Από τον κ. Παναγιώτη Σημάτη λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο που αποτελεί σχόλιο στο άρθρο του ιστολογίου «Θρησκευτικά» "Αντι-οικουμενιστικός αγώνας με διάκριση"
Στο ιστολόγιό σας δημοσιεύσατε ένα κείμενο με τίτλο «Αντι-οικουμενιστικός αγώνας με διάκριση». Ασφαλώς και η διάκριση πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε ενέργειά μας. Όμως, επειδή «διάκρισις σημαίνει συνείδησις αμόλυντη και καθαρότης των αισθήσεων» (Ιω. Κλίμακος), -άρα η ορθή διάκριση είναι κτήμα των ολίγων-, η γνωμοδότηση εν ονόματι της διακρίσεως δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος, όταν πρόκειται για θέματα Πίστεως και αιρέσεων. Εκεί, μαζί με τη διάκριση ως προς το χρόνο και τον τρόπο του πρακτέου, πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν δεδομένα περισσότερο σταθερά και ασφαλή. Και αυτά είναι οι καθοδηγητικές γνώμες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων σε όμοιες περιπτώσεις.
Με αυτή τη βάση, και επειδή σχημάτισα την εντύπωση ότι όσα, -στην παραπάνω δημοσίευσή σας- διατυπώνονται από τον Σεβασμιώτατο Μητρ. Πειραιώς π. Σεραφείμ, τον σεβαστό π. Θεόδωρο Ζήση και τον υπεύθυνο του ιστολογίου, έχουν και τον αντίλογός τους, γι’ αυτό διατυπώνω τις σκέψεις μου κυρίως ως προς τις τοποθετήσεις του Σεβ/του και έμμεσα τις δικές σας, ώστε με την καλοπροαίρετη συζήτηση να ξεκαθαρίσουν τα θέματα, να κατορθώσουμε σ’ αυτή την κρίσιμη για την Εκκλησία μας ώρα, να διατηρήσουμε την ενότητα ενεργειών στον αγώνα κατά των Οικουμενιστών, που προβλέπεται δύσκολος. Μας χρειάζεται σύμπνοια και διάθεση ομολογίας (έστω και με διαφορετικό τρόπο) και όχι υποτίμηση του αγώνος των μεν από τους δε.
Ασφαλώς και δεν έρχομαι ως συνήγορος, ούτε συμφωνώ με την όλη συλλογιστική του καθηγητή Πανεπιστημίου, στον οποίο απαντά ο Σεβ/τος Πειραιώς (μέρος της Επιστολής του αναδημοσιεύσατε), αφού μέσα τον χαώδη χώρο αντιμαχόμενων Επισκοπών-Εκκλησιών και των αποτειχιζόμενων πιστών του Παλαιού είναι δύσκολο κανείς να βρει άκρη, παρά την ορθότητα των περισσοτέρων τους θέσεων.
Θέλω να σημειώσω, όμως ταυτόχρονα, ότι στην περίπτωση της παύσεως του μνημοσύνου των Οικουμενιστών, δεν μπορούμε να υποβαθμίζουμε το θέμα και αντί για τους συγκεκριμένους οικουμενιστές να ομιλούμε ως να πρόκειται απλώς περί κάποιων άγνωστων και εναλλασσόμενων σε δηλώσεις προσώπων, που εκφράζουν «κάποιες» θέσεις: «των κατά καιρούς (δηλ.) δηλούντων συγκρητιστικάς οικουμενιστικάς θέσεις», όπως στην Επιστολή του γράφει ο Σεβ/τος. Πράγματι, αν τους εντάξουμε σ’ αυτό το ακαθόριστο και ρευστό πλαίσιο, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αιρετικοί ή ως «κοινωνούντες με αιρετικούς» και αφήνονται έτσι «ελεύθεροι» να συνεχίσουν το καταλυτικό έργο τους.
Αντίθετα: α) Η παύση του μνημοσύνου επιβάλλεται, γιατί εδώ πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα Οικουμενιστών, των οποίων έχουμε επίσημες δηλώσεις, κείμενα και πράξεις. Κι αυτοί οι συγκεκριμένοι, είναι οι ηγέτες του οικουμενιστικού αγώνος, δρουν με συγκεκριμένο σχέδιο και το υλοποιούν μαζί με τους αιρετικούς και υπό την προστασία των, έχουν προαποφασίσει ή αποδεχθεί την ένωση των Εκκλησιών υπό των Πάπα, έχουν υποπέσει σε πληθώρα παραβάσεων Ιερών Κανόνων και ασεβούν προς αυτούς, αμνηστεύουν αιρετικές δοξασίες και πρακτικές, δεν υπερασπίζονται την Εκκλησία μας, π.χ. όταν πρόσφατα ο Πάπας την χαρακτήρισε ως ελλειμματική(!) και επιτρέπουν έτσι να εξοικειώνεται και να μολύνεται ο πιστός από την αίρεση.
Αυτά έχουν καταγγελθεί από πολλούς και δεν χρειάζεται να παραθέσω εδώ τα σχετικά κείμενα. Θα αναφέρω μόνο δύο απ’ εκείνους που έχουν διατυπώσει τέτοιες θέσεις, τους καθηγητές Πανεπιστημίου π. Θεόδωρο Ζήση και π. Γεώργιο Μεταλληνό, οι οποίοι προΐστανται της Συνάξεως που συνέταξε την «Ομολογία Πίστεως» και την οποία ο Σεβ/τος συνυπέγραψε και -είναι αλήθεια- αυτή η ομολογιακή του ενέργεια μας γέμισε χαρά. Το ότι οι ελάχιστοι Οικουμενιστές, αλλά ισχυροί λόγω των θεσμικών ηγετικών θέσεων που κατέχουν, προχωρούν με σχέδιο και προσπαθούν να εξοικειώσουν το λαό στην αιρετική Οικουμενιστική ιδεολογία, ώστε ο λαός να αποδεχθεί χωρίς αντίδραση την Ένωση, φαίνεται από δικές τους δηλώσεις[1]. β) οι δηλώσεις τους αυτές δεν είναι ευκαιριακές -όπως χαρακτηρίζονται- ως προερχόμενες υπό «των κατά καιρούς δηλούντων συγκρητιστικάς οικουμενιστικάς θέσεις». Είναι δηλώσεις των ιδίων συγκεκριμένων προσώπων, όπως του κ. Βαρθολομαίου, οι οποίοι συντελούν θεωρητικά
και πρακτικά στην διατύπωση, εκδήλωση, υποστήριξη και προώθηση εντός της Εκκλησίας της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Τι άλλο απαιτείται, δηλαδή, για την εφαρμογή των «Θείων και Ι. Κανόνων 13ου και 15ου της Α´ καί Β´ λεγομένης Συνόδου» που αναφέρει ο Σεβ/τος; Δεν υπάρχει εδώ συγκεκριμένη αίρεση, δηλ. ο Οικουμενισμός; Δεν υπάρχουν τα πρόσωπα που την προωθούν, δεν υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο επιβολής της, όπως τούτο ομολογούν από χρόνια προσωπικότητες ως ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο π. Σπυρίδων Μπιλάλης, ο Ανδρέας Θεοδώρου, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (στην γνωστή δήλωσή του πριν φέρει τον Πάπα και το Συνέδριο του Π.Σ.Ε. στην Αθήνα), ο Ιω. Ρωμανίδης, ο π. Θ. Ζήσης, ο π. Γ. Μεταλληνός κ.ά.; Αυτό δεν το αναφέρει και η «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ» που προσυπόγραψε και ο Μητρ. Πειραιώς; Τώρα γιατί αυτό αμφισβητείται υπ’ αυτού;
Γράφει, ακόμη, πως για να αντιδράσει, περιμένει όχι απλώς την διατύπωση από τους οικουμενιστές, κάποιων συγκρητιστικών οικουμενιστικών θέσεων, μα «δημοσία κήρυξιν αιρέσεως και γυμνή τη κεφαλή επ΄ Εκκλησίας αιρετικήν διδασκαλίαν…».
Να θυμίσουμε, λοιπόν, τι υπογράψαμε όλοι -και ο Σεβ/τος- στην «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ»;
«…Ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα... Για τον λόγο αυτό τον εκάστοτε πάπα “ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά και αιρετικόν αποκαλούμεν”…
Εφ' όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ' αυτών κοινωνία... Οι ιεροί κανόνες στο σύνολο τους απαγορεύουν … τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους… Η αίρεση του Οικουμενισμού… προσβάλλει το δόγμα της Μιας… Εκκλησίας…
Επιβάλλεται από Πατριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας... Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας... Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι... Την διδάσκουν «γυμνή τη κεφαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνεργασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του».
Το παραπάνω απόσπασμα της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ» που και ο Σεβ/τος υπέγραψε, μιλά για την αίρεση του Οικουμενισμού που κηρύσσεται «γυμνή τη κεφαλή», στην οποία συμμετέχουν Πατριάρχες και Επίσκοποι, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους αυτή τίθενται εκτός Εκκλησίας. Αντίθετα, στην Επιστολή του ο Σεβ/τος λέγει ότι η αίρεση του Οικουμενισμού, δεν κηρύσσεται ακόμα «γυμνή τη κεφαλή» από συγκεκριμένα πρόσωπα και ότι, όταν διαπιστώσει κάτι τέτοιο, τότε θα αντιδράσει. Μα έτσι ο Σεβ/τος (από συμπαράσταση στο χειμαζόμενο Φανάρι) δικαιολογεί τον ηγέτη του Οικουμενισμού κ. Βαρθολομαίο. Πόσοι Πατριάρχες χειμαζόμενοι, προτίμησαν την ομολογία και το μαρτύριο;
Στη συνέχεια, δηλώνει, ότι θα διακόψει το μνημόσυνο μόνο αν η αίρεση καταδειχθεί «…με ενσυνείδητον μετοχήν εις την αίρεσιν αποδεικνυομένην διά της κοινωνίας έως το κοινόν ποτήριον. Τοιούτον τι, όμως δεν έχει ευτυχώς επισυμβεί». Ας αφήσω το δεύτερο σκέλος της φράσεως, για να μην μακρύνω περισσότερο το λόγο. Μένω στο πρώτο και ερωτώ: Τότε τι νόημα έχουν οι παραπάνω Ιεροί Κανόνες που αναφέρει; Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι πιστοί όλων των εποχών, περίμεναν πρώτα να παγιωθεί η αίρεση και μετά να αντιδράσουν; Δεν ευοδώνουν και προτρέπουν οι Πατέρες στην άμεση αντίδραση των πιστών ακόμα και επί υποψία αιρέσεως;
Οι παραπάνω Ι. Κανόνες, δεν ομιλούν για σύσσωμη αντίδραση της Εκκλησίας, αλλ΄ αναφέρονται για την αντίδραση κάποιων πιστών ή ομάδων πιστών που για διάφορους λόγους έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της καταστάσεως.
Αντιγράφω κι ένα σχετικό σχόλιο από την ιστοσελίδα σας: «O Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης μας λέει: Ο μνημονεύων αιρετικόν είναι αιρετικός, καν τοις λογισμοίς ουκ εναυάγησεν αλλά τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυται!». Σταματώ όμως εδώ, για να παραθέσω κάποια ανάλογα παραδείγματα από την ιστορία της Εκκλησίας μας που μας φέρνουν μπροστά στις ευθύνες μας:
Ι) Κατά τον Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιο, η ενότης της Εκκλησίας «παρασαλεύεται μόνον από τας ετεροδοξίας. Ο ετέρως, παρ’ ο παρέλαβε, φρονών, παύει να έχη την ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος. Δια τούτο, κατά την Ε’ Οικουμ. Σύνοδον (πράξ. Α’ § 3,17) υπέρτατον χρέος των ιερέων… είναι η περιφρούρησις και η διασφάλισις της ενότητος της πίστεως. Η έκπτωσις ιερέως από την ενότητα της πίστεως μιαίνει τα υπ’ αυτών τελούμενα μυστήρια και αίρει από αυτούς το χάρισμα της πνευματικής πατρότητος. Αντί ποιμένων αποβαίνουν λύκοι (βλ. Ε’ Οικουμ. Σύνοδ., Πράξ. ΣΤ’ § 15,10 και Πράξ. Α’ 3,14)... Και οι ορθόδοξοι καθ’ όλον το διάστημα του ακακιανού σχίσματος ηρνήθησαν να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων από χειρών απλώς υπόπτων. “Ακοινώνητοι δια τι μένομεν επί τοσαύτα (35) έτη;... Ιερείς και πατέρες είναι μόνον οι τηρούντες την πίστιν ανόθευτον (Πραξ. Α § 3, 14)» (Τα κείμενα αυτά, όπως και των επομένων τριών §§, είναι από τη μελέτη του Μητρ. Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου, Η Πέμπτη Οικουμ. Σύνοδος, σελ. 104-106, 52, 360, 361).
ΙΙ) Αλλά και κατά την εποχή του Αγ. Κυρίλλου παρόμοια συνέβαιναν. «Κατά την διετίαν 431-433 μ.Χ. εκράτησε, συνεπεία του σχίσματος, μεγάλη αταξία. ”Έμεινε η Σύνοδος η Ανατολική (σ.σ. δηλ. οι περί τον Πατρ. Αντιοχείας Ιωάννη) μη κοινωνούσα τοις επισκόποις τοις κοινωνούσι Κυρίλλω… Κατά το διάστημα αυτό οι Ανατολικοί κατηγόρουν τους κοινωνούντας με τον άγ. Κύριλλον ορθοδόξους ως αμαθείς… Αλλ’ η κατάστασις, εις την οποίαν είχε περιέλθει το πατριαρχείον Αντιοχείας ήτο θλιβερά… Διό και τεταπεινωμένοι εζήτησαν την κοινωνίαν με τον άγ. Κύριλλον υπό όρους… (ο οποίος) απαντών ηρνήθη να δεχθή τους Ανατολικούς εις κοινωνίαν, πριν α) δεχθούν την καθαίρεσιν του Νεστορίου…, β) αναθεματίσουν τον Νεστόριον και τας διδασκαλίας του, γ) …αποδεχθούν όλας τας πράξεις της Γ’ Συνόδου…, διότι δεν είχεν εμπιστοσύνην (σ.σ. μετά όσα είχε πράξει) εις τον Ιωάννην Αντιοχείας».
ΙΙΙ) Οι άγιοι πατέρες δεν ανέχονταν ούτε καθ’ υποψίαν να κατηγορηθούν, ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκοινώνουν μετά των αιρετικών, αλλά κι αν έδειχναν κάποια «οικονομία» αυτή διετηρείτο για βραχύ χρονικό διάστημα και όχι για δεκαετίες. Π.χ., ο άγ. Πρόκλος, παρόλο που επιτιμάται από τον άγ. Κύριλλο για πρόθεσή του να αναθεματισθεί ο αιρετικός Θεόδωρος, και τούτο χάριν οικονομίας, μήπως και κερδίσουν κάποιους φίλα προσκείμενους προς τους αιρετικούς, αυτός επιμένει και στέλνει επιστολή στους επισκόπους «συμβουλεύων αυτούς…να αναθεματίσουν τας βλασφημίας του Θεοδώρου, διότι μόνον έτσι θα απήλλαττον τους εαυτούς των από την σχετικήν υποψίαν».
Αργότερα φάνηκε πως είχε δίκιο ο αγ. Πρόκλος, γιατί αποδείχτηκε ότι οι φιλοαιρετικοί «συνέχισαν να υπερασπίζονται ακόμα και τας βλασφημίας του Θεοδώρου». Τότε και «ο άγ. Κύριλλος, επειδή έβλεπε την ασέβειαν αυξανομένην και …την ως εκ τούτου βλάβην…, ηναγκάσθη να συγγράψη τα βιβλία του κατά του Θεοδώρου και των βλασφημιών του».
ΙV) Άλλο παράδειγμα, που δείχνει την ευαισθησία της ορθοδόξου συνειδήσεως σε θέματα πίστεως. Γράφει ο καθηγητής Π. Μπούμης: «Τοιαύτη είναι η ευαισθησία του χριστιανικού πληρώματος εις ζητήματα πίστεως, ώστε δεν ανέχεται την παραμικράν υπεκφυγήν η ασάφειαν η αμφιβολίαν, αλλά επιμένει εις την συγκεκριμένην και βεβαίαν αντιμετώπισιν αυτών. Εύγλωττος είναι επί τούτω η στάσις την οποίαν επέδειξε το πλήθος των πιστών της Κων/λεως τω 518, όταν εκάλεσε τον Πατρ. Ιωάννην Β τὸν Καππαδόκην... “να κηρύξη απ' άμβωνος την αναγνώρισιν της Δ΄ Οἰκ. Συνόδου, να εγγράψη εις τα δίπτυχα τα ονόματα των ορθοδόξων προκατόχων αυτού...και να αναθεματίση τον μονοφυσίτην πατριάρχην Αντιοχείας Σεβήρον”. Οι πιστοί δεν ηρκέσθησαν εις την διαβεβαίωσιν του Πατριάρχου, ότι δεν εκινδύνευεν η πίστις και ότι θα προβή εις τας σχετικάς ενεργείας, αλλά “τω καιρώ των διπτύχων μετά πολλής ησυχίας συνέδραμαν άπαν το πλήθος κύκλω του θυσιαστηρίου και ηκροώντο, και μόνον (όταν) ελέχθησαν αι προσηγορίαι των ειρημένων... φωνή μεγάλη έκραξαν άπαντες· δόξα σοι Κύριε”».
Και τότε, λοιπόν, όπως βλέπουμε, Επίσκοποι εκήρυτταν την αίρεση ή έκαναν πλάτες στους αιρετικούς επικοινωνώντας μαζί τους. Και σήμερα η «ιστορία επαναλαμβάνεται»: Πατριάρχες, Επίσκοποι και θεολόγοι (τους οποίους στο ιστολόγιό σας είχατε την τόλμη να κατονομάσετε), ηγούνται της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Το χρέος όλων, όσων θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί, είναι προδιαγεγραμμένο από τους Αγίους μας και θα είναι ευχής έργο, ιεράρχες όπως ο Μητροπολίτης Πειραιώς, να πρωτοστατήσουν πρακτικά στην εφαρμογή των λόγων τους.
[1] Ο εκπρόσωπος μας στις Βρυξέλλες, επίσκοπος Αθανάσιος, χαρακτήρισε την πλειονότητα των πιστών ως φονταμενταλιστές και δήλωσε ότι: προσπάθειά μας είναι «να προετοιμάσουμε τον κόσμο, να τον διαπαιδαγωγήσουμε, για να μη αντιδράσει,… (στους οικουμενιστικούς διαλόγους) να σχηματίσουμε τη συνείδηση του κόσμου»!
Σημάτης Παναγιώτης, θεολόγος
19 Αυγ 2009
Ο Οικουμενισμός και οι Οικουμενιστές είναι υπαρκτά όντα ή πλάσματα της φαντασίας μας;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου