Μαρία ἡ Μαγδαληνή
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού εἶδε τόν ἀναστημένο Κύριο εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, μία μαθήτρια τοῦ Κυρίου πού πολύ ἔχει παρεξηγηθεῖ. Οἱ ἑρμηνευτές τῆς Δύσεως ἔχουν πέσει σέ φοβερές παρανοήσεις σχετικά μέ τό πρόσωπο αὐτό. Τήν ταύτισαν μέ τή Μαρία τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου καί, ἀργότερα, μέ τήν πόρνη πού ἀναφέρεται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο ὅτι μετανόησε καί ἄλειψε μέ μύρα τόν Ἰησοῦ (7,36-50). Τέλος, εἶπαν ὅτι τά ἑπτά δαιμόνια ἀπό τά ὁποῖα τήν ἐλευθέρωσε ὁ Ἰησοῦς εἶναι τά ἑπτά θανάσιμα ἁμαρτήματα. Πάρα πολλά ἔχουν γραφεῖ γιά τή Μαρία τή Μαγδαληνή. Ὑπάρχει μιά ὁλόκληρη φιλολογία στή Δύση σχετική μ᾿ αὐτήν, ἡ λεγόμενη Μαγδαληνολογία.
Στίς μαρτυρίες πού ἔχουμε ἀπό τήν Καινή Διαθήκη γιά τή Μαρία τή Μαγδαληνή φαίνεται ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ Μαρία εἶχε τό ἐπίθετο Μαγδαληνή, διότι καταγόταν ἀπό μιά περιοχή τῆς Γαλιλαίας πού λεγόταν Μάγδαλα. Ἐπίσης τά Εὐαγγέλια μᾶς δίνουν τήν πληροφορία ὅτι ἡ Μαρία βασανιζόταν ἀπό ἑπτά δαιμόνια ἀπό τά ὁποῖα τήν ἐλευθέρωσε, τή θεράπευσε ὁ Κύριος. Μετά τή θεραπεία της ἡ Μαρία ἔμεινε παρθένος καί ἀκολούθησε τόν Κύριο. Εἶναι μία ἀπό τίς πιό πιστές, τίς πιό ζηλώτριες μαθήτριές του. Ἀναφέρεται ὅτι διακονοῦσε μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες τόν Κύριο κι ἔμεινε κοντά του σέ ὅλη τή δράση του, ἀκόμη καί στή σταύρωση καί στήν ταφή του.
Ὅσο γιά τήν ἡλικία της, θά πρέπει νά ἦταν περίπου 60 χρόνων. Βέβαια αὐτό δέν ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια, εὔκολα ὅμως μπορεῖ νά τό συμπεράνει κανείς ὡς ἑξῆς: Ἡ Μαρία πάντοτε ἀναφέρεται ὡς ἀρχηγός τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἦταν μητέρες μαθητῶν του, ἦταν δηλαδή ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό 50 ἤ 60 ἐτῶν. Ἄρα ἡ ἀρχηγός τους θά ἦταν τουλάχιστον τῆς ἡλικίας τους, ἄν δέν ἦταν μεγαλύτερη.
Χαράματα στόν τάφο
Ἡ Μαρία, ἡ πιστή καί ἀφοσιωμένη μαθήτρια τοῦ Κυρίου, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Ἰω 20,1), δηλαδή τήν πρώτη μέρα τῆς ἑβδομάδος πού λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὀνομάστηκε ἀπό τότε Κυριακή, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν σκοτάδι, ἦρθε νά δεῖ τόν τάφο τοῦ Κυρίου. Ἦταν γύρω στίς 16 τοῦ ἑβραϊκοῦ μήνα Νισάν, δηλαδή ἀρχές Ἀπριλίου. Τήν ἐποχή αὐτή στήν Παλαιστίνη ὁ ἥλιος ἀνατέλλει κατά τίς 5.30 π.μ. Ἡ Μαρία ἔφθασε στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ λίγο πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, δηλαδή τουλάχιστον στίς 5 τό πρωί, ὅταν τό σκοτάδι δέν εἶχε ἀκόμη ἐντελῶς διαλυθεῖ.
Γιά ποιό λόγο ἦρθε ἀπό τά χαράματα στόν τάφο τοῦ Διδασκάλου; Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης δέν ἀναφέρει τό σκοπό τῆς ἐπισκέψεώς της· οἱ ἄλλοι ὅμως εὐαγγελιστές λένε ὅτι ἦρθε κι αὐτή ὅπως καί οἱ ἄλλες μυροφόρες γιά ν᾿ ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου (βλ. Μθ 28,1· Μρ 16,1-2). Ἡ μύρωση ἦταν νεκρικό ἔθιμο τῶν ἰουδαίων. Ἐπειδή οἱ τάφοι δέν ἔκλειναν καλά τότε, ἀνέδιδαν ἄσχημες μυρωδιές, γι᾿ αὐτό οἱ συγγενεῖς τῶν νεκρῶν πήγαιναν καί τούς μύρωναν. Ἡ πράξη αὐτή ἦταν ἔθιμο ἀνάλογο μέ τό δικό μας τρισάγιο.
Ἡ Μαρία ξεκίνησε μαζί μέ τίς ἄλλες μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Ἔρχονταν στόν τάφο γιά νά δείξουν τήν ἀγάπη τους πρός τό νεκρό σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ἐναγώνια καί ἀτρόμητη ἡ Μαρία προπορεύθηκε καί ἔφθασε μόνη της στό μνῆμα. Μποροῦμε νά φαντασθοῦμε πόσο μεγάλη θά ἦταν ἡ ἔκπληξή της, ὅταν εἶδε «τόν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου» (Ἰω 20,1), τό λίθο κυλισμένο ἀπό τό μνημεῖο. Τί εἶχε συμβεῖ;
Ἡ Ἀνάσταση
Ὅταν ἔφθασε στόν τάφο ἡ Μαρία, ὁ Κύριος εἶχε ἤδη ἀναστηθεῖ. Βέβαια, τά Εὐαγγέλια δέν περιγράφουν τήν Ἀνάσταση, διότι δέν τήν εἶδε κανείς. Περιγράφουν μόνο τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Συνδυάζοντας ὅμως τίς σχετικές εὐαγγελικές πληροφορίες μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς περίπου ἔγινε ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ τάφος ἦταν κατάκλειστος. Οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, ὅπως ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (27,62-66), τήν ἄλλη μέρα μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου, παρουσιάστηκαν στόν Πιλᾶτο καί ζήτησαν νά τούς ἐπιτρέψει νά βάλουν φρουρά στόν τάφο, διότι φοβοῦνταν μήπως κλέψουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου οἱ μαθητές του. Ἔβαλαν, λοιπόν, φρουρά γιά νά φυλάγει τόν νεκρό. Ἀλλά ἐπειδή δέν εἶχαν ἐμπιστοσύνη στούς φρουρούς καί φοβοῦνταν μήπως κανείς ἀπό αὐτούς πληρωθεῖ ἀπό τούς μαθητές καί κλέψει τό νεκρό σῶμα, ἀσφάλισαν τόν τάφο (βλ. Μθ 27,66). Τόν ἔζωσαν, δηλαδή, μέ σχοινιά καί στό ἕνωμα τῶν σχοινιῶν, στούς κόμπους, ἔβαλαν βουλοκέρι μέ τή σφραγίδα τους. Κανείς δέν θά μποροῦσε νά ἀνοίξει τόν τάφο χωρίς νά καταστρέψει τίς σφραγίδες. Ἑπομένως θά γινόταν ἀντιληπτή κάθε ἀπόπειρα κλοπῆς τοῦ νεκροῦ σώματος.
Ὁ Ἰησοῦς ἔγινε ἄφαντος μέσα ἀπό τόν τάφο χωρίς κανείς νά καταλάβει ὅτι ἀναστήθηκε. Βγῆκε ἀοράτως ἀπό τόν τάφο χωρίς νά μετακινηθεῖ καθόλου ὁ λίθος, χωρίς νά πειραχτοῦν οἱ σφραγίδες. Γι᾿ αὐτό ψάλλουμε τό Πάσχα: «Φυλάξας τά σήμαντρα σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου», πού σημαίνει: «Χριστέ, ἀναστήθηκες καί βγῆκες ἀπό τόν τάφο διατηρώντας τίς σφραγίδες σῶες», χωρίς νά πειράξεις τά σχοινιά καί τό βουλοκέρι.
Ἐπίσης τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν τίποτε γιά τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως. Ὑποθέτω πώς ἔγινε κατά τήν τέταρτη φυλακή τῆς νυκτός, δηλαδή 3.00π.μ. - 6.00π.μ.· ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ἔμεινε στόν τάφο καί μερικές ὧρες ἀπό τήν τρίτη ἡμέρα, γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ προφητεία τῆς τριημέρου ταφῆς του, ἡ ὁποία βέβαια δέν ἐννοεῖ τρία ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Ὁ τάφος, λοιπόν, ἦταν γιά ὥρα πολλή ἤ γιά ὧρες ἄδειος καί οἱ στρατιῶτες φύλαγαν ἄδειο τάφο νομίζοντας ὅτι ὁ νεκρός εἶναι μέσα.
Τό κενό μνῆμα
Ἔτσι εἶχαν τά πράγματα, ὅταν κατά τίς 5 τό πρωί πλησίασαν στόν τάφο οἱ γυναῖκες γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα. Στό δρόμο ἀναρωτιόταν· «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον;» (Μρ 16,3), ποιός θά μᾶς κυλίσει τή βαρειά πλάκα; Δέν ἤξεραν ὅτι οἱ φαρισαῖοι εἶχαν ἐγκαταστήσει φρουρά. Στό μεταξύ ἔγινε σεισμός καί ἄγγελος Κυρίου ἔρριξε κάτω τήν πλάκα, γιά νά φανεῖ ὁ ἄδειος τάφος. Οἱ στρατιῶτες τρόμαξαν ἀπό αὐτά τά ἔκτακτα καί φοβερά συμβάντα καί «ἐγένοντο ὡσεί νεκροί» (Μθ 28,4), ἔχασαν τίς αἰσθήσεις τους. Ὅταν συνῆλθαν θά ἔτρεξαν νά φύγουν. Μόνο μερικοί, «τινές τῆς κουστωδίας» (Μθ 28,11) ἦρθαν γιά νά ἀναγγείλουν τά γενόμενα στούς ἀρχιερεῖς.
Ἔφυγαν οἱ στρατιῶτες, γι᾿ αὐτό οἱ γυναῖκες δέν βρῆκαν κανέναν στόν τάφο. Ἡ Μαρία πού εἶχε φθάσει πρίν ἀπό τίς ἄλλες μαθήτριες, μόλις εἶδε τόν τάφο ἄδειο, ταράχτηκε, διότι ὑπέθεσε ὅτι κάποιος εἶχε κλέψει τό σῶμα τοῦ ἀγαπημένου της νεκροῦ. Ποτέ δέν φαντάστηκε ὅτι ἦταν δυνατόν ν᾿ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Τήν ἀγωνία καί τό φόβο της αὐτό τρέχει ν᾿ ἀνακοινώσει στόν Πέτρο καί στόν Ἰωάννη.
Τρέχουν κι αὐτοί στό μνῆμα καί πείθονται ὅτι πράγματι τό σῶμα τοῦ Κυρίου λείπει· κάποιος τό πῆρε. Αὐτό σημαίνουν τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη «εἶδε καί ἐπίστευσεν» (Ἰω 20,8), δηλαδή πίστεψε ὅτι πράγματι τό σῶμα τοῦ Κυρίου λείπει ἀπό τόν τάφο. Καί στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής ἐξηγεῖ· «οὐδέπω γάρ ᾔδεισαν τήν γραφήν ὅτι δεῖ αὐτόν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι» (20,9). Τά ὁλοκάθαρα καί ἀνέπαφα ὀθόνια καί τό καλοδιπλωμένο χωριστά σουδάριο ἔκραζαν, βοοῦσαν ὅτι τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν τό ἀπέσπασαν ἄλλοι μέσα ἀπό τά ὀθόνια, ἀλλά βγῆκε μόνος του ὁ Κύριος, ὡς νικητής, ὡς ἐξουσιαστής τοῦ θανάτου· ἀναστήθηκε, σηκώθηκε, δίπλωσε τά ροῦχα του, τά σκεπάσματά του καί τ᾿ ἄφησε τακτοποιημένα. Ἐντούτοις οἱ μαθητές ἐξακολουθοῦν νά ἀποροῦν. Αὐτό δείχνει ὁλοφάνερα ὅτι δέν εἶχαν καμιά ὑπόνοια, οὔτε χνος προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως.
Μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννη ἡ Μαρία ἐπιστρέφει στό μνῆμα. Θέλει νά ξαναδεῖ, νά βεβαιωθεῖ. Δέν μπορεῖ νά τό πιστέψει πώς δέν θά ᾿χει οὔτε τήν ἐλάχιστη ἱκανοποίηση νά προσφέρει τίς νεκρικές τιμές στόν Διδάσκαλο. Κι ἐκεῖ, ἔξω ἀπό τό κενό μνῆμα, ἀφήνει νά ξεχυθεῖ σέ θρῆνο ὅλος ὁ πόνος της γιά τήν ἐξαφάνιση τοῦ σώματος τοῦ Διδασκάλου της.
Ὁ «κηπουρός»
Καθώς ἔκλαιγε ρίχνει ἕνα βλέμμα στό ἐσωτερικό τοῦ τάφου καί βλέπει ἐκεῖ δύο λευκοφορεμένους ἀγγέλους. Ἐκεῖνοι τή ρωτοῦν· «Γύναι, τί κλαίεις;». Καί ἡ Μαρία τούς ἀπαντᾶ· «Ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (Ἰω 20, 13). Λέγοντας αὐτά παρατηρεῖ μιά ξαφνική ἔκπληξη νά ζωγραφίζεται στά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων. Στρέφει κι αὐτή πίσω τό βλέμμα της νά δεῖ τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι καί βλέπει τόν Ἰησοῦ. Δέν τόν γνώρισε.
Ὁ Ἰησοῦς καί ὡς ἄνθρωπος ἀκόμη μετά τήν Ἀνάσταση μόνο ἄν θέλει εἶναι ὁρατός καί γνώριμος στούς ἀνθρώπους. Ἡ Μαρία τόν βλέπει, ἀλλά δέν τόν γνωρίζει. Οὔτε τήν ὄψη του ἀλλά οὔτε καί τή φωνή του γνωρίζει, ὅταν ὁ Κύριος τή ρωτᾶ· «Γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς;». Νομίζοντας ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός τοῦ κήπου πού βρίσκεται γύρω ἀπό τόν τάφο τοῦ λέει· «Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ» (Ἰω 20,15).
Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ, δείχνει πόσο ἰσχυρά συναισθήματα τή διακατέχουν. Ἡ βαθειά θλίψη καί ἡ μεγάλη ἀγάπη δέν τήν ἀφήνουν νά σκεφθεῖ ὅτι μιλᾶ σ᾿ ἕναν ἄγνωστο καί ὅτι εἶναι φυσικό νά μήν ξέρει ὁ ἄνθρωπος γιά τί πράγμα τοῦ μιλάει. Δέν σκέπτεται νά δώσει πρῶτα κάποια ἐξήγηση στόν ἄγνωστο, νά τοῦ πεῖ ποιός εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο κλαίει, γιά τόν ὁποῖο ρωτᾶ. Κι ἔπειτα, πῶς θά σηκώσει αὐτή, μιά γυναίκα, ἕναν νεκρό; Ἡ ἀγάπη ὅμως δέν τά ὑπολογίζει αὐτά.
«Μή μου ἅπτου»
Τότε ὁ Ἰησοῦς, ἐπιτρέποντας νά γνωρισθεῖ καί ἡ μορφή του καί ἡ φωνή του, τήν προσφωνεῖ «Μαρία». Ἡ Μαρία μετά τήν ἀπάντησή της πρός τόν δῆθεν κηπουρό εἶχε στραφεῖ πάλι πρός τόν τάφο, ἀφήνοντάς τον πίσω της. Μόλις ἀκούει τή φωνή τοῦ Κυρίου στρέφεται ἀμέσως πίσω, τόν βλέπει καί ὁπωσδήποτε προσπίπτοντας στά πόδια του φωνάζει· «Ῥαββουνί», πού σημαίνει «Διδάσκαλέ μου!» (Ἰω 20,16). Ὄχι πιά Κύριε, ἀλλά Ραββουνί. Ὁ ἄγνωστος πού τήν πλησίασε, πού πονετικά τή ρώτησε γιατί κλαίει, δέν εἶναι ἄγνωστος, εἶναι πολύ γνωστός της, εἶναι ὁ ἀγαπημένος της Διδάσκαλος. Ἕνας κεραυνός χαρᾶς τή συγκλονίζει καί ὁρμᾶ ἀσυγκράτητη νά πιάσει, νά φιλήσει τά πόδια του. Ἀλλά ὁ Κύριος σοβαρά τήν ἐμποδίζει λέγοντας· «Μή μου ἅπτου· οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν πατέρα μου καί πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Ἰω 20,17).
Στό χωρίο αὐτό, ἕνα ἀπό τά δυσκολότερα τῆς Καινῆς Διαθήκης, δόθηκαν ποικίλες ἑρμηνεῖες, τίς ὁποῖες δέν θεωρῶ σκόπιμο νά ἐκθέσω ἐδῶ. Καταρχήν, ὁρισμένοι ἑρμηνευτές κακῶς ἀπέκοψαν τό λόγο τοῦ Κυρίου «μή μου ἅπτου» ἀπό τήν ὑπόλοιπη συνάφεια καί διατύπωσαν τήν ἀπορία: Γιατί ὁ Κύριος ἀπαγορεύει στή Μαρία νά τόν ἐγγίζει; Τήν ὀρθή ἑρμηνεία δίνει ὁ αὐθεντικότερος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ἡ ἀπαγόρευση «μή μου ἅπτου», πού ἐκφέρεται σέ ἐνεστώτα χρόνο, φανερώνει ὅτι ἡ Μαρία εἶχε ἤδη περιπτυχθεῖ τά ἄχραντα πόδια τοῦ Κυρίου, ὅταν αὐτός τῆς μιλᾶ. Ἐξάλλου λίγο ἀργότερα ὁ Κύριος συναντᾶ τίς μυροφόρες καί ἐπιτρέπει ν᾿ ἀγκαλιάσουν καί νά φιλήσουν τά πόδια του (βλ. Μθ 28,9). Ὁ διος ἐπίσης παρότρυνε τόν Θωμᾶ καί τούς ἄλλους μαθητές νά τόν ψηλαφήσουν (βλ. Ἰω 20,27· Λκ 24, 39). Μέ τό «μή μου ἅπτου», λοιπόν, ὁ Κύριος ἀποτρέπει τή Μαρία, ὄχι διότι δέν πρέπει νά τόν ἐγγίσει, ἀλλά διότι θέλει νά τῆς διδάξει ὁρισμένα πράγματα.
Ἡ Μαρία, ὅταν βλέπει τόν ἀγαπημένο Διδάσκαλο, νομίζει ὅτι αὐτός ἀναστήθηκε, ὅπως ἀνέστησε καί τόσους ἄλλους νεκρούς, καί ὅτι θ᾿ ἀρχίσει πάλι τήν παλιά συναναστροφή μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του, ὅτι θά κηρύττει, θά ἔχει ἀνάγκη τῆς διακονίας της, πράγμα πού τῆς δίνει ἰδιαίτερη χαρά. Νομίζει ὅτι ἡ νίκη του καί ἡ δόξα του ἦταν ν᾿ ἀποδείξει στούς κακούς φαρισαίους ὅτι ἄδικα τόν δολοφόνησαν. Δέν μπορεῖ νά συλλάβει τόν παγκόσμιο, τόν αἰώνιο, τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου. Δέν γνωρίζει ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι πλέον ἡ κατάσταση τῆς φθορᾶς, τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῆς ταπεινώσεως. Δέν τόν εἶδε ἀκόμη νά παρουσιάζεται «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω 20, 19), ἀλλά μόνο νά πλησιάζει σάν ταπεινός κηπουρός. Χαίρεται, ὅπως ἀκριβῶς χάρηκαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, ὅταν εἶδαν ἀναστημένο τόν ἀδελφό τους. Τίποτε περισσότερο δέν κατάλαβε. Πρέπει ὅμως νά τά μάθει ὅλα.
Ὁ Κύριος, λοιπόν, θέλει νά τῆς διδάξει ὅτι εἶναι πλέον στή δόξα του, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Θεός καί ἀνήκει τόσο σ᾿ αὐτήν ὅσο καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ὅτι πρέπει νά τόν πλησιάζει μ᾿ ἕνα ἄλλο φρόνημα. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ὑπεροπτικό καί ἀντιπαιδαγωγικό νά τῆς πεῖ κατευθείαν ὅλα αὐτά, ὑψώνει ἔμμεσα καί σιγά-σιγά τό νοῦ της στά ὑψηλότερα, λέγοντας ὅτι «δέν ἀνέβηκε ἀκόμη στόν Πατέρα του». Ἔτσι, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι ἐκεῖ, στόν Πατέρα, σκοπεύει καί σπεύδει νά πάει. «Τόν δέ ἐκεῖ μέλλοντα ἀπιέναι καί μηκέτι μετά ἀνθρώπων στρέφεσθαι, οὐκ ἔδει μετά τῆς αὐτῆς ὁρᾶν διανοίας, ἧς καί πρό τούτου» (Εἰς Ἰωάννην, Ὁμιλ. 86,2· ΕΠΕ 14,704). Γι᾿ αὐτό καί τούς μαθητές του κατά καιρούς μόνο τούς πλησιάζει. Ἡ σχέση του μέ τούς μαθητές του καί μέ τούς πιστούς του στό ἑξῆς δέν θά εἶναι ὅπως πρίν. Θά εἶναι ἐντελῶς πνευματικές. Γιά νά μή λυπηθεῖ ὅμως ἀπό τήν ἀπαγόρευση ἡ Μαρία καί ἀρχίσει νά συλλογίζεται ὅτι περιφρονήθηκε, τήν καθιστᾶ ὁ Κύριος πρώτη εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεώς του, παραγγέλλοντας νά πεῖ στούς μαθητές ὅ,τι τῆς εἶπε Αὐτός.
Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι· «Μή μ᾿ ἐγγίζεις, Μαρία, διότι δέν ἀνέβηκα ἀκόμη στόν Πατέρα μου. Ἐκεῖ ὅμως πρόκειται νά πάω καί δέν θά συναναστρέφομαι πλέον μέ ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά μέ βλέπεις ἔτσι ὅπως μ᾿ ἔβλεπες μέχρι τώρα».
Ἡ συμπεριφορά τοῦ Κυρίου πρός τή Μαρία τή Μαγδαληνή εἶναι ἀνάλογη μέ τή συμπεριφορά του πρός τή μητέρα του στό γάμο τῆς Κανᾶ. Τότε στήν προτροπή τῆς μητέρας του νά κάνει κάτι, διότι «οἶνον οὐκ ἔχουσι», ὁ Κύριος ἀπήντησε σοβαρά· «τί ἐμοί καί σοί, γύναι;» (Ἰω 2,4). Τῆς ἔδειξε ἔτσι ὅτι ὁ Διδάσκαλος Ἰησοῦς δέν ἀνήκει πλέον στήν ταπεινή οἰκογένεια τῆς Ναζαρέτ, ἀλλά στήν πνευματική οἰκογένεια τῶν μαθητῶν του. Καί τώρα στή Μαγδαληνή ὁ Κύριος λέει· «μή μου ἅπτου». Δέν ἀνήκει πλέον στήν πνευματική ἔστω ἀλλά περιορισμένη οἰκογένεια τῶν μαθητῶν· μπῆκε τώρα στήν παγκόσμια οἰκογένεια πού ἔχει πατέρα τόν Θεό. Ἀλλάζουν οἱ σχέσεις του μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του. Μετά τήν Ἀνάσταση, λοιπόν, ὁ Κύριος κηρύττει τή νέα κατάστασή του, ἐνημερώνει τό στενό του περιβάλλον γιά τίς νέες μεταβολές καί τά ἀποτελέσματα τῆς νίκης του. Καί ἀρχίζει ἀπό τή Μαρία μέ τό «μή μου ἅπτου».
Ἡ πρώτη εὐαγγελίστρια
Τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε πρῶτα στή γυναίκα αὐτή, ἔχει ὁρισμένα βαθύτερα νοήματα.
♦ Ἡ Μαρία ἀπολαμβάνει πρώτη τή χαρά τῆς συναντήσεως μέ τόν Κύριο κι αὐτό γιά νά βραβευθεῖ ἡ ἀφοσίωση, ἡ πίστη της στόν Διδάσκαλο, ἡ ἀγάπη τῆς εὐγνώμονης καρδιᾶς της.
♦ Στό πρόσωπο τῆς Μαρίας ἐπιβραβεύεται ἡ ταπεινή ἀφοσίωση τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου, πού δέν σκανδαλίσθηκαν καθόλου ἀπό τό θάνατό του, ἐνῶ οἱ μαθητές σκανδαλίσθηκαν. Καί φαίνεται ὁ σκανδαλισμός τους τόσο ἀπό τό διασκορπισμό τους κατά τή σύλληψη ὅσο καί ἀπό τήν ἀπελπισία τῶν πορευομένων πρός Ἐμμαούς.
♦ Τέλος, τό ὅτι ἐμφανίσθηκε πρῶτα σέ γυναίκα καί ἔπειτα σέ ἄνδρα, καθώς λέγουν καί οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευτές, ἔγινε γιά νά ἐνθαρρυνθεῖ ἡ γυναίκα, ἡ ὁποία πρώτη καί περισσότερο ἀπό τόν ἄνδρα ἁμάρτησε στόν Παράδεισο. «Ἡ γυναίκα ἄκουσε πρώτη τήν ἀπατηλή ὑπόδειξη τοῦ ὄφεως, εἶδε μέ παράνομη ἐπιθυμία τόν καρπό τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου καί καταδικάστηκε σέ θλίψη. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀναστημένος Κύριος», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, «τῆς ἐπέτρεψε τήν προσκύνηση καί τήν ἀπέστειλε νά φέρει τό χαρμόσυνο ἄγγελμα στούς ἄνδρες. Ἤθελε νά κάνει ἄγγελο χαρᾶς αὐτή πού διακόνησε τή λύπη στόν Ἀδάμ» (Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ΡG 46,632D). Ἡ γυναίκα ἔδειξε κατά τήν ἀποκατάσταση πίστη πού βραβεύθηκε στό πρόσωπο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, γιά νά ἀποπλύνει τό ὄνειδός της στόν Παράδεισο, ὅπου πρώτη παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ ομ. καθηγητοῦ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Στεργίου Ν. Σάκκου: "Ἀληθῶς Ἀνέστη", σελίδα 208 κ.ε , έκδοση Δ΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου