Κάθε χρόνο τέτοια εποχή είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε την ίδια παράσταση. Βλέπουμε το ίδιο έργο -μαυρόασπρο και ανούσιο- να επαναλαμβάνεται καθεχρονικά. Ο λόγος, για τα όσα αφορούν τα αποτελέσματα των παγκυπρίων εξετάσεων και τα ψευτοκλάματα που γίνονται για τους βαθμούς που βρίσκονται κάτω από τη βάση. Μεγάλο ψευτομοιρολόι, συζήτηση, αλλά και φλυαρία γίνεται κυρίως για τα αποτελέσματα των Νέων Ελληνικών, στα οποία υποχρεωτικά παρακάθονται όλοι οι τελειόφοιτοι των Λυκείων μας. Όπως φαίνεται και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ο μέσος όρος της βαθμολογίας στα Νέα Ελληνικά, αν και βελτιωμένος, εντούτοις βρίσκεται κάτω από τη βάση, (9,95 φέτος, 9,53 το 2009, 9,76 το 2008 και 8,08 το 2007).
Κάποιος λογικά θα έλεγε πως από το 2007 μέχρι το 2010 υπήρξε σημαντική πρόοδος στα αποτελέσματα. Όμως δεν είναι έτσι. Τυχόν τέτοια προσέγγιση οδηγεί στον εφησυχασμό. Για να διορθώσουμε το πρόβλημα, πρέπει να το παραδεχθούμε. Και η γενική παραδοχή δεν μπορεί να είναι άλλη από το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό σύστημα -παρά τις επίμονες προσπάθειες αρκετών συνειδητοποιημένων φιλολόγων- απέτυχε να διδάξει σωστά το γλωσσικό μάθημα στους μαθητές. Το θέμα της σωστής διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών δεν είναι υπόθεση μόνο των φιλολόγων ή μόνο της Γ’ Λυκείου. Είναι υπόθεση ολόκληρης της Παιδείας, συμπεριλαμβανομένης και της Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Για να φθάσουμε σε σωστά αποτελέσματα, πρέπει να κτίσουμε από χαμηλά, φτιάχνοντας πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα σωστά θεμέλια. Και αυτή η ευθύνη ανήκει σ’ όσους ηγούνται της παιδείας και σ’ όσους έχουν την ευθύνη για το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό στόχων και επιδιώξεων.
Χωρίς να μέμφομαι κανέναν, θα υπενθυμίσω πως κάθε Σεπτέμβρη, όταν θα ανοίξουν τα γυμνάσια, θα πληροφορηθούμε από τον καθημερινό Τύπο πως, εκατοντάδες μαθητές που έχουν ολοκληρώσει τη Δημοτική Εκπαίδευση είναι αναλφάβητοι. Αυτό το στοιχείο δεν είναι άσχετο με το ευρύτερο θέμα της σωστής γνώσης και της σωστής διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
Δεύτερον εξίσου σημαντικό. Συνειδητά ή άλλως πως αφήσαμε τη γλώσσα μας να «μπασταρδέψει», αφού την κάναμε άνω - κάτω, παντρεύοντάς την με την Αγγλική. Στους περισσότερους είναι πιο εύκολο να πετάξουν ένα «οκ» παρά να σου πουν εντάξει, ή προτιμούν να μας λένε «μπάι - μπάι» παρά το γνήσιο ελληνικό γεια ή χαίρετε.
Το ευχαριστώ που ηχεί τόσο ωραία έγινε «θενκ γιου». Στο μεγάλο και κορυφαίο ζήτημα της σωστής χρήσης της ελληνικής γλώσσας ξεπεράσαμε κάθε όριο. Ξεπεράσαμε αισίως και τη δωδεκάτη, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται να ληφθούν μέτρα εδώ και τώρα.
Έχω την άποψη και το είπα πάρα πολλές φορές -χωρίς βέβαια να διεκδικώ είτε το αλάθητο είτε τον τίτλο του ειδικού- πως το πλέον αποδοτικό μέτρο που θα βελτιώσει τα πράγματα είναι η επαναφορά του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στη σωστή τους βάση και στη σωστή τους διάσταση. Τα Αρχαία Ελληνικά και η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε ο παγκόσμιος πολιτισμός.
Οι ξένοι τα σέβονται, τα μαθαίνουν, τα αγαπούν, τα διδάσκουν. Τα τιμούν σε μόνιμη και καθημερινή βάση. Εμείς εδώ στην Κύπρο, με τόσους πολλούς σοφούς να ασχολούνται με τα θέματα της παιδείας, κουτσουρέψαμε το κορυφαίο αυτό μάθημα. Μειώσαμε δυστυχώς τις ώρες διδασκαλίας των Αρχαίων από τα σχολεία και τώρα ψάχνουμε το λάθος. Στις 26 Ιουνίου 2008, ο υπουργός Παιδείας Ανδρέας Δημητρίου, σε δηλώσεις του σε καθημερινή πρωινή ραδιοφωνική εκπομπή, μιλώντας για τα τότε αποτελέσματα των Νέων Ελληνικών, τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς των Αρχαίων Ελληνικών στη σωστή τους βάση. Επρόκειτο για μια σωστή υπουργική δήλωση, που 24 μήνες από τότε που έγινε, φαίνεται πως βρίσκεται ως επιταγή χωρίς αντίκρισμα, πεταμένη σε κάποιον κάλαθο του Υπουργείου Παιδείας.
Δύο απλές εισηγήσεις
Τούτων λεχθέντων, δύο απλές εισηγήσεις:
Πρώτον, ο υπουργός Παιδείας, με τη σύμφωνη γνώμη του Συνδέσμου Ελλήνων Φιλολόγων και με συνοπτικές διαδικασίες, να αυξήσει τις ώρες διδασκαλίας των Αρχαίων στα σχολεία μας.
Δεύτερον, να απαγορευτεί οι υποψήφιοι να δίδουν λευκή κόλλα στο μάθημα των Νέων Ελληνικών. Η λογική που λέει πως κάποιοι δεν έχουν στόχους και δεν τους ενδιαφέρει το μάθημα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Το μάθημα των Νέων Ελληνικών πρέπει να ενδιαφέρει όλους. Είναι μάθημα παιδείας και πρέπει να γράφουν όλοι. Χρειαζόμαστε τομές. Αν αυτές δεν γίνουν τώρα, θα ζούμε στη γλωσσική μας φτώχια και πνευματικά μίζεροι θα περιμένουμε τον επόμενο Ιούνιο, για να χύσουμε εκ νέου τα κροκοδείλια δάκρυά μας.
«Σημερινή»18/07/2010 -Χρίστος Καρύδης, Οικονομολόγος-- Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου