Ανατροπή τής φυσικής σειράς
Η συζήτηση γιά τήν μετάφραση τών λειτουργικών κειμένων στήν νέα ελληνική γλώσσα θέτει πολλά ζητήματα, τά οποία αποκαλύπτουν διαφοροποιήσεις ως πρός τήν σημασία τής λογικής λατρείας, αλλά καί ως πρός τήν ποιμαντική –τήν κατήχηση– τού πληρώματος τής Εκκλησίας.
Έχουν γραφή πολλά κείμενα πού εκφράζουν διάφορες απόψεις γιά τό θέμα. Από όσα έχουν γραφή θά καταγράψουμε δύο δικά μας συμπεράσματα.
Τό πρώτο είναι, ότι η τελετουργία τών μυστηρίων τής Εκκλησίας, ιδιαίτερα τής Θ. Λειτουργίας, φαίνεται ότι θεωρείται από τούς υποστηρικτές τής μετάφρασης τών λειτουργικών κειμένων σάν ένα μέσο κατήχησης τών αμυήτων. Γι’ αυτό κατά τήν γνώμη τους η γλώσσα τής τελετουργίας θά πρέπει νά είναι απλή, νά μήν έχη άγνωστες λέξεις, ώστε ό,τι λέγεται νά γίνεται αμέσως κατανοητό.
Όμως στήν Θ. Λειτουργία ο πιστός πηγαίνει γιά νά συμμετάσχη σέ μιά τελετή πού γνωρίζει, σέ ένα μυστήριο στό οποίο έχει μυηθή. Οι θύρες τής Θ. Λειτουργίας είναι κανονικά κλειστές γιά τούς αμυήτους. Αυτό άλλωστε μάς τό επιβάλλει η ίδια η τελετή τής Θ. Λειτουργίας. «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε... μή τις τών κατηχουμένων» Καί πρίν από τήν ομολογία τής πίστεως ο διάκονος εκφωνεί: «Τάς θύρας, τάς θύρας εν σοφία πρόσχωμεν».
Ουσιαστικά, λοιπόν, εδώ γίνεται μιά ανατροπή τής φυσικής σειράς τών πραγμάτων. Κατηχούμαστε γιά νά μπορούμε νά μετέχουμε «εν σοφία» καί εν «πνεύματι» στήν Θ. Λειτουργία. Δέν πηγαίνουμε στήν Θ. Λειτουργία γιά νά κατηχηθούμε.
Έχουν γραφή κείμενα πού περιγράφουν μεθόδους κατήχησης, μέ τίς οποίες υπερβαίνεται τό προβαλλόμενο εμπόδιο τής γλώσσας.
Τό δεύτερο συμπέρασμα, πού συναρτάται μέ τά προηγούμενα, είναι ότι έχει γίνει φανερή η ανάγκη νά ξαναδούμε κάποια πατερικά κείμενα, όπως τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου καί τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού (καί μέσα από αυτά όλη τήν αποστολική καί πατερική παράδοση), ώστε νά μπορούμε νά ζούμε λειτουργικά ως Ορθόδοξοι τόν πραγματικό εαυτό μας.
Τά κείμενα αυτά βέβαια πρέπει νά τά ξαναδούμε όχι γιά ακαδημαϊκή επεξεργασία, αλλά γιά νά επανατοποθετηθούν ως ποιμαντικά μας θεμέλια.
Η γλώσσα τής Λατρείας
Η γλώσσα τής λατρείας δέν είναι η γλώσσα τής καθημερινότητας. Συναπαρτίσθηκε από τά «ρήματα» μέ τά οποία οι θεούμενοι εξέφρασαν τήν θεοπτική εμπειρία τους. Είναι οι κατάλληλες λέξεις, πού οι σημασίες τους μπορούσαν νά γίνουν ο κτιστός αγωγός τής διδασκαλίας τού Αγίου Πνεύματος. Κάθε λέξη ερεθίζει τόν νού καί τού δημιουργεί εικόνες καί συναισθήματα ανάλογα μέ τήν σημασία μέ τήν οποία έχουν φορτισθή από τήν κοινή εμπειρία τών ανθρώπων. Η λατρεία, λοιπόν, πού θέλει νά υψώση τόν νού πάνω από τά γήινα, δέν μπορεί νά εξαντλήται σέ λέξεις τής κοινής ενδοκοσμικής ανθρώπινης πείρας. Αναγκαστικά, γιά νά οδηγή στήν λατρεία τού Θεού καί όχι τών κτισμάτων, χρησιμοποιεί φιλοσοφικούς καί εξειδικευμένους θεολογικούς όρους, πού βοηθούν τόν νού νά αποσπάται από τά «ρέοντα».
Φυσικά αυτοί οι όροι είναι ένα από τά αντικείμενα τής κατήχησης, πού είναι μύηση στό μυστήριο τής Εκκλησίας.
«Εκκλησιαστική Παρέμβαση»- Μάϊος 2010 - π.Θ.Α.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου