Οπωσδήποτε συνιστᾶ τόλμημα καί μάλιστα δυσανάλογα μεγάλο πρός τίς δυνατότητες κάθε γήινου ἀνθρώπου νά δοκιμάζει μέ τίς ὅποιες λέξεις να περιγράψει τα κατορθώματα μιᾶς πνευματικῆς πορείας, νά τήν ἐγκλωβίσει μέσα σέ συνηθισμένες ἐκφράσεις.
Πολύ περισσότερο ἄν αὐτή ἡ πορεία εἶναι ἐνσυνείδητη καί τείνει διακαῶς προς τόν Οὐρανό, στήν οἰκείωση καί ἕνωση μέ τό Θεό, ὅταν εἶναι πολιτεία διάβροχη ἀπό δάκρυα μετάνοιας καί ἐξομολογήσεως, βίος ἀφιερωμένος στή θέωση τοῦ σάρκινου περιβλήματος τῆς ψυχῆς, τοῦ δερμάτινου χιτώνα.
Ὅταν στόχος εἶναι ἕνας ἅγιος καί ἡ ἐπίμονη πορεία του πρός τήν τελείωση, ἄσχετα τοῦ πόσο αὐτή συνδέθηκε μέ τούς καθημερινούς ἀνθρώπους καί τά ἀνθρώπινα, μέ μικρότητες καί ταπεινώσεις.
Αὐτά πού μεταποιοῦν ὅμως τόν καθημερινό ἄνθρωπο σέ ἅγιο δέν εἶναι δυνατόν νά καταγραφοῦν, γιατί ἀνήκουν σέ μία ἄλλη σφαίρα, σέ ἕναν ἄλλο χῶρο, πού δέν μπορεῖ ὁ λόγος νά εἰσέλθει, πολύ περισσότερο νά τά περιγράψει.
Κατόπιν αὐτοῦ δέν θά μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ ἡ πορεία αὐτή, παρά μόνο συμπτωματικά, θα προσεγγίσουμε τό βίο καί τήν πολιτεία του μόνο σέ αὐτά πού ἀφοροῦσαν τούς συνανθρώπους του, πού τούς φώτισαν, τους παιδαγώγησαν, τούς στήριξαν.
Ὁ Νικόδημος ἀνήκει στή χορεία τῶν προσώπων, τῶν λογίων καί πραγματικά σοφῶν διδασκάλων, τῶν ἀκαταμάχητων προστατῶν τῶν πνευματικῶν δικαιωμάτων τοῦ Γένους σέ πραγματικά δύσκολη ἐποχή, πού τοῦ ἐνέπνευσαν δύναμη καί θάρρος, λειτούργησαν χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ ἴσως κανείς ὡς πρότυπα καί παραμυθία στήν ἀχάριστη καθημερινή ζωή τοῦ σκλάβου.
Τό Γένος αὐτή τήν ὥρα εἶχε ἀνάγκη καί παρουσίασε μορφές πνευματικές, πολύτιμα στελέχη τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ὁποιαδήποτε ἄλλη δραστηριότητα γιά τόν καταπτοημένο ραγιά ἦταν ἀπαγορευμένη, τήν ἀπαγόρευε καί τήν ὑποπτευόταν ὁ ἀμόρφωτος καί καχύποπτος κατακτητής, ἐνῶ στόν ὑπόλοιπο εὐρωπαϊκό χῶρο συνέβαιναν κοσμογονικές ἀνακατατάξεις, πού ὁπωσδήποτε ἔφθαναν καί στό χῶρο τῆς Ρωμιοσύνης ὡς μετασεισμοί.
Ὁ κίνδυνος τῆς ἀλλοτρίωσης ἐμφανιζόταν μεγάλος καί ἀπειλητικός, ἡ ἀλλοίωση τῆς ταυτότητας ἦταν ἐνδεχόμενη, ὁρατή, ὅσοι ἀπό τούς φυγάδες ρωμιούς κατόρθωσαν νά ἀναδειχθοῦν στίς παροικίες καθώς νόθευσαν τό χαρακτήρα τους, οἱ περισσότεροι ἀφομοιώθηκαν ἀπό τό περιβάλλον, ἀποκόπηκαν ὁριστικά καί χάθηκαν γιά τό Γένος, ἐκτός καί ἄν ἡ Ἐκκλησία παροῦσα τούς θέρμαινε στούς κόλπους της, τούς συντηροῦσε τή γλῶσσα καί παράδοση τῶν πατέρων τους, τούς κρατοῦσε ὅσο μπόρεσε καί αὐτή, να ὑπάρχει Ρωμιούς.
Οἱ συντεταγμένες μέσα στίς ὁποῖες οἱ περιστάσεις ἐπέβαλαν νά ἀνασυγκροτεῖται τό Γένος ἔδειχναν πώς ἀπαιτοῦν, προϋποθέτουν τήν πνευματική καί ἠθική του συγκρότηση, οἱ ἐπιδράσεις ἀπό ὅσα συνέβαιναν στή δυτική Εὐρώπη, ἀπό τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά προστατευθεῖ, ζητοῦσαν νά γίνει ὁ ραγιάς πρῶτα συνειδητός ἐραστής τῆς Ἐλευθερίας καί κατόπιν νά ζητήσει νά τήν διεκδικήσει δυναμικά.
Τό Γένος εἶχε ἀρχίσει ἀπό τίς περιστάσεις, ἀπό τή μακρά καί ἔμπονη πορεία καί τίς ἀνειρήνευτες προσπάθειές του να ἀνασυγκροτεῖται νά παρουσιάζει ἀνησυχίες καί ὤφειλε αὐτή τή δυναμική νά τήν ἀξιοποιήσουν, γιά νά κερδίσουν τήν ἐξανάστασή του.
Σέ πολλές ὧρες τῆς Ἱστορίας συναντᾶμε ἄνδρες πού ἴσως καί χωρίς νά τό ἀντιλαμβάνονται ἐπιλέγουν τό σωστό, μπαίνουν μπροστά καί κατευθύνουν τους συνανθρώπους τους προικισμένοι μέ μία διαίσθηση αὐτοῦ πού οἱ περιστάσεις ζητοῦν.
Οἱ δρόμοι τῆς Ἱστορίας δέν εἶναι πάντα λογικοί, πολύ περισσότερο δέν εἶναι προβλέψιμοι καί συχνά αὐτοί πού ἡγοῦνται, πορεύονται μέ ὁδηγό τίς προσωπικές τους ἐκτιμήσεις.
Εἶναι οἱ ἐκλεκτοί μά δεν διακρίνεται αὐτός πού τούς ἔχει ἐκλέξει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Εἶναι –δέν ἀποτελεῖ ὑπεκφυγή ὁ προσδιορισμός, ἀλλά ὁμολογία ἀδυναμίας τῆς λογικῆς ἀντιμετώπισης—οἱ «ἀπεσταλμένοι».
Ὁ Νικόδημος πράγματι ἦταν ἕνας ἀπεσταλμένος. Καθώς ἡ προσφορά του ἄμεση καί ἔμμεση κυρίως γιά τό Γένος καί τήν Ὀρθοδοξία εἶναι δυσυπολόγιστη, μιά πού τή μεγαλωσύνη της τήν ἀνακαλύψαμε σχετικά πρόσφατα, ὅταν ἡ ἀχλύς πού σκόπιμα τήν περιέβαλλε διαλύθηκε.
Θά φανεῖ παραδοξολογία ὁ ἰσχυρισμός πώς ὑπῆρξε ἀπό τούς σπουδαίους Καθηγητές τοῦ Γένους, ὅταν εἶναι σέ ὅλους γνωστό πώς ποτέ δέν τόν εἶδε κανείς νά διδάσκει, ἐνῶ τά πολλά ἀπό ὅσα ἔγραψε καί κληροδότησε σπουδαία πράγματι ἔργα δέν κυκλοφορήθηκαν τότε, δέν εἶναι προσιτά καί κατανοητά σ’αὐτόν πού θά τά διαβάσει, ἄν δέν διαθέτει ἀρκετή θεολογική παιδεία, δέν μποροῦν νά διδάξουν τούς πολλούς. Αὐτά ἀσφαλῶς παραμένουν πολυτίμητη περιουσία καί αὐτό δέν μποροῦμε νά τό παραβλέψουμε.
Ἡ ἀναμόρφωση πού ἐπεχείρησε καί ἐπέτυχε και βραχυπρόθεσμα καί μακροπρόθεσμα στό μοναχικό βίο, ἡ ἀνατροφοδότησή του, ὁ πλουτισμός τοῦ θεολογικοῦ λόγου, ἡ ἔμπνευση πού χάρισε καί χαρίζει αὐτός σέ πολλούς Πατέρες και Διδασκάλους τοῦ Γένους, δούλου καί ἐλεύθερου, ἡ καθαρότητα καί ἀσκητικότητα τοῦ βίου του, ἦσαν καί εἶναι τόσο δυνατή παρουσία στή ζωή, πού νά πλουτίζει καί καλλιεργεῖ τό Γένος, ὅσα λίγα ἄλλα.
Ἔστω καί ἀπό δρόμους πού δέν εἶναι ὁρατοί. Ἐξ ἄλλου ἡ Ὀρθοδοξία πού ἀποτέλεσε καί θά ἀποτελεῖ πρωταρχικό δομικό στοιχεῖο τοῦ Γένους, χρωστᾶ στόν ἅγιο Νικόδημο τόσον πολλά, ὄχι μόνο γιά τό τεράστιο συγγραφικό ἔργο του, ὁπωσδήποτε θεμελιῶδες, ἀλλά καί γιά τήν πολιτεία του, μέ τήν ὁποία καίρια τό ἐνίσχυσε.
Τήν θαύμασαν οἱ μοναχοί μά τοῦτο δέν σημαίνει πώς ὁ θαυμασμός ἔμεινε στό χῶρο τοῦ αγιώνυμου τόπου. Νά μήν ξεχνᾶμε πώς ἀρκετές μάχες κερδίζονται ἀπό τό καταπειστικό ἄφωνο παράδειγμα ἐγκαρτέρησης καί ἐπιμονῆς στίς ἀρχές τους, πού ἐπέδειξαν μερικές ἔξοχες μορφές ἀγωνιστῶν, ὅτι αὐτή ἡ σιωπηρή παρουσία ἐπηρεάζει διαρκέστερα καί περισσότερο ἀποτελεσματικά καί κερδίζει τόν πόλεμο.
Ὁ Νικόδημος χωρίς νά ἀντιπαρατάξει δυναμικά τίς ἰδέες του, μέ τό συνεπῆ βίο του καί τήν ἀκτινοβολία πού ἐξέπεμπε τό πρόσωπό του χάρισε στίς ἰδέες πού πρέσβευε τήν ὑπεροχή.Κατά κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτζης εἶδε τό φῶς τῆς ζωῆς στή Νάξο, τό πιό μεγάλο καί πιό πλούσιο νησί τῶν Κυκλάδων, ἑβδομῆντα σχεδόν χρόνια πρίν οἱ ταλαίπωροι ραγιάδες διεκδικήσουν δυναμικά νά ἀνακτήσουν τήν ἐλευθερία τους, δηλαδή στά 1749.
Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἐκτός ἀπό αὐτόν εἶχαν ἀποκτήσει καί ἕνα ἄλλο υἱό, δημιούργησαν δέ μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τούς ἕνα πολύ πρόσφορο κλίμα γιά νά προετοιμάσουν μία μορφή γιά τό Γένος, ἕναν ἅγιο γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἀγκίστρωσή τους στίς ὑγιεῖς παραδόσεις καί τή ζωντανή καί θερμουργό πίστη τους στό Θεό.Ὁ ἐφημέριος του ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στή γενέτειρα του στάθηκε ὁ πρῶτος του διδάσκαλος, καθώς ὁ μικρός Νικόλαος καθημερινά παρακολουθοῦσε τίς ἀκολουθίες καί συνεργάτης, συνοδός του, μάθαινε τούς ἱερούς ὕμνους καί ἐντασσόταν στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Πολύ περισσότερο γιατί ὁ Θεός τόν εἶχε προικίσει μέ μοναδική ἀφομοιωτική ἱκανότητα, ὥστε νά ἀπομνημονεύει ἀμέσως αὐτό πού ἄκουγε, διάβαζε ἤ τοῦ δίδασκαν, τόν εἶχε δέ ἡ Θεία Πρόνοια εὐνοήσει νά γεννηθεῖ σέ τόπο πού διέθετε ἰσχυρή παιδευτική παρουσία μέ τή λειτουργία σ’ αὐτή τῆς ξακουστῆς Σχολῆς, πού τήν στελέχωνε τοῦτο τόν καιρό μέ μεγάλη ἀπόδοση καί ἐπιτυχία ὁ ἱερομόναχος Χρύσανθος Αἰτωλός, ὁ ἐσωχωρίτης, κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Μαθητής αὐτῆς τῆς σημαντικῆς πνευματικῆς μορφῆς, γιά τήν ὁποία ὁ μοναδικής σημασίας καί προσφορᾶς ἀδελφός ἀποτέλεσε τήν αἰτία νά μήν καταξιωθεῖ ὅσο τό ἄξιζε, χρημάτισε ὁ Νικόλαος ἀπό τά τελευταῖα παιδικά του χρόνια. Ἡ τεράστια μνήμη πού διέθετε — αργότερα θά ἐπανέλθουμε γιά νά κάνουμε περισσότερο λόγο γιά αὐτό του τό χάρισμα — ἡ θαυμαστή κρίση ἀπό τά πρῶτα του χρόνια, ἡ ἀκαταπράυντη δίψα του γιά γνώση, ἡ εὐρύτητα τῶν ὁριζόντων τῆς σκέψης ἔκαμαν νά διακριθεῖ ἀνάμεσα σέ ὅλους τούς συσπουδαστές του ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς μαθητείας του.
Οἱ γονεῖς, ὁ διδάσκαλος καί ὁ τότε Ἐπίσκοπος τῆς Νάξου Ἄνθιμος διέκριναν τήν μοναδικά προικισμένη φύση τοῦ ἐφήβου καί φρόντισαν ἀπό τήν πλεύρα του ὁ καθένας νά τόν βοηθήσουν νά συνεχίσει μέ εὐρύτερες σπουδές, γιατί διέκριναν ὅτι ἀποτελοῦσε μία ὑπόσχεση γιά τό Γένος, μιά δυνατότητα πού δέν ἔπρεπε νά μείνει ἀναξιοποίητη. Κάτοχο ἤδη πολλῶν γνώσεων τόν ἀπέστειλαν μέ τήν προστασία τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας στή Σμύρνη, γιά νά παρακολουθήσει μαθήματα στήν περίφημη Σχολή της, πνευματικό ἵδρυμα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου μέ τά σημερινά δεδομένα, μέ εὐρεῖς τούς ὁρίζοντες, συστηματική ἐργασία μέ ξακουστούς διδασκάλους.
Οἱ σπουδαστές της ἐγκαταβίωναν στό χῶρο της καί αὐτό συνέβαλε στήν πληρέστερη καί ἐπιστημονική τους κατάρτιση, ἀλλά καί τήν ἠθική τους συγκρότηση, στήν καλλιέργεια τοῦ ἤθους καί τήν ἠθική τους συγκρότηση, στήν καλλιέργεια τοῦ ἤθους καί τῆς κοινωνικότητάς τους.Σπούδασε καί κατέκτησε χάρις στήν εὐρύτητα τοῦ νοῦ καί τό ἄπειρο τῶν γνωστικῶν του δυνατοτήτων τά πάντα, Ἰατρική, Φυσική, Ἀστρονομία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία, μέ τά τότε δεδομένα βέβαια, πρό πάντων όμως τή Θεολογία, γιά τήν ὁποία αἰσθανόταν ἰδιαίτερη ἕλξη.
Ἦταν ἀρκετό στό σπινθηροβόλο πνεῦμα του νά διαβάσει μία μόνο φορά ὁποιοδήποτε ἐπιστημονικό ἔργο, γιά νά τό θυμᾶται κατά λέξη σέ ὅλη του τή ζωή καί νά μπορεῖ νά παραπέμπει σ’ αὐτό ἄνετα…Φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἀστρονομικές, ἰατρικές, ἀκόμα καί στρατιωτικοῦ περιεχομένου πραγματεῖες, ποιητές καί ἱστορικοί, παλαιότεροι καί νεώτεροι, Ἕλληνες καί Λατίνοι, τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἦσαν κάθε στιγμή προσιτά ἀπό μνήμης μέ μεγάλη εὐχέρεια.
Διδάσκαλοι καί μαθητές τῆς Σχολῆς τόν θαύμαζαν καί γιά τά πνευματικά, κυρίως ὅμως γιά τά ἠθικά του χαρίσματα σέ σημεῖο πού στό πρόσωπό του ὁ Διευθυντής τῆς Σχολῆς Βουλισμᾶς νά διακρίνει τόν ἄξιο διάδοχό του καί κατ’επανάληψη, παρ’ὅλο πού ἦταν μόλις εἴκοσι χρονῶν, τοῦ ἔκανε τήν πρόταση αὐτή, τήν ὁποία ὁ Νικόλαος πάντα ἀρνιόταν, γιατί πρός ἄλλα φαίνεται ὅτι ἀπέβλεπε.
Μετά τόν ἀπαραίτητο χρόνο καί ἀφοῦ εἶχε ἀπόκομίσει ἀπό τήν τροφό Σχολή ὅσα ἐνόμιζε ὅτι τοῦ ἐχρειάζοντο, ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του Νάξο κοντά στούς γονεῖς καί τόν προστάτη του Μητροπολίτη.
Αὐτός γιατί ἐκτίμησε τή μόρφωση καί τό ἦθος του τόν προσέλαβε Γραμματέα καί ἀκόλουθό του, ὁραματιζόταν δέ νά τόν δεῖ καί διάδοχό του, ἐφόσον ἡ πατρίδα του εἶχε τόση ἀνάγκη ἀπό ἕνα μορφωμένο καί χαρισματικό κληρικό γιά νά οἰκοδομεῖ τίς ψυχές τῶν πιστῶν, νά πολεμᾶ τήν προπαγάνδα τῶν Φράγκων κατά τῶν Ὀρθοδόξων κατοίκων τῆς νήσου
….. Οὔτε ὅμως αὐτή ἡ πρόταση, τό ὅραμα τοῦ προστάτου του Ἐπισκόπου τόν ἱκανοποιοῦσε, γιατί ἡ ψυχή του ἄλλα, ὑψηλότερα ζητοῦσε. Βρισκόμαστε στά μέσα της ὄγδοης δεκαετίας τοῦ αἰώνα αὐτοῦ καί στόν ἁγιώνυμο τόπο μαίνεται ἡ ἔριδα τῶν Κολλυβάδων μέ ἐπικρατέστερους τούς ἀντιπάλους τους, μέ συνέπεια πολλοί ὅσιοι καί ἐνάρετοι μοναχοί νά ἐγκαταλείψουν τίς μονές τῆς μετανοίας τους καί νά διασκορπισθοῦν σέ νήσους τοῦ Αἰγαίου καί τόπους στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου γιά νά μποροῦν νά τηροῦν τίς ἀρχές καί τούς ὅρκους τους.
Τρεῖς ἀπό αὐτούς ἔφθασαν στή Νάξο, ὄργανα τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ γιά τόν Νικόλαο, πού εἴκοσι πέντε χρονῶν ἀναζητοῦσε πῶς νά χαράξει τό δρόμο, νά βρεῖ τόν προορισμό τῆς ζωῆς του, τρόπο νά δραστηριοποιηθεῖ καί νά παροχετεύσει τό περίσσευμα τῆς ψυχῆς του. Τούς συναντᾶ, μακρές συζητήσεις κάνει μαζί τους, φωτίζεται η σκέψη του, τόν παρωθοῦν καί ἀποφασίζει νά μεταβεῖ στήν Ὕδρα, ὅπου ἐγκαταβιώνουν ἄλλοι Κολλυβάδες μοναχοί καί μεταξύ τους ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό Κορίνθου Μακάριος Νοταρᾶς, ὁ γέρων Σίλβεστρος γιά νά τόν ἐνημερώσουν καλλίτερα τόσο γιά τούς σκοπούς τοῦ κινήματος, ὅσο καί γιά τά ἀγαθά τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τῆς ἡσυχίας, τοῦ ἀγώνα γιά τήν τελείωση. Στόν μετά ταῦτα Ἅγιο Μακάριο ὁ Νικόλαος θά ἐξομολογηθεῖ τόν πόθο του νά μεταβεῖ στό Ἅγιον Ὄρος νά περιβληθεῖ τό μοναχικό σχῆμα ἐκεῖ προκειμένου καί γιά τήν ψυχή του νά ἀγωνισθεῖ, ἀλλά καί γιά τό φωτισμό τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Ὁ γέρων Σίλβεστρος, αὐστηρός ἀσκητής, τοῦ ἐνοφθάλμισε παράλληλα τόν πόθο τῆς ἄσκησης καί τήν ἐλπίδα νά ἀπολαύσει τήν ὡραιότητα καί αὐτῆς. Ὅταν ἐπέστρεψε στή Νάξο ἀνακοίνωσε τήν ἀπόφασή του στή γερόντισσα μητέρα του καί τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νά τόν κρατήσει κόντα του χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα καί τελικά τόν προέπεμψε μέ τίς εὐχές του στόν τόπο πού πόθησε ἡ ψυχή του. Ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε καί αὐτή σέ μοναστήρι τῆς Νάξου, ὅπου τελείωσε ἡ ζωή της ὡς μοναχή Ἀγαθή.
Ἀπό τώρα ἀρχίζει νέα περίοδος στή ζωή του, αὐτή πού θά τόν ἀναδείξει τόσον ἅγιο γιά τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ὅσα καί σπουδαία μορφή γιά τό Γένος, διδάσκαλο πρώτου διαμετρήματος καί μοναδικῆς ἀκτινοβολίας. Παιδί ὁπωσδήποτε εὐκατάστατης οἰκογένειας, προικισμένος μέ πολλά καί θαυμαστά τάλαντα ἀπό τόν δωρεοδότη Θεό, πολλούς εἶχε λόγους νά μείνει στόν κόσμο καί νά ὑπηρετήσει καί τίς προσωπικές του φιλοδοξίες, ἀλλα καί τόν ζωηρό πόθο νά γίνει χρήσιμος γιά τό Γένος. Προτίμησε ὅμως τόν αὐστηρό μοναχικό βίο, τήν ἀφιέρωση στό Θεό καί μέ τήν προσφορά του καί τόν Θεό νά ὑπηρετήσει καί τήν εἰκόνα Του, τόν συνάνθρωπο.
Ἀφιερωμένος ἀπό παιδί στο Γένος, χωρίς νά ὑπάρχει σχετική μαρτυρία εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπηρέτησε τούς συντοπίτες του καί τό ἐθνικό καί πνευματικό τους ἐπίπεδο καλλιέργησε καί ἀνύψωσε κατά τά πέντε χρόνια πού παρέμεινε στή Νάξο, μετά τό τέλος τῶν σπουδῶν του στήν Εὐαγγελική Σχολή τῆς Σμύρνης. Εἶναι τόσο συγκλονιστικά καί πειστικά τά μεταγενέστερα ἀθλήματα καί κατορθώματά του, ὥστε πιθανόν νά ἔκαμαν νά λησμονηθοῦν οἱ ὅσες προσπάθειές ὑπέρ τῶν συμπατριωτῶν του, πρίν ἀναδειχθεῖ στό γνωστό ἁγιορείτη μοναχό.
Τό πλοῖο πού τόν μετέφερε ἀπό τή Νάξο στόν ἁγιώνυμο τόπο τόν ἀποβίβασε ὕστερα ἀπό ταξίδι ἀρκετών ἡμερῶν στήν Ἱερα Μονή Διονυσίου πρός τούς πατέρες τῆς ὁποίας μετέφερε καί τούς παρέδωκε συστατική ἐπιστολή τοῦ γέροντα Σίλβεστρου, στό μοναστήρι δέ αὐτό χειροθετήθηκε μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικόδημος.
Γιά νά γίνει δεκτός ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς, πού διακρινόταν γιά τήν αὐστηρότητά τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν της, τήν ἄσκηση καί τήν πνευματικότητα, τόν βοήθησε πολύ ἡ συστατική ἐπιστολή τοῦ γέροντος Σίλβεστρου, οἱ συστάσεις του, ἀλλα καί ἡ ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς, ἡ ὅλη του παρουσία, οἱ σοφοί καί μελετημένοι λόγοι του, πού βεβαίωναν τήν παιδεία τῆς ψυχῆς του, ὄχι μόνο τίς πολλές γραμματικές καί ἐπιστημονικές του γνώσεις, ἀλλά καί τήν ἠθική του συγκρότηση.
Ἀφοῦ ἀποκαταστάθηκε ὡς ὀργανικό μέλος τῆς ἀδελφότητας τῆς μονῆς τῆς μετανοίας του καί ὁ ἡγούμενος καί οἱ ἀδελφοί της τόν ἐγνώρισαν καί τόν συνήθισαν, ζήτησε νά τοῦ επιτρέψουν καί μετέβη νά συναντήσει, γνωρίσει καί συζητήσει μέ ὅσους ἀπό τούς Κολλυβάδες ἐξακολουθοῦσαν νά εγκαταβιώνουν στό Ὄρος, δηλαδή ὅσους δέν τό ἐγκατέλειψαν παρά τόν διωγμό, στήν ἀδελφότητα τῶν Σκουρταίων καί ἀλλοῦ.
Ἦταν τόσο γρήγορη ἡ προκοπή του στό μοναχικό βίο, ἦταν τόσο ἕτοιμος νά λάβει τό μοναχικό σχῆμα, ὥστε ἐκάρη μοναχός λίγους μόλις μῆνες μετά τήν εἴσοδό του στό μοναστήρι, ἀντί τῆς κανονικῆς δοκιμασίας τριῶν ἐτῶν, νά χειροθετηθεῖ καί νά τοποθετηθεῖ Γραμματέας τῆς Μονῆς καί Ἀναγνώστης κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες γιά τήν καθαρότητά του ὅταν διάβαζε καί τίς πολυπληθεῖς του γνώσεις. Γνώσεις πού δέν ἄφηνε καμιά εὐκαιρία ἀνεκμετάλλευτη νά μήν τίς πλουτίζει, καθώς καθημερινά ἐντρυφοῦσε στά πάμπολλα χειρόγραφα καί πολύτιμα ἄλλα θησαυρίσματα τῆς μονῆς, νά ἀπομυζᾶ ὅ,τι έκλεκτό ἀπό τή σοφία τῶν συγγραμμάτων τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ζητᾶ νά πολλαπλασιάζει ἀσκούμενος ὡς μοναχός καθώς ἀνασκαλεύει τήν πλούσια βιβλιοθήκη τίς γνώσεις του ὄχι γιά νά καταστεῖ σοφός κατά κόσμον, ἀλλά γιά νά τίς μεταφέρει μέσα ἀπό τό λόγο καί τίς δικές του συγγραφές στίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν του καί μέσα καί ἔξω ἀπό τό Ὄρος, νά φωτίσει ὅπως μποροῦσε περισσότερο καί μέ τό πραγματικό φῶς τό ταλαίπωρο Γένος, πού τό μάστιζε ἡ απαιδευσία.
Δυό περίπου χρόνια θά παραμείνει μοναχός στή Μονή Διονυσίου καί θά ἀγωνίζεται ἔμπονα νά τελειώνεται καθημερινά. Θά τήν ἐγκαταλείψει γιατί ἔφθασε στό Ὄρος ὁ πνευματικός του πατέρας καί αγωνιστής τῆς παράδοσης ἐπίσκοπος Μακάριος ὁ ἀπό Κορίνθου καί τόν προσκάλεσε κοντά του προκειμένου ἀπό κοινοῦ νά ἀρχίσουν νά προσφέρουν πνευματική τροφή στό Γένος μέ τίς συγγραφές τους.
Οἱ Διονυσιάτες ἀδελφοί του ἐπέτρεψαν τήν ἔξοδο ἀπό τή Μονή τους καί τήν ἐγκαταβίωση μαζί μέ τόν πνευματικό του ὁδηγό στό κελλί αὐτοῦ, γιατί δέν μετέβαινε ἀπό περιέργεια καί πνεῦμα μοναχικῆς ἀκαταστασίας, ἀλλά μετά ἀπό πρόσκληση καί συγκατάνευση τοῦ σεβαστοῦ σέ ὅλους γέροντά του γιά νά ἀξιοποιήσει γιά ὠφέλεια ὅλων, ἀκόμα καί αὐτῶν πού θά ἔρχονταν μετά, τίς πολλές του γνώσεις καί τά περισσά τάλαντα μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε προικίσει ὁ Θεός. Μετά ἀπό ἐλάχιστες ἡμέρες ὁ μοναχός πλέον Νικόδημος –τόν συναντοῦσε ὁ Μακάριος πρώτη φορά μοναχό–παρέλαβε ἀπό αὐτόν τό χειρόγραφο τῆς «Ἱεράς Φιλοκαλίας» γιά νά συντάξει πρόλογο στό ἔργο αὐτό τοῦ γέροντός τοῦ καί νά τό συμπληρώσει μέ τούς βίους τῶν νηπτικῶν πατέρων πού τούς λόγους τους περιεῖχε.
Νήψη ὀνομάζεται στόν ὀρθόδοξο κόσμο ἡ μοναχική πρακτική, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου πού ἔρχεται σάν καρπός τοῦ ἡσυχασμοῦ τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς ἀπό τίς πολλές καί φορτικές βιοτικές μέριμνες, οἱ πατέρες δέ πού κατορθώνουν καί μετά ὁμιλοῦν γιά τό πνευματικό αὐτό γύμνασμα καί κατόρθωμα ὀνομάζονται νηπτικοί. Ταμεῖο γνώσεων ἄπειρων στόν αριθμό ὁ Νικόδημος ἦταν ὁ πιό κατάλληλος γιά νά ἀναλάβει τό ἔργο αὐτό, ὅπως καί γιά τή συμπλήρωση, διόρθωση καί θεώρηση τῶν χειρόγραφων ἔργων «Ευεργετινός» καί «Περί τῆς συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως» πού τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Μακάριος.
Στο κελλί τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί ἐνώ δεχόταν τίς ἐπισκέψεις ἀδελφῶν του μοναχῶν πού ἐπιθυμοῦσαν νά ἀπολαύσουν τήν πνευματική ἀναστροφή μέ αὐτόν, παρέμεινε δύο σχεδόν χρόνια καθώς φρόντιζε τήν προετοιμασία ἐκδόσεως τῶν τριῶν αὐτῶν ἔργων, πού τά παρέλαβε χειρόγραφα καί θά τά παρέδιδε ἕτοιμα γιά νά τυπωθοῦν. Διόρθωνε τά λάθη, πού εἶχαν τυχόν ἐμφιλοχωρήσει ἤ τά συμπλήρωνε ἀπό τίς ἀπέραντες γνώσεις του, ἔτσι ὥστε νά ἀποβοῦν χρήσιμα γιά τόν καταρτισμό καί τήν ἠθική στήριξη τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν του.Μετά στήν «Καψάλα», περιοχή στόν Ἄθωνα, ἐπιμελήθηκε τό βιβλίο «Παράδεισος» τοῦ Ἁγίου Μελετίου καί τό ἀπάλλαξε ἀπό σφάλματα καί ἀβλεπτήματα, ἀμέσως δέ μετά, ἀφοῦ δέν συνέτρεχε πλέον κανένας λόγος νά τόν κρατᾶ μακριά ἀπό τή Μονή του, ἐπανήλθε στήν Διονυσίου καί ἀνέλαβε ἐκ νέου τά καθήκοντά του. Κυρίως τόν ἀπασχολοῦσε ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη καί προσπαθοῦσε μέσῳ αὐτῶν νά προσεγγίσει τό Θεό.
Σκέψη καί προσπάθεια νά ὁδεύσει πρός τή Μολδαβία γιά νά παρακολουθήσει διδασκαλία σχετικά μέ τή νοερά προσευχή, πού θά τόν ἔφερνε πιό κοντά στό Θεό, ἐμποδίσθηκε κατά τρόπο θαυμαστό καί μετά ἀπό αὐτό ἔμεινε στόν ἑλλαδικό χῶρο γιά νά συντρέχει μέ τά βιβλία καί τίς συνομιλίες του τόν ὀρθόδοξο ἑλληνικό κόσμο, πού μαστιζόταν ἀπό τήν ἀπαιδευσία, τήν ἄγνοια καί τή δεισιδαιμονία. Βέβαια καί τήν περιοχή τῆς Μολδαβίας στό Δούναβη Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μέ μεγάλες πνευματικές ἀνάγκες τήν κατοικοῦσαν, τήν ὥρα ὅμως αὐτή φαίνεται πώς θά ἧταν περισσότερο χρήσιμη ἡ παρουσία του στό χῶρο τῆς πατρίδας του, ἐκεῖ πού γεννήθηκε, ἀνδρώθηκε, μορφώθηκε κατά Χριστόν, προσῆλθε καί εὐδοκίμησε στίς τάξεις τῶν μοναχῶν, ἀγωνιζόταν γιά τήν τελείωσή του.
Ἀφοῦ ὅμως μέ τίς εὐχές τοῦ γέροντος ἡγουμένου καί τῶν συμμοναστῶν του ἐξῆλθε ἀπό τό μοναστήρι τῆς μετανοίας του, τή Μονή Διονυσίου, μέ μόνο σκοπό νά γνωρίσει τή Νοερά Προσευχή, δέν ἀθέτησε τόν πόθο του καί ἔφυγε γιά τήν ἔρημο τῆς Καψάλας- πάντα μέσα στόν χῶρο τοῦ Ἄθωνα- γιά νά ζήσει ἐκεῖ μόνος του ἀσκητικό βίο καί νά ἐπιτύχει ἀνενόχλητος καί ἀπερίσπαστος τίς ἀναβάσεις του πρός τό Θεό. Πράγματι ἐκεῖ καί ἀπό ὅσα ὁ ἴδιος παραδίδει καί ἀπό ὅσα ἄλλοι διηγοῦνται γι’ αὐτόν βρῆκε τήν ὁλοκλήρωση τοῦ πόθου του καί οἱ λόφοι τοῦ ἄξενου καί σκληροῦ αὐτοῦ τόπου ἔχουν νά διηγοῦνται τά ὑπέρ ἄνθρωπον ἀσκητικά παλαίσματα, τίς μεγαλόπνοες καί πολύ ὠφέλιμες συγγραφές του καί κυρίως τούς θεοφιλεῖς θρήνους γιά τήν ἁμαρτωλότητα καί τίς πτώσεις του. Στήν Καψάλα ὑποτάχθηκε καί τήρησε τή μοναστική ὑπακοή στό μοναχό Ἀρσένιο, πού τόν εἶχε γνωρίσει γιά πρώτη φορά στή Νάξο, φυγάδα ἀπό τόν Ἄθωνα γιά τίς κολλυβαδικές ἰδέες του καί εἶχε ἰδιαίτερα ἐκτιμήσει τήν ἁγιότητα καί τήν ἠρεμία του. Τοῖς ἐρημικοῖς ζωή μακαρία ἐστι θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις διαπίστωνε καί βίωνε καθημερινά.
Ὅμως ὑπάρχουν καί ἀνάγκες γιά νά ζήσουν καί γιά νά ἐξασφαλίσουν τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή συντήρησή τους, ἀντέγραφε καλλιγραφῶν διάφορα χειρόγραφα, πού τοῦ παράγγελναν κάποιες μονές ἤ συνοδεῖες μοναχῶν ἤ καί μοναχοί. Ἡ ἀναστροφή καί ὑποταγή στό γέροντα μοναχό Ἀρσένιο, τόν ὁδήγησε πιό κοντά στίς ἀρχές καί τούς στόχους τῶν Κολλυβάδων ὄχι μόνον αὐτές γιά τίς ὁποῖες διαφοροποιοῦνταν μέ τούς ἄλλους καί δημιουργεῖτο ἡ ἀντιπαλότητα, ἀλλα καί ἐκεῖνες κυρίως πού πρέσβευαν ὡς πρός τή μοναχική πολιτεία καί τήν προσπέλαση πρός τό Θεό, δηλαδή τή νοερά προσευχή, τήν ἄκρα ταπείνωση, τήν ἐξουθένωση τῆς σάρκας, νά ζοῦν γιά τό Χριστό καί μόνον καί νά ποιοῦν τό θέλημά Του.Ἡ ἀρετή ὅμως ὅταν τήν κατακτᾶ καί τήν σαρκώνει ὁ ὁιοσδήποτε ἄνθρωπος εἶναι φῶς καί μαγνήτης καί ἕλκει πρός αὐτήν κατά θαυμαστό τρόπο τούς ἄλλους, πού δέν μποροῦν νά μήν τήν ἀναγνωρίσουν καί νά ἀντισταθοῦν στήν ἑλκτική της δύναμη.
Ἡ ἁγιότητα, πού εἶχε αρχίσει νά χαρακτηρίζει τήν πολιτεία μαζί μέ τήν πανθομολογούμενη σοφία, ἀποτέλεσαν πόλους ἕλξης γιά τούς ἀσκούμενους στό Ὄρος μοναχούς, ἀλλά καί αὐτούς πού ἔρχονταν ἐπισκέπτες προσκυνητές, πού ἄρχισαν νά συρρέουν πρός τό Νικόδημο γιά νά τόν γνωρίσουν, νά ἀκούσουν μερικούς λόγους τού, νά πάρουν τήν συμβουλή τού γιά τά προβλήματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν. Ἦταν τότε τριάντα χρονῶν. Αὐτό ἰδιαίτερα τόν ἐνοχλοῦσε καθώς ἐμπόδιζε, ἄν δέν ματαίωνε τό σκοπό γιά τόν ὅποῖο βρισκόταν στήν Καψάλα, δηλαδή τήν ἀπόσπαση ἀπό τήν ἄσκηση, τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τίς μέριμνες τοῦ κόσμου, τούς φιλοθέους στοχασμούς του. Ἐπιδίωκε μέ κάθε τρόπο τή μόνωση, ὄχι μόνο γιά νά οἰκοδομήσει τήν ψυχή του, ἀλλά περισσότερο γιά νά μπορέσει νά φτάσει σέ σημεῖο ὡριμότητας, γιά νά μπορεῖ νά λειτουργεῖ ἀποφασιστικά γιά τήν πνευματική καί ἠθική καλλιέργεια τῶν ὁμογενῶν του τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν. Νά μπορέσει νά ἀνυψωθεῖ σέ σημεῖο πού νά μπορεῖ νά εἶναι διδάσκαλος ἀρετῆς καί σοφίας.
Ἔφευγε τόν κόσμο γιά νά μπορεῖ καλλίτερα νά ὑπηρετήσει τόν κόσμο.Ὁ διακαής πόθος του νά μήν περισπᾶται ἀπό τήν προσευχή καί τή μελέτη ἀπό τό πλῆθος τῶν μοναχῶν καί λαϊκῶν πού συνέρρεαν στό κελλί του, πραγματοποιήθηκε κατά θεία παραχώρηση, ἀλλά καί ἀπό τήν ἀποφασιστικότητα πού τόν διέκρινε. Αὐτό πού ἀποφασίζει νά ἀναλάβει ἔχει τό χάρισμα νά τό ὁδηγεῖ σέ πέρας μέ τόν κατάλληλο τρόπο, εἷναι ἕνας ἀκαταπόνητος δημιουργός πνευματικῶν καρπῶν.
Στήν ἀρχή μαζί μέ τό γέροντα Ἀρσένιο ταξίδεψαν καί διέμειναν στήν ἐρημόνησο Σκυροπούλα, ἀπέναντι ἀπό τή Σκύρο, γιά νά ἀσκηθοῦν αὐστηρότερα καί νά δοθοῦν ἀπερίσπαστοι ἀπό ὅ,τι ἄλλο στό Θεό ὁλοκληρωτικά. Ὁ γέροντας ὅμως πολύ σύντομα ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ Νικόδημος παρέμεινε μόνος στήν ἔρημο καί ἐντελῶς ἀκοινώνητη νησίδα ἀφιερωμένος στήν περισυλλογή καί τήν προσευχή.
«Ἐμοί δέ ἀρτίως τάς ἐν Ἄθῳ καταλιπόντα διατριβάς καί συνάμα τῶ Ἄθω ἅς ὁ Ἄθως ἀηδόνας τρέφει πολλάς καί καλάς καί τό ἔρημον τοῦτο καί δεινῶς αὐχμηρόν τέ καί ἄνυδρον ἤδη παροικούντι νησίδριον, ἐν ὧ οὐχ ὅπως ἀηδών ὧπται ποτέ, ἀλλ’ οὐδέ χελιδών δύναται νεοττεύειν πηλοῦ οὐχ ὑπάρχοντος, οὐθ’ ὅσος ἀποχρῆ εἰς κατασκευήν καλλιάς. Καί ἄλλου μέν οὐδενός τῶν ὠδικῶν, γρηῶν καί μόνον ἐνηχουμένων» {ἀφοῦ ἐγκατέλειψα τή διαμονή μου στόν Ἄθωνα πρόσφατα καί μαζί μέ τόν Ἄθωνα καί τά πολλά καί ὄμορφα ἀηδόνια πού τρέφει ὁ Ἄθως καί αὐτό τό ἔρημο καί φοβερά καί ξηρό καί ἄνυδρο νησάκι κατοικῶ πλέον, στό ὁποῖο δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εἶδε ποτέ κανείς ἀηδόνι, ἀλλά οὔτε καί χελιδόνι μπορεῖ νά κατασκευάσει ἐδῶ τή φωλιά γιά τά αὐγά του, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει λάσπη οὔτε ὅσα χρειάζονται γιά νά κτίσει ἕνα χελιδόνι τή φωλιά του. Καί δέν ἀκούω τό τραγούδι κανενός ἄλλου ὠδικοῦ πτηνοῦ, παρά μόνο τίς κραυγές ἀπό ἀγριοπερίστερα.}
Καταθέτει ὁ ἴδιος γιά τήν κατάσταση πού ἀντιμετωπίζει στή Σκυροπούλα. Γιά νά ζήσει προσπαθεῖ μόνος νά ὑπηρετήσει τίς ἐλάχιστες ἀνάγκες του μέ τά τίμια χέρια του. Ἔσκαβε, ἔσπειρε, φρόντιζε, συγκόμιζε, ἄλεθε μόνος γιά νά μπορέσει νά φάγει τό ἐλάχιστο σιτάρι ἀναμεμιγμένο με νερό.
«Τόν ἐργατικόν δέ καί χειρωνακτικόν βίον εἱλόμην, δικελλίτης γεγονώς καί σκαπανεῦς, σπείρων, θερίζων καί καθ’ ἑκάστην ἀλήθων καί τἄλλα πάντα ποιῶν οἷς ἡ πολυμάθεια χαρακτηρίζεται τῶν ἐρημονήσων ζωή καί πολυειδής περιπέτεια» {Διάλεξα τή ζωή νά ζῶ ἀπό τήν ἐργασία τῶν χεριῶν μου καί ἔμαθα νά σκάβω καί μέ δικέλλα καί μέ σκαπάνη, νά σπέρνω νά θερίζω καί κάθε μέρα νά ἀλέθω καί νά κάνω ὅλα τά ἄλλα ἀπό τῶν ὁποίων τίς πολλές γνώσεις χαρακτηρίζεται ἡ ζωή καί ἡ πολλῶν εἰδῶν περιπέτεια στά ἐρημόνησα}.
Ὀ πόθος τῆς ἡσυχίας σ’αυτόν ὅμως εἶναι τόσο ἰσχυρός, ὥστε καί αὐτή ἡ ὁπωσδήποτε ἀναγκαία ἀπασχόληση νά τόν δυσαρεστεῖ, ἀφοῦ τόν ἀποσπᾶ ἀπό τήν ἡσυχαστική του διάθεση. Τόν ἐμποδίζει εἰς αὐτό καί τό γεγονός ὅτι δέν διαθέτει κανένα σκέπασμα γιά νά προφυλάξει ἀπό τό ψύχος τήν πολύπαθη σάρκα του καί αὐτό θά τοῦ δημιουργοῦσε σοβαρά προβλήματα ἄν ὁ κατά σάρκα ἐξάδελφός του δέν τοῦ ἀπέστελλε ἀπό τήν ἀπέναντι Κύμη μέ πλοιάρια Κυμαίων τροφές καί σκεπάσματα, τά ὅποῖα εὐχαρίστως δέχθηκε «πεπλήρωμαι δεξάμενος διά τῶν ἐπαρχιωτῶν Κυμαίων τά παρ’ αὐτῶν ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς, θυσίαν δεκτήν εὐάρεστον τῶ Θεῶ, τά τέ εἰς διατροφήν καί τά εἰς σκεπήν τοῦ σώματος συμβαλλόμενα…ἄνθρωπος γάρ εἰμι καγώ καί ἄνθρωπος ἀσθενής καί σαρκικός, διπλούς ἐκ δυό οὐσιῶν ἐναντίων, ψυχῆς τέ καί σώματος καί χρήζω ὥσπερ λόγου θείου χάριτος εἰς τροφήν καί σκέπην ψυχῆς, οὕτω βρώσεως καί σκεπάσματος εἰς τροφήν καί σκέπην τοῦ σώματος».
Ὁ Ἐπίσκοπος θά τοῦ ζητήσει νά συγγράψει βιβλίο συμβουλευτικό γιά τούς Ἀρχιερεῖς γιά νά τόν βοηθήσει στήν ἐνάσκηση τῶν καθηκόντων του. Ἀρχικά ἀρνεῖται κατηγορηματικά καί ἡ ἐπιστολή του πού σώζεται ἀποδεικνύει πόσο καλά γνώριζε τήν κλασική ἑλληνική Φιλολογία καί σκέψη, πόση ταπείνωση διέθετε, μέ πόσες στερήσεις ζοῦσε, ὅταν ὁμολογεῖ ὅτι οὔτε βιβλίο ἔχει, οὔτε χαρτί, οὔτε μελάνι. Ὅμως ἐνῶ ἀρνεῖται νά συγγράψει τό Συμβουλευτικόν, εὑρίσκει - ἴσως τοῦ ἀπέστειλαν στό μεταξύ τήν ἀπαραίτητη γραφική ὕλη- τά μέσα γιά νά συγγράψει ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα ἔργα του τό «Περί φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων».Τό ἔργο αὐτό ἔγραψε ὅλο ἀπό μνήμης, χωρίς νά διαθέτει κανένα βοήθημα ἤ βιβλίο, στό σύγγραμμά του δέ αὐτό ὑπάρχει μέγα πλῆθος παραπομπῶν καί ὑποσημειώσεων, τό συνέγραψε μάλιστα τίς ὧρες τῆς σχόλης ἀπό τή χειρωνακτική ἐργασία, ὅπως ὁ ἴδιος ἀπερίφραστα ὁμολογεῖ. Τό χαρακτήριζει καί τό θεωρεῖ ὑπομνηστικό καί ὄχι συμβουλευτικό, ὅπως τοῦ εἶχε ζητήσει ὁ Ἱερόθεος, ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμία του νά συγγράψει ἔργο μέ συμβουλευτικό περιεχόμενο καί ζητεῖ ὅποια εὐχαριστία γιά τά ὅσα ἔγραψε νά ἀποδίδεται στό Θεό.
Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος ἄς ἐπαινεῖται, ἀλλ’ ὄχι ὁ ἀσκητής καί ὁ καλόγερος.Ἀσκητικούς ἀγῶνες πραγματοποίησε πολλούς καθώς ἔμεινε καί ζοῦσε στή Σκυροπούλα, δύο ὁλοκληρα χρόνια μόνος στό ἐρημονήσι αὐτό τοῦ κεντρικοῦ Αἰγαίου, μετά τά ὁποῖα ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος καί τότε δέχθηκε τό μεγάλο σχῆμα καί παρέμεινε μόνος σέ ἕνα ἐρημωμένο κελλί. Πολύ σύντομα ὅμως πλῆθος μοναχῶν ἦλθαν καί ἐγκαταστάθηκαν γύρω ἀπό τό κελλί του γιά νά τόν βλέπουν ἤ νά τόν ἀκούουν καί νά φωτίζονται ἀπό τίς πνευματικές του νουθέσιες.
Λίγους μῆνες ἀργότερα τόν ἐπισκέφθηκε πάλιν ὁ διδάσκαλος καί φίλος του Ἐπίσκοπος Μακάριος γιά νά τόν παρακαλέσει νά παραφράσει τά Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ νέου Θεολόγου, ἔργο πού μέ μεγάλη προθυμία ἀνέλαβε καί τό ὁλοκλήρωσε, ὥστε νά παραπονεῖται στούς γνωρίμους του πολλές φορές γιά τό γεγονός αὐτό. Ἐπειδή πολλοί ἀπό ὅσους τόν ἐπισκέπτονταν προσήρχοντο μέ ποικίλα προβλήματα καί πνευματικές ἀνάγκες ἀποφάσισε καί συνέγραψε τό μοναδικό στό εἶδος του μέχρι σήμερα «Ἐξομολογητάριον» γιά νά βοηθήσει τόσον αὐτούς πού ἐξομολογοῦν, ὅσο καί ὅσους ζητοῦν νά ἐξομολογηθοῦν.
Ἀμέσως μετά ἀνελαβε νά συνθέσει καί νά ἐκδώσει τό «Θεοτοκάριον», βιβλίο πού περιεῖχε τούς κανόνες πού συνέθεσαν εἰς ὅλους τούς ἤχους διάφοροι Ὑμνογράφοι πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου, βιβλίο χρήσιμο γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες τῆς ὀρθοδόξου λατρείας.
Τήν ἐποχή αὐτή θά συγγράψει δυό ἀκόμα πνευματικώτατα καί ἐποικοδομητικά διδακτικά βιβλία, τόν «Ἀόρατον Πόλεμον» καί τά «Πνευματικά Γυμνάσματα». Ἀγωνίζεται συνεχῶς διά τήν Ὀρθοδοξία καί τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἄγρυπνα καί ἐπίπονα ἀλλα καί γιά νά διατηρήσει καί ἐπαυξήσει τήν ἀρετήν του, νά ἀποκρούσει τίς θεολογικές πλάνες, πού ἀποτελοῦν τόν πιό σοβαρό κίνδυνο γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί κατ’ἀναπόδραστο συνέπεια καί τοῦ Γένους.
Γράφει καί ἐκδίδει μόνον γιά νά οἰκοδομεῖ, νά φωτίζει, νά στηρίζει τίς ψυχές, ὅπως ἔχει χρέος κάθε ποιμένας.Ἐνῶ ὅμως πλουτίζει πνευματικά καί ἠθικά τούς ἄλλους, τούς τονώνει ψυχικά, δυναμώνει τό φρόνημα, ὁ ἴδιος μένει σέ ἔσχατη ὑλική πτωχεία καί ταπείνωση. Ἄλλοι τόν στεγάζουν στό κελλί τους, ἄλλοι τόν συντηροῦν, μιά πού ἡ ἀγάπη δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τόν κόσμο μας, ἀπό τόν ἁγιασμένο τόπο τοῦ Ἄθωνα. Ὅλα τά χρόνια τῆς γεμάτης ἀγώνα καί ἀγωνία, προσευχή καί ἄθληση, σκληραγωγία τῆς σάρκας καί πλουτισμό τοῦ πνεύματος ζωῆς του, πάντα εὕρισκε στοργή καί περιποίηση, γιατί ἁπλός καί ἀνεξίκακος, γλυκύς καί χαρούμενος, ἀκτήμων καί ἀπερίσπαστος συγκινοῦσε καί μαγνήτιζε τούς συμμοναστές του.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει νά ἐπιδείξει πολλούς τόσον πολύγραφους συγγραφεῖς, τόσον ἀφιερωμένους ὁλοκληρωτικά στήν ἀποκάλυψη, περιφρούρηση καί προστασία τῶν ἀληθειῶν της, ἀγωνιστή καί δάσκαλο, ὅσιο καί σοφό, φιλόσοφο καί μαχητή, θρησκευτικό ἀλλά ταυτόχρονα καί ἐθνικό ἄνδρα, ἐραστή διακαῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ὁραματιστή τῆς ἀναστάσεως τοῦ σκλαβωμένου Γένους του, ὅσον αὐτόν.
Δέκα χρόνια ἔχει στό Ὄρος ὅταν ξεσπᾶ κατακραυγή ἐναντίον του γιά τό ἔργο του «Περί συνεχοῦς θείας Μεταλήψεως» καί οἱ ἰδεολογικά ἀντίπαλοι τῶν Κολλυβάδων τόν κατηγοροῦν ὡς αἱρετικό, ὅτι ἀναταράσσει τή ζωή τῆς ἡσυχίας. Δυστυχῶς πολλοί μοναχοί τότε κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηριών τρεῖς ἤ τέσσαρες φορές τό χρόνο καί τούς ἐνοχλοῦσε ἡ ἀπόλυτα σύμφωνη μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί πρακτική ἄποψη τοῦ συμμοναστοῦ τους.
Γιά νά ἐξοντώσουν αὐτόν καί τή διδασκαλία του ἐπινόησαν σωρό ἀπό ἀνυπόστατες κατηγορίες γεμάτες ἀπό κακοήθεια. Εἴκοσι δυό χρόνια ταλαιπωρήθηκε ὁ Ἅγιος ἕως ὅτου ἡ Ἱερἀ Κοινότητα τόν κηρύξει «ὀρθοδοξώτατον καί τῶν δογμάτων τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τρόφιμον», χρόνια γεμάτα ἀπό θλίψεις, καταφρόνηση και διωγμούς, πού δέν στάθηκαν ὅμως ἀρκετά, ὥστε νά κάμψουν τό φρόνημά του.
Κατά τό μακρό αὐτό χρονικό διάστημα, πού φθάνει σχεδόν μέχρι τήν ἐκδημία του, ὁ μοναχός Νικόδημος ὡς ἀληθινός μαθητής τοῦ Κυριοῦ του διατηροῦσε τήν εἰρήνη στην ψυχή του καί τήν ἀγάπη πρός τούς συκοφάντες ἀντίπαλους τῶν ἰδεῶν του, δέν ἐκαμπτετο, οὔτε ὑπέστελλε τόν ἀγώνα του ὑπέρ τῆς προσωπικῆς ἀσκήσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ὀρθόδοξου Γένους, δέν ἔπαυσε νά ἀσχολεῖται μέ τή συγγραφή καί νά παράγει βιβλία μεστά ἀπό σοφία, καρπούς ἐπίπονου ἔργου.
Στήν ἔρημο τῆ Καψάλας κατόρθωσε νά συγκεντρώσει χειρόγραφα ὅλα τά ἔργα τοῦ μεγάλου νεώτερου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, νά τά τακτοποιήσει, νά συγγράψει προοίμιο καί σημειώσεις σέ ὅλα καί τά ἀπέστειλε στό τυπογραφεῖο τῶν Μαρκιδῶν Πουλίου στή Βιέννη γιά νά τα τυπώσουν.
Δυστυχώς τό χειρόγραφο ἔγινε ἄφαντο, γιατί στό τυπογραφεῖο αὐτό ἐκτυπώνονταν καί οἱ ἐπαναστατικές προκηρύξεις τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ καί ἡ Αὐστριακή Ἀστυνομία τό κατέστρεψε ὁλόκληρο, ἡ ἀπώλεια δέ τοῦ ἔργου συγκλόνισε τόν Νικόδημο.
Τώρα εἶχαν σειρά οἱ θεῖοι καί ἱεροί Κανόνες, ἡ ἑρμηνεία τους καί ἡ συμφωνία αὐτῶν πού ἐμφανίζονταν νά μή συμφωνοῦν. Τό ἔργο του αὐτό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο μέχρι σήμερα στήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας, πού κυριολεκτικά τήν ὅπλισε γιά τή ζωή της καί τή σχέση της μέ τόν κόσμο ὀνομάσθηκε ἀπό τό συγγραφέα του ΠΗΔΑΛΙΟ καί ἀφοῦ ἐγκρίθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ἔστειλαν στή Βιέννη μαζί μέ τά χρήματα πού συγκέντρωσαν στόν Ἄθωνα γιά τό σκοπό αὐτό, γιά νά τό ἐκτυπώσουν καί κυκλοφορηθεῖ.
Δυστυχῶς ψευδάδελφος ἐπέτρεπε στόν ἑαυτό του νά ἀλλοιώσει σέ ὃρισμένα σημεῖα τίς ἀπόψεις τοῦ Νικόδημου, πού πολύ ἐνοχλήθηκε μέν καί πικράθηκε ἀπό τήν ἐμπάθεια τοῦ φίλου του, δέν ἔπαυσε ὅμως καί νά συγγράφει γιά νά φωτίζει τό Γένος καί νά περιχαρακώνει καί πλουτίζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἀσκεῖται, ὥστε νά φθάσει σέ δυθεώρητο ὕψος πνευματικότητας.
Ἐνῶ ἔγραφε καί δίδασκε συνεχῶς αὐτούς πού τόν συναντοῦσαν, πολύ μικρή φροντίδα, ἴσως καμία δέν κατέβαλλε γιά νά τρώγει, νά ενδύεται. Συντηροῦσε τό σῶμα τού μέ ἐλάχιστη τροφή, ἦταν μόνιμα ρακένδυτος καί μόλις ὑποδεδεμένος. «Ἡ ζωοτροφία του πότε μέν ὀρύζιον νερόβραστον, πότε δέ νερωμένον αὐτό, ἀλλά καί φερέοικος ἀκτήμων ἅγιος, πότε κατώκει εἰς μίαν καλύβην, πότε εἰς τήν ἄλλην, διά νά μή συνδέεται μέ τά πράγματα».
Ἦλθε καί διέμενε στήν Καλύβη τοῦ ἁγίου Βασιλείου μέ τή συντροφιά τῶν ἀδελφῶν τοῦ Κολλυβάδων, πού καί τήν συγγραφή, ἀλλά καί πολλή ἡσυχία καί ἄσκηση τοῦ ἐπέτρεπαν. Αὐτή τήν ἐποχή στήν Καλύβη συνέγραψε τά περισσότερα ἀλλά καί σπουδαιότερα ἀπό τά ἔργα του, ὅπως τήν «Χρηστοήθειαν», τόν «Κῆπον τῶν Χαρίτων», τό «Ἐκλόγιον» καί τό «Νέον Μαρτυρολόγιον».
Σ’ αὐτό τό τελευταῖο συγκέντρωσε τῖς πιό γνωστές καί δραματικές βιογραφίες νεομαρτύρων, δηλαδή Χριστιανῶν πού μαρτύρησαν κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας γιά νά τίς παρουσιάσει στούς Χριστιανούς ὡς ζωντανά καί ἐπαγωγά παραδείγματα γιά τήν ἀνάγκη έπιμονῆς καί ἐγκαρτέρησης, ἐμμονής στήν ὀρθόδοξο πίστη τους μέ τό οἱοδήποτε τίμημα.
Στή συγκέντρωση καί ἔκδοση ὁδηγήθηκε καί άπό τήν ἔνταση καί ἔκταση τῶν ἐξισλαμισμῶν στίς ἑλλαδικές, ἀλλά καί τίς βορειότερες περιοχές τῆς ὑπόδουλης Βαλκανικῆς, γεγονός πού εἶχε συγκινήσει, ἴσως καί ἀναστατώσει ἄλλους, αὐτό πού ὁδήγησε τόν Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό νά ἐγκαταλείψει τή μονή τῆς μετανοίας του λίγους μῆνες ἀφότου προσῆλθε καί νά ἐπιχειρήσει ἀλλεπάλληλες ἀποστολικές περιοδεῖες.
Γράφει στόν Πρόλογο τοῦ Νέου Μαρτυρολογίου ὁ Ἅγιος. «Μή σᾶς φοβίσουν, ἀδελφοί, τά ἄγρια πρόσωπα τῶν τυράννων, οὔτε τό πλῆθος αὐτῶν, οὔτε οἱ φωνές τούς, οὔτε οἱ φοβέρες τους. Μή σάς φοβίσουν οἱ πληγές, οἱ σπαθιές, οἱ ἁλυσσίδες, οἱ φυλακές. Μή σᾶς φοβίσουν οἱ φοῦρκες, τά τσεγγέλια, οἱ πυρκαϊές. Ὅθεν καί ὁ Κύριος σάς παραθαρρύνει λέγων. «Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι». Κατά τήν ἀλήθειαν ἕνα οὐδεν λογίζεται τό νά θυσιάση τινάς ὄχι μίαν ἤ δύο ἤ τρεῖς ἀλλά χιλίας ζωάς, μόνο νά κερδίσει μίαν τοιαύτην θεοπρεπῆ ἀξίαν καί δόξαν».
Ἀναδεικνύεται ἀπό αὐτό τό συγγραφικό του ἔργο ἕνας πλατύς καί φωτισμένος νοῦς, πού δέν ἔχει στραμμένους τούς ὀφθαλμούς του μόνον στόν Οὐρανό, δέν τόν ἀπασχολεῖ μόνον ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου, τῆς ψυχῆς του, ἀλλα ἔχει διαρκῶς τόν νοῦν του καί στή σκλαβωμένη πατρίδα καί τούς Χριστιανούς ἀδελφούς του, γιά ὅλους ἐργάζεται καί προσεύχεται μέ τά γεγυμνωμένα δάκτυλα τοῦ μοναχοῦ, τῆς γραφίδας του τή μοναδική δύναμη. Αἰσθάνεται νά τόν διαβρώνει ὁ πόθος γιά τήν Ἐλευθερία τῶν ὑπόδουλων ἀδελφῶν του, ἀνησυχεῖ γιά τήν διαφύλαξη τῶν ὁσίων καί τῶν ἱερῶν τῆς φυλῆς.
«Σᾶς πληροφοροῦμεν, ἀδελφοί, ὅτι δι’ ἄλλο τέλος δέν σᾶς παιδεύουν μέ τά βαρέα δοσίματα καί μέ τά ἄλλα κακά, πάρεξ διά νά βαρεθῆτε, νά χάσετε τήν ὑπομονήν σας καί ἔτζι νά ἀρνηθῆτε τήν πίστιν σας καί νά δεχθήτε τήν ἐδικήν των θρησκείαν. Ὅθεν καί ἐσεῖς τόν σκοπόν αὐτόν ἠξεύροντας, φυλαχθῆτε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, φυλαχθῆτε διά τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί διά τήν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν σας, νά μήν σᾶς κλέψουν τόν θησαυρόν τῆς ἁγίας σας πίστεως, τῆς ὁποίας ὅλος ὁ κόσμος μέ ὅλας του τάς δόξας καί ἀναπαύσεις καί τά βασίλεια δέν εἶναι ἀντάξιος».
Προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά περιφρουρήσει καί σώσει τούς Ἑλληνορθόδοξους ἀδελφούς του ἀπό τόν ἐναγῆ καί ψυχώλεθρο Μωαμεθανισμό καί παρακαλεῖ τούς ἁγίους Νεομάρτυρες τῆς πίστεως νά δυσωπήσουν τόν Θεό νά μακρύνει τόν θυμό του ἀπό τό Γένος.Οἱ προσευχές καί τό ἔργο του δέν ἔμειναν χωρίς ἀνταπόκριση ἀπό τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Ὁ μετά ταῦτα ἐθνομάρτυρας Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’ βρίσκεται ἐξόριστος στό Ἅγιον Ὄρος σέ μία περίοδο ἐκπτώσεως ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο καί μονάζει κοντά στό κελλί , ὅπου διαμένει ὁ Νικόδημος. Στόν ἐξόριστο Πατριάρχη καταφεύγει πλῆθος μετανοημένων ἐξωμοτῶν, ἀπό αὐτούς πού μέ ἐλαφρά τή συνείδηση πρόδωσαν τήν πίστη τους, ἔγιναν Μωαμεθανοί καί τώρα μετανόησαν.
Ὁ Γρηγόριος, σημαντική πνευματική φυσιογνωμία, ἀφοῦ τούς συμβουλεύει γιά λίγο, τούς προωθεῖ στόν ξακουστό καί ἀπαράμιλλο διδάσκαλο Νικόδημο γιά νά τούς παραμυθήσει καί ἰατρεύσει, γιά νά τούς προσθέσει καί πάλι στούς κόλπους τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Μάχεται παρά τήν ἀδυναμία τοῦ σώματός του γιά τήν ψυχή ὅλων καί γιά τή δική του. Ἔχει μόλις ὑπερβεῖ τά πενήντα χρόνια, συμπληρώνει εἴκοσι πέντε ἀσκητής στόν Ἄθωνα, περίοδο γεμάτη ἀπό νηστεία, ἄσκηση, προσευχή καί συγγραφή γιά τό φωτισμό τοῦ ἑλληνορθόδοξου πληρώματος καί στήριξη τῆς πίστης του, ἀποτελεῖ σπουδαῖο κεφάλαιο γιά τό Γένος, καθώς πολλοί, πάρα πολλοί ἔρχονται νά τόν ἀκούσουν, νά τούς ὁδηγησει.Ὁ νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ὁ Ὑδραῖος δέχεται ἀπό τόν ὀστεώδη ρακένδυτο γέροντα τήν κατήχηση, αὐτός τόν ἐμψυχώνει γιά νά βαδίσει θαρραλέος πρός τό μαρτύριο καί κατόπιν θά συγγράψει καί θά μᾶς κληροδοτήσει τό βίο καί τήν ἀκολουθία του.
Ἡ σοφία καί ἡ πειθω τῶν λόγων του παράλληλα μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἠθική ἀκτινοβολία σαγηνεύουν ὅλους, ἀκόμα καί ἀλλόδοξους καί αἱρετικούς, θά προσελκύσει στήν Ὀρθοδοξία Ρωμαιοκαθολικούς. Θαυμαστή συνεργασία εἶχε γιά τό καλό τοῦ Γένους μέ τόν προσωρινά ἔκπτωτο Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε’, μαζί ὁραματίζονται τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους, ταυτόχρονα ἤ κατόπιν ἀπό τήν πνευματική καί ἠθική του ἀνάπλαση.
Οἱ σκληροί ἀγώνες του κατά τοῦ κόσμου καί τοῦ κοσμοκράτορα τοῦ αἰώνα τούτου καί ἡ διαρκής νηστεία στή ζωή του, ἡ συνεχής καταπόνησή του μέ τή μελέτη καί ἰδίως μέ τή συγγραφή λύγισαν πρόωρα τόν χαλκέντερο ὅσιο, τόν ἔκαμψαν σωματικά, κλόνισαν σοβαρά τήν ὑγεία του.
Συναισθάνθηκε τήν ἀδυναμίαν του, τήν ἀνάγκη νά τόν φροντίζουν καί γι’ αὐτό ἦρθε καί ἐγκαταστάθηκε στίς Καρυές, στό κελλί τῶν Σκουρταίων, Κολλυβάδων ἀδελφῶν του, πού μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη τόν ὑποδέχτηκαν καί μέ ἀφοσίωση τοῦ προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες πού χρειαζόταν. Δέν ἦταν γέροντας, μά εἶχαν γεράσει τό σῶμα του οἱ ταλαιπωρίες, στίς ὁποῖες τό ὑπέβαλλε. Στό κελλί δέν ἦρθε γιά νά τόν γηροκομήσουν ἄλλωστε, ἀλλά γιά νά ἐργασθεῖ ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς ἐλάχιστες, ἀναγκαῖες ὅμως, φροντίδες γιά τή ζωή.
Δύο ὁλοκληρα χρόνια μέ κλονισμένη τήν ὑγεία καί μειωμένες τίς δυνάμεις ἐργάσθηκε γιά νά διορθώσει μέ ἐργατικότητα καί ἐπιμονή πού καταπλήσσουν τόν Συναξαριστή τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους.
Ὅσο αἰσθανόταν ὅμως τίς σωματικές του δυνάμεις νά τόν ἐγκαταλείπουν, τόσο τόν ἐνοχλοῦσε ἡ θαλπωρή καί ἀγάπη, πού τοῦ πρόσφεραν οἱ Σκουρταῖοι καί αὐτό τόν ὁδήγησε ἀπό λεπτότητα περισσότερο γιά νά μήν τούς ἐπιβαρύνει νά ἐπιστρέψει στό κελλί του στήν Καψάλα, ὅπου θά τόν φρόντιζε ἕνας μοναχός γείτονάς του.
Ἡ κατακραυγή καί οἱ συκοφαντικές ἐπιθέσεις ἐναντίον του ἀπό τούς ἰδεολογικούς ἀντιπάλους τῶν Κολλυβάδων δέν εἶχαν σταματήσει ὅλο αὐτό τό διάστημα, ἀντίθετα τά χρόνια αὐτά ἐντάθηκαν σέ σημεῖο πού νά ὑποχρεώσουν τήν Ἱερά Κοινότητα νά ἀσχοληθεῖ ξανά μέ τήν ὑπόθεση τοῦ ὁσίου Γέροντα καί νά τόν προστατεύσει μέ ἐπιστολή τής πρός ὅλους τούς ἁγιορεῖτες μοναχούς.
Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὄχι γιά νά ἀπολογηθεῖ γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά νά στηρίξει τήν πίστη του καί τό κύρος τῶν ἱερῶν παραδόσεων ἀπάντησε σέ μερικές συκοφαντίες μέ εὐπρέπεια καί ἠρεμία γιά νά βοηθήσει τούς αδελφούς πού βρίσκονταν σέ πλάνη νά ἐπανεύρουν τήν ὀρθή ἄποψη καί νά ὠφεληθοῦν.Ταυτοχρόνως τραυματισμένος σωματικά ἀπό τήν κακουχία ἔχει τήν ψυχική δύναμη καί τήν πνευματική διαύγεια νά συγγράψει τό ὀγκώδες
Ἑορτοδρόμιο καί τή Νέα Κλίμακα, πού καταδεικνύει πόσον ἀπαράμιλλος θεολογικός νοῦς ὑπῆρξε. Ἔγραφε ἀλλά ἀναλωνόταν. Ὁ ἐν μοναχοῖς ἀδελφός του Εὐθύμιος γράφει: «Ὅταν ἤρχισε νά καυχᾶται τό πτωχόν Γένος μας καί νά δοξάζῃ τόν Θεόν ὀπού τοῦ ἐχάρισε τοιοῦτον ἀπλανῆ φωστῆρα εἰς τοσούτον δυστυχισμένον καιρόν, ὅπου ἐξάπλωσεν ἡ ἀθεΐα καί ἡ ἀνευλάβεια εἰς ὅλα σχεδόν τά μέρη τῆς γῆς, τοιοῦτον ὁδηγόν τῶν πλανωμένων καί παραμυθίαν τῶν θλιβομένων…ἐπλήθυνεν ἡ ἀσθένειά του».
Ἐπί τρεῖς μῆνες ἡ κατάστασή του χειροτέρευε συνεχῶς, οἱ δυνάμεις του τόν ἐγκατέλειπαν, ἄρχισε νά μήν ἀκούει, νά μήν μπορεῖ νά βαδίζει καί νά ὁμιλεῖ ἄνετα. Ὁ ἴδιος μέ χαρά ἔβλεπε νά πλησιάζει τό τέλος του, ὅταν ὅλους τους φίλους του τούς συνεῖχε ὁ φόβος καί ἡ θλίψη.
Ἐτέλεσαν εὐχέλαιο, ἐξομολογήθηκε, ἐκοινώνησε, ὅπως καθημερινά σχεδόν τίς τελευταῖες ἡμέρες καί προσπαθοῦσε μέ δυσκολία νά ἐπαναλαμβάνει τή μοναχική προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ ἐλέησόν μέ».Μέ ἐντελῶς ὁσιακό τρόπο, ἀφοῦ εὐχήθηκε καί προσευχήθηκε γιά τούς ἀδελφούς πού τόν φρόντιζαν, προσκύνησε τά λείψανα τῶν ἁγίων πού βρίσκονταν στό κελλί, κοινώνησε γιά τελευταία φορά καί ἐγκατέλειψε αὐτόν τόν κόσμο γιά νά ἀναλύσει καί σύν Χριστῶ εἶναι τήν αὐγή τῆς 14ης Ἰουλίου 1809. Ὁλόκληρο τό Ἅγιον Ὄρος ἐπένθησε καί ἐθρήνησε, γιατί αισθάνθηκε ὀρφανεμένο.
Ἕνας ἁπλός τάφος ἔξω ἀπό τό κελλί τῶν ἀγαπημένων του ἀδελφῶν Σκουρταίων δέχθηκε τό ταλαιπωρημένο σῶμα του, μετά ἀπό ἑξήντα χρόνων ἐπίγεια παρουσία. Ἔκτοτε ἀπό τόν Οὐρανό κοντά στό Θεό, πού ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε, δυσωπεῖ γιά τό Γένος του, ἔκτοτε ἡ ἀποταμιευμένη στά ἔργα του σοφία ὁδηγεῖ καί φωτίζει καί κατευθύνει τόν Ἑλληνορθόδοξο κόσμο εἰς νομάς σωτηρίους.
Λύει ἀπορίες καί προλαμβάνει ὀλισθήματα, γιατί ἐκπροσωπεῖ λαμπρά τήν Ὀρθοδοξία ὡς μεσότητα, ἀλλά καί ἀγωνιστικότητα ὡς πρός τό ἀδιαπραγμάτευτο τῶν ἀληθειῶν της.
Ὑπῆρξε ὁ Νικόδημος ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας καί μολονότι μοναχός, ἄν καί ἔζησε μακριά ἀπό τόν κόσμο, τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς του, ὅμως μέ τίς πνευματικές προσφορές καί μέ τίς προσευχές του βρίσκεται ὅσο λίγοι ἄλλοι τόσο στενά δεμένος μέ τό ὑπόδουλο Γένος τῶν Ἑλληνορθοδόξων, ἡ μέριμνα γιά τό ὁποῖο φλόγιζε τήν ψυχή του, ἔγινε ὁ φωτιστής καί παιδαγωγός του. Μέ τους λόγους του καί τό παράδειγμά του πυρπόλησε τήν ψυχή μυριάδων ἀδελφῶν του, μέ τίς ἰδέες τῆς πίστεως, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἐλπίδας, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐπιμονῆς.
Πρόσφερε στό Γένος καί τήν Ἐκκλησία τόσα ὅσα κανείς ἄλλος σύγχρονος καί μεταγενέστερος. Πολυμερής στά διαφέροντά του, ἰσχυρή φυσιογνωμία, διδάσκαλος τοῦ Γένους ὅσον ἐλάχιστοι ἄλλοι καί ἄς μή δίδαξε ποτέ καί πουθενά κατά κυριολεξία, ὑμνητής καί λάτρης τῆς Ἐλευθερίας, κρυστάλλινης ἀρετῆς, ἀρνητής καί πολέμιος τῆς ἁμαρτίας, ἄνδρας ἀπό ἐκείνους πού εὐλογεῖ ὁ Θεός τόν κόσμο του καί ἐξαποστέλλει γιά νά ἀναζωπυρώσουν μέ τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους τίς ψυχές τῶν καθημερινῶν ἀνθρώπων, νά τούς ὑπενθυμίσουν τό δρόμο τῆς ἀρετής, τῆς ἠθικής τελειώσεως, τῆς σωτηρίας.
Καί τό ἑλληνικό Γένος περισσότερο, γιατί τό στήριξε μέ τίς προσευχές καί τά συγγράμματά του, μέ τό παράδειγμα καί τήν ἀρετή του. Τό ὁδήγησε, τό κραταίωσε λίγα χρόνια- δώδεκα- πρίν ἀποδυθεῖ δυνατό καί ἐμψυχωμένο στόν ὑπέρ τῆς Ἐλευθερίας ἀγώνα.
Ἡ ἁγία μορφή του ἀσφαλῶς καί θά πτερούγιζε πάνω ἀπό τήν ἐπώδυνη πορεία τοῦ Γένους του πρός τή λύτρωση.
Ἀπροσδιόριστη θά παραμείνει ἡ τεράστια συμβολή του στήν πνευματική καί ἠθική συγκρότησή του, αὐτοῦ τοῦ ὁδηγοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας, αὐτοῦ τοῦ μανικοῦ ἐραστῆ τῆς ἀρετῆς καί τοῦ Οὐρανοῦ.
Τά ἔργα. ὅταν μάλιστα ὁ χρόνος τά σέβεται καί τά ἀφθαρτίζει, διδάσκουν πολύ πιό πειστικά καί ἀποτελεσματικά ἀπό τούς λόγους.
Κωστής Κούκης
Από το βιβλίο «ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ: ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΝΟΤΑΡΑΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ, ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ». Αθήνα 2005: Εκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ.
kantonopou’s blog
Στενοί συγγενείς ΛΟΑΤΚΙ+ και μεταπατερική θεολογία
-
*Σχιζοφρενικαὶ αἱ θέσεις: «Ὄχι στὴ δικτατορία τῆς φύσης, νὰ εἶσαι ἢ ἄνδρας
ἢ γυναίκα». «Ὄχι στὸν προσδιορισμὸ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν φύση ἢ οὐσία Του».*
*ΣΤΕΝΟ...
Πριν από 7 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου