Ἡ πρόσφατη ἀπόφανση τοῦ Πάπα Βενεδίκτου περί τῆς ταυτίσεως τῆς ἐννοίας καί τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μόνο μέ τήν Ρωμαιοκαθολική, τῆς ὁποίας προΐσταται, ἀποτέλεσε ἕνα ἀκόμη πλῆγμα σέ ὅσους ἤλπιζαν καί ἐλπίζουν ὅτι ἔχει νόημα ὁ διάλογος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν.
Βεβαίως, ὁ Πάπας ἔσπευσε στήν οὐσία νά ὁριοθετήσει τό πλαίσιο τοῦ διαλόγου, μή ἀφήνοντας πραγματικά περιθώρια ὄχι μόνο διαπραγμάτευσης, ἀλλά, ἔστω, συνεννόησης σέ κάποιες κοινές συνισταμένες.
Πρόλαβε νά θέσει στό ἐσωτερικό τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τή γραμμή πέρα ἀπό τήν ὁποία δέν μπορεῖ ἤ δέν θέλει νά κινηθεῖ καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά δείξει πρός τίς ἄλλες Ἐκκλησίες ὅτι ὁ ὅποιος διάλογος θά ἔχει νόημα ἐφόσον ἀποφασίσουν νά ἐπιστρέψουν τελικά στούς κόλπους τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, πού εἶναι κατ’ αὐτόν καί ἡ μόνη Ἐκκλησία. Ἀνεξαρτήτως τῶν ὅποιων ἀντιδράσεων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὀφείλουμε νά ἐπισημάνουμε ὁρισμένες παραμέτρους πού καθιστοῦν τόν ἐπιζητούμενο διάλογο στήν οὐσία ἄνευ ἀντικειμένου.
Κάθε μορφή διαλόγου προϋποθέτει ὡς βάση τήν ὑπέρβαση τῆς αὐτάρκειας καί τήν ἐπιθυμία τῆς κοινωνίας, μέ γνώμονα κοινές συνισταμένες.Στήν περίπτωση τοῦ διαλόγου τῶν Ἐκκλησιῶν λείπουν καί οἱ δύο προϋποθέσεις. Καμία δέν εἶναι πρόθυμη νά ὑπερβεῖ τήν αὐτάρκειά της καί τήν αἴσθηση ὅτι κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας γιά τόν ἑαυτό της καί καμία δέν θέλει νά ὁδηγηθεῖ σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τίς εὐαισθησίες τους.
Ἄν θέλουμε νά εἴμαστε ρεαλιστές, τό ἐρώτημα περί δογματικῶν διαφορῶν μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπασχολεῖ πλέον μία ἐλάχιστη μειοψηφία Ἐπισκόπων, θεολόγων καί ἀκαδημαϊκῶν.
Ὁ πολύς κόσμος οὐδόλως ἐνδιαφέρεται περί τῶν δογμάτων καί τοῦ οὐσιαστικοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀπό παράδοση ἀκολουθεῖ τό δόγμα στό ὁποῖο γεννήθηκε καί μεγάλωσε ἤ τό χριστιανικό δόγμα στό ὁποῖο προσηλυτίσθηκε ἤ ἐντάχθηκε στά πλαίσια τῆς ἱεραποστολῆς.
Ἑπομένως, ἡ ὅποια συζήτηση γιά τίς προοπτικές ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν ἀναγκαστικά περιορίζεται, καίτοι δέν θά ἔπρεπε, στούς κόλπους τῶν ἐπαϊόντων.Κι αὐτό διότι ἡ προσευχή «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» (παρά τίς διαφορετικές ἑρμηνεῖες), ἀποτελεῖ εὐχή καί ἐπιθυμία ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Ὁ κλῆρος λοιπόν πέφτει στούς ἡγέτες. Καί εἶναι καθῆκον τους νά ἀνοίγουν δρόμους γιά τό λαό πού διαποιμαίνουν. Εἶναι καθῆκον τους νά διαισθάνονται τήν πορεία τῆς ἐποχῆς καί νά προσπαθοῦν μέ ἀνοικτό νοῦ ὄχι μόνο νά διασώσουν ὅ,τι παρέλαβαν, ἀλλά καί μέ δυναμισμό νά προσδώσουν στό μήνυμα τό ὁποῖο κομίζουν ἐπικαιρότητα.
Πιστεύουμε ἄλλωστε σ’ ἕνα Θεό ὁ ὁποῖος «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8), ἕναν Θεό πού ἐδημιούργησε τά σύμπαντα καί θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’Τιμ. 2,4).
Κάτω ἀπό αὐτό τό πρῖσμα, ἀπό τήν εἰλικρινή δηλαδή ἐπιθυμία τῆς κοινῆς σωτηρίας καί τήν ἀγάπη πρός πάντας, ὅπως ἐπίσης καί ἀπό την θέληση γιά μία δυναμική μαρτυρία τοῦ χριστιανισμοῦ στό σήμερα, ὁ διάλογος φαντάζει αὐτονόητη καί εὐπρόσδεκτη ἐπιλογή, καί τοῦτο εἶναι τό πνεῦμα τῆς προσερχομένης σ’ αὐτόν Ὀρθοδοξίας.
Ὅταν ὅμως οἱ ἡγέτες ἐνδιαφέρονται κυρίως νά διατηρήσουν τά προνόμιά τους καί ταυτίζουν τήν Ἐκκλησία μέ τό δικό τους ἀξίωμα καί τήν δική τους θέση, τουτέστιν εἶναι παραδομένοι στην αὐτάρκεια καί στό ἐξουσιαστικό πνεῦμα τους, τότε δέν ἀφήνουν περιθώρια οὐσιαστικοῦ διαλόγου. Κι αὐτό διότι ὄχι μόνο ἀπολυτοποιοῦν τή δική τους παράδοση καί τήν καθιστοῦν δογματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀρνοῦνται στήν οὐσία καί τό δικαίωμα τῶν ἄλλων νά ἑρμηνεύσουν διοικητικά ζητήματα μέ βάση τίς δικές τους παραδόσεις.
Ἡ μελέτη τοῦ Σχίσματος τῶν Ἐκκλησιῶν ἀναδεικνύει ὡς οὐσιαστικό λόγο πρόκλησής του τήν πολιτική. Οἱ ὅποιες διαφορές Δύσης καί Ἀνατολῆς ἤ συνυπῆρχαν πρό τοῦ σχίσματος, χωρίς νά ἀποτελοῦν λόγο γιά τόν διαχωρισμό, ἤ ἐφευρέθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων, μέ τήν ἀπολυτοποίηση γνωμῶν τῶν Πατέρων τῆς Δύσης, οἱ ὁποῖες στήν οὐσία δέν εἶχαν γίνει ἀποδεκτές ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ὅπως δέν ἔγιναν ἀποδεκτές καί γνῶμες Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς), μόνο καί μόνο γιά νά δικαιολογήσουν τήν ρήξη ἤ νά ἰσχυροποιήσουν τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες ὡς ἐκείνους πού διαχειρίζονται τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί ρυθμίζουν τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι γνωστές οἱ ἐκτροπές τῆς Δύσης. Ἡ Ὁρθοδοξία τίς γεύτηκε πικρά στο σῶμα της. Ἀντί γιά ἀποφάνσεις ex cathedra ἴσως προτιμότερη θά ἦταν ἡ σπουδή στό Εὐαγγέλιο καί στήν πρωτοχριστιανική ζωή καί διδασκαλία, ὅπως ἐπίσης καί στό πνεῦμα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Οἱ δογματικές διαφορές Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού διαμορφώθηκαν καί ἐνισχύθηκαν ἀπό τόν ἱστορικό καί πολιτιστικό ἀνταγωνισμό, ἀπό πατερικές παραναγνώσεις, ἀπό γλωσσικά ὀλισθήματα, καί, κυρίως, ἀπό μία βαθιά πολιτική ἀντίληψη πού ὁδήγησε στόν παποκαισαρισμό, δέν ἐπιτρέπουν τήν Ἕνωση, διότι δέν ὑπάρχει μετάνοια καί σπουδή στήν Ἀλήθεια.
Αὐτό θά μποροῦσε ἡ Δύση νά τό ἰσχυριστεῖ καί γιά τήν Ἀνατολή. Ἡ πρόσφατη παπική ἀπόφανση ὅμως ὁμολογεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διαφορά Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί τό κύριο ἐμπόδιο γιά τήν ἕνωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Πάπας καί ἡ θέση του στήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀπαίτηση γιά ἀναγνώριση τοῦ παπικοῦ πρωτείου τορπιλίζει στήν οὐσία τόν ὅποιο διάλογο, γιατί ὑψώνει τό πρόσωπο καί τόν θεσμό πιό πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἐποχή μας ἔπαψε νά πιστεύει σέ πρόσωπα καί ἐξουσίες, σέ χαρισματικούς ἡγέτες καί ἰδεολόγους. Γι’ αυτό καί οἱ ἄνθρωποι πού ἀνήκουν σέ διαφορετικά δόγματα, ἀκόμη καί σέ διαφορετικές θρησκεῖες, συμβιώνουν χωρίς προβλήματα, παρεκτός ἐάν ἡ πολιτική καί ὁ φανατισμός ὀξύνουν τά πνεύματα.
Ἡ ἐποχή μας ζητᾶ ταπείνωση καί συλλογικότητα. Ζητᾶ ἀγάπη καί προσφορά. Ζητᾶ αὐθεντικότητα καί ὄχι αὐθεντίες. Ζητᾶ Ἐκκλησία, δηλαδή σῶμα Χριστοῦ καί «μέλη ἐκ μέρους» (Α’Κορ. 12, 27).
Γιά νά ἔχει νόημα ὁ ὅποιος διάλογος, χρειάζεται μετάνοια, δηλαδή ἐπιστροφή στήν Παράδοση τῆς ταπεινώσεως, πού διασώζει ἡ συνοδικότητα.
Χρειάζεται καί πολύπλευρη γνώση τῆς Ἱστορίας καί ὄχι αὐθεντοποίηση τῆς δικῆς μας θεωρήσεως. Χρειάζεται ἀνθρώπους πού θά ἀκοῦνε γιά νά προτείνουν καί ὄχι γιά νά ἀπαιτοῦν. Τό τελευταῖο προσδίδει στήν πίστη δυναμισμό καί ἐπικαιρότητα.
Ἡ ἐποχή μας τείνει νά μᾶς ξεπεράσει. Ὁ ὅποιος διάλογος μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει νά κάνει μέ τίς δικές μας ἀνάγκες γιά καταξίωση, αὔξηση τῆς δύναμής μας στόν κόσμο καί ἀντίληψη περί τῆς μοναδικότητας τῆς ἀποστολῆς μας.
Καθίσταται ὅμως μάταιος γιατί δέν λέει τίποτα στούς πολλούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἐλπίδα. Καί ἡ ἐλπίδα δέ γεννιέται ἀπό τό σεβασμό ἤ τήν λατρεία ἤ τό χειροκρότημα στά πρόσωπα, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη καί τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό.
Αὐτόν πού διασώζει τήν Ἐκκλησία καί Αὐτόν πού διασώζει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία πού δεν ἐγκατέλειψε τήν πρωτοχριστιανική Γραφή καί Παράδοση, τίς ἀλήθειες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τό πατερικό πνεῦμα.
Ἄς ἀναρωτηθοῦν λοιπόν οἱ ἀδελφοί μας ἄν ἀκολουθοῦν αὐτόν τό Χριστό κι ἐμεῖς ἄν ἡ ζωή μας εἶναι ἀνάλογη μέ τόν «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν θησαυρό» (Β’Κορ. 4,7) τόν ὁποῖο φυλάττουμε.Ὄχι ὡς ἀρχαιότητα πού δέν πρέπει νά χαθεῖ. Ἀλλά ὡς ζωή πού μᾶς δίδει Ἀνάσταση καί Αἰωνιότητα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ιερά Μητρόπολη Κέρκυρας
Ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν: «Ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν»
-
Τίτλος Ἐκπομπῆς: *«Ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν»* ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ: Χαράλαμπος
Ἂνδραλης ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΣ: Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος-Καθηγητής
Πριν από 2 ώρες
4 σχόλια:
Το άρθρο είναι πολύ ενδιαφέρον και κατατοπιστικό.Δεν θα είχα να προσθέσω κάτι,εκτός μόνο στο σημείο αυτό: "Στήν περίπτωση τοῦ διαλόγου τῶν Ἐκκλησιῶν λείπουν καί οἱ δύο προϋποθέσεις. Καμία δέν εἶναι πρόθυμη νά ὑπερβεῖ τήν αὐτάρκειά της καί τήν αἴσθηση ὅτι κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας γιά τόν ἑαυτό της καί καμία δέν θέλει νά ὁδηγηθεῖ σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τίς εὐαισθησίες τους.".
Ειδικά θέλω να επισημάνω το σημείο "τήν αἴσθηση ὅτι κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀλήθειας γιά τόν ἑαυτό της" από το οποίο,κατά τη γνώμη μου,ξεκινούν πολλές παρεξηγήσεις και παρερμηνείες.
Η Εκκλησία δεν "κατέχει για τον εαυτό" την Αλήθεια. Η Εκκλησία κατέχεται,στην πληρότητά της,στο σώμα της,από την Αλήθεια ή δεν κατέχεται.Δεν έχει σημασία αν ένας ή πολλοί,στο σώμα της Εκκλησίας,κατέχονται υπό της Αληθείας. Και μόνο ένας είναι αρκετός,για να φανερώσει το, επ΄ Αληθεία (μετοχής και κατοχής), σώμα της και να εγκεντριστούν σ΄ αυτό τα υπόλοιπα μέλη.Τα οποία θα αποτελέσουν (ή αποτελούν) το μέρος-σώμα,που ως κεφαλή έχει τον Χριστό,μετέχει εν Χριστώ και κατέχεται υπό του Χριστού.
Όταν δε αναφερόμαστε στην Αλήθεια της Εκκλησίας,αναφερόμαστε στην κατά συν-αίσθηση και εν-νόημα Αλήθεια και όχι στην αλήθεια ενός αντικειμένου,ενός γεγονότος, για το οποίο άλλου είδους προσέγγιση, και η συμβατική κατανόηση, χρειάζεται.
Πώς είναι έτσι ο πάπας; τί καπέλο είναι αυτό; Σαν καρνάβαλος είναι!
Θα μου πείτε ότι όπου υπάρχει έκπτωση στο Δόγμα εκεί υπάρχει έκπτωση και στο Ήθος!
Φιλόθεος
Απο που αγοράζει καπέλα ο Πάπας;
Θέλω να πάρω ένα για την ανεψιά μου.
Ευτυχία.
Πες τα βρε Ευτυχία, πες τα!
Δημοσίευση σχολίου