.

Ἕνας λαός, πού δολοφονεῖ τόν ἅγιο Κυβερνήτη, τόν Ἰωάννη Καποδίστρια, χαράματα Κυριακῆς, στήν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καθώς μέ τήν σύνοψη στό χέρι πήγαινε νά παρακολουθήσει τήν θεία Λειτουργία, δέν δικαιοῦται νά διαμαρτύρεται, ὅταν τύραννοι καί ἐκμεταλλευτές τόν ποδοπατοῦν.

Ἕνας λαός, πού ἀσυλλόγιστα παραδίδεται στήν δημαγωγική πλεκτάνη, πού βαυκαλίζεται μέ τό σύνθημα «Λαοκρατία» καί «Ὅ,τι θέλει ὁ λαός», ἐνῶ περιφρονεῖ τό σύνθημα τοῦ Εὐαγγελίου «Χριστοκρατία» καί «Ὅ,τι θέλει ὁ Χριστός», εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν κατάντια του.

Ἕνας λαός πού ὠθεῖ τά εὐφυῆ παιδιά του νά σπουδάσουν διάφορες ἐπιστῆμες γιά νά πλουτίσουν καί νά καλοπεράσουν, ἐνῶ γιά τήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιλέγει τά «ἀχαμνά», δέν μπορεῖ νά κουτσομ- πολεύει καί νά κατακρίνει τούς ἀνάξιους κληρικούς.

Ὡς ἐπίσκοπος δεχόταν στό γραφεῖο του ὅλους τούς ἀξιωματούχους (στρατηγούς, ὑπουργούς, νομάρχες κτλ.) καί δημοσίους ὑπαλλήλους, πού ἔφθαναν στήν Φλώρινα.

Μέ ἀγωνία γιά τήν δημογραφική γήρανση τῆς χώρας μας ἔκανε σέ ὅλους τό ἐρώτημα: «Πόσα παιδιά ἔχετε;». Κι ὅταν ἔπαιρνε τήν ἀπάντηση «ἕνα» ἤ «δύο», τούς μιλοῦσε αὐστηρά, μέ πόνο: «Ἡ πατρίδα σᾶς τιμᾶ μέ ὑψηλά ἀξιώματα καί θέσεις κι ἐσεῖς τήν καταντήσατε γηροκομεῖο, πού γρήγορα θά γίνει νεκροταφεῖο. Κι ἔπειτα τραγουδᾶτε “Ἡ Ἑλλάδα ποτέ δέν πεθαίνει”. Nτροπή!».

Μέ συγκίνηση θυμόταν ἕναν στρατηγό, τόν ὁποῖο ἤλεγξε, διότι εἶχε μόνο δύο παιδιά. Μέ συναίσθηση ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἔχετε δίκαιο, σεβασμιώτατε! Ὁ πατέρας μου εἶχε 16 παιδιά». Μέ ἐνδιαφέρον ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος τόν ρώτησε: «Καί πῶς τά μεγάλωσε;». Ἡ ἀπάντηση ἦταν: «Μέ τήν πίστη στόν Μεγαλοδύναμο». Δάκρυσε ὁ ἐπίσκοπος!

Δέν θά συνεχίσω τήν ἀπαρίθμηση περιστατικῶν καί γεγονότων, ὅπου πρωτοστατεῖ ἡ προφητική καί ἀποστολική προσωπικότητα τοῦ π. Αὐγουστίνου. Θά χρειαζόταν ἄλλωστε πάρα πολλές σελίδες. Κλείνοντας θά ἀρκεσθῶ μόνο σέ μία διαπίστωση: Ἀσφαλῶς δέν εὐοδώθηκαν ὅλοι οἱ ἀγῶνες τοῦ πύρινου μαχητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ὅμως ποτέ δέν τόν ἀπογοήτευσε. Τό σύνθημά του ἦταν· «Πίστις-ἀγών-νίκη» καί «Ὁ ἀγωνιστής εἴτε νικᾶ εἴτε νικιέται εἶναι νικητής», διότι «ὁ ἀγώνας εἶναι τῶν ἀνθρώπων, τό ἀποτέλεσμα τοῦ Θεοῦ».

Καθώς βρίσκεται ἤδη κοντά στόν Θεό ὁ ἀγωνιστής ἱεράρχης μέ τήν προφητική παρρησία, πιστεύουμε ὅτι θά τοῦ ζητήσει νά μή λείψουν οἱ συνεχιστές τῶν μεγάλων ἀγώνων του. Καί βέβαια, εἶναι ἀνεπανάληπτη ἡ ἀγωνιστική μορφή τοῦ π. Αὐγουστίνου, εἶναι ὅμως ζωντανή ἡ πίστη του καί ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ἁγνῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτή τήν ὀρθόδοξη πίστη νά μείνουμε σταθεροί καί ἀφοσιωμένοι, μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου γέροντα.

Ορθόδοξος Τύπος 29/10

Αναβάσεις

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Είναι να μη θαυμάσει κανείς το μέγεθος της παρρησίας του μακαριστού επισκόπου;Και είναι να μη μελαγχολήσει κανείς με τη διάδοχο κατάσταση στη μητρόπολη Φλώρινας όπου κυριαρχεί η αφωνία κι ο συμβιβασμός;

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com