Ο μεγάλος αυτός πνεύμονας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το Άγιον Όρος, που χίλια τόσα χρόνια τώρα ακτινοβολεί, πέρασε καλές και άσχημες ώρες στην ιστορική του πορεία. Επειδή όμως, όπως αποκαλείται, είναι το περιβόλι της Παναγιάς, πάντοτε βρίσκει δυνάμεις και πάντοτε μεγαλουργεί.
Ο θρησκευτικός και Οικουμενικός χαρακτήρας του Άθω, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, είχε σαν αποτέλεσμα την αθρόα προσέλευση χριστιανών ανεξαρτήτως εθνικότητος. Η ακτινοβολία του υπήρξε εντονότερη προς τους λαούς του Βορρά, καθώς συνετέλεσε στην ενδυνάμωση της Ορθοδόξου ταυτότητας τους, στην αφύπνιση του εθνικού τους φρονήματος και στην διατήρηση της υποστάσεως τους. Έντονη παρατηρείται η παρουσία ξενόγλωσσου μοναχικού πληθυσμού στην Αθωνική πολιτεία μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα. Αρχίζει όμως να μειώνεται σημαντικά τον 18° αιώνα.
Προτού εισέλθουμε στο κυρίως θέμα μας, ας παραθέσουμε μερικά γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία καθώς και ολίγα συνοπτικά για το Νομικό καθεστώς.Η όλη χερσόνησος της Χαλκιδικής αποτελεί συνέχεια προς Νότιο- ανατολάς της Κεντρικής Μακεδονίας. Διαχωρίζεται σε τρεις επί μέρους μικρότερες χερσονήσους: της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Άθω. Η χερσόνησος του Άθω ή Αγίου Όρους έχει μήκος περίπου 47 χλμ, πλάτος από 5-10 χλμ. και έκταση περί τα 322 τ. χλμ. Είναι οφιοειδής εν είδη ψαροκόκαλου. Έχει απότομες πλαγιές, βαθιές και στενές χαράδρες και ογκώδεις βράχους. Είναι κατάφυτη από δρυς, καστανιές, πεύκα και μεγάλη ποικιλία θάμνων. Είναι όπως αποκαλείται, ένας «βοτανικός παράδεισος». Ορεινή, δασώδης και δύσβατος καταλήγει στην κωνική κορυφή του Άθω ή Άθωνα με υψόμετρο 2033 μέτρα. Τα παράλια είναι βραχώδη, πολυσχιδή και συνήθως τρικυμιώδη.
Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, στο στενότερο σημείο προς Βορειο-δυσμάς είχε κατασκευαστεί η «διώρυγα του Ξέρξη» κοντά στα σημερινά Νέα Ρόδα. Και αυτό για να αποφύγουν οι Πέρσες την καταστροφή του στόλου τους, στην εκστρατεία κατά της Ελλάδος. Τα προηγούμενα έτη ο Μαρδόνιος, προσπαθώντας να περιπλεύσει τον Άθω, υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή του στόλου του λόγω της τρικυμίας.
Ο γλύπτης και αρχιτέκτων της Αλεξανδρείας Δεινοκράτης είχε προτείνει στον Μ. Αλέξανδρο να κατασκευάσει κολοσσιαίο άγαλμα του στη χερσόνησο που να είναι ορατό από όλο σχεδόν το Αιγαίο πέλαγος. Και η απάντηση του Αλεξάνδρου : «Άφες το όρος ως έχει, αρκεί ότι έτερος βασιλεύς κατέλειπε αϊδιον την αλαζονείαν του διωρύξας τούτο».
Οι πρώτοι μοναχοί εμφανίζονται στο Άγιον Όρος τον Θ’ μ.Χ αιώνα. Από τότε η Αθωνική πολιτεία όπως ονομάζεται, διαχωρίζεται της λοιπής Χαλκιδικής και ακολουθεί ιδιαίτερο, αυτοτελή, ιστορικό βίο.
Το νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους καθορίζεται σήμερα από:
1. Το Σύνταγμα της Ελλάδος.
2. Τον καταστατικό χάρτη του Αγίου Όρους και
3. Τους νόμους που ρυθμίζουν θέματα της μοναστικής πολιτείας. Η πρώτη νομοθετική ενέργεια του Ελληνικού κράτους, μετά την οριστική αναγνώριση της κυριαρχίας του στη χερσόνησο με τις συνθήκες Βουκουρεστίου (1913), Σεβρών (1920) και Λοζάννης (1923), έγινε το 1926 και η πρώτη συνταγματική ρύθμιση του αγιορείτικου καθεστώτος με το Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 109-112).
Τα βασικά στοιχεία της ιδιόρρυθμης μοναχικής πολιτείας που καθορίζει και διασφαλίζει το Σύνταγμα είναι:
1. Τα όρια και το νομικό καθεστώς του εδάφους.
2. Το πολιτειακό καθεστώς
3. Οι ειδικές εξουσίες του Ελληνικού κράτους και
4. Το πνευματικό καθεστώς.
Η ιερή κοινότητα έχει αρμοδιότητες διοικητικές και δικαστικές. Η έκτακτος εικοσαμελής σύναξις είναι το ανώτατο νομοθετικό και δικαστικό όργανο. Αποτελείται από τους ηγουμένους των είκοσι μονών και συνέρχεται δύο φορές το χρόνο.
Το Άγιον Όρος υπάγεται διοικητικώς στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Υπουργός προκαλεί το διάταγμα διορισμού του διοικητή του Αγίου Όρους και επικυρώνει τις κανονιστικές πράξεις της εικοσαμελούς συνάξεως. Για την άσκηση των καθηκόντων του ο διοικητής έχει υπό τις διαταγές του δύναμη Χωροφυλακής και το απαραίτητο προσωπικό διοικήσεως. Τα έξοδα διοικήσεως και λειτουργίας βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εξωτερικών.
Στο άρθρο 52 παράγραφος 3 του Ευρωσυντάγματος που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων τον Απρίλιο του 2005 αναγράφεται ότι: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί ανοικτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους». Συνεπώς και το καθεστώς του Αγίου Όρους, που είναι θρησκευτική κοινότης, καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο και η ένωση το σέβεται και δεν το θίγει.
Υστερα από τη σύντομη αυτή αναφορά ας επανέλθουμε στο κυρίως θέμα μας.Η ιδέα του φυλετικού ανταγωνισμού ή εθνοφυλετισμού εκδηλώθηκε τον 19° κυρίως αιώνα στις Σλαβικές Χώρες, με άμεσο στόχο την επέκταση των συμφερόντων τους και στο Άγιον Όρος. Αυτό σήμανε και την άμεση διείσδυση ξένων μοναχών για υλοποίηση του σκοπού τους.
Τι σήμαινε όμως εθνοφυλετισμός ή φυλετικός ανταγωνισμός; Κάθε φυλή, κάθε κράτος να αισθάνεται ιδιαίτερα και μέσα στο Άγιον Όρος.
Είχε αρχίσει τότε ένα γενικότερο σχέδιο θρησκευτικής και πολιτικής εκμετάλλευσης της Ορθοδοξίας από τους Ρώσους, η γνωστή «πανσλαβιστική προσπάθεια». Ένα μέρος αυτής της «κινήσεως» περιελάμβανε την προώθηση, με διάφορους μεθόδους, της ιδέας της διεθνοποιήσεως του Αγίου Όρους. Η Ρωσία ηγείτο αυτής της κινήσεως. Προς τον σκοπό αυτό ξεκίνησε ένα διαρκή αγώνα καταλήψεως όσο το δυνατόν περισσοτέρων εξαρτημάτων με στόχο την ανύψωση τους σε μονές και την αύξηση έτσι των δικαιωμάτων τους στον Άθωνα.
Η ανοχή, από την Ελληνική πλευρά, των συνεχών παραβιάσεων διεθνών συνθηκών από την πλευρά της Ρωσίας, ωθούσε στη συνεχή αύξηση των αξιώσεων της Ρωσίας. Την ίδια πολιτική, με πιο μικρή βέβαια ένταση, ακολούθησαν και άλλες χώρες επηρεασμένες από τη Ρωσική έπαρση.
Η Βουλγαρία, προκειμένου να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα στην Αθωνική χερσόνησο, χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα, εκμεταλλευόμενη την δυσχερή κατάσταση της Ελληνικής πλευράς, κυρίως κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941-44). Αλλά και ενωρίτερα, επιδίωξε την κατάληψη της μονής Ζωγράφου με την υποστήριξη του Βουλγαρικού στρατού (1912-13).
Όμως, από την άλλη μεριά, οι ηγεμόνες σλαβικών χωρών και ιδιαίτερα των Βλαχίας και Μολδαβίας, ορμώμενοι αρχικά από αγνά θρησκευτικά αισθήματα, άρχισαν να προσφέρουν οικονομική ενίσχυση όχι, μόνο προς τις μονές που εγκαταβίωναν σλάβοι μοναχοί, αλλά και προς όλες τις μονές του Αγίου Όρους.Η προσφορά αυτή αποδείχτηκε σωτήρια και πολύτιμη, κυρίως σε περιόδους δύσκολες, όπως κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Η οικονομική όμως βοήθεια απετέλεσε συχνά και ένα πεδίο αμφισβήτησης των Ελληνικών δικαιωμάτων επί της Αθωνικής κοινωνίας.
Το Ορθόδοξο και δημοκρατικό πνεύμα του Άθωνα είχε συμβάλει στην ύπαρξη αρμονικών αρχικά σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Σλάβους μοναχούς καθώς και ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση αργότερα και τις χώρες προέλευσης των ξενόγλωσσων μοναχών. Κάτι τέτοια αποδεικνύεται και με την ανάπτυξη πνευματικών σχέσεων του Αγίου Όρους με τις Χριστιανικές χώρες.
Τέλος ο Αθωνικός μοναχισμός προώθησε την ανάπτυξη του Ορθοδόξου μοναχισμού των Σλάβων με βάση τα Αγιορείτικα πρότυπα, ενώ η ίδρυση σλαβικών μονών στο Άγιο Όρος προήλθε από την επιθυμία διατηρήσεως της σλαβικής τους φυσιογνωμίας, πέρα από την ανάγκη αντιμετώπισης της γλωσσικής επικοινωνίας. Η επιθυμία αυτή, υποκινούμενη από τα εθνικιστικά αισθήματα κάθε χώρας, προκάλεσε τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ της κυρίαρχης πολιτείας και των Σλάβων μοναχών.
Πως παρουσιάστηκε όμως αυτός ο φυλετικός ανταγωνισμός εις το Άγιον Όρος;Όπως είναι γνωστό, η Οικουμενική φύση της Αθωνικής πολιτείας, η οποία λειτουργεί ως Ορθόδοξη κοινοπολιτεία, υποκίνησε συχνά στο πρόσφατο παρελθόν τις επεκτατικές βλέψεις και την εθνικιστική πολιτική των κρατών. Τα Χριστιανικά έθνη, άλλωστε, δεν ήσαν διατεθειμένα να διακόψουν τους δεσμούς τους με την εκκλησία, εφόσον η τελευταία αυτή είναι αρκετά ισχυρή για να κινητοποιεί και να χρησιμοποιεί τις μάζες, όποτε τούτο καθίσταται αναγκαίο.
Η Ρωσία ήταν η πρώτη η οποία τον 19° αιώνα διατάραξε τις σχέσεις εις τον Άθω. Μέχρι τότε όλοι οι μοναχοί ανεξαρτήτως θρησκεύματος, μπορούσαν να συνυπάρχουν στο ίδιο μοναστήρι, με τη διαφορά ότι η λειτουργία και οι άλλες ακολουθίες γίνονταν στην Ελληνική γλώσσα.
Όμως από τότε που άρχισαν τα σχέδια της τσαρικής Ρωσίας για την κάθοδο της στη Μεσόγειο και δημιουργήθηκε η πανσλαβιστική κίνηση, που αποτελεί μέρος του Ανατολικού ζητήματος, προχώρησε όλη η κίνηση αυτή, για να φτάσουμε το 1870 στο Βουλγαρικό σχίσμα και στον εθνοφυλετισμό. Κάθε φυλή, κάθε κράτος να αισθάνεται ιδιαίτερα και μέσα στο Άγιον Όρος.
Λόγω της εθνικής αφυπνίσεως των λαών του Αίμου άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας οξύτατος ανταγωνισμός, με τη μορφή της πανσλαβιστικής κινήσεως, επιδίωξη της οποίας ήταν πέραν των άλλων και η απελευθέρωση των σλαβικών λαών και η συνένωση τους σε μια Ομοσπονδία. Εξ αιτίας όμως της ιδιομορφίας του χώρου του Άθωνα, ο ανταγωνισμός πραγματοποιήθηκε από κάθε σλαβικό λαό χωριστά.
Η επικράτηση του φυλετισμού μεταξύ των Βουλγάρων μοναχών του Όρους πραγματοποιήθηκε σε συνάρτηση με ρωσικές ενέργειες. Η κίνηση τους όμως αυτή, όχι μόνο δεν απορροφήθηκε από τη Ρωσική πολιτική, αλλά αντιστάθηκε και μάλιστα με σθένος σ’ αυτήν. Ο ανταγωνισμός επεκτάθηκε με την ένταση της Ρωσικής επεκτατικής πολιτικής, η οποία είχε σαν στόχο τον πλήρη εκρρωσισμό του Αγίου Όρους.
Στις ρωσικές αυτές βλέψεις αντιτάχθηκαν άλλες δυνάμεις που δεν υποστήριζαν την εδαφική παρουσία της Ρωσίας στο Αιγαίο, ενώ παράλληλα επιθυμούσαν την προσωπική τους συμμετοχή στην προστασία και τη διοίκηση του Αγίου Όρους.
Από το ένα μέρος η Αγγλία της οποίας υπήκοοι μοναχοί, δηλαδή οι Κύπριοι, υπήρχαν στον Άθωνα και κυρίως στη μονή Βατοπεδίου. Και από το άλλο μέρος, η Αυστρο-Ουγγαρία, της οποίας υπήκοοι υπήρχαν στις υπό κατοχή περιοχές της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Βέβαια δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους Αρμενίων, Σύριων, Βλάχων και Αλβανών προσπάθεια να ιδρύσουν δικά τους μοναστήρια εφόσον ήταν σε θέση να συμβιώσουν αρμονικά με τους Έλληνες μοναχούς.
Ο αιώνιος, όμως πόθος των Τσάρων να κατεβούν στη Μεσόγειο και η επεκτατική πολιτική της Ρωσίας αποτέλεσαν τα αίτια της Ρωσικής κατακτητικής προσπάθειας.
Οι Ρώσοι , που προσπάθησαν να επωφεληθούν από τον Οικουμενικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους και να εκμεταλλευτούν την άθλια οικονομική κατάσταση του, στην οποία πολλές φορές είχε περιέλθει μετά κυρίως την Τουρκική κατάληψη, κινήθηκαν με προγραμματισμένη μέθοδο προς τον εκρωσσισμό του Αγίου Όρους.
Η μέθοδος διείσδυσης εκφραζόταν με την περικύκλωση της Αθωνικής πρωτεύουσας των Καρυών με πυκνό δίκτυο σκητιών, κελιών και καλυβών επανδρωμένα με ρωσικό προσωπικό. Επίσης υλοποιούνταν με την κατάληψη μονών αλλά και σκητών και την ανύψωση τους σε μονές ύστερα από κατάλληλη κτιριακή διαμόρφωση. Στην προσπάθεια αυτή διέθεταν άφθονα χρήματα. Παράλληλα εκφραζόταν με την κατάληψη καλυβών και την ανύψωση τους σε κελιά, όπως και με την κατάληψη κελιών και την ανύψωση τους σε σκήτες.
Η προσέλευση των Ρώσων μοναχών στο Άγιον Όρος ξεκίνησε από τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα η οποία στερούνταν κτημάτων και προσόδων.Η αίτηση των Ρώσων να μονάσουν εκεί έγινε δεκτή από τους Έλληνες μοναχούς υπό ορισμένους όρους που εκφράστηκαν προφορικά και έγιναν αποδεκτοί από τους Ρώσους μοναχούς. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη μονή αυτή ήταν Έλληνες μοναχοί με ηγούμενο Έλληνα. Σύμφωνα λοιπόν με τους όρους αυτούς δεν επιτρεπόταν η αύξηση του αριθμού των Ρώσων μοναχών πέραν των τριάντα.
Η διαχείριση και η διοίκηση της μονής θα γινόταν από τους Έλληνες. Και τρίτον οι Ρώσοι θα υπόκεινταν στους νόμους και τους κανονισμούς της μονής. Ωστόσο μετά το 1840, κατά το οποίο οι Ρώσοι εισήλθαν στη μονή, άρχισαν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς. Δώδεκα χρόνια μετά, έγιναν ογδόντα και το 1856 ξεπέρασαν τους εκατό. Τότε άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα. Ανήγειραν τρεις μεγαλοπρεπείς πλευρές της μονής. Ζήτησαν το διάβασμα στην Τράπεζα κατά το γεύμα ή το δείπνο να γίνεται στα Ρωσικά.
Το 1873, αφού είχαν αυξηθεί σε τριακόσιους, οι μοναχοί ψήφισαν σαν διάδοχο του Έλληνα ηγούμενου ένα Ρώσο. Είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία της μονής και ήταν ζήτημα χρόνου να την διεκδικήσουν ολόκληρη. Παρά την αντίδραση των μοναχών, το Πατριαρχείο, για άγνωστο λόγο, δικαίωσε του Ρώσους και το 1875 ηγούμενος έγινε τότε ο Ρώσος Μακάριος. Κατόπιν άρχισαν σιγά - σιγά να εκδιώκουν τους Έλληνες μοναχούς και να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη μονή ως βάση στην προσπάθεια εκσλαβισμού του Αγίου Όρους.
Η εφαρμογή του προγράμματος τους είχε αρχίσει και απαιτούσε τη διάθεση μεγάλων χρηματικών ποσών για την κατάληψη μοναστικών ιδρυμάτων στο Άγιον Όρος κυρίως φτωχών, χρεωμένων, ερειπωμένων και την ασφυκτική επάνδρωση τους με μοναχούς από τη Ρωσία. Κατά ένα σημαντικό ποσοστό οι μοναχοί αυτοί προερχόντουσαν από πρώην Αξιωματικούς του στρατού και ιδιαίτερα του Ναυτικού.
Εφόσον η ίδρυση νέων μονών απαγορευόταν από τον Κανονισμό του Όρους, οι ενδιαφερόμενοι ρώσοι αγόραζαν παλιά κελιά, οικοδομούσαν μεγαλοπρεπή τετράπλευρα κτίρια και υπερέβαιναν τον αυστηρά καθορισμένο αριθμό των ασκητών με τη συρροή νέων μοναχών από τη Ρωσία. Έπειτα ζητούσαν τον προβιβασμό του κελιού σε κοινόβια σκήτη, γεγονός το οποίο, με την ανοχή των τοπικών αρχών και με την έγκριση της Κοινότητας και του Πατριαρχείου, μερικές φορές επιτεύχθηκε.
Με αυτό τον τρόπο οι Ρώσοι, κατόρθωσαν την αγορά του κελιού του Αγίου Ανδρέα, που λεγόταν και Σεράι και με τη βοήθεια της ρωσικής διπλωματίας το ανύψωσαν σε σκήτη. Η εγκατάσταση εξάλλου σε τρία - τέσσερα κελιά της σκήτης του Προφήτη Ηλία της μονής Παντοκράτορας, ενός σχετικά μικρού αριθμού Ρώσων, μετέτρεψε τα κελιά σε σκήτες. Δεν περιορίστηκαν όμως σε αυτά και επιχείρησαν την εξάπλωση τους και σε άλλα μοναστήρια.
Η συνεχής αύξηση του αριθμού τους, με την εγκατάσταση χιλιάδων Ρώσων μοναχών, μετέβαλαν το Όρος σε ρωσική αποικία, αφού ξεπέρασαν τους Έλληνες μοναχούς και πλησίασαν τις τρεις χιλιάδες πεντακόσιους. Ίδρυσαν τότε οι Ρώσοι κολοσσιαία και μεγαλοπρεπή κτήρια, ενώ προσωπικότητες της Ρωσίας μετέβαιναν στην Αθωνική πολιτεία με σκοπό να αυξήσουν την λαμπρότητα των κτημάτων τους.
Και αργότερα, στο ενδιάμεσο μεταξύ των πρώτου και δεύτερου Βαλκανικού πολέμου, δηλαδή από τον Νοέμβριο του 1912 μέχρι το καλοκαίρι του 1913, η Ρωσία γνωστοποίησε ότι δεν θα δεχόταν ρύθμιση του πολιτειακού καθεστώτος του Αγίου Όρους χωρίς ενεργό συμμετοχή και της ίδιας. Επομένως η Ρωσία, προτείνουσα την ουδετερότητα του Αγίου Όρους και τη συμμετοχή της στην συγκυριαρχία του, ήθελε να επιβληθεί κυριαρχικά στην Αθωνική πολιτεία.
Επί πλέον προβλήθηκε η ανάγκη να ανακηρυχθεί κοινό έδαφος των συμμάχων, των οποίων κοινός αγώνας ώθησε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι προσπάθειες αυτές των Ρώσων απέβλεπαν στη δημογραφική αλλοίωση της Αθωνικής Πολιτείας. Παράλληλα η απροκάλυπτη επεκτατική τους πολιτική τους ώθησε στην επάνδρωση των μονών ακόμα και με κατάδικους του κοινού ποινικού δικαίου που ήρχοντο από τη Ρωσία, χωρίς καμία θρησκευτική καλλιέργεια.
Συγχρόνως οι Ρώσοι πανσλαβιστές, θεωρώντας τον Ελληνισμό τροχοπέδη στην κατάκτηση των εθνικών και θρησκευτικών τους στόχων, γίνονταν πολέμιοι του. Τα ρωσικά βιβλία της εποχής ήταν γραμμένα μεροληπτικά και ανεγνώριζαν ως μοναδική εθνότητα του Όρους τη ρωσική, ενώ οι έλληνες μοναχοί και οι ελληνικές μονές αντιμετωπίζονταν με εμπαιγμό και έπαρση.
Ωστόσο οι προσκυνητές που ξεκινούσαν με μοναδικό σκοπό να μονάσουν στο Άγιον Όρος δεν ήταν υπεύθυνοι για αυτή την πολιτική.
Τις περισσότερες φορές οι Ρώσοι αυτοί μοναχοί αγνοούσαν το γεγονός ότι η πατρίδα τους θα τους χρησιμοποιούσε ως αριθμητικές μονάδες για την επίδειξη της υπεροχής τους. Έτσι η ρωσική αυτή εκτροπή για χάρη του πανσλαβισμού και της διεθνοποίησης δεν ήταν σύμφωνη με την πλειονότητα των Ρώσων και των μεγάλων πατέρων του ρωσικού μοναχισμού.
Η διεθνοποίηση του Όρους παρουσιάστηκε ως αίτημα της τσαρικής Ρωσίας, με απώτερο σκοπό την μετατροπή της χερσονήσου σε ρωσική βάση.
Και ενώ η Ρωσία διετύπωσε συμβιβαστικές προτάσεις διεθνοποίησης, ουδετερότητας ή συμπροστασίας του Αγίου Όρους από την ίδια και τα Ορθόδοξα Βαλκανικά κράτη, ωστόσο οι χώρες αυτές δεν ευνοούσαν τη ρωσική πρόταση για συγκυριαρχία. Συγκεκριμένα το Μαυροβούνιο και η Σερβία δεν έδειξαν ενδιαφέρον για την πρόταση, ενώ η Βουλγαρία αντιπρότεινε να δοθεί στη Ρουμανία το Άγιον Όρος, σαν αντάλλαγμα των αξιώσεων της στο βουλγαρικό έδαφος, κυρίως στην περιοχή της Δοβρουτσάς και αλλού. Δηλαδή η Ρουμανία, αντί βουλγαρικών εδαφών, να πάρει Αγιορείτικα εδάφη.
Ετσι φτάνουμε στην Πρεσβευτική διάσκεψη του Λονδίνου στις 12 Μαΐου του 1913, προτού δηλαδή κηρυχθεί ο Δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος. Εκεί ο Ρώσος αντιπρόσωπος προσκόμισε υπόμνημα των Ρώσων κελιωτών με το οποίο προβάλλονταν οι επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας.
Μετά την πάροδο εβδομήντα ετών προγραμματισμένης και συστηματικής διείσδυσης στην Αθωνική πολιτεία, τόνιζαν ότι υπερτερούσαν σε αριθμό στους Ελληνικής καταγωγής μοναχούς. Προέβαλαν δε σειρά αξιώσεων όπως αναγνωρισθεί το Άγιον Όρος ως αυτόνομο και ουδέτερο έδαφος υπό την προστασία της Ρωσίας, να αλλάξουν οι κανονισμοί, να αλλάξει η αντιπροσώπευση στο συμβούλιο των είκοσι μονών κλπ.
Εάν ικανοποιούντο τότε οι πολλές ρωσικές αξιώσεις, ο έλεγχος των Ρώσων επί του Αγίου Όρους θα ήταν γεγονός. Οι Ρώσοι μοναχοί θα αποκτούσαν πλειοψηφία στην Ιερά Σύναξη, τα ρωσικά ιδρύματα θα αποκτούσαν ανεξαρτησία, ενώ η Ρωσία θα επέβαλε τις απόψεις της στην εποπτεία προστασίας.
Η ρωσική πρόταση τελικά για αυτονόμηση του Αγίου Όρους βρήκε απήχηση και υπογράφτηκε πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο κηρυσσόταν έδαφος ανεξάρτητο και ουδέτερο υπό την προστασία της Ρωσίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδος. Ο Αγιορείτικος πληθυσμός όμως αντιτάχθηκε στην απόφαση αυτή και απαιτούσε την αποκλειστική κυριαρχία της Ελλάδος επί του Άθωνα, χαρακτηρίζοντας παράνομη και απαράδεκτη την πρόταση της συγκυριαρχίας. Και η διάσκεψη του Λονδίνου ανέβαλε την τελική απόφαση για αργότερα, αναθέτοντας σιωπηρά την προστασία του Αγίου Όρους στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά η Ρωσία συνέχισε τις ενέργειες της για την επίτευξη του σκοπού της και τον Φεβρουάριο του 1914 άρχισαν διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο Ρώσος πρεσβευτής πρότεινε στον Έλληνα ομόλογο του την προστασία του Αγίου Όρους από δύο μόνο δυνάμεις την Ελλάδα και τη Ρωσία. Το σημείωμα του Ρώσου πρεσβευτή είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί υπήρχαν όροι ταξινομημένοι σε δύο τμήματα : το φανερό και το εμπιστευτικό. Έγραφε μάλιστα και πως θα χωριστούν και ποια κελιά και μονές θα ελέγχει η Ελλάδα και ποιες οι Ρωσία. Αλλά ευτυχώς η Παναγιά προστάτευσε και αυτή τη φορά το Όρος.
Σημαντικό πλήγμα στα σχέδια του επεκτατισμού των Ρώσων στο Άγιον Όρος, προκάλεσε η εμφάνιση της αίρεσης τότε των ονοματολατρών ή Ιησουϊτών ένεκα της οποίας μειώθηκε υπερβολικά ο αριθμός των Ρώσων μοναχών. Στο μετόχι Σίμων ο Χαναναίος της Ιεράς Μονής Παντελεήμονος έζησε ένας Ρώσος μοναχός, ο Ιλαρίων ο οποίος δίδασκε ότι η συνεχής απαγγελία του ονόματος του θεού σώζει τον άνθρωπο.
Και το κίνημα του αυτό το κίνημα των Ονοματολατρών, ξεκίνησε το 1907 με την έκδοση του βιβλίου του Ιλαρίωνα με τίτλο «επί των ορέων του Καυκάσου», το οποίο και δεν θεωρήθηκε ορθόδοξο. Έτσι, υπαρχούσης αυτής της αιρέσεως των ονοματολατρών περνούσαν τα χρόνια. Είχε αρχίσει πλέον να χάνει έδαφος ο όγκος αυτός των Ρώσων μοναχών οι οποίοι είχαν κατακλύσει το Όρος. Δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα οι Ρώσοι τόσο κατά το πρώτο όσο και κατά τον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο.
Όμως η κήρυξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 δεν επέτρεψε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Στις 5 Ιανουαρίου του 1917 –τότε που στην Ελλάδα είχε επικρατήσει ο διχασμός με τη κυβέρνηση των Αθηνών με τον βασιλιά και τη κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο– αποβιβάστηκαν στο Άγιον Όρος ρωσικά και γαλλικά στρατιωτικά αποσπάσματα και άρχισαν οι εκβιασμοί και οι βιαιοπραγίες προς τους Έλληνες μοναχούς.
Αυτές οι καταστάσεις είχαν αφήσει τις πιο ζοφερές αναμνήσεις στην Αγιορείτικη πολιτεία. Οι Ρώσοι φρόντιζαν με κάθε τρόπο να ασκούν πίεση στις μονές για να πετύχουν την απομάκρυνση των Ελλήνων μοναχών από το Άγιον Όρος και των προσεταιρισμό των μονών από τους Ρώσους μοναχούς.
Εν τω μεταξύ όμως, η κομμουνιστική επανάσταση στη Ρωσία τον Οκτώβριο του 1917 και η επικράτηση των μπολσεβίκων έθεσε την θρησκεία υπό διωγμό και τερμάτισε κάθε υποστήριξη προς τους Ρώσους πανσλαβιστές Αγιορείτες μοναχούς. Παύει πλέον το ενδιαφέρον των κατοίκων της Ρωσίας για τον Άθωνα. Στη συνέχεια υπεγράφησαν οι συνθήκες του Νεϊγύ, των Σεβρών και της Λοζάννης διαδοχικά που εσήμαναν και τη λήξη του πολέμου. Με την τελευταία αναγνωρίστηκε και de jure η κυριαρχία του Ελληνικού κράτους επί του Αγίου Όρους.
Μετά από λίγο χρόνο θα έλθουν εκεί ρωσικά αποσπάσματα για να πάρουν βίαια πλέον τους Ρώσους μοναχούς και να πάρουν και τιμαλφή του Αγίου Όρους από τα ρωσικά μοναστήρια. Παρατηρείται μια σχετική αναζωπύρωση του μοναχισμού προς τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα και στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα. Είναι όμως μέσα στα πλαίσια του νόμου, των κανονισμών και των συνθηκών που έχουν καθορισθεί. Το Όρος έχει το αυτοδιοίκητο και διοικείται με μια χαλαρή διοίκηση. Είναι εξηρτημένο χαλαρά από το Ελληνικό κράτος.
Έχουμε όμως και τα σχέδια των Βουλγάρων για την κατάληψη του Αγίου Όρους μετά από το 1912. Πιθανόν να είναι γνωστός από παλαιότερα ο μοναχός Παϊσιος από το Χιλιανδάρι ο οποίος μισούσε τους Έλληνες. Έγραψε το έργο του «Ιστορία Σλαβιανοβουλγαρική» και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα φυλετισμό στους Βουλγάρους συμπατριώτες του. Κατεχόταν από μια έντονη Ελληνοφοβία. θεωρούσε ευλογημένους, απλοϊκούς και φιλόξενους τους Βουλγάρους, ενώ αποκαλούσε πονηρούς και υπερήφανους τους Έλληνες.
Ο στόχος του ήταν να απομακρύνει τους Βουλγάρους από την Ελληνική παιδεία και να τους ωθήσει στην αγάπη για κάθε τι το βουλγαρικό. Μάλιστα μέχρις ενός σημείου το επέτυχε. Το βουλγαρικό στοιχείο στη μονή Ζωγράφου δεν ήταν απόλυτα καθαρό. Γι αυτό και μέχρι το 1845 οι ακολουθίες ψάλλονταν εναλλάξ στην Ελληνική και τη Σλαβονική διάλεκτο. Ωστόσο, έπειτα από την επικράτηση του φυλετισμού και την εν τω μεταξύ δημιουργία βουλγαρικού κράτους το 1870 θεωρήθηκε και η μονή Ζωγράφου σαν μια συνέχεια της Βουλγαρίας, οπότε επεβλήθηκε η Σλαβονική στις ακολουθίες και την επικοινωνία.
Οι οικονομικές ενισχύσεις από τη Βουλγαρία κατέστησαν τη μονή την πιο δυνατή οικονομικά του Αγίου Όρους, μετά βέβαια τη μονή του Αγίου Παντελεήμονα.
Η θέση των βουλγαρόφωνων μοναχών κατέστη δύσκολη έπειτα από την ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις σχέσεις της βουλγαρικής εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου λόγω του σχίσματος. Τελικά οι Βούλγαροι Αγιορείτες παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ονομάστηκαν βουλγαρορθόδοξοι, αφού δεν ακολούθησαν το βουλγαρικό σχίσμα.
Μετά το σχίσμα (1870) οι μοναχοί δεν προέρχονται από τη Βουλγαρία, αλλά από την Ελληνική Μακεδονία, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφής η διάκριση των Ελλήνων μοναχών από τους μοναχούς της μονής Ζωγράφου.
Παράλληλα η εκδήλωση των εθνικών φρονημάτων των Βουλγάρων και οι αντιθέσεις τους με τους Έλληνες καθώς επίσης και οι εθνικιστικές προπαγάνδες, δεν θα προκαλέσουν εχθρότητα μεταξύ των Αγιορειτών. Οι Βούλγαροι θα μείνουν προσηλωμένοι στο Αγιορείτικο πρότυπο σ’ όλο το διάστημα της παρουσίας τους εκεί. Εκτός από την κυρίαρχη μονή του Ζωγράφου, βουλγαρικό χαρακτήρα έλαβαν και η σκήτη της Κοιμήσεως Θεοτόκου ή του Ξυλουργού, όπου ήταν και η πρώτη κοινόβια σκήτη.
Προχωρούμε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων που υπήρξε πάλι μία ένταση.
Η αφύπνιση του Βουλγαρικού στοιχείου διατηρήθηκε στο Άγιον Όρος εντονότερα από οπουδήποτε αλλού παρά το γεγονός ότι η μονή Ζωγράφου και τα υπόλοιπα ιδρύματα του μοναχισμού δεν ιδρύθηκαν ως εθνικά κέντρα του Βουλγαρικού γένους.Οι εσωτερικές εξελίξεις αύξησαν το φυλετικό φρόνημα των Βουλγάρων οι οποίοι προσπάθησαν μέσω του βουλγαρικού στρατού να καταλάβουν τη μονή Ζωγράφου.
Η απόπειρα αυτή, που πραγματοποιήθηκε μετά τη εισβολή και κατοχή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941, απέτυχε, αλλά οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, σε ρήξη των φιλικών μέχρι τότε σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους. Η βουλγαρική προπαγάνδα και η προσπάθεια εκμετάλλευσης του επισιτιστικού προβλήματος των Αγιορειτών μοναχών προκάλεσε αψυχολόγητες και προκλητικές ενέργειες από την πλευρά των βουλγαρόφωνων μοναχών, οι οποίοι επεδίωκαν την απαλλαγή του Αγίου Όρους από την Ελληνική κυριαρχία και τη διεθνοποίηση του με την επιβολή βουλγαρικής διοίκησης.
Ας επανέλθουμε για λίγο στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912. μετά την εξόρμηση του Έθνους την 5ης Οκτωβρίου και την νικηφόρον προέλαση του στρατού απελευθερώνεται η Θεσσαλονίκη την 26η του ιδίου μηνός, εορτήν του Αγίου Δημητρίου.
Ένα μήνα μετά, την 26η Νοεμβρίου απελευθερώνεται από τον στρατό μας, το Άγιον Όρος. Τον ίδιο χρόνο καταφθάνει μονάδα του βουλγαρικού στρατού και ζητά να αναπαυθεί και να επισκεφθεί τη μονή Ζωγράφου για προσκύνημα. Κάτι παρόμοιο είχαν ζητήσει και για τη Θεσσαλονίκη. Τότε οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων εθεωρούντο φιλικές, αφού ως σύμμαχοι είχαν πολεμήσει εναντίον των Τούρκων για να απελευθερώσουν εθνικά εδάφη. Οι Έλληνες μοναχοί επέτρεψαν την επίσκεψη στο βουλγαρικό λόχο.
Ωστόσο οι βούλγαροι επιδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στο) μονή Ζωγράφου και στο επίνειο αυτής. Παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της Αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν και όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913. Εν τω μεταξύ το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, πρωτεύουσα του Όρους, αλλά εκεί η παρουσία Ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή Ζωγράφου χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια.
Το ελληνικό κράτος όμως άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει μέτρα προληπτικώς καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να επίκειται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους, που άλλωστε συνέβη. Η δύναμη του Ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος ήταν μικρή. Έτσι ύστερα από συνεννόηση του Έλληνα αστυνόμου με δύο κελιώτες μοναχούς, τους Γεώργιο Αβέρκιο και Ιωάννη Κομβολογά δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από 100 περίπου Έλληνες κελιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές.
Μετά την έναρξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου και την άρνηση του βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του Ελληνικού στόλου, ομάδα κελιωτών και λαϊκών με επί κεφαλής τον αστυνόμο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή Ζωγράφου και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές.
Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά. Εν τω μεταξύ είχε αναγγελθεί η νικηφόρος προέλαση και καταδίωξη του βουλγαρικού στρατού από τον Ελληνικό στις μάχες Κιλκίς- Λαχανά. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό όπου οι Βούλγαροι εξεδιώχθησαν με μάχη.
Οι Έλληνες δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών μοναχών εφόσον είχαν αποχωρήσει και τα στρατεύματα από εκεί. Πάντως ο πληθυσμός των βουλγάρων μοναχών Αγιορειτών επηρεάστηκε άμεσα από την έκβαση του Β’ Βαλκανικού πολέμου και την ήττα και υποχώρηση των Βουλγάρων.
Το έτος 1913 οι βούλγαροι κατά εθνότητα μοναχοί ήταν 243, ενώ κατά υπηκοότητα μόνο 17. Ωστόσο το 1910, οπότε ο Αγιορείτικος πληθυσμός βρισκόταν στο απόγειο του, οι βούλγαροι μοναχοί είχαν φθάσει τους 307. Οι μεγάλες διακυμάνσεις των αριθμών οφείλονται κατά κύριο λόγο στις ανασυντάξεις των βαλκανικών κρατών.
Κι ας έλθουμε στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο για να δούμε πως προχώρησε πλέον ο φυλετικός ανταγωνισμός και στο Άγιον Όρος. Η εισβολή και κατοχή των Γερμανικών στρατευμάτων το 1941 εμφάνισε και πάλι τον κίνδυνο της βουλγαρικής προσπάθειας για είσοδο και κατοχή του Άθω. Οι λεηλασίες και η σύλληση των μονών της Είκοσιφοίνισας στο Παγγαίο και του Τιμίου Προδρόμου στο Μεντίκιο της Ανατολικής Μακεδονίας και οι ομότητες σε βάρος Ελληνικών πληθυσμών από το βουλγαρικό στρατό, δημιούργησαν τον φόβο για ανάλογη συμπεριφορά των βουλγάρων και στο Άγιον Όρος.
Παράλληλα οι βουλγαρικής καταγωγής μοναχοί, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί την επιδίωξη της βουλγαρικής κυβερνήσεως να προσαρτήσει στα εδάφη της τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική με το Άγιον Όρος, άφηναν με έντεχνο τρόπο να εννοηθεί η επικείμενη διείσδυση των βουλγάρων στην Αθωνική πολιτεία.
Και δυστυχώς η εγκατάλειψη του Αγίου Όρους από την Ελληνική διοίκηση και τη Χωροφυλακή, μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941, ενέτεινε τις ανησυχίες των Ελλήνων μοναχών. Στις 19 Απριλίου του 1941 ο βούλγαρος βασιλιάς Βόρης συνάντησε τον Αδόλφο Χίτλερ με σκοπό να συζητήσουν τον διαμελισμό της νέα5 Βαλκανικής. Το ενδεχόμενο καταλήψεως του Αγίου Όρους από τον βουλγαρικό στρατό και η παραχώρηση των Ελληνικών περιοχών της δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία για την μετέπειτα προσάρτηση τους στη χώρα αυτή, ώθησαν τους Έλληνες μοναχούς να αντιδράσουν άμεσα και με διορατικότητα.
Στις 22 Απριλίου 1941, 5 Αξιωματικοί του Γερμανικού στρατού επεσκέφθησαν την Ιερά Κοινότητα στις Καρυές και διαβεβαίωσαν τους εκεί αντιπροσώπους ότι θα διαφυλάξουν τα προνόμια του Αγίου Όρους. Προηγουμένως οι αντιπρόσωποι των 20 μονών είχαν ζητήσει με επιστολές τους προς τον Χίτλερ να αναλάβει την προστασία και τη διατήρηση του καθεστώτος της αυτόνομης μοναχικής πολιτείας. Η άμεση και θετική ανταπόκριση του Χίτλερ συνεπαγόταν την απαγόρευση εισόδου βουλγαρικών στρατιωτικών μονάδων που είχαν ήδη στρατοπεδεύσει στην Ιερισσό.
Το Άγιον Όρος υπήχθη μέχρι, το τέλος του 1941 στη δικαιοδοσία του Γερμανικού Φρουραρχείου του Λαγκαδά. Όταν στις 10 Ιανουαρίου 1942 μεταστάθμευσε στο Κιλκίς, η περιοχή ευθύνης του περιήλθε στο Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης. Οι Διοικήσεις του Φρουραρχείου σεβάστηκαν το αυτοδιοίκητο των μονών αποφεύγοντας να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις των.
Ωστόσο η επιμονή των πανσλαβιστών για διείσδυση των βουλγάρων συνεχίστηκε και στις αρχές του 1942, οπότε καταβάλλονταν προσπάθειες από τους αντιπροσώπους των μονών Αγίου Παντελεήμονα και Ζωγράφου για απόσπαση της διοίκησης του Αγίου Όρους από το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών και την υπαγωγή του στην τότε Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Και στις 26 Μαρτίου του 1942 ο διοικητής του Αγίου Όρους Καρφιωτάκης ανακοίνωνε την ματαίωση της υπαγωγής και την αποφυγή κατ’ επέκταση των σλαβικών σχεδίων.
Παράλληλα το πρόβλημα του επισιτισμού που έγινε ιδιαίτερα αισθητό στο Άγιον Όρος το χειμώνα του 1941, καθιστούσε δύσκολες έως και ανύπαρκτες τις αποστολές τροφίμων και ρουχισμού. Επί πλέον η κατασκευή και πώληση αγιογραφικών εκ μέρους των μοναχών είχε παύσει, ενώ οι Γερμανικές αρχές συχνά δέσμευαν τα γεωργικά προϊόντα των μοναχών για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Γερμανικού στρατού.
Η κατάσταση αυτή είχε συμβάλει, όπως ήταν επόμενο, στην οικονομική εξαθλίωση των μοναχών. Όμως, από το άλλο μέρος, η βουλγαρική κυβέρνηση ενίσχυε τη μονή Ζωγράφου, όχι μόνο με χρηματικές επιχορηγήσεις αλλά και με πλουσιοπάροχες αποστολές τροφίμων.
Επί πλέον στις 2 Φεβρουαρίου 1942 ψηφίστηκε στη Βουλγαρία νόμος σύμφωνα με τον οποίο ήταν αφορολόγητα τα βουλγαρικά προϊόντα που προορίζονταν γι αυτή τη μονή. Τα αίτια και οι στόχοι αυτής της ενέργειας δεν άργησαν να φανούν. Οι βούλγαροι μοναχοί της μονής Ζωγράφου, σε συνεργασία με τη βουλγαρική λέσχη Θεσσαλονίκης, προτείνουν στις υπόλοιπες μονές να τους προμηθεύσουν διάφορα προϊόντα από τη Βουλγαρία, με τον όρο να υπογράψουν δήλωση υποταγής στον βασιλιά της Βουλγαρίας.
Η άρνηση όμως των Ελλήνων μοναχών ήταν άμεση και αποτελεσματική. Η διοίκηση του Αγίου Όρους γνωστοποίησε τους κινδύνους της βουλγαρικής πολιτικής στο Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Έτσι επέτυχε τότε τη χορήγηση τριών εκατομμυρίων δραχμών προς τα μοναστήρια παρά τη σφοδρή αντίδραση του Υπουργείου Οικονομικών που δήλωνε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση βρίσκεται σε οικονομική κρίση. Η λύση αυτή διέκοψε τις προσπάθειες της βουλγαρικής προπαγάνδας να εκμεταλλευτεί την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων και να επεκτείνει την επιρροή της στον Άθωνα.
Οι ανθελληνικές αυτές ενέργειες της σλαβόφωνης μονής Ζωγράφου παρατηρήθηκαν ακόμη και στην πανήγυρη της το 1943. Στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, για να καθαρίζουν την Τράπεζα στο εστιατόριο της μονής, χρησιμοποίησαν για σφουγγαρόπανο την Ελληνική σημαία παρά τις διαμαρτυρίες του Ανθυπασπιστού της Χωροφυλακής που ήταν επί κεφαλής του φυλακίου στη μονή.Οι αψυχολόγητες αυτές ενέργειες συνέβαλαν στη ρήξη των σχέσεων των Ελληνοφώνων μονών με την βουλγαρόφωνη μονή Ζωγράφου.
Τον Νοέμβριο του 1943 άρχισαν πάλι να κυκλοφορούν φήμες από τους βουλγάρους μοναχούς για κατοχή του βουλγαρικού στρατού στο Άγιον Όρος. Το γεγονός αυτό θορύβησε τους υπαλλήλους και η αποχώρηση της Γερμανικής αστυνομίας από τις Καρυές καθώς και του Έλληνα Διοικητή και των ανδρών της Χωροφυλακής, ενίσχυσαν τις παραπάνω διαδόσεις.
Τότε ήρθε από την Αθήνα ένας νέος Διοικητής, ο Δημήτριος Ρωμανός, ο οποίος κατάφερε να συγκρατήσει τους δημοσίους υπαλλήλους και να διατάξει την επιστροφή τους στις θέσεις τους.
Η κατάσταση αυτή θα συνεχισθεί μέχρι την απελευθέρωση της χώρας, οπότε θα πεισθούν οι πάντες ότι το Όρος θα παραμείνει όπως πρέπει με τη δική του διοίκηση, αυτή που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες. Έτσι η ευλογία της Παναγιάς συνοδεύει το Όρος να μείνει στη πορεία του ένας πνεύμονας της Ορθοδόξου εκκλησίας μακριά από επιβουλές, φυλετισμούς ή άλλες διεκδικήσεις.
Τέλος θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε τη συμβολή και τον εθνικό ρόλο που διεδραμάτησε το Άγιον Όρος και οι μοναχοί του κατά την κατοχή και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λόγω της ανεπαρκούς γερμανικής επίβλεψης, τα πυκνά δάση και οι ακτές χρησιμοποιήθηκαν για την απόκρυψη και προώθηση στη Μέση Ανατολή μαχητών της ελευθερίας Ελλήνων και Συμμάχων, προσέγγιση υποβρυχίων καθώς και μετάδοση και λήψη πληροφοριών. Οι μοναχοί ετήρησαν εθνοπρεπή στάση, οργάνωσαν δίκτυα, υπέθαλψαν αποστολές και γενικά προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στη συμμαχική υπόθεση.
Βιβλιογραφία
1. Δημοσθένους Γούλα - «Το Άγιον Όρος και η Χαλκιδική», Αθήνα 1963
2. Νικηφόρου Γ. Μυλωνάκου - «Άγιον Όρος και Σλαύοι», Αθήνα 1960
3. Εκπομπή Ρ/Σ «Πειραϊκή Εκκλησία»: «Μετά λόγου και γνώσεως» της 8-2-2005 συλλόγου επιστημόνων Πειραιώς με ομιλητή τον κ. Γεώργιο Αχ. Παπαδημητρίου
Βασίλειος Διάμεσης
Υποστράτηγος ε.α., τ. Καθηγητής ΣΣΕ
ΣΕΕΘΑ & ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Ποιμαντορική εγκύκλιος Χριστουγέννων Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
-
Πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασις, χαροποιά σκιρτήματα καί εὐφροσύνη καρδίας
ἀναδύονται ἀπό τά τρίσβαθα τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου διά τό κοσμοσωτήριο καί
κοσμο...
Πριν από 1 ημέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου