Α) Η Εκκλησία μας αποτελείται από κλήρο και λαό. Ούτε μόνο από τον κλήρο (κληρικοκρατία) ούτε μόνο από το λαό (λαοκρατία). Είναι και τα δυό. Το συναμφότερον. Ασφαλώς υπάρχει το προβάδισμα του κλήρου. Βεβαίως υπάρχουν ποιμένες και πρόβατα. Όμως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ενώπιον του Αρχιποίμενος Χριστού είμαστε όλοι πρόβατα». Οι λαϊκοί οφείλουν υπακοή στους ηγουμένους τους, διότι αυτοί αγρυπνούν για τις ψυχές, μια και θα δώσουν λόγο στο Θεό. Δε συμφέρει σε μάς να επιτελούν το έργο της σωτηρίας μας στενάζοντες εξ αιτίας μας, όπως λέγει ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής (Εβρ. Ιγ΄17) Επίσης ο ίδιος ο Κύριός μας είπε ότι όποιος αθετεί και απορρίπτει τους Μαθητές και Απεσταλμένους Του, αθετεί τον Ίδιο τον Χριστό (Λουκ. Ι΄ 16).
Πράγματι είναι μεγάλο αμάρτημα η ανυπακοή στο Χριστό και τους Αποστόλους Του. Αλλά είναι εξίσου αμάρτημα πελώριο να είναι κάποιοι ψευδαπόστολοι και να μη διδάσκουν τον κόσμο «όσα ενετείλατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. Κη΄20), αλλά να ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον Διδάσκαλο, να κηρύσσουν δικά τους πράγματα ως Ευαγγέλιο και θείο λόγο, τη στιγμή πού δεν είναι παρά «εντάλματα και διδασκαλίαι ανθρώπων» (Κολ. Β΄22) και δή αποκυήματα παθών και εγωϊσμού. Γιατί πολλοί ξεχνούν τον λόγο του Παύλου «αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. Α΄8); Δηλαδή με άλλα λόγια, όλοι πρέπει να υπακούμε στην αλήθεια, στο Ευαγγέλιο και το Χριστό. Διαφορετικά η υπακοή σ΄ ένα άνθρωπο λόγω αξιώματος γίνεται προσωπολατρεία και δεν μεταβαίνει ως υπακοή στο Χριστό τη στιγμή μάλιστα που συνειδητά επιλέγουμε τά λόγια των ανθρώπων από την αλήθεια του Θεού.
Β) Μέσα στην Εκκλησία του Θεού όλοι έχουν τη θέση τους. Το τεκμήριο όμως της αληθείας δε δόθηκε σ’ έναν άνθρωπο, όποιο αξίωμα κι αν έχει, όσο άγιος κι είναι, αλλά στο σύνολο, στο λαό. Μπορεί σε συγγράμματα κάποιων πατέρων να στηρίχτηκαν αποφάσεις συνόδων, όμως «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» και η συμφωνία των Πατέρων επεκύρωσε τά συγγράμματα και έβγαλε τις αποφάσεις. Τι λέγει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του για τη διαφωνία του με τον Πέτρο: «κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην, ότι κατεγνωσμένος ήν» (Β΄11); Το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ. Γ΄15) κι όχι ένας μόνο άνθρωπος. Μάλιστα δε στην πρώτη Εκκλησία, κατά τη διάρκεια της ομιλίας κάποιου Αποστόλου επέπιπτε το Πνεύμα και φώτιζε κάποιον απλό χριστιανό, αμέσως τούδιναν το λόγο και σιωπούσε ο Απόστολος. Γι αυτό κι ο θείος Παύλος συνιστά στους Θεσσαλονικείς «το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε» (Α΄Θεσ. Ε΄ 19) Ερμηνεία: «Μη παρεμποδίζετε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και μη ματαιώνετε την φανέρωσίν των. Μη περιφρονήτε τας προφητείας, τας οποίας το Αγιον Πνεύμα δια του χαρίσματός του εμπνέει εις διάφορα μέλη της Εκκλησίας» (Παν.Ν.Τρεμπέλας).
Γ) Ένα δε από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι και το διδασκαλικόν, ως μετοχή στο Σώμα της Εκκλησίας και στο Τρισσό αξίωμα του Χριστού. Κάθε βαπτισμένο και μυρωμένο μέλος της Εκκλησίας έχει την γενική Ιερωσύνη και μετέχει στο αρχιερατικό, στο βασιλικό και διδασκαλικό-προφητικό αξίωμα του Χριστού, ο Οποίος βεβαίως είναι ο απόλυτος Διδάσκαλος, Καθηγητής, Πατήρ και Μέγας Αρχιερεύς (Ματθ. Κγ΄ 8 κ. εξ, Εβρ. Δ΄14). Αραγε, κάθε μέλος της Εκκλησίας αυτεπάγγελτα μπορεί να μεταδίδει την πίστη και να ομολογεί μόνο του ή σε συνεργασία με άλλους πιστούς συλλογικά τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Εξ ού και οι ιεραποστολικοί σύλλογοι και οι αδελφότητες δια μέσου των αιώνων, συστήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη Δογματική Αλήθεια της Εκκλησίας μας και τη Θεολογική επιστήμη ακραιφνώς Εκκλησιαστικά (+Ιωάν. Καρμίρης, Γνωμάτευση της Θεολογικής Σχολής Αθηνών το 1974), έστω κι αν έρθη σε δεύτερη φάση ο Επίσκοπος να επικυρώση και εγκρίνη ή διορθώση τα κηρυττόμενα υπό των μελών και των Συλλόγων, κατόπιν εξετάσεως και επισταμένης επισκοπήσεως.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ίδρυση της Εκκλησίας της Ρώμης υπό εμπόρων χριστιανών, όπου μετά πήγε ο Απόστολος Παύλος και καθιέρωσε και συστηματοποίησε την Εκκλησία και χειροτόνησε και εγκατέστησε Κληρικούς, όπως έκανε άλλωστε παντού.
Είναι ακόμη η προσέλκυση στο Χριστό και η διεξοδικότερη κατήχηση του Απολλώ από το ζεύγος Ακύλα και Πρισκίλλης, ο οποίος μετά ανεδείχθη σε συνεργάτη του Πρωτοκορυφαίου (Πράξ. ιη΄24-28).
Είναι επίσης η περίπτωση του ίδιου του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος άρχισε το Κήρυγμα και μετά ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα να δη τον Πέτρο (Γαλ. Α΄18) και τους «δοκούντας στύλους είναι τη Εκκλησία, [Ιάκωβον, Κηφάν και Ιωάννην, οι οποίοι] δεξιάς έδωκαν Παύλω και Βαρνάβα, ιδόντες ότι πεπίστευται το Ευαγγέλιον» (Γαλ. Β΄7-9). Και τούτο διότι «πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. Β΄6), αλλά το «το Πνεύμα όπου θέλει πνεί» (Ιωάν. Γ΄8). Είναι δε εν προκειμένω πολύ σχετική η προφητεία του Ιωήλ, η αναφερομένη στο μέγιστο γεγονός της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄ 17-21),όπως και η ρήση του Κυρίου «και έσονται πάντες διδακτοί Θεού» (Ιωάν στ΄45).
Δ) Γράφει βεβαίως ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος τα γνωστά για τη θέση του Επισκόπου μέσα στην Εκκλησία, ότι «όπου ο Επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία», ότι είναι η ορατή εικών του αοράτου Χριστού, εις τόπον και τύπον Χριστού και ότι τίποτε δεν μπορεί να κάνη κανείς λάθρα του Επισκόπου, διότι τότε «τω διαβόλω λατρεύει». Πολλοί επικαλούνται επιπόλαια τη θέση αυτή του θεοφόρου ανδρός, ο οποίος προσπαθούσε να συνενώση γύρω από τον Επίσκοπο τους Χριστιανούς που κινδύνευαν να παρασυρθούν από τις αιρέσεις. Όμως ο άγιος Πατέρας τονίζει συγχρόνως και ποίο πρέπει νάναι το ήθος του Επισκόπου. Πρέπει νάναι ήθος Χριστού, η επικοινωνία του, επικοινωνία με όλους, πλήρης αδελφικής κατανοήσεως και αγάπης και ουχί, όπως λέγει και ο Πέτρος, «καταπιεστική και αισχροκερδής ως κατακυριεύων των κλήρων» (Α΄Πέτρ. Ε΄3). Οπου ο Επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία, αλλά δεν είναι μόνο ο Επίσκοπος η Εκκλησία. Μπορεί να είναι ο Πρώτος, δεν είναι όμως ο Μονάρχης. Επίσκοπος, Τίμιον Πρεσβυτέριον και Ιερά Διακονία όλοι, μαζί με τον ευσεβή λαόν συναποτελούν το Σώμα της Εκκλησίας με Κεφαλήν Τον Χριστόν «και χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται», λέγει πάλι χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος (Αρχιμ. Λεωνίδου Διαμαντοπούλου, Εκκλησία και Θρησκευτικαί Οργανώσεις, Αθήνα 1998, σελ. 6-7).
Μη ξεχνάμε ποτέ ότι «ψήφω κλήρου και λαού» εκλέγεται ο Επίσκοπος. (Περίπτωση Ηρακλείδου, διαδόχου αγ. Αυγουστίνου Ιππώνος). Ο λαός του Θεού εκλέγει και η Σύνοδος των Αρχιερέων χειροτονεί. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι πολύ σαφής όσον αφορά τη θέση και σχέση του Επισκόπου με το λαϊκό στοιχείο. Λέγει προς το Εκκλησίασμα και ακροατήριό του: «χωρίς υμών ουδέν εργάσομαι» (Ιωάν. Χρυσ. Εις Τίτον, Ομιλία 2,2. Μ. 62,672). Αλλά και μέσα στην Αγία Γραφή είναι πολύ σημαντική και συμμετοχική η θέση των λαϊκών [πρβλ. εκλογή 7 διακόνων, Πράξ. στ΄ 3-6, και πρώτη Αποστολική Σύνοδος Πράξ. ιε΄22]. Φαίνεται καθαρά, όπως είπαν και οι Πατριάρχαι της Ορθοδοξίας προς τον Πάπαν το 1848, «φύλαξ και φρουρός της Πίστεως και της Εκκλησίας είναι ο πιστός Λαός», πού επικυρώνει ή ακυρώνει Συνόδους και αναδεικνύει ακόμη και τους αγίους. Ξεχνάμε πως μετά την Σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας 1438-9 ο λαός στην Βασιλεύουσα υπεδέχθη ως άγιο και ομολογητή τον Επίσκοπον Εφέσου Μάρκον τον Ευγενικόν και κατέκρινε τους υπογράψαντες την Ψευδοένωση; Ξεχνάμε πως μετά τις μονοφυσιτικές έριδες, όπου είχαμε και θύματα οι Ορθόδοξοι, ο λαός έκλεισε τις πύλες του Ναού και δεν άφηνε τον ιθύνοντα Κλήρον να εξέλθη προτού αποκαταστήση τους «μακαρία τη λήξει γενομένους» πρωταγωνιστές της Ορθοδοξίας και τις Τέσσερες Οικουμενικές Συνόδους; (Πρακτικά της επί Πατριάρχου αγ. Μηνάς Ενδημούσης Συνόδου της Κων/λεως το 536 μ.Χ., εν Η Αίρεσις των Μονοφυσιτών Αντιχαλκηδονίων, Εκδ. «Ορθ. Κυψέλη» Θεσ/κη 1997).
Ε) Κατακλείομε τα ανωτέρω με μία πολύ χαρακτηριστική φράση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου : «Εγώ μεν είς ειμί, υμείς δε πολλοί και δυνήσεσθε πάντες, όσοι εστε, είναι διδάσκαλοι. Δι’ ό παρακαλώ μη αμελείτε του χαρίσματος τούτου. Ουδέν μέγα εστί του γενέσθαι διδασκάλους της Οικουμένης» (Προς τους μη απαντήσαντας, 3. Μ.51,176, Εις Εβρ. Ομιλ. 30,2. Μ. 63, 120 κ.ε. Εις Πράξ. Ομιλ. 8,3. Μ. 60,74)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου