Στις ημέρες μας, με αφορμή την συνάντηση της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο για να συζητήσουν το θέμα «Ο ρόλος του Πάπα της Ρώμης εν τη κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτην χιλιετίαν», γίνονται συζητήσεις για το θέμα αυτό και επεκτείνονται στο πρωτείο του Πάπα και κατά την Β χιλιετία. Είναι ένα σοβαρό θέμα, το οποίο χρειάζεται πολλή συζήτηση και λεπτή επεξεργασία.
Βεβαίως, τα πρεσβεία τιμής της αρχαίας Εκκλησίας προς τον Ορθόδοξο Επίσκοπο της Ρώμης δεν ταυτίζονται με το λεγόμενο πρωτείο του Πάπα μετά το 1009, όπως άλλωστε ισχύει μέχρι σήμερα με πολλές συνέπειες. Είναι γνωστόν ότι αυτό το λεγόμενο πρωτείο στην Α χιλιετία υπήρξε η αρχή διενέξεων μεταξύ της Παλαιάς και Νέας Ρώμης και αργότερα προσετέθησαν και άλλα δογματικά θέματα. Γι' αυτό και είναι μεν καλό να εξετάζεται το θέμα του πρωτείου, αλλά αυτό πρέπει να γίνεται μέσα στα κανονικά και θεολογικά πλαίσια της κοινής και αδιαιρέτου Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκαν στις Οικουμενικές Συνόδους.
Επειδή γίνεται μεγάλη συζήτηση μεταξύ Κληρικών, μοναχών και θεολόγων για το θέμα αυτό, γι' αυτό και η Ιερά Σύνοδος επιλήφθηκε του ζητήματος αυτού και εξέδωσε ανακοινωθέν, ύστερα από πολύωρες θεολογικές και εκκλησιολογικές συζητήσεις στην πρόσφατη Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στην συνέχεια θα παρουσιάσω μερικές σκέψεις μου σχετικά με το λεγόμενο πρωτείο του Πάπα κατά την Α καί Β χιλιετία.
1. Τα πρεσβεία τιμής του Επισκόπου Ρώμης στην Α χιλιετία
Στο ανακοινωθέν της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος γίνεται λόγος για τον 28ο Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου και δόθηκε κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας στον Διάλογο να μνημονευθή ο σημαντικός αυτός Κανόνας στο κείμενο το οποίο θα καταρτισθή σχετικά με το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης κατά την Α χιλιετία. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό θέμα και ξεκαθαρίζει εν πολλοίς τα πράγματα. Ας δούμε τι λέει ο Κανόνας αυτός.
Οι Πατέρες της Δ Οικουμενικής Συνόδου, έχοντας υπ' όψη και τον γ Κανόνα της Β Οικουμενικής Συνόδου, καθόρισαν τα προνόμια του θρόνου της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την μεταφορά της Πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την Παλαιά Ρώμη στο Βυζάντιο, που μετονομάσθηκε Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη, δόθηκαν κάποια προνόμια στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης, πράγμα το οποίο δυσαρέστησε τον Ορθόδοξο Επίσκοπο της Παλαιάς Ρώμης. Αυτό φαίνεται και από το ότι ποτέ ο Πάπας της Ρώμης δεν παρέστη προσωπικώς στις Οικουμενικές Συνόδους, αλλά εστάλησαν εκπρόσωποί του.
Στον Κανόνα, λοιπόν, αυτόν καθορίζεται η θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στην λεγομένη Πενταρχία των Πατριαρχών. Μεταξύ των άλλων θεσπίζεται: «Ορίζομέν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης Εκκλησίας της αυτής Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης• και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης, δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, οι Πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία. Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι οι εκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες, την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ως εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ' εκείνην υπάρχουσαν».
Παραθέτουμε και την μετάφραση του Κανόνος:
«Ορίζουμε και ψηφίζουμε σχετικά με τα πρεσβεία της αγιοτάτης Εκκλησίας της ίδιας Κωνστνατινούπολης και Νέας Ρώμης• άλλωστε δικαιολογημένα οι Πατέρες έχουν δώσει τα πρεσβεία στο θρόνο της πρεσβύτερης Ρώμης, επειδή βασιλεύει εκείνη η πόλη. Έχοντας λοιπόν τον ίδιο σκοπό οι εκατό πενήντα θεοφιλέστατοι επίσκοποι (της Β Οικουμενικής Συνόδου) απένειμαν τα ίσα πρεσβεία στον αγιότατο θρόνο της Νέας Ρώμης, κρίνοντας δικαιολογημένα, ώστε η πόλη που τιμήθηκε με βασιλεία και σύγκλητο, απολαμβάνοντας και τα ίσα πρεσβεία με τη πρεσβύτερη βασιλική πόλη Ρώμη, να μεγαλύνεται όπως εκείνη και στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς είναι δεύτερη (στην τάξη) ύστερα από εκείνη»
Παρατηρώντας προσεκτικά τον Κανόνα αυτόν εντοπίζουμε ότι δεν γίνεται λόγος για πρωτείο, αλλά για πρεσβεία και μάλιστα τα πρεσβεία είναι πρεσβεία τιμής και όχι εξουσίας-διακονίας, όπως θέλει να τα παρουσιάζη ο Πάπας της Ρώμης. Έπειτα παρατηρούμε ότι καθορίζεται ώστε ο Επίσκοπος της Νέας Ρώμης να έχη «ίσα πρεσβεία» τιμής με τον Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης. Τα δε πρεσβεία τιμής στην Πρεσβυτέρα Ρώμη, όπως και στην Νέα Ρώμη, δεν δίδονται από κάποια αποστολική αξία, δηλαδή επειδή ο Επίσκοπος Ρώμης είναι διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, αλλά «δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην» και για το ότι τιμάται με την παρουσία Βασιλείας και Συγκλήτου.
Είναι σημαντικά όσα παρατηρεί ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης:
«Δια ταύτας λοιπόν όλας τα αιτίας η Σύνοδος δια του παρόντος Κανόνος ανανεούσα τον γ . της β έδωκεν εις τον Κωνσταντινουπόλεως και τα ίσα προνόμια της τιμής του Ρώμης, όπερ εστί το Πατριαρχικόν αξίωμα, και τα ίσα προνόμια της εξουσίας του Ρώμης, άπερ εισίν αι των ειρημένων τριών διοικήσεων των Μητροπολιτών, ουχί εκ του έθους μόνον, αλλά και δια Κανόνος κυρωθείσαι χειροτονίαι, ως περί την Κωνσταντινούπολιν όντων. Ώσπερ γαρ ο Ρώμης έχει τα πρεσβεία της τιμής και της εξουσίας, ταυτόν ειπείν το Πατριαρχικόν αξίωμα, και το άρχειν της ιδίας ενορίας των Εσπερίων, ούτω και ο Κωνσταντινουπόλεως τα αυτά έχει πρεσβεία, το Πατριαρχικόν δηλ. αξίωμα, και το άρχειν των ανωτέρω Μητροπολιτών εκ της ιδίας όντων ενορίας. Και ταύτα είναι τα εκκλησιαστικά πράγματα οπού αναφέρει εδώ ο Κανών, εις τα οποία καθώς ο Ρώμης μεγαλύνεται, ούτω και ο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς τινος διαφοράς, πλην ταύτης: ότι ο μεν Ρώμης είναι πρώτος τη τάξει, ο δε Κωνσταντινουπόλεως δεύτερος τη τάξει. Ταύτα δε τα του Κωνσταντινουπόλεως προνόμια, όχι μόνον οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης επεκύρωσαν και επεσφράγισαν, αλλά και πάσα η Σύγκλητος αρχόντων, καν οι λεγάτοι του Πάπα, ει και πρότερον εμέμψαντο τον Διόσκορον, βλέποντες όμως πλατυνόμενα τα όρια του Κωνσταντινουπόλεως, ελειποθύμησαν σχεδόν εναντιούμενοι εις αυτά• όθεν ψεύδονται προφανώς οι παπολάτραι, λέγοντες• ότι τα πρωτεία του Ρώμης και πρεσβεία, και το να μεγαλύνεται εις τα εκκλησιαστικά πράγματα, προσμαρτυρούσιν εις αυτόν ιδικόν προνόμιον εξουσίας εν τη καθόλου Εκκλησία, ταυτόν ειπείν, μοναρχικόν και αναμάρτητον αξίωμα. Ει γαρ τοιούτό τι ταύτα εφανέροναν, έπρεπε να έχη τούτο και ο Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους Κανόνας, είναι μέτρον ίσον και απαράλλακτον της τιμής της εξουσίας, και του μεγαλείου της Ρώμης. Αλλά μην τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έλαβεν από τους Κανόνας ουδέποτε, άρα ουδέ ο Ρώμης. Αλλ' ουδέ τα πρεσβεία του Ρώμης είναι τα υπό του θρυλλουμένου θεσπίσματος του μεγάλου Κωνσταντίνου προς τον Σίλβεστρον Ρώμης δοθέντα, ως αυτοί λέγουσι, δηλ. το να περιπατή με τα παράσημα της βασιλικής μεγαλειότητος κατά μίμησιν βασιλέως...»
Στην συνέχεια ο άγιος Νικόδημος παρατηρεί:
«Είναι λοιπόν, ως είπομεν, πρεσβεία και πρωτεία του Ρώμης, το να έχη την εξουσίαν πάντων των εν τη Διοικήσει της Ρώμης Επισκόπων και Μητροπολιτών, ώστε αυτόν χειροτονείν αυτούς μετά των της Διοικήσεως Επισκόπων, και το να ήναι πρώτος τη τάξει των λοιπών Πατριαρχών. Ταύτα δε τα προνόμια έλαβεν όχι δια τι η Ρώμη είναι καθέδρα του Πέτρου, όχι δια τι ο Ρώμης είναι βικάριος του Χριστού, καθώς ματαιολογούσιν οι Παπισταί, όχι, αλλά προκαταρκτικώς μεν, δια τι η Ρώμη ήτο με βασιλείαν τιμημένη. Τω θρόνω γαρ, φησιν, ο παρών Κανών, της πρεσβυτέρας Ρώμης, δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην, εικότως οι Πατέρες αποδεδώκασι τα πρεσβεία, επομένως δε, και δια το αρχαίον έθος οπού ηκολούθησε, καθώς ήτο πρωτεύουσα πόλις η Ρώμη, έτσι να ήναι πρώτος και ο ταύτης Επίσκοπος, και συνεπομένως, δια τι οι Κανόνες έδωκαν το τοιούτον προνόμιον εις αυτόν, καθώς παρομοίως εδόθη το αυτό προνόμιον και εις τον Κωνσταντινουπόλεως, δια τι εστάθη βασιλεύουσα η Κωνσταντινούπολις και νέα Ρώμη, και δια τι εστάθη Βασιλεύουσα, έγινεν αρχαίον έθος να χειροτονή τους εν Ασία, και Πόντω, και Θράκη Επισκόπους, και δια τι έγινεν έθος, εδόθησαν οι Κανόνες και επεσφράγισαν το αρχαίον έθος»
Επομένως, η θεολογική, εκκλησιολογική και κανονική ερμηνεία των πρεσβείων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης είναι σαφέστατη και δεν έχει καμμία σχέση με το πρωτείο σε παγκόσμιο επίπεδο, που ισχύει σήμερα στους Λατίνους.
Κάνοντας λόγο εδώ για πρωτείο του Πάπα στην Α χιλιετία, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το θέμα περί του πρωτείου του Πάπα, που είναι δογματικό και εκκλησιολογικό θέμα, συζητήθηκε στην Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου (879-880 μ.Χ.) και εκεί φάνηκαν καθαρά οι δύο τύποι εκκλησιολογίας, ο ορθόδοξος και ο δυτικός. Ο Πατριάρχης Φώτιος και οι Ορθόδοξοι ανεγνώρισαν πρεσβεία τιμής στον Πάπα, αλλά το έθεταν σε καθαρά εκκλησιολογικά πλαίσια. Δηλαδή, ο Πάπας είναι πρώτος μόνον κατά τα πρεσβεία τιμής μέσα στην Εκκλησία και δεν είναι υπεράνω της Εκκλησίας. Όποιος δεν τηρεί αυτή την εκκλησιολογική αρχή, καθαιρείται και αφορίζεται. Έχουμε τέτοιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα, ο Πάπας Ονώριος αφορίσθηκε από την ΣΤ Οικουμενική Σύνοδο, μετά τον θάνατό του, για την αίρεση του μονοθελητισμού. Οπότε, ο Πάπας και κάθε άλλος δεν μπορεί να είναι υπεράνω της Οικουμενικής Συνόδου και της Εκκλησίας. Και αυτή η εκκλησιολογική θέση για το πρωτείο-πρεσβεία τιμής του Πάπα έγινε κατά την Α χιλιετία, πράγμα που δεν πρέπει να αγνοούν οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στον Διάλογο.
2. Το πρωτείον του Πάπα κατά την Β χιλιετία
Από διάφορες μελέτες που έχουν γραφή και ιδιαιτέρως από τις ιστορικές έρευνες του αειμνήστου π. Ιωάννη Ρωμανίδη, γνωρίζουμε ότι κατά την Α χιλιετία, καίτοι υπήρξαν μερικές διοικητικές διαφορές μεταξύ των Επισκόπων της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης, εν τούτοις δεν υπήρξαν ουσιαστικές διαφορές στα δόγματα.
Πάντως, η αίρεση του filioque εισήχθη από τους Φράγκους στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 μ.Χ. Κατά την Α χιλιετία οι Επίσκοποι της Πρεσβυτέρας Ρώμης με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και των Πατριαρχείων της Ανατολής αντέδρασαν από κοινού στην εισαγωγή του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους. Όταν όμως το 1009 και το 1014 κατελήφθη ο θρόνος της Πρεσβυτέρας Ρώμης από τους Φράγκους και εισήχθη το filioque για πρώτη φορά στο Σύμβολο της Πίστεως, τότε ο Πατριάρχης της Νέας Ρώμης διέγραψε από τα δίπτυχα τον Επίσκοπο της Παλαιάς Ρώμης και από τότε υπάρχει ακοινωνησία, η οποία δεν ήρθη μέχρι τώρα, έστω και αν έγινε η άρση των αναθεμάτων του 1054.
Επομένως, όλες οι αιρέσεις, που ξεκινούν από την διδασκαλία των Λατίνων περί actus purus, ότι δηλαδή στον Θεό ταυτίζεται η άκτιση ουσία με την άκτιστη ενέργεια και επομένως ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση δια κτιστών ενεργειών, είναι αιρέσεις που εισήχθησαν στην Πρεσβυτέρα Ρώμη κατά την Β' χιλιετία.
Παράλληλα, όμως, κατά την Β χιλιετία παρατηρείται πιο έντονα και η αλλαγή της εκκλησιολογίας, γιατί τα πρεσβεία τιμής που είχαν δοθή στον Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης μετατράπηκαν σε πρωτείο διακονίας όλης της Εκκλησίας. Και εδώ βέβαια παρατηρείται το σοβαρότερο πρόβλημα.
Λόγω δε των αιρέσεων που εισήχθησαν στους Λατίνους κατά την Β χιλιετία δεν είναι δυνατόν να ισχύουν τα πρεσβεία τιμής της Α χιλιετίας. Γι' αυτό ο Ιω. Ζωναράς, που έζησε τον 12ο αιώνα, ερμηνεύοντας τον 28ο Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου, γράφει:
«Των ίσων γαρ εν άπασιν αξιούσθαι ταύτην αμήχανον, δι' ας αιτίας εκείσε ειρήκαμεν, ει μήπου τις είποι, ότι, προορώντες εν Πνεύματι αγίω οι θείοι Πατέρες εκείνοι, ως αποτμηθήσεται της των ορθοδόξων ολοκληρίας, και εξοστρακισθήσεται της ομηγύρεως των πιστών δια δόγματα ετερόδοξα η Ρωμαίων εκκλησία, πρώτην ταύτην ελογίσαντο• και ούτω των αυτών εκείνη δικαίων εν πάσιν ηξίωσαν πρωτεύειν μέλλουσαν, ως εκείνη ποτέ• την γαρ, μετά, πρόθεσιν, ου συγχωρεί κατ' εκείνους νοείσθαι επί τω μεταχρόνω της συστάσεως της βασιλίδος των πόλεων» .
Είναι σαφές το νόημα του Ζωναρά, ότι δηλαδή οι άγιοι Πατέρες επειδή προέβλεψαν την αποκοπή της των Ρωμαίων –Λατίνων Εκκλησίας από την Ορθόδοξη Εκκλησία, λόγω των ετεροδόξων δογμάτων, γι' αυτό και εθέσπισαν το να πρωτεύη ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως, όπως κάποτε επρώτευε η Πρεσβυτέρα Ρώμη.
Αυτό σημαίνει ότι ενώ στην Α χιλιετία θεσπίσθηκαν πρεσβεία τιμής και όχι διακονίας στον Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, όπως και ίσα πρεσβεία τιμής στον Επίσκοπο της Νέας Ρώμης, εν τούτοις μετά την εισαγωγή αιρετικών δοξασιών ο κατέχων τον θρόνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης δεν έχει τα πρεσβεία τιμής στο συνοδικό σύστημα των Πατριαρχών της Ανατολής. Επομένως, όχι μόνον δεν υφίσταται πρωτείο εξουσίας-διακονίας του Πάπα σε όλη την Εκκλησία, αλλά ούτε και πρεσβεία τιμής στο συνοδικό πολίτευμα της Εκκλησίας, μετά την εισαγωγή ετεροδοξασιών.
3. Η σύγχρονη διδασκαλία περί του πρωτείου του Πάπα
Στην Α Βατικάνεια Σύνοδο (1870) θεσπίσθηκε το αλάθητο του Πάπα, ενώ στην Β Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) καθορίσθηκε η έννοια του πρωτείου του Πάπα σε όλη την Εκκλησία.
Στο βιβλίο που εκδόθηκε από το Βατικανό με τίτλο «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας» –η οποία Κατήχηση συγκροτήθηκε από Επιτροπή δώδεκα Καρδιναλίων και Επισκόπων υπό την προεδρία του Καρδιναλίου Ιωσήφ Ράτσινγκερ, σημερινού Πάπα της Ρώμης Βενεδίκτου, βάσει όλων των συνοδικών αποφάσεων του Βατικανού και κυρίως της Β Συνόδου του Βατικανού– υπάρχει και ενότητα με τίτλο «Ο σύλλογος των Επισκόπων και ο αρχηγός του, ο Πάπας».
Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για το ότι, όπως ο Απόστολος Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι «αποτελούν ένα και μόνο αποστολικό σύλλογο», κατά τον ίδιο τρόπο και ο Πάπας Ρώμης ως διάδοχος Πέτρου και όλοι οι Επίσκοποι σχηματίζουν έναν σύλλογο που λειτουργεί κάτω από το πρωτείο του Πάπα. «Το ποιμαντικό αυτό καθήκον του Πέτρου και των άλλων Αποστόλων ανήκει στα θεμέλια της εκκλησίας και συνεχίζεται από τους επισκόπους κάτω από το πρωτείο του Πάπα».
Ο Πάπας, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, «είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών». «Πραγματικά, ο επίσκοπος Ρώμης, με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί»
Οι φράσεις «αντιπρόσωπος του Χριστού», «ποιμένας όλης της Εκκλησίας» και «υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία», την οποία μάλιστα ασκεί ελεύθερα, είναι εκείνες που προσδιορίζουν πως εννοεί ο Πάπας σήμερα την θέση του στην Εκκλησία.
Λόγω αυτής της θέσεώς του όποιος Επίσκοπος η όποια Σύνοδος δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Πάπα, δεν έχει καμμιά εξουσία. «Ο σύλλογος η το σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του». Ο σύλλογος των Επισκόπων είναι «φορέας της υπέρτατης και πλήρους εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, την οποία όμως δεν μπορεί να ασκεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου Ρώμης». Δηλαδή, αν κανείς Επίσκοπος η και Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν αναγνωρίζη το πρωτείο του Πάπα και δεν έχη κοινωνία μαζί του η ασκή εξουσία χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Πάπα, δεν έχει καμμία αξία.
Είναι δε χαρακτηριστική και η σχέση μεταξύ πρωτείου του Πάπα και Οικουμενικής Συνόδου. Βεβαίως, όπως υποστηρίζεται, «ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο», αλλά «δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, η τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από το διάδοχο του Πέτρου».
Επίσης, το πρωτείο του Πάπα συνδέεται με το αλάθητο. Στην Κατήχηση του Βατικανού γράφεται ότι ο Χριστός, που είναι η αλήθεια, «δώρισε στην Εκκλησία Του την ιδιότητα να συμμετέχει στο δικό Του αλάθητο». Και συγχρόνως γράφεται: «Αυτό το αλάθητο έχει ο επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του συλλόγου των επισκόπων, χάρη στο αξίωμά του, όταν, σαν πρώτος ποιμένας και διδάσκαλος όλων των πιστών, που στηρίζει στην πίστη τους αδελφούς του, διακηρύσσει με οριστική πράξη μια διδασκαλία σχετική με την πίστη και την ηθική». Αυτό το αλάθητο υπάρχει και στο σώμα των επισκόπων, «όταν αυτοί, μαζί με τον διάδοχο του Πέτρου, ασκούν το ύψιστο διδακτικό τους αξίωμα, προπάντων στην Οικουμενική Σύνοδο»
Οι απόψεις αυτές των Λατίνων για την θέση και την εξουσία του Πάπα στην Εκκλησία, ως προς το πρωτείο και το αλάθητο, είναι σαφέστατες και δείχνουν την απόκλισή τους από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Επίσης, γίνεται αντιληπτό το ότι οι Λατίνοι δεν δέχονται την διδασκαλία «περί αδελφών Εκκλησιών» και διατείνονται ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν μεν μυστήρια, αλλά έχουν ελλείψεις, επειδή δεν έχουν κοινωνία με τον Πάπα.
Στην ίδια κατήχηση υπάρχει σχετική ενότητα με τίτλο «Κάθε τοπική Εκκλησία είναι "Καθολική"». εκεί γράφεται ότι «οι τοπικές Εκκλησίες είναι ολότελα καθολικές χάρη στην εκκλησιαστική τους κοινωνία με μια απ' αυτές: την Εκκλησία της Ρώμης, η οποία "προΐσταται της αγάπης"». Οποια τοπική Εκκλησία δεν έχει κοινωνία με την Εκκλησία της Ρώμης, δεν είναι καθολική Εκκλησία, είναι ελλειπτική. «Όλες οι χριστιανικές Εκκλησίες όλου του κόσμου θεώρησαν και θεωρούν τη μεγάλη Εκκλησία που βρίσκεται εδώ (στη Ρώμη) ως μοναδική βάση και θεμέλιο, επειδή, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του ίδιου του Σωτήρα, οι δυνάμεις του άδη ποτέ δεν τη νίκησαν»
Σε άλλο κεφάλαιο με τίτλο «Ποιός ανήκει στην Καθολική Εκκλησία» μεταξύ άλλων γράφεται: «Είναι ολοκληρωτικά ενσωματωμένοι στην κοινωνία της Εκκλησίας εκείνοι που, έχοντας το Πνεύμα του Χριστού, δέχονται όλη την οργάνωσή της κι όλα τα θεσπισμένα σε αυτήν μέσα σωτηρίας και στο ορατό της σώμα είναι ενωμένοι με τον Χριστό –που την κατευθύνει μέσω του Πάπα και των Επισκόπων». Αυτό σημαίνει ότι όποια Εκκλησία δεν έχει κοινωνία με τον Πάπα, δεν είναι ενωμένη με τον Χριστό.
Ακόμη και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν κάποια εκκλησιαστική κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, όχι όμως τέλεια. Γράφεται: «Όσοι πιστεύουν στο Χριστό και έλαβαν έγκυρα το Βάπτισμα, βρίσκονται σε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία, αν και όχι τέλεια, με την Καθολική Εκκλησία».
Το σχήμα είναι σαφέστατο. Ο Πάπας είναι αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης, αυτός έχει το πρωτείο, όχι τιμής, αλλά εξουσίας-διακονίας στην παγκόσμια Εκκλησία, αυτός κατοχυρώνει τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, διαφορετικά δεν έχουν ισχύ, και αυτός δίνει εγκυρότητα στις Εκκλησίες, που σημαίνει ότι όσοι δεν αναγνωρίζουν τον Πάπα είναι ελλειματικές εκκλησιαστικές κοινότητες.
Ήδη τον Ιούλιο του 2007, πριν υπογραφεί το κείμενο στην Ραβέννα, το Βατικανό δημοσίευσε ένα κείμενο που σαφέστατα ισχυρίζεται ότι η Καθολική Εκκλησία είναι η μοναδική πραγματική Εκκλησία του Χριστού και ότι οι Ανατολικές Εκκλησίες που δεν αναγνωρίζουν τον Πάπα ως διάδοχο του Πέτρου πάσχουν από ένα έλλειμα και δεν είναι παρά «χωριστές Εκκλησίες».
Το συμπέρασμα είναι ότι έτσι λειτούργησαν τα πρεσβεία τιμής στην Α χιλιετία και το πρωτείο του Πάπα στην Β χιλιετία, και κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίση αυτήν την πραγματικότητα. Δεν μπορεί κανείς να εξετάζη τα πρεσβεία τιμής της Α χιλιετίας, αν δεν θέση καθαρά τα πλαίσια του πρωτείου διακονίας-εξουσίας της Β χιλιετίας και όπως λειτουργεί σήμερα. Γι' αυτό θεωρώ πολύ σημαντική την αποδοχή του 28ου Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου, που δείχνει την εκκλησιολογία που καθόρισαν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας της Συνόδου αυτής.
Αν υπάρξη προοπτική μέσα από κοινές συμφωνίες να προχωρήσουμε από το πως λειτουργούσαν τα πρεσβεία τιμής στην Α χιλιετία στην διόρθωση και θεραπεία των προβλημάτων που παρατηρήθηκαν στην Β χιλιετία, σχετικά με το αλάθητο και το πρωτείο του Πάπα με την σαφέστατη ερμηνεία του 28ου Κανόνος της Δ Οικουμενικής Συνόδου, μπορεί να υπάρξουν μερικά αποτελέσματα. Νομίζω ότι είναι αρκετά δύσκολο οι όποιες θετικές αποφάσεις να ανατρέψουν το αλάθητο του Πάπα της Α Βατικανείου Συνόδου και το πρωτείο του Πάπα της Β Βατικανείου Συνόδου, οι οποίες για τους Λατίνους θεωρούνται Οικουμενικές.
Πάντως, αν δεν διατυπωθούν «καθαρές θέσεις», τότε οι οποιεσδήποτε συμφωνίες των εκπροσώπων των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών δεν θα μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την «εγρηγορούσα συνείδηση» της Εκκλησίας. Για τους ορθοδόξους Χριστιανούς τα πρεσβεία τιμής στο σύστημα του Συνοδικού Πολιτεύματος σε επίπεδο Αυτοκεφάλων Εκκλησιών έχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης. Εάν ο Πάπας αποβάλη τις αιρέσεις, τότε θα λάβει την θέση που κατείχε την Α χιλιετία, σύμφωνα με τον 28ο Κανόνα της Δ Οικουμενικής Συνόδου.
Πηγή:«ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009
12 Νοε 2009
Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Ο Πάπας της Ρώμης κατά την Α καί Β χιλιετία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου