Ιωάννης Γαλάνης
Ομ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Το φυσικό περιβάλλον και γενικότερα η φύση απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί την έρευνα και τη σκέψη του ανθρώπου. Ο θαυμαστός τρόπος λειτουργίας της και η διαπίστωση ότι η ύπαρξή της είναι απαραίτητη και για τη δική του ύπαρξη, επιβίωση και εξέλιξη, ότι δηλαδή βρίσκεται σε σχέση άμεσης εξάρτησης, τον οδήγησαν στην αναζήτηση και την αξιολόγηση του περιεχομένου αυτής της σχέσης. Αρχικά η σκέψη και η φαντασία ήταν τα μοναδικά μέσα που είχε στη διάθεσή του. Σ’ αυτό οφείλεται το γεγονός ότι στους αρχαίους λαούς φύση και άνθρωπος αποτελούν τα βασικά αντικείμενα της μυθολογίας, της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
Η θεολογία της Π. και της Κ. Διαθήκης έχει να παρουσιάσει πολλά και σημαντικά για το θέμα αυτό, πράγμα το οποίο αγνοούν οι σημερινοί πάσης φύσεως οικολόγοι. Οι απόψεις της Αγίας Γραφής δεν είναι προϊόν επιστημονικής έρευνας αλλά της αποκάλυψης του Θεού. Ο σκοπός της είναι να δώσει το σωστό τρόπο και τη σωστή κατεύθυνση για τη σωτηρία του ανθρώπου και μαζί με αυτόν και του κόσμου. Στην Π. και την Κ. Διαθήκη άνθρωπος και φύση είναι δύο σημαντικά θεολογικά μεγέθη.
Ομ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Το φυσικό περιβάλλον και γενικότερα η φύση απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί την έρευνα και τη σκέψη του ανθρώπου. Ο θαυμαστός τρόπος λειτουργίας της και η διαπίστωση ότι η ύπαρξή της είναι απαραίτητη και για τη δική του ύπαρξη, επιβίωση και εξέλιξη, ότι δηλαδή βρίσκεται σε σχέση άμεσης εξάρτησης, τον οδήγησαν στην αναζήτηση και την αξιολόγηση του περιεχομένου αυτής της σχέσης. Αρχικά η σκέψη και η φαντασία ήταν τα μοναδικά μέσα που είχε στη διάθεσή του. Σ’ αυτό οφείλεται το γεγονός ότι στους αρχαίους λαούς φύση και άνθρωπος αποτελούν τα βασικά αντικείμενα της μυθολογίας, της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
Η θεολογία της Π. και της Κ. Διαθήκης έχει να παρουσιάσει πολλά και σημαντικά για το θέμα αυτό, πράγμα το οποίο αγνοούν οι σημερινοί πάσης φύσεως οικολόγοι. Οι απόψεις της Αγίας Γραφής δεν είναι προϊόν επιστημονικής έρευνας αλλά της αποκάλυψης του Θεού. Ο σκοπός της είναι να δώσει το σωστό τρόπο και τη σωστή κατεύθυνση για τη σωτηρία του ανθρώπου και μαζί με αυτόν και του κόσμου. Στην Π. και την Κ. Διαθήκη άνθρωπος και φύση είναι δύο σημαντικά θεολογικά μεγέθη.
Η μεταξύ τους σχέση αποκτά στο πρόσωπο του Χριστού μια καινούργια διάσταση και ένα εντελώς νέο περιεχόμενο. Ο σημερινός άνθρωπος όμως περιφρόνησε τις βιβλικές θέσεις και άφησε την αμαρτωλή του διάθεση να τον παρασύρει και να μετατρέψει την εκπληκτική πρόοδο της επιστήμης σε ένα διαρκή κίνδυνο για τη φύση και μέσω αυτής και για τον εαυτό του.
Στην εισήγησή μας αυτή θα παρουσιάσουμε με πολλή συντομία τη σχέση ανθρώπου και φύσεως, όπως αυτή διατυπώνεται στην Αγία Γραφή. Πρώτα όμως θεωρούμε απαραίτητη μια επιλεκτική και σύντομη αναφορά στις σχετικές αντιλήψεις μόνο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, γιατί συχνά οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής ήλθαν σε αντίθεση με την ελληνική σκέψη τόσο για τη δημιουργία του κόσμου όσο και τη σχέση του με τον άνθρωπο. Δηλαδή η σχέση του ανθρώπου με τη φύση εξαρτάται από τις περί δημιουργίας του κόσμου αντιλήψεις.
Στην αρχαία Ελλάδα το πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου απασχολεί κυρίως τη μυθολογία και τη φιλοσοφία. Πρώτος ο Ησίοδος στη θεογονία του έκανε λόγο για την αρχή και τη γέννηση του κόσμου. Είναι μια ιερατική διήγηση, την οποία απαρτίζουν ποικίλοι και παράδοξη μύθοι χωρίς να επιτρέπουν καμιά προσπέλαση στις ρίζες τους και στην πραγματική τους έννοια. Γίνεται λόγος για τα τρία πρώτα στοιχεία του κόσμου, το χάος, τη γή και τον έρωτα, τα οποία γεννιούνται χωρίς να έχουν γεννήτορες ή γίνονται χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία ή υπάρχουν απλώς από μόνα τους. Το πρώτο σημαίνει την άμορφη ύλη, το δεύτερο την αδιαμόρφωτη ακόμη γήϊνη ύλη και το τρίτο την πρωταρχική αιτία της γέννησης.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι αποσπώνται από τις μυθικές διηγήσεις και προσπαθούν να δώσουν λογικές απαντήσεις με πρώτους τους Ίωνες φιλοσόφους. Έτσι ο Αναξίμανδρος δέχεται ως πρώτη αρχή των όντων το άπειρο, ο Αναξιμένης τον αέρα, ο Ηράκλειτος το «αείζωον πύρ». Ο Εμπεδοκλής διδάσκει ότι από το μηδέν τίποτε δεν μπορεί να προέλθει και τίποτε δεν μπορεί να επιστρέψει στο μηδέν. Οι Λεύκιπος και Δημόκριτος εισάγουν την αρχή των ατόμων και του κενού. Ο Πλάτων διατυπώνει τη θεωρία των προτύπων, κατά την οποία ο ορατός κόσμος έγινε με βάση κάποιο πρότυπο. Υπάρχουν δύο πρότυπα: το ένα είναι αγέννητο, αμετάβλητο και αιώνιο Και το άλλο «γιγνόμενον και απολλύμενον, όντως ουδέποτε όν». Ο δημιουργός του κόσμου είναι αγαθός, γιατί και ο κόσμος που δημιουργεί είναι καλός. Δεν έχει όμως ελεύθερη βούληση, γιατί είναι αναγκασμένος να ρυθμίζει και να τακτοποιεί την ορατή κτίση σύμφωνα με τις αιώνιες ιδέες, τα πρότυπα. Χαρακτηρίζεται ως «ποιητής» και «πατήρ» και δεν είναι προσιτός σε όλους. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε στενή σχέση τόσο με το δημιουργό όσο και με τον κόσμο, γιατί έχουν στοιχεία και από τα δύο…
Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι ο κόσμος είναι αυθύπαρκτος, αυτόματος, αιώνιος και τυχαίος. Ο θεός είναι το «πρώτον κινούν ακίνητον» όχι όμως δημιουργός. Ο κόσμος κινείται και κατευθύνεται προς αυτόν χωρίς εκείνος να ενεργεί και να επιδρά στον κόσμο. Ο Επίκουρος διατυπώνει την αρχή ότι από το τίποτα δεν γίνεται τίποτα και ότι τα φυσικά φαινόμενα δεν γίνονται με την επίβλεψη κάποιου θεού. Οι θεοί υπάρχουν, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Η φιλοσοφία που κυριάρχησε πιο πολύ και είχε ευρύτατη απήχηση, γιατί ήταν κατανοητή, ήταν η Στωϊκή. Ο κόσμος για τους Στωϊκούς είναι «λογικόν και έμψυχον ζώον» και συνεπώς θεός και μάλιστα ένας ορατός θεός. Υπάρχει μόνο μια ουσία, ο θεός, ο οποίος ταυτίζεται με τον κόσμο (πανθεϊσμός).Οι Στωϊκοί τοποθετούν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μέσα στη γενική αρμονία και την τάξη του σύμπαντος. Θαυμάζουν τα ουράνια σώματα, γιατί τα θεωρούν πρότυπα ηρεμίας. Τα τιμούν ως θεότητες και καλούν τους ανθρώπους να τα μιμηθούν.
Η σχέση του ανθρώπου με την κτίση είναι μια γενική πραγματικότητα και πηγάζει από την αναγκαστική συνύπαρξη και αλληλοεπίδρασή τους. Είναι δηλαδή πολύ στενή και στηρίζεται στην αρχή της γενικής τάξης και αρμονίας του σύμπαντος, στο οποίο είναι και ο άνθρωπος ενταγμένος. Η λέξη «κόσμος» χαρακτηρίζει τη σχέση αυτή. Είναι η μόνη λέξη, η οποία σημαίνει το ίδιο το σύμπαν σαν ύπαρξη και σαν λειτουργία. Σημαίνει την ωραιότητα, την τάξη, την ομορφιά, την αρμονία κλπ. Είναι το ωραιότερο και επιτυχέστερο δημιούργημα του ελληνικού λεξιλογίου…
Εκτός από τη θεωρητική διατύπωση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, υπάρχει και η καθημερινή πρακτική, στα κατώτερα κυρίως κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με αυτην η φύση ειδωλοποιείται και μυθοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη φύση με φόβο και προσπαθεί με μαγικές ενέργειες ή με τη θεοποίηση διαφόρων στοιχείων να την αντιμετωπίσει. Είναι μια θέση, η οποία είναι πολύ συχνή και στους ανατολικούς λαούς.
*
Η μυθοποίηση και η ειδωλοποίηση της φύσης είναι ένα από τα σημεία, στα οποία αντέδρασαν έντονα η Π. και η Κ. Δ. και στη συνέχεια ολόκληρος ο χριστιανισμός με τους πατέρες της Εκκλησίας. Στη βασική ελληνική φιλοσοφική αντίληψη ότι από το τίποτα δεν γίνεται τίποτα ή ότι ο κόσμος είναι αυθύπαρκτος, αιώνιος και τυχαίος αντιτάχτηκε η βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν.
Στην Π.Δ. και σε όλες τις χρονικές περιόδους της κυριαρχεί η άποψη ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και δημιουργήθηκε από το μηδέν. Στο βιβλίο της Γενέσεως υπάρχουν δύο διηγήσεις, στις οποίες τονίζεται καθαρά η στενή σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Αυτές, κατά τους υπολογισμούς των ερευνητών, απέχουν μεταξύ τους 500 χρόνια. Η πρώτη διήγηση Γεν 1,1-2,4α τοποθετείται χρονικά μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία (5ος π.Χ. αιώνας). Είναι η λεγόμενη ιερατική διήγηση ή διήγηση του ιερατικού κώδικα ( Ρ ). Το χαρακτηριστικό της είναι τα μυθικά γλωσσικά σχήματα, η μεγαλοπρέπεια του ύφους και το καθαρό ιουδαϊκό χρώμα, όπως αυτό φαίνεται με τις εφτά ημέρες τις δημιουργίας, την ανάπαυση του Θεού κατά την έβδομη ημέρα, την ευλογία κλπ.
Η δεύτερη διήγηση είναι η Γεν 2,4β-25. Είναι η λεγόμενη γιαχβική διήγηση ( J ) και τοποθετείται χρονικά στα χρόνια του Σολομώντα ( 900 π.Χ.). Κατά την πρώτη διήγηση, ο Θεός πρώτα δημιούργησε τον κόσμο και τελευταίο τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», στον οποίον έδωσε το προνόμιο να είναι κυρίαρχος «των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης» (1,26.30). Επίσης για χάρη του ανθρώπου «εξανέτειλεν εκ της γης πάν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν». Δηλαδή η φύση υπηρετεί τον άνθρωπο με δύο τρόπους: α) τον τρέφει και β) ικανοποιεί την όρασή του, ενεργοποιεί τη σκέψη του και τον οδηγεί στη διερεύνηση και την αξιολόγηση του μεγαλείου της δημιουργίας και της παντοδυναμίας του δημιουργού της.
Η δεύτερη διήγηση ασχολείται πιο πολύ με τη δημιουργία του ανθρώπου, τον οποίο ο Θεός τοποθέτησε στον «παράδεισο» «εν Εδέμ κατ’ ανατολάς». Στην ίδια διήγηση τονίζεται και η υποχρέωση του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό του περιβάλλον. Διατυπώνεται ως εξής: «και έλαβεν ο Θεός τον άνθρωπον, όν έπλασεν, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (2,15). Με την τελευταία φράση «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» τονίζονται συνοπτικά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον, στο οποίο ζει. Αυτά είναι η εκμετάλλευσή του και η προστασία.
Εξαίρεται και στις δυο διηγήσεις η πλεονεκτική θέση του ανθρώπου στη φύση. Ο Θεός τον κατέστησε κυρίαρχο όλης της κτίσης και κυρίως του ζωϊκού κόσμου. Ο Θεός «έπλασεν πάντα τα θηρία.. και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ ιδείν τι καλέσει αυτά και παν ο εάν εκάλεσεν Αδάμ … τούτο όνομα αυτού» (Γεν 2,19). Η ονοματοδοσία είναι μια πράξη, η οποία στην Π.Δ. σημαίνει κυριαρχία. Αυτό φαίνεται και από την πρώτη διήγηση της δημιουργίας,, όπου ο Θεός δίνει κάποιο όνομα στα δημιουργήματά του, όπως π.χ. «… και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος νύχτα» (Γεν 1,5), « και εκάλεσεν ο Θεςός το στερέωμα ουρανόν…»(Γεν 1,8) κ.ά. Η έννοια της κυριαρχίας του ανθρώπου στην κτίση όμως δεν είναι απεριόριστη. Εμπερικλείεται στα πλαίσια της ικανότητάς του να την εκμεταλλεύεται και στην υποχρέωσή του να την προστατεύει, δηλαδή στο «εργάζεσθαι και φυλάσσειν». Έτσι, οποιαδήποτε προσφορά του ανθρώπου προς την κτίση είναι προσφορά στον εαυτό του και οποιαδήποτε συμπεριφορά προς αυτήν αντανακλά στον ίδιο. Κτίση και άνθρωπος πλάστηκαν από τον Θεό να συνυπάρχουν αρμονικά.
Από τις δυο διηγήσεις του βιβλίου της Γενέσεως προκύπτουν δύο σημαντικά στοιχεία: α) ότι η κτίση χωρίς την παρουσία σ’ αυτή του ανθρώπου με τις αρμοδιότητες που του έδωσε ο Θεός θα ήταν ατελής και χωρίς σκοπό και β) ότι η ζωή του ανθρώπου, η πνευματική του τελείωση και οι σχέσεις του με το δημιουργό του εξαρτώνται από το περιβάλλον, στο οποίο ζει, και από τη συμπεριφορά του προς αυτό. Ο σκοπός του ή των συγγραφέων του βιβλίου είναι α) να εξάρει την παντοδυναμία και την απόλυτη κυριαρχία του Θεού στον κόσμο και β) την αναγκαιότητα να συναισθανθεί ο άνθρωπος ότι εξαρτάται από εκείνον. Η αναγνώριση του μεγαλείου του Θεού γίνεται μέσα από τη διαπίστωση του μεγαλείου της δημιουργίας.
Οι προφήτες της Π.Δ. βλέπουν το έργο της δημιουργίας σε σχέση με τον άνθρωπο και αυτόν μέσω της δημιουργίας σε σχέση με τον Θεό. Το τεράστιο αυτό έργο και την αρμονική του λειτουργία, κατά τους προφήτες, ο άνθρωπος τα βιώνει στην καθημερινή πραγματικότητα και στα επί μέρους κτίσματα Ο Θεός π.χ. δίνει τη βροχή (Ιερεμ.14,22) και επιτρέπει στον ήλιο να φωτίζει. Αυτός έκανε το φως και το σκοτάδι (Αμ. 4,13. Ησ. 45,7), τα άκρα της γής και τα άστρα και έβαλε τη σελήνη σε τροχιά (Ιερ. 38(31),36). Αυτός έπλασε τα ζώα (Ιερ.27,5) και έδωσε ζωή στους ανθρώπους (Ησ. 42,5) κλπ.
Η εξουσία του Θεού δεν είναι καταπιεστική για τον άνθρωπο, γιατί αγαπά τους ανθρώπους, όπως ο πατέρας τα παιδιά του. Είναι χαρακτηριστικά το λογια του προφήτη Μαλαχία, ο οποίος λέγει: «ουχί εις Θεός έκτισεν ημάς, ουχί εις πατήρ πάντων ημών;». Η ιδιότητα του δημιουργού και του πατέρα είναι ταυτόσημες για τους προφήτες και αποτελούν βασική πεποίθηση του λαού Ισραήλ. Ο Θεός επεμβαίνει στη δημιουργία και μεταβάλλει τη λειτουργία της, όταν χρειάζεται να προστατέψει το λαό του, όπως συνέβη π.χ. με το πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας. Αυτά εμπεδώνουν την πεποίθηση στους Ισραηλίτες ότι ο Θεός τους είναι ένας και μοναδικός. Υπερέχει έναντι των άλλων θεών, οι οποίοι είναι θεοποιημένα είδωλα. Η πίστη αυτή γεννά τη βέβαιη ελπίδα ότι ο Θεός θα εκπληρώσει τις επαγγελίες του και θα οδηγήσει το λαό του στη λύτρωση και τη σωτηρία.
Η αποστολή της κτίσης, κατά τους προφήτες, είναι να μιλήσει στον άνθρωπο για τον παντοδύναμο δημιουργό της και με τον τρόπο αυτό να τον οδηγήσει κοντά του. Μέσα από την κτίση μιλάει επίσης και ο Θεός στον άνθρωπο με ποικίλους τρόπους, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Οι προφήτες ομιλούν με την αυθεντία του Θεού και αναφέρονται σε γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Καλύπτουν και τις τρεις χρονικές διαστάσεις, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η προσφιλή τους περιοχή όμως είναι το μέλλον, το οποίο βλέπουν αισιόδοξο, όπως και το μέλλον του ανθρώπου. Χαρακτηριστική είναι η προφητεία του Ησαϊα 11,6-10, κατά την οποία ο προφήτης οραματίζεται στη μεσσιανική εποχή μια ειρηνική και αρμονική συμβίωση του ζωϊκού κόσμου με τον άνθρωπο. Από αυτά προκύπτει ότι οι προφήτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια αναταραχή τόσο στην ίδια τη φύση όσο και στη σχέση του ανθρώπου μαζί της. Προβλέπουν όμως ότι θα εξομαλυνθεί και θα αποκατασταθεί στο μέλλον και μάλιστα, όταν η γνώση του Θεού επάνω στη γη θα είναι πλήρης και καθολική (Ησ. 11,9).
Ιδιαίτερη ευαισθησία με τη δημιουργία παρουσιάζουν τα λεγόμενα ποιητικά βιβλία της Π.Δ. Σ’ αυτά πρωτοστατούν οι Ψαλμοί, επειδή αντανακλούν την πίστη του λαού Ισραήλ, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη λατρεία του Θεού. Ο ψαλμωδός βρίσκει συχνά την ευκαιρία και τις αφορμές να υμνήσει με την ποιητική του γλώσσα τον Θεό για το μεγαλειώδες έργο της δημιουργίας του κόσμου και για την ωραιότητα και την αρμονία που παρατηρεί στα δημιουργήματά του. Η θέα της φύσης τον γεμίζει με θαυμασμό, γιατί μέσα στην τελειότητά της βλέπει την αποκάλυψη του Θεού και διακρίνει τη δύναμη και τη σοφία του γι’ αυτό και αναφωνεί «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103(104),24). Ακούει και βλέπει τα ίδια τα δημιουργήματα να διηγούνται «δόξαν Θεού» (Ψαλμ. 18(19), και «εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. 18(19),5). Ολόκληρη η δημιουργία υμνεί τον Θεό!
Πρέπει να σημειωθεί ότι η δύναμη και η σοφία του Θεού δεν εξαντλούνται και δεν περιορίζονται μόνο στην εμφάνιση της δημιουργίας, αλλά συνεχίζονται και μέσα σ’ αυτή, δηλαδή στη διατήρηση και τη λειτουργία της, στη φροντίδα και στη παρακολούθηση κάθε λεπτομέρειά της. Τα πάντα βρίσκονται κάτω από τη διαρκή πρόνοιά του σε όλη την ιστορική τους πορεία.
Στους ύμνους τους οι Ψαλμοί δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί το κέντρο και το σκοπό της δημιουργίας. Στον 8ο Ψαλμό π.χ. επαναλαμβάνονται σχεδόν οι θέσεις του βιβλίου της Γενέσεως για τη στενή σχέση ανθρώπου και κτίσης. Αναφέρεται ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κυρίαρχο «επί τα έργα των χειρών του» και υπέταξε τα πάντα «υποκάτω των ποδών αυτού». Για τη σχέση αυτή απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σωστή συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον Θεό.
Στη σοφιολογική γραμματεία τονίζεται ξεκάθαρα ότι η ευσέβεια ή η αμαρτωλότητα του ανθρώπου αντανακλούν και στη φύση. Ο ευσεβής π.χ. ζει αρμονικά με το φυσικό του περιβάλλον και το αντιμετωπίζει ως βοηθό και σύμμαχο. Αντίθετα ο ασεβής συμπεριφέρεται αρνητικά και ενεργεί καταστρεπτικά (Σοφ Σολ.16,26. Σοφ. Σειράχ 39,27) κ.ά. Η λειτουργία της κτίσης προβάλλεται συχνά ως παράδειγμα για ανάλογη συμπεριφορά του ανθρώπου.
*
Οι θεολογικές θέσεις της Π.Δ. για τη φύση και τον άνθρωπο εκβάλλουν και διαποτίζουν και τους συγγραφείς της Κ.Δ. Η θέση ότι ο άνθρωπος πλάστηκε για να είναι κυρίαρχος της φύσης υπάρχει και στην Κ.Δ. με τη διαφορά ότι σ’ αυτή τονίζονται πιο πολύ οι υποχρεώσεις του απέναντί της. Η Κ.Δ. επεκτείνει τις θέσεις της Π.Δ. ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, τις εντάσσει στη δική της θεολογία και τις χρησιμοποιεί με το δικό της τρόπο και για το σκοπό που η ίδια έχει θέσει.
Η σταθερή και ενιαία αρχή της Π.Δ. ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και δημιουργήθηκε από το μηδέν υπάρχει και στην Κ.Δ. Την πληροφορία αυτή την χρησιμοποιεί κάτω από τις δικές της αφορμές και στα πλαίσια της πίστης στο Χριστό, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της θεολογίας της. Η κτίση και ο άνθρωπος αντιμετωπίζονται με την προοπτική της λυτρώσεως γι’ αυτό και η μεταξύ τους σχέση πρέπει να είναι αρμονική και προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση. Το θέμα Θεός – άνθρωπος - κτίση έχει πιο έντονη την παρουσία του στην παύλεια θεολογία, όπου αναπτύσσεται σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού η κατάσταση του κόσμου αλλάζει ριζικά. Άνθρωπος και κτίση τοποθετούνται σε μια νέα προοπτική και η αρχική σχέση Θεού – ανθρώπου – κτίσεως αποκτά καινούργιο περιεχόμενο και χαρακτήρα και γίνεται σχέση Χριστού – ανθρώπου – κτίσεως με τελική αναφορά τον Θεό πατέρα. Στην Κ.Δ. η σχέση του ανθρώπου με τη δημιουργία δεν μπορεί να εννοηθεί έξω από το γεγονός Χριστός. Η παρουσία του στον κόσμο έφερε το υπεριστορικό, το υπερκόσμιο και το άχρονο μέσα στην ιστορία, τον κόσμο και το χρόνο. Με την ενανθρώπιση ο κόσμος έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τον Θεό και αναδημιουργείται «εν Χριστώ». Ο άνθρωπος αναγεννιέται και αποκτά την ικανότητα να αξιολογήσει σωστά τη δημιουργία, καθώς και τη σχέση του μαζί της, να κατανοήσει τον προορισμό του και να ανακαλύψει το δρόμο προς τη σωτηρία. Η σχέση όμως ανθρώπου και κτίσης με το Χριστό καθορίζεται και από ένα άλλο σημαντικό γεγονός, τη συμμετοχή του Χριστού στο έργο της δημιουργίας. Δηλαδή ο Χριστός είναι ο μεσίτης της δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε δι’ αυτού αχρόνως και με την ενσάρκωση, πάλι δι’ αυτού αναδημιουργείται εν χρόνω. Η θεολογική αυτή θέση βρισκόταν στο κέντρο της πίστης της πρώτης Εκκλησίας και αποτέλεσε τον πυρήνα των πρώτων ομολογιών πίστεως. Σε ολοκληρωμένη διατύπωση βρίσκουμε την πίστη αυτή στο Α΄Κορ 8,6:
« Αλλ’ ημίν εις Θεός ο πατήρ
εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν,
και εις Κύριος Ιησούς Χριστός
δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού»
Το χωρίο θεωρείται ότι είναι μια πρωτοχριστιανική ομολογία πίστεως. Ο Απ. Παύλος προβάλλει τη θέση αυτή των χριστιανών, για να αντικρούσει την πίστη των ειδωλολατρών, οι οποίοι δέχονται ότι υπάρχουν, όπως λέγει, «πολλοί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί γης, ώσπερ εισιν θεοί πολλοί και κύριοι πολλοί». Για τους χριστιανούς υπάρχει ένας Θεός, ο οποίος είναι «ο Πατήρ» και όχι απλώς «πατήρ», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τους θεούς τους οι ειδωλολάτρες. Είναι «ο Πατήρ», γιατί αυτός είναι ο δημιουργός του κόσμου και των ανθρώπων. Κοντά στον Θεό υπάρχει και ένας Κύριος σε αντίθεση με τους πολλούς «κυρίους» της ελληνιστικής εποχής, που συνήθως ήταν οι αυτοκράτορες. Ο ένας «Κύριος» είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «Κύριος» όχι γιατί εξουσιάζει, καταπιέζει και εκμηδενίζει την ανθρώπινη αξία, όπως οι «κύριοι» των ειδωλολατρών, αλλά κυρίως γιατί είναι ο μεσίτης της δημιουργίας και γιατί ενσαρκώθηκε και θυσιάστηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Το πρόσωπο του Χριστού εδώ συνδέεται με δύο θεμελιώδη γεγονότα, τη δημιουργία και την αναδημιουργία.
Η σχέση ανθρώπου και δημιουργίας με τη νέα «εν Χριστώ» κατάσταση αποκτά σωτηριολογικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος δεν παύει να είναι και τώρα ο κυρίαρχος της κτίσης, αλλά πάντοτε στα πλαίσια της προοπτικής της απολύτρωσης και της τελικής σωτηρίας. Στην ομολογία τονίζεται η ενότητα ανθρώπου και κτίσης από τη δημιουργία ως τη σωτηρία.
Η ίδια πίστη της πρώτης Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού και τη σχέση του με την κτίση υπάρχει και στον ακόλουθο ύμνο της προς Κολοσσαείς επιστολής:
«ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου,
πρωτότοκος πάσης κτίσεως
ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα
εν τοις ουρανοίς και επί της γης
τα ορατά και τα αόρατα.
……………………………
τα πάντα δι΄αυτού και εις αυτόν έκτισται
και αυτός εστιν προ πάντων
και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν
και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας
Ιδιαίτερη σημασία στον ύμνο αυτό έχει ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «πρωτοτόκου πάσης κτίσεως». Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος που δημιούργησε την κτίση αχρόνως και ο πρώτος που την αναδημιούργησε με την ενανθρώπισή του και την παρουσία μέσα σ’ αυτή. Τα στοιχεία αυτά προβάλλουν από τους εμπρόθετους όρους «εν αυτώ», «δι’αυτού» και «εις αυτόν». Το «εν αυτώ» δηλώνει την αρχική ιδέα και την αιτία της δημιουργίας, το «δι’ αυτού» τη συμμετοχή του Χριστού στο έργο της δημιουργίας ως συνδημιουργός και το «εις αυτόν» τον τελικό σκοπό και την τελική αναφορά που είναι η σωτηρία της δημιουργίας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι η σχέση του Χριστού με την κτίση επεκτείνεται και προσδιορίζει και τη σχέση του ανθρώπου τόσο με τον Χριστό όσο και με την κτίση. Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του Θεού, εντάσσεται μέσα σ’ αυτό το σχέδιο της θείας οικονομίας και σ’ αυτή τη διαδικασία γι’ αυτό και η σχέση του με την κτίση πρέπει να είναι αρμονική.
Ο ίδιος ο Ιησούς, όπως φαίνεται από διάφορα λόγια, τα οποία παρουσιάζουν οι ευαγγελιστές, αναφέρεται συχνά στο έργο της δημιουργίας και προβάλλει στους ανθρώπους το μεγαλείο και τη δόξα του Θεού που απεικονίζονται σ’ αυτή. Συχνά προτρέπει τον άνθρωπο να μιμείται την αρμονία και την τάξη του σύμπαντος, αλλά να μην εξαντλείται μόνο στις υλικές του διαστάσεις. Πρώτα πρέπει να ζητεί «την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού». Έχει την ελευθερία να χρησιμοποιεί την κτίση, όχι όμως και το δικαίωμα να την κακοποιεί, γιατί δεν είναι δικό του δημιούργημα, αφού δεν μπορεί να προσθέσει σ’ αυτή ούτε στον εαυτό του «μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν» (Ματθ 5,36).
Πολλές φορές ο άνθρωπος καταλογίζει στη φύση αρνητικές συμπεριφορές. Η φύση όμως λειτουργεί με τους δικούς της νόμους και δεν λειτουργεί εις βάρος του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος της χρησιμοποιεί αρνητικά και αποδίδει στη φύση αρνητικούς χαρακτηρισμούς προβάλλοντας δικές του διαθέσεις, καταστάσεις και ενοχές. Οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί φανερώνουν τη διαταραχή που υπάρχει στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, για την οποία υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Στην προς Τίτον επιστολή αναφέρεται ότι «πάντα καθαρά τοις καθαροίς τοις δε μεμιασμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδηση» (1,15). Το ίδιο περίπου επαναλαμβάνει και ο Χρυσόστομος, όταν λέγει ότι «ο ψυχήν έχων ρυπαράν τα πάντα ρυποί» (P.G. 62,680).
Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι ο άνθρωπος και η φύση δημιουργήθηκαν για να συνυπάρχουν αρμονικά. Έχουν και οι δύο τα ίδια δικαιώματα. Ο άνθρωπος όμως έχει επί πλέον και την υποχρέωση να προστατεύει τη φύση, γιατί, εκτός του ότι εξαρτάται βιολογικά από εκείνη, τον ακολουθεί σε όλη τη μεταμορφωτική του και περιμένει και η φύση μαζί του την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού και την πραγμάτωση του σκοπού, για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Αυτό αποτελεί πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία στηρίζεται στην Κ.Δ. και πιο πολύ στον Απ. Παύλο.
Στο 8ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής υπάρχει μια συστηματική διδασκαλία για τη θέση της φύσης στην «εν Χριστώ» αναδημιουργία. Ο Παύλος γράφει τα ακόλουθα: «η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως …..» (8,19-23). Δηλαδή όλη η κτίση περιμένει με λαχτάρα πότε θα φανερωθεί η δόξα των παιδιών του Θεού. Ξέρετε βέβαια ότι η κτίση υποτάχτηκε και αυτή στη φθορά όχι γιατί έφταιγε, αλλά έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα και αυτή ακόμη η κτίση πως θα απελευθερωθεί από την υποδούλωσή της στη φθορά και θα μετάσχει στην ελευθερία που θα απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού. Ξέρουμε καλά ότι ολόκληρη η φύση μέχρι τώρα στενάζει και κραυγάζει από πόνο… περιμένοντας τη λύτρωσή της». Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από αυτά τα λόγια του Παύλου είναι ότι ο άνθρωπος είναι υπαίτιος και υπεύθυνος τόσο για τη δική του πτώση όσο και για τη φθορά της φύσης. Η δική του σωτηρία όμως θα φέρει και τη σωτηρία της κτίσης. Με την παρακοή του πρώτου ανθρώπου ολόκληρη η φύση υποτάχτηκε, παρά τη θέλησή της, στη φθορά και τις μάταιες επιδιώξεις του ανθρώπου, μία από αυτές είναι και η λατρεία της φύσης. Ο Παύλος διαμαρτύρεται εναντίον εκείνων που «εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ 1,25). Πρόκειται για την ειδωλοποίηση της φύσης από τον άνθρωπο, η οποία εκδηλώνεται με τη λατρεία είτε του συνόλου της κτίσης είτε μερικών μόνο στοιχείων. Από τη φράση του Παύλου «και αυτή η κτίσης ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» προκύπτει ότι ο άνθρωπος με την πτώση του συμπαρέσυρε και την κτίση. Αυτή όμως «υπετάγη τη ματαιότητι ουχ εκούσα». Με τη νέα πραγματικότητα όμως που δημιούργησε η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, διατηρεί και η φύση την ελπίδα ότι κοντά στον άνθρωπο και μαζί με αυτόν θα απελευθερωθεί από τη φθορά και εκείνη.
Ένα άλλο σημαντικό θεολογικό στοιχείο της παύλειας θεολογίας είναι και η «εν Χριστώ» ανάπλαση του ανθρώπου. Ξεκινάει από την αγάπη που έδειξε στον άνθρωπο ο Χριστός, ο οποίος σταυρώθηκε και πέθανε «υπέρ πάντων» (Β΄Κορ 5,14). Η ανάσταση όμως που ακολούθησε, έδωσε τη δυνατότητα, ώστε «οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β΄Κορ 5,15). Αυτό για να γίνει πραγματικότητα προϋποθέτει την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό, την οποία ο Παύλος εκφράζει με την προσφιλή του φράση «εν Χριστώ».Το συμπέρασμα του είναι: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄Κορ 5,17). Ο χαρακτηρισμός όμως που θα ταίριαζε στον πιστό άνθρωπο είναι «καινόν κτίσμα». Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο άτομο, είναι σύνολο, είναι εκκλησία. Επομένως κάθε ενέργειά του έχει συνέπειες και για την κτίση.
Η φύση είναι έργο της αγάπης του Θεού και μόνο με την αγάπη του ανθρώπου μπορεί να διατηρηθεί και να εκπληρώσει το σκοπό της. Η αγάπη αυτή είναι το μήνυμα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο και αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής ζωής. Δεν επιβάλλεται με νόμους αλλά βιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Μόνο μέσα στην Εκκλησία είναι δυνατή η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τον Θεό, το συνάνθρωπο και τη φύση.
Πηγή: http://www.monigiromeriou.gr/HMERIDA.zip
Στην εισήγησή μας αυτή θα παρουσιάσουμε με πολλή συντομία τη σχέση ανθρώπου και φύσεως, όπως αυτή διατυπώνεται στην Αγία Γραφή. Πρώτα όμως θεωρούμε απαραίτητη μια επιλεκτική και σύντομη αναφορά στις σχετικές αντιλήψεις μόνο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, γιατί συχνά οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής ήλθαν σε αντίθεση με την ελληνική σκέψη τόσο για τη δημιουργία του κόσμου όσο και τη σχέση του με τον άνθρωπο. Δηλαδή η σχέση του ανθρώπου με τη φύση εξαρτάται από τις περί δημιουργίας του κόσμου αντιλήψεις.
Στην αρχαία Ελλάδα το πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου απασχολεί κυρίως τη μυθολογία και τη φιλοσοφία. Πρώτος ο Ησίοδος στη θεογονία του έκανε λόγο για την αρχή και τη γέννηση του κόσμου. Είναι μια ιερατική διήγηση, την οποία απαρτίζουν ποικίλοι και παράδοξη μύθοι χωρίς να επιτρέπουν καμιά προσπέλαση στις ρίζες τους και στην πραγματική τους έννοια. Γίνεται λόγος για τα τρία πρώτα στοιχεία του κόσμου, το χάος, τη γή και τον έρωτα, τα οποία γεννιούνται χωρίς να έχουν γεννήτορες ή γίνονται χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία ή υπάρχουν απλώς από μόνα τους. Το πρώτο σημαίνει την άμορφη ύλη, το δεύτερο την αδιαμόρφωτη ακόμη γήϊνη ύλη και το τρίτο την πρωταρχική αιτία της γέννησης.
Οι Έλληνες φιλόσοφοι αποσπώνται από τις μυθικές διηγήσεις και προσπαθούν να δώσουν λογικές απαντήσεις με πρώτους τους Ίωνες φιλοσόφους. Έτσι ο Αναξίμανδρος δέχεται ως πρώτη αρχή των όντων το άπειρο, ο Αναξιμένης τον αέρα, ο Ηράκλειτος το «αείζωον πύρ». Ο Εμπεδοκλής διδάσκει ότι από το μηδέν τίποτε δεν μπορεί να προέλθει και τίποτε δεν μπορεί να επιστρέψει στο μηδέν. Οι Λεύκιπος και Δημόκριτος εισάγουν την αρχή των ατόμων και του κενού. Ο Πλάτων διατυπώνει τη θεωρία των προτύπων, κατά την οποία ο ορατός κόσμος έγινε με βάση κάποιο πρότυπο. Υπάρχουν δύο πρότυπα: το ένα είναι αγέννητο, αμετάβλητο και αιώνιο Και το άλλο «γιγνόμενον και απολλύμενον, όντως ουδέποτε όν». Ο δημιουργός του κόσμου είναι αγαθός, γιατί και ο κόσμος που δημιουργεί είναι καλός. Δεν έχει όμως ελεύθερη βούληση, γιατί είναι αναγκασμένος να ρυθμίζει και να τακτοποιεί την ορατή κτίση σύμφωνα με τις αιώνιες ιδέες, τα πρότυπα. Χαρακτηρίζεται ως «ποιητής» και «πατήρ» και δεν είναι προσιτός σε όλους. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε στενή σχέση τόσο με το δημιουργό όσο και με τον κόσμο, γιατί έχουν στοιχεία και από τα δύο…
Ο Αριστοτέλης δέχεται ότι ο κόσμος είναι αυθύπαρκτος, αυτόματος, αιώνιος και τυχαίος. Ο θεός είναι το «πρώτον κινούν ακίνητον» όχι όμως δημιουργός. Ο κόσμος κινείται και κατευθύνεται προς αυτόν χωρίς εκείνος να ενεργεί και να επιδρά στον κόσμο. Ο Επίκουρος διατυπώνει την αρχή ότι από το τίποτα δεν γίνεται τίποτα και ότι τα φυσικά φαινόμενα δεν γίνονται με την επίβλεψη κάποιου θεού. Οι θεοί υπάρχουν, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Η φιλοσοφία που κυριάρχησε πιο πολύ και είχε ευρύτατη απήχηση, γιατί ήταν κατανοητή, ήταν η Στωϊκή. Ο κόσμος για τους Στωϊκούς είναι «λογικόν και έμψυχον ζώον» και συνεπώς θεός και μάλιστα ένας ορατός θεός. Υπάρχει μόνο μια ουσία, ο θεός, ο οποίος ταυτίζεται με τον κόσμο (πανθεϊσμός).Οι Στωϊκοί τοποθετούν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση μέσα στη γενική αρμονία και την τάξη του σύμπαντος. Θαυμάζουν τα ουράνια σώματα, γιατί τα θεωρούν πρότυπα ηρεμίας. Τα τιμούν ως θεότητες και καλούν τους ανθρώπους να τα μιμηθούν.
Η σχέση του ανθρώπου με την κτίση είναι μια γενική πραγματικότητα και πηγάζει από την αναγκαστική συνύπαρξη και αλληλοεπίδρασή τους. Είναι δηλαδή πολύ στενή και στηρίζεται στην αρχή της γενικής τάξης και αρμονίας του σύμπαντος, στο οποίο είναι και ο άνθρωπος ενταγμένος. Η λέξη «κόσμος» χαρακτηρίζει τη σχέση αυτή. Είναι η μόνη λέξη, η οποία σημαίνει το ίδιο το σύμπαν σαν ύπαρξη και σαν λειτουργία. Σημαίνει την ωραιότητα, την τάξη, την ομορφιά, την αρμονία κλπ. Είναι το ωραιότερο και επιτυχέστερο δημιούργημα του ελληνικού λεξιλογίου…
Εκτός από τη θεωρητική διατύπωση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση, υπάρχει και η καθημερινή πρακτική, στα κατώτερα κυρίως κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με αυτην η φύση ειδωλοποιείται και μυθοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη φύση με φόβο και προσπαθεί με μαγικές ενέργειες ή με τη θεοποίηση διαφόρων στοιχείων να την αντιμετωπίσει. Είναι μια θέση, η οποία είναι πολύ συχνή και στους ανατολικούς λαούς.
*
Η μυθοποίηση και η ειδωλοποίηση της φύσης είναι ένα από τα σημεία, στα οποία αντέδρασαν έντονα η Π. και η Κ. Δ. και στη συνέχεια ολόκληρος ο χριστιανισμός με τους πατέρες της Εκκλησίας. Στη βασική ελληνική φιλοσοφική αντίληψη ότι από το τίποτα δεν γίνεται τίποτα ή ότι ο κόσμος είναι αυθύπαρκτος, αιώνιος και τυχαίος αντιτάχτηκε η βιβλική διδασκαλία ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν.
Στην Π.Δ. και σε όλες τις χρονικές περιόδους της κυριαρχεί η άποψη ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και δημιουργήθηκε από το μηδέν. Στο βιβλίο της Γενέσεως υπάρχουν δύο διηγήσεις, στις οποίες τονίζεται καθαρά η στενή σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Αυτές, κατά τους υπολογισμούς των ερευνητών, απέχουν μεταξύ τους 500 χρόνια. Η πρώτη διήγηση Γεν 1,1-2,4α τοποθετείται χρονικά μετά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία (5ος π.Χ. αιώνας). Είναι η λεγόμενη ιερατική διήγηση ή διήγηση του ιερατικού κώδικα ( Ρ ). Το χαρακτηριστικό της είναι τα μυθικά γλωσσικά σχήματα, η μεγαλοπρέπεια του ύφους και το καθαρό ιουδαϊκό χρώμα, όπως αυτό φαίνεται με τις εφτά ημέρες τις δημιουργίας, την ανάπαυση του Θεού κατά την έβδομη ημέρα, την ευλογία κλπ.
Η δεύτερη διήγηση είναι η Γεν 2,4β-25. Είναι η λεγόμενη γιαχβική διήγηση ( J ) και τοποθετείται χρονικά στα χρόνια του Σολομώντα ( 900 π.Χ.). Κατά την πρώτη διήγηση, ο Θεός πρώτα δημιούργησε τον κόσμο και τελευταίο τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», στον οποίον έδωσε το προνόμιο να είναι κυρίαρχος «των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών και πάσης της γης και πάντων των ερπετών των ερπόντων επί της γης» (1,26.30). Επίσης για χάρη του ανθρώπου «εξανέτειλεν εκ της γης πάν ξύλον ωραίον εις όρασιν και καλόν εις βρώσιν». Δηλαδή η φύση υπηρετεί τον άνθρωπο με δύο τρόπους: α) τον τρέφει και β) ικανοποιεί την όρασή του, ενεργοποιεί τη σκέψη του και τον οδηγεί στη διερεύνηση και την αξιολόγηση του μεγαλείου της δημιουργίας και της παντοδυναμίας του δημιουργού της.
Η δεύτερη διήγηση ασχολείται πιο πολύ με τη δημιουργία του ανθρώπου, τον οποίο ο Θεός τοποθέτησε στον «παράδεισο» «εν Εδέμ κατ’ ανατολάς». Στην ίδια διήγηση τονίζεται και η υποχρέωση του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό του περιβάλλον. Διατυπώνεται ως εξής: «και έλαβεν ο Θεός τον άνθρωπον, όν έπλασεν, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν» (2,15). Με την τελευταία φράση «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» τονίζονται συνοπτικά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον, στο οποίο ζει. Αυτά είναι η εκμετάλλευσή του και η προστασία.
Εξαίρεται και στις δυο διηγήσεις η πλεονεκτική θέση του ανθρώπου στη φύση. Ο Θεός τον κατέστησε κυρίαρχο όλης της κτίσης και κυρίως του ζωϊκού κόσμου. Ο Θεός «έπλασεν πάντα τα θηρία.. και πάντα τα πετεινά του ουρανού και ήγαγεν αυτά προς τον Αδάμ ιδείν τι καλέσει αυτά και παν ο εάν εκάλεσεν Αδάμ … τούτο όνομα αυτού» (Γεν 2,19). Η ονοματοδοσία είναι μια πράξη, η οποία στην Π.Δ. σημαίνει κυριαρχία. Αυτό φαίνεται και από την πρώτη διήγηση της δημιουργίας,, όπου ο Θεός δίνει κάποιο όνομα στα δημιουργήματά του, όπως π.χ. «… και εκάλεσεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος νύχτα» (Γεν 1,5), « και εκάλεσεν ο Θεςός το στερέωμα ουρανόν…»(Γεν 1,8) κ.ά. Η έννοια της κυριαρχίας του ανθρώπου στην κτίση όμως δεν είναι απεριόριστη. Εμπερικλείεται στα πλαίσια της ικανότητάς του να την εκμεταλλεύεται και στην υποχρέωσή του να την προστατεύει, δηλαδή στο «εργάζεσθαι και φυλάσσειν». Έτσι, οποιαδήποτε προσφορά του ανθρώπου προς την κτίση είναι προσφορά στον εαυτό του και οποιαδήποτε συμπεριφορά προς αυτήν αντανακλά στον ίδιο. Κτίση και άνθρωπος πλάστηκαν από τον Θεό να συνυπάρχουν αρμονικά.
Από τις δυο διηγήσεις του βιβλίου της Γενέσεως προκύπτουν δύο σημαντικά στοιχεία: α) ότι η κτίση χωρίς την παρουσία σ’ αυτή του ανθρώπου με τις αρμοδιότητες που του έδωσε ο Θεός θα ήταν ατελής και χωρίς σκοπό και β) ότι η ζωή του ανθρώπου, η πνευματική του τελείωση και οι σχέσεις του με το δημιουργό του εξαρτώνται από το περιβάλλον, στο οποίο ζει, και από τη συμπεριφορά του προς αυτό. Ο σκοπός του ή των συγγραφέων του βιβλίου είναι α) να εξάρει την παντοδυναμία και την απόλυτη κυριαρχία του Θεού στον κόσμο και β) την αναγκαιότητα να συναισθανθεί ο άνθρωπος ότι εξαρτάται από εκείνον. Η αναγνώριση του μεγαλείου του Θεού γίνεται μέσα από τη διαπίστωση του μεγαλείου της δημιουργίας.
Οι προφήτες της Π.Δ. βλέπουν το έργο της δημιουργίας σε σχέση με τον άνθρωπο και αυτόν μέσω της δημιουργίας σε σχέση με τον Θεό. Το τεράστιο αυτό έργο και την αρμονική του λειτουργία, κατά τους προφήτες, ο άνθρωπος τα βιώνει στην καθημερινή πραγματικότητα και στα επί μέρους κτίσματα Ο Θεός π.χ. δίνει τη βροχή (Ιερεμ.14,22) και επιτρέπει στον ήλιο να φωτίζει. Αυτός έκανε το φως και το σκοτάδι (Αμ. 4,13. Ησ. 45,7), τα άκρα της γής και τα άστρα και έβαλε τη σελήνη σε τροχιά (Ιερ. 38(31),36). Αυτός έπλασε τα ζώα (Ιερ.27,5) και έδωσε ζωή στους ανθρώπους (Ησ. 42,5) κλπ.
Η εξουσία του Θεού δεν είναι καταπιεστική για τον άνθρωπο, γιατί αγαπά τους ανθρώπους, όπως ο πατέρας τα παιδιά του. Είναι χαρακτηριστικά το λογια του προφήτη Μαλαχία, ο οποίος λέγει: «ουχί εις Θεός έκτισεν ημάς, ουχί εις πατήρ πάντων ημών;». Η ιδιότητα του δημιουργού και του πατέρα είναι ταυτόσημες για τους προφήτες και αποτελούν βασική πεποίθηση του λαού Ισραήλ. Ο Θεός επεμβαίνει στη δημιουργία και μεταβάλλει τη λειτουργία της, όταν χρειάζεται να προστατέψει το λαό του, όπως συνέβη π.χ. με το πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας. Αυτά εμπεδώνουν την πεποίθηση στους Ισραηλίτες ότι ο Θεός τους είναι ένας και μοναδικός. Υπερέχει έναντι των άλλων θεών, οι οποίοι είναι θεοποιημένα είδωλα. Η πίστη αυτή γεννά τη βέβαιη ελπίδα ότι ο Θεός θα εκπληρώσει τις επαγγελίες του και θα οδηγήσει το λαό του στη λύτρωση και τη σωτηρία.
Η αποστολή της κτίσης, κατά τους προφήτες, είναι να μιλήσει στον άνθρωπο για τον παντοδύναμο δημιουργό της και με τον τρόπο αυτό να τον οδηγήσει κοντά του. Μέσα από την κτίση μιλάει επίσης και ο Θεός στον άνθρωπο με ποικίλους τρόπους, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Οι προφήτες ομιλούν με την αυθεντία του Θεού και αναφέρονται σε γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Καλύπτουν και τις τρεις χρονικές διαστάσεις, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η προσφιλή τους περιοχή όμως είναι το μέλλον, το οποίο βλέπουν αισιόδοξο, όπως και το μέλλον του ανθρώπου. Χαρακτηριστική είναι η προφητεία του Ησαϊα 11,6-10, κατά την οποία ο προφήτης οραματίζεται στη μεσσιανική εποχή μια ειρηνική και αρμονική συμβίωση του ζωϊκού κόσμου με τον άνθρωπο. Από αυτά προκύπτει ότι οι προφήτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μια αναταραχή τόσο στην ίδια τη φύση όσο και στη σχέση του ανθρώπου μαζί της. Προβλέπουν όμως ότι θα εξομαλυνθεί και θα αποκατασταθεί στο μέλλον και μάλιστα, όταν η γνώση του Θεού επάνω στη γη θα είναι πλήρης και καθολική (Ησ. 11,9).
Ιδιαίτερη ευαισθησία με τη δημιουργία παρουσιάζουν τα λεγόμενα ποιητικά βιβλία της Π.Δ. Σ’ αυτά πρωτοστατούν οι Ψαλμοί, επειδή αντανακλούν την πίστη του λαού Ισραήλ, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη λατρεία του Θεού. Ο ψαλμωδός βρίσκει συχνά την ευκαιρία και τις αφορμές να υμνήσει με την ποιητική του γλώσσα τον Θεό για το μεγαλειώδες έργο της δημιουργίας του κόσμου και για την ωραιότητα και την αρμονία που παρατηρεί στα δημιουργήματά του. Η θέα της φύσης τον γεμίζει με θαυμασμό, γιατί μέσα στην τελειότητά της βλέπει την αποκάλυψη του Θεού και διακρίνει τη δύναμη και τη σοφία του γι’ αυτό και αναφωνεί «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 103(104),24). Ακούει και βλέπει τα ίδια τα δημιουργήματα να διηγούνται «δόξαν Θεού» (Ψαλμ. 18(19), και «εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. 18(19),5). Ολόκληρη η δημιουργία υμνεί τον Θεό!
Πρέπει να σημειωθεί ότι η δύναμη και η σοφία του Θεού δεν εξαντλούνται και δεν περιορίζονται μόνο στην εμφάνιση της δημιουργίας, αλλά συνεχίζονται και μέσα σ’ αυτή, δηλαδή στη διατήρηση και τη λειτουργία της, στη φροντίδα και στη παρακολούθηση κάθε λεπτομέρειά της. Τα πάντα βρίσκονται κάτω από τη διαρκή πρόνοιά του σε όλη την ιστορική τους πορεία.
Στους ύμνους τους οι Ψαλμοί δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί το κέντρο και το σκοπό της δημιουργίας. Στον 8ο Ψαλμό π.χ. επαναλαμβάνονται σχεδόν οι θέσεις του βιβλίου της Γενέσεως για τη στενή σχέση ανθρώπου και κτίσης. Αναφέρεται ότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κυρίαρχο «επί τα έργα των χειρών του» και υπέταξε τα πάντα «υποκάτω των ποδών αυτού». Για τη σχέση αυτή απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σωστή συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον Θεό.
Στη σοφιολογική γραμματεία τονίζεται ξεκάθαρα ότι η ευσέβεια ή η αμαρτωλότητα του ανθρώπου αντανακλούν και στη φύση. Ο ευσεβής π.χ. ζει αρμονικά με το φυσικό του περιβάλλον και το αντιμετωπίζει ως βοηθό και σύμμαχο. Αντίθετα ο ασεβής συμπεριφέρεται αρνητικά και ενεργεί καταστρεπτικά (Σοφ Σολ.16,26. Σοφ. Σειράχ 39,27) κ.ά. Η λειτουργία της κτίσης προβάλλεται συχνά ως παράδειγμα για ανάλογη συμπεριφορά του ανθρώπου.
*
Οι θεολογικές θέσεις της Π.Δ. για τη φύση και τον άνθρωπο εκβάλλουν και διαποτίζουν και τους συγγραφείς της Κ.Δ. Η θέση ότι ο άνθρωπος πλάστηκε για να είναι κυρίαρχος της φύσης υπάρχει και στην Κ.Δ. με τη διαφορά ότι σ’ αυτή τονίζονται πιο πολύ οι υποχρεώσεις του απέναντί της. Η Κ.Δ. επεκτείνει τις θέσεις της Π.Δ. ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, τις εντάσσει στη δική της θεολογία και τις χρησιμοποιεί με το δικό της τρόπο και για το σκοπό που η ίδια έχει θέσει.
Η σταθερή και ενιαία αρχή της Π.Δ. ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και δημιουργήθηκε από το μηδέν υπάρχει και στην Κ.Δ. Την πληροφορία αυτή την χρησιμοποιεί κάτω από τις δικές της αφορμές και στα πλαίσια της πίστης στο Χριστό, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της θεολογίας της. Η κτίση και ο άνθρωπος αντιμετωπίζονται με την προοπτική της λυτρώσεως γι’ αυτό και η μεταξύ τους σχέση πρέπει να είναι αρμονική και προσανατολισμένη προς αυτή την κατεύθυνση. Το θέμα Θεός – άνθρωπος - κτίση έχει πιο έντονη την παρουσία του στην παύλεια θεολογία, όπου αναπτύσσεται σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάσταση του Χριστού η κατάσταση του κόσμου αλλάζει ριζικά. Άνθρωπος και κτίση τοποθετούνται σε μια νέα προοπτική και η αρχική σχέση Θεού – ανθρώπου – κτίσεως αποκτά καινούργιο περιεχόμενο και χαρακτήρα και γίνεται σχέση Χριστού – ανθρώπου – κτίσεως με τελική αναφορά τον Θεό πατέρα. Στην Κ.Δ. η σχέση του ανθρώπου με τη δημιουργία δεν μπορεί να εννοηθεί έξω από το γεγονός Χριστός. Η παρουσία του στον κόσμο έφερε το υπεριστορικό, το υπερκόσμιο και το άχρονο μέσα στην ιστορία, τον κόσμο και το χρόνο. Με την ενανθρώπιση ο κόσμος έρχεται σε άμεση επικοινωνία με τον Θεό και αναδημιουργείται «εν Χριστώ». Ο άνθρωπος αναγεννιέται και αποκτά την ικανότητα να αξιολογήσει σωστά τη δημιουργία, καθώς και τη σχέση του μαζί της, να κατανοήσει τον προορισμό του και να ανακαλύψει το δρόμο προς τη σωτηρία. Η σχέση όμως ανθρώπου και κτίσης με το Χριστό καθορίζεται και από ένα άλλο σημαντικό γεγονός, τη συμμετοχή του Χριστού στο έργο της δημιουργίας. Δηλαδή ο Χριστός είναι ο μεσίτης της δημιουργίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε δι’ αυτού αχρόνως και με την ενσάρκωση, πάλι δι’ αυτού αναδημιουργείται εν χρόνω. Η θεολογική αυτή θέση βρισκόταν στο κέντρο της πίστης της πρώτης Εκκλησίας και αποτέλεσε τον πυρήνα των πρώτων ομολογιών πίστεως. Σε ολοκληρωμένη διατύπωση βρίσκουμε την πίστη αυτή στο Α΄Κορ 8,6:
« Αλλ’ ημίν εις Θεός ο πατήρ
εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν,
και εις Κύριος Ιησούς Χριστός
δι’ ου τα πάντα και ημείς δι’ αυτού»
Το χωρίο θεωρείται ότι είναι μια πρωτοχριστιανική ομολογία πίστεως. Ο Απ. Παύλος προβάλλει τη θέση αυτή των χριστιανών, για να αντικρούσει την πίστη των ειδωλολατρών, οι οποίοι δέχονται ότι υπάρχουν, όπως λέγει, «πολλοί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί γης, ώσπερ εισιν θεοί πολλοί και κύριοι πολλοί». Για τους χριστιανούς υπάρχει ένας Θεός, ο οποίος είναι «ο Πατήρ» και όχι απλώς «πατήρ», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τους θεούς τους οι ειδωλολάτρες. Είναι «ο Πατήρ», γιατί αυτός είναι ο δημιουργός του κόσμου και των ανθρώπων. Κοντά στον Θεό υπάρχει και ένας Κύριος σε αντίθεση με τους πολλούς «κυρίους» της ελληνιστικής εποχής, που συνήθως ήταν οι αυτοκράτορες. Ο ένας «Κύριος» είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «Κύριος» όχι γιατί εξουσιάζει, καταπιέζει και εκμηδενίζει την ανθρώπινη αξία, όπως οι «κύριοι» των ειδωλολατρών, αλλά κυρίως γιατί είναι ο μεσίτης της δημιουργίας και γιατί ενσαρκώθηκε και θυσιάστηκε για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Το πρόσωπο του Χριστού εδώ συνδέεται με δύο θεμελιώδη γεγονότα, τη δημιουργία και την αναδημιουργία.
Η σχέση ανθρώπου και δημιουργίας με τη νέα «εν Χριστώ» κατάσταση αποκτά σωτηριολογικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος δεν παύει να είναι και τώρα ο κυρίαρχος της κτίσης, αλλά πάντοτε στα πλαίσια της προοπτικής της απολύτρωσης και της τελικής σωτηρίας. Στην ομολογία τονίζεται η ενότητα ανθρώπου και κτίσης από τη δημιουργία ως τη σωτηρία.
Η ίδια πίστη της πρώτης Εκκλησίας για το πρόσωπο του Χριστού και τη σχέση του με την κτίση υπάρχει και στον ακόλουθο ύμνο της προς Κολοσσαείς επιστολής:
«ος εστιν εικών του Θεού του αοράτου,
πρωτότοκος πάσης κτίσεως
ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα
εν τοις ουρανοίς και επί της γης
τα ορατά και τα αόρατα.
……………………………
τα πάντα δι΄αυτού και εις αυτόν έκτισται
και αυτός εστιν προ πάντων
και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκεν
και αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας
Ιδιαίτερη σημασία στον ύμνο αυτό έχει ο χαρακτηρισμός του Χριστού ως «πρωτοτόκου πάσης κτίσεως». Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος που δημιούργησε την κτίση αχρόνως και ο πρώτος που την αναδημιούργησε με την ενανθρώπισή του και την παρουσία μέσα σ’ αυτή. Τα στοιχεία αυτά προβάλλουν από τους εμπρόθετους όρους «εν αυτώ», «δι’αυτού» και «εις αυτόν». Το «εν αυτώ» δηλώνει την αρχική ιδέα και την αιτία της δημιουργίας, το «δι’ αυτού» τη συμμετοχή του Χριστού στο έργο της δημιουργίας ως συνδημιουργός και το «εις αυτόν» τον τελικό σκοπό και την τελική αναφορά που είναι η σωτηρία της δημιουργίας. Από όλα αυτά προκύπτει ότι η σχέση του Χριστού με την κτίση επεκτείνεται και προσδιορίζει και τη σχέση του ανθρώπου τόσο με τον Χριστό όσο και με την κτίση. Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα του Θεού, εντάσσεται μέσα σ’ αυτό το σχέδιο της θείας οικονομίας και σ’ αυτή τη διαδικασία γι’ αυτό και η σχέση του με την κτίση πρέπει να είναι αρμονική.
Ο ίδιος ο Ιησούς, όπως φαίνεται από διάφορα λόγια, τα οποία παρουσιάζουν οι ευαγγελιστές, αναφέρεται συχνά στο έργο της δημιουργίας και προβάλλει στους ανθρώπους το μεγαλείο και τη δόξα του Θεού που απεικονίζονται σ’ αυτή. Συχνά προτρέπει τον άνθρωπο να μιμείται την αρμονία και την τάξη του σύμπαντος, αλλά να μην εξαντλείται μόνο στις υλικές του διαστάσεις. Πρώτα πρέπει να ζητεί «την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού». Έχει την ελευθερία να χρησιμοποιεί την κτίση, όχι όμως και το δικαίωμα να την κακοποιεί, γιατί δεν είναι δικό του δημιούργημα, αφού δεν μπορεί να προσθέσει σ’ αυτή ούτε στον εαυτό του «μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν» (Ματθ 5,36).
Πολλές φορές ο άνθρωπος καταλογίζει στη φύση αρνητικές συμπεριφορές. Η φύση όμως λειτουργεί με τους δικούς της νόμους και δεν λειτουργεί εις βάρος του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος της χρησιμοποιεί αρνητικά και αποδίδει στη φύση αρνητικούς χαρακτηρισμούς προβάλλοντας δικές του διαθέσεις, καταστάσεις και ενοχές. Οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί φανερώνουν τη διαταραχή που υπάρχει στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, για την οποία υπεύθυνος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Στην προς Τίτον επιστολή αναφέρεται ότι «πάντα καθαρά τοις καθαροίς τοις δε μεμιασμένοις και απίστοις ουδέν καθαρόν, αλλά μεμίανται αυτών και ο νους και η συνείδηση» (1,15). Το ίδιο περίπου επαναλαμβάνει και ο Χρυσόστομος, όταν λέγει ότι «ο ψυχήν έχων ρυπαράν τα πάντα ρυποί» (P.G. 62,680).
Από όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι ο άνθρωπος και η φύση δημιουργήθηκαν για να συνυπάρχουν αρμονικά. Έχουν και οι δύο τα ίδια δικαιώματα. Ο άνθρωπος όμως έχει επί πλέον και την υποχρέωση να προστατεύει τη φύση, γιατί, εκτός του ότι εξαρτάται βιολογικά από εκείνη, τον ακολουθεί σε όλη τη μεταμορφωτική του και περιμένει και η φύση μαζί του την εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού και την πραγμάτωση του σκοπού, για τον οποίο δημιουργήθηκαν. Αυτό αποτελεί πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία στηρίζεται στην Κ.Δ. και πιο πολύ στον Απ. Παύλο.
Στο 8ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής υπάρχει μια συστηματική διδασκαλία για τη θέση της φύσης στην «εν Χριστώ» αναδημιουργία. Ο Παύλος γράφει τα ακόλουθα: «η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως …..» (8,19-23). Δηλαδή όλη η κτίση περιμένει με λαχτάρα πότε θα φανερωθεί η δόξα των παιδιών του Θεού. Ξέρετε βέβαια ότι η κτίση υποτάχτηκε και αυτή στη φθορά όχι γιατί έφταιγε, αλλά έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα και αυτή ακόμη η κτίση πως θα απελευθερωθεί από την υποδούλωσή της στη φθορά και θα μετάσχει στην ελευθερία που θα απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού. Ξέρουμε καλά ότι ολόκληρη η φύση μέχρι τώρα στενάζει και κραυγάζει από πόνο… περιμένοντας τη λύτρωσή της». Το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από αυτά τα λόγια του Παύλου είναι ότι ο άνθρωπος είναι υπαίτιος και υπεύθυνος τόσο για τη δική του πτώση όσο και για τη φθορά της φύσης. Η δική του σωτηρία όμως θα φέρει και τη σωτηρία της κτίσης. Με την παρακοή του πρώτου ανθρώπου ολόκληρη η φύση υποτάχτηκε, παρά τη θέλησή της, στη φθορά και τις μάταιες επιδιώξεις του ανθρώπου, μία από αυτές είναι και η λατρεία της φύσης. Ο Παύλος διαμαρτύρεται εναντίον εκείνων που «εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα» (Ρωμ 1,25). Πρόκειται για την ειδωλοποίηση της φύσης από τον άνθρωπο, η οποία εκδηλώνεται με τη λατρεία είτε του συνόλου της κτίσης είτε μερικών μόνο στοιχείων. Από τη φράση του Παύλου «και αυτή η κτίσης ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» προκύπτει ότι ο άνθρωπος με την πτώση του συμπαρέσυρε και την κτίση. Αυτή όμως «υπετάγη τη ματαιότητι ουχ εκούσα». Με τη νέα πραγματικότητα όμως που δημιούργησε η παρουσία του Χριστού στον κόσμο, διατηρεί και η φύση την ελπίδα ότι κοντά στον άνθρωπο και μαζί με αυτόν θα απελευθερωθεί από τη φθορά και εκείνη.
Ένα άλλο σημαντικό θεολογικό στοιχείο της παύλειας θεολογίας είναι και η «εν Χριστώ» ανάπλαση του ανθρώπου. Ξεκινάει από την αγάπη που έδειξε στον άνθρωπο ο Χριστός, ο οποίος σταυρώθηκε και πέθανε «υπέρ πάντων» (Β΄Κορ 5,14). Η ανάσταση όμως που ακολούθησε, έδωσε τη δυνατότητα, ώστε «οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β΄Κορ 5,15). Αυτό για να γίνει πραγματικότητα προϋποθέτει την ένωση του ανθρώπου με τον Χριστό, την οποία ο Παύλος εκφράζει με την προσφιλή του φράση «εν Χριστώ».Το συμπέρασμα του είναι: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄Κορ 5,17). Ο χαρακτηρισμός όμως που θα ταίριαζε στον πιστό άνθρωπο είναι «καινόν κτίσμα». Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνο άτομο, είναι σύνολο, είναι εκκλησία. Επομένως κάθε ενέργειά του έχει συνέπειες και για την κτίση.
Η φύση είναι έργο της αγάπης του Θεού και μόνο με την αγάπη του ανθρώπου μπορεί να διατηρηθεί και να εκπληρώσει το σκοπό της. Η αγάπη αυτή είναι το μήνυμα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο και αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής ζωής. Δεν επιβάλλεται με νόμους αλλά βιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Μόνο μέσα στην Εκκλησία είναι δυνατή η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τον Θεό, το συνάνθρωπο και τη φύση.
Πηγή: http://www.monigiromeriou.gr/HMERIDA.zip
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου