27 Μαρ 2022

Ζωηφόρος Σταυρὸς καὶ θανατηφόρα ἁμαρτία

 

Ζωηφόρος Σταυρὸς καὶ θανατηφόρα ἁμαρτία

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

«Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός», ἀναφωνεῖ ὁ ὑμνωδὸς στὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, καὶ συνεχίζει: «…ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὁ τῶν πιστῶν στηριγμός, τῆς Ἐκκλησίας τὸ περιτείχισμα». Ζωηφόρο ἀποκαλεῖ τὸν Σταυρὸ ὁ ὑμνωδὸς καὶ δι’ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι χάρη στὸν καρπὸ τοῦ Σταυροῦ, στὴν γεύση δηλαδὴ τοῦ «ξύλου τῆς ζωῆς», τοῦ Χριστοῦ, γευτήκαμε ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων ὄχι τὴν πικρὰ γεύση τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν γλυκιὰ ἡδονὴ τῆς ζωῆς.

Ὁ Σταυρός, λοιπόν, μὲ τὴν ἄνοδο τοῦ Κυρίου πάνω Του, ἀνανοηματοδοτεῖται καὶ ἀπὸ σύμβολο θανάτου γίνεται σύμβολο τῆς ζωῆς, ἀπὸ σύμβολο ἐσχάτης ταπεινώσεως καὶ ἐξευτελισμοῦ γίνεται σύμβολο ἀνορθώσεως καὶ τιμῆς, ἀπὸ φονικὸ ὄργανο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς γίνεται ὄργανο σωτηρίας γιὰ τοὺς μετανοοῦντες, καὶ ἐν τέλει σύμβολο λυτρώσεως καὶ σωτηρίας.

Ἐμεῖς, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι φαίνεται ὅτι δὲν ἔχομε ἀντιληφθῆ τὸν σταυρὸ ὡς λυτρωτικὸ καὶ σωτήριο σύμβολο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀρνούμαστε πεισματικὰ νὰ τὸν σηκώσωμε. Προτιμᾶμε λοιπὸν νὰ γονατίζωμε ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας, παρὰ νὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ τὶς ἀποβάλλωμε. Προτιμᾶμε νὰ παραμένωμε ὑποδουλωμένοι στὰ πάθη μας, στὴν φιλαυτία, στὴν φιλοδοξία, στὴν φιληδονία καὶ στὰ συμπαρομαρτοῦντα, παρὰ νὰ κοπιάζωμε, γιὰ νὰ τὰ ἀποτινάξωμε ἀπὸ πάνω μας. Προτιμᾶμε νὰ ἀρρωσταίνουμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, ψυχικὲς καὶ σωματικές, παρὰ νὰ τὶς ἐξομολογούμαστε καὶ νὰ θεραπευώμαστε ὁριστικὰ ἀπὸ αὐτές. Προτιμᾶμε ἐπίσης, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὰ δεινά μας, νὰ ἐμπιστευώμαστε ἐπίγειους «σωτῆρες», ποὺ μᾶς ζητᾶνε μάλιστα νὰ θυσιάζωμε ὅλα τὰ ἀγαθά μας καὶ τὶς ἐλευθερίες μας, παρὰ νὰ ἐμπιστευτοῦμε τὸν οὐράνιο Σωτῆρα μας, ποὺ θυσιάστηκε ὁ ἴδιος γιὰ μᾶς, χωρὶς νὰ ζητήσῃ τὴν δική μας ὑποχρεωτικὴ θυσία.

Καὶ ἐὰν ζητάῃ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, δὲν ἐκβιάζει τὸ θέλημά μας, διότι Ἐκεῖνος μᾶς ἔπλασε αὐτόβουλους καὶ αὐτεξούσιους. Ζητάει νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, ὄχι γιὰ νὰ αὐξήσῃ τους ὀπαδούς Του, διότι πολὺ ἁπλᾶ ἡ ἐξουσία Του δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἁπλώνεται σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, γιὰ νὰ μᾶς κατεξουσιάσῃ, ὅπως οἱ ἐπίγειοι ἄρχοντες, ἐφ’ ὅσον Ἐκεῖνος «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι».

Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μεγάλη Του διαφορὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐπίδοξους σωτῆρες. Ἐκεῖνοι, ὑποσχόμενοι τὴν σωτηρία μας ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου τούτου, γιὰ νὰ μᾶς δελεάσουν, στὴν ἀρχὴ μᾶς σκορπίζουν ἁπλόχερα πλούτη, δόξες καὶ ἀπολαύσεις, καὶ μόλις μᾶς δένουν στὰ δίκτυα τους, μᾶς τὰ ἁρπάζουν πάλι, ἀποσπῶντας καὶ τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία μας, ἤ, γιὰ νὰ συνεχίσουν νὰ μᾶς τὰ παραχωροῦν, ἀπαιτοῦν ὅλο καὶ μεγαλύτερες καὶ περισσότερο δυσβάστακτες θυσίες. Καὶ ὅταν πετύχουν πλήρως τὸν στόχο τους καὶ δὲν μᾶς ἔχουν πλέον ἀνάγκη, τότε μᾶς πετοῦν κι ἐμᾶς, κατὰ τὸ λαϊκό: «ὁ διάβολος δὲν ἀγαπάει οὔτε τὰ παιδιά του».

Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁ Χριστός μας, ἐπαγγέλλεται τὴν σωτηρία μας ὄχι ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ κόσμου τούτου ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πάθη μας, καὶ μᾶς τὴν χαρίζει ἁπλόχερα, θυσιαζόμενος ὁ ἴδιος πρῶτα γιὰ μᾶς. Γι’ αὐτὸ θέτει ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν δική μας σωτηρία τὴν θυσία τῶν παθῶν μας. Καὶ ἐπειδὴ ξέρει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο, προσφέρεται νὰ μᾶς τείνῃ χεῖρα βοηθείας, νὰ γίνῃ ὁ Κυρηναῖος μας, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ συγκατατεθοῦμε στὴν βοήθειά Του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτό, χρειάζεται νὰ πιστέψωμε ὅτι Αὐτός, ὁ Χριστός, εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».

Ἐὰν πιστέψωμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, τότε καλούμαστε νὰ ἀκολουθήσωμε καὶ τὴν προτροπή Του, νὰ ἀγωνιστοῦμε δηλαδὴ νὰ εἰσέλθωμε «διὰ τῆς στενῆς πύλης», καὶ ἀκόμη νὰ εἴμαστε ὑποψιασμένοι ὅτι εἶναι «πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εὶς τὴν ἀπώλειαν», γι’ αὐτὸ καὶ «πολλοὶ οἱ εἰσερχόμενοι δι’ αὐτῆς». Ἀντιθέτως, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ ἀποφασισμένοι ὅτι «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», γι’ αὐτὸ «καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὐρίσκοντες αὐτήν».

Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὄχι μόνον δὲν μᾶς εἶπε ψέματα γιὰ τὸν δρόμο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς σωτηρίας, ὅτι εἶναι δύσβατος καὶ ἀνηφορικός, ἀλλὰ μᾶς προσέφερε καὶ τὰ κριτήρια, γιὰ νὰ ξεχωρίζωμε τοὺς γνήσιους προφῆτες τῆς σωτηρίας ἀπὸ τοὺς ψευδοπροφῆτες. Μᾶς προειδοποίησε ὅτι οἱ προβατόσχημοι ψευδοσωτῆρες ἀναγνωρίζονται «ἐκ τῶν σαπρῶν καρπῶν αὐτῶν» (Ματθ. ζ’, 13-20), ἐφιστῶντας μας ἔτσι τὴν προσοχή, ὥστε ὄχι μόνον νὰ τοὺς ἀποφεύγωμε ἀλλὰ καὶ νὰ βαδίζωμε στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας «διὰ ἀγαθῶν ἔργων».

Ἂς ἔχωμε λοιπὸν τὰ μάτια μας ἀνοικτά, ὥστε νὰ μὴν ἐξαπατώμεθα ἀπὸ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν πονηρῶν. Ἂς μὴν αὐταπατώμεθα! «Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς» εἶναι ὁ μόνος σωτήριος καὶ λυτρωτικός, ἐνῶ «ὁ δρόμος τῆς κακίας» καὶ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὀλέθριος καὶ θανατηφόρος. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Χαίροις ὁ ζωηφόρος Σταυρός, δι’ οὖ κατεπόθη τοῦ θανάτου ἡ δύναμις, καὶ ὑψώθημεν ἀπὸ γῆς πρὸς οὐράνια».

Ἐὰν θέλωμε ἑπομένως καὶ ἐμεῖς νὰ ὑψωθοῦμε πρὸς τὸν οὐρανό, γιὰ τὸν ὁποῖον πλαστήκαμε, ἂς παρακαλοῦμε τὸν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας καὶ Θεό μας, στὸ ἐναπομεῖναν στάδιο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ μᾶς ἐνδυναμώνῃ νὰ σταυρώνωμε τὰ προσωπικά μας πάθη καὶ νὰ ἀποδιώχνωμε τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὥστε νὰ μπορέσωμε νὰ ζήσωμε στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἴθε νὰ ἀποτελέσῃ φέτος καὶ τὴν προσωπικὴ καὶ ἐπὶ τέλους, διὰ πρεσβειῶν τοῦ Ἰδίου καὶ τῆς Παναγίας μητρός Του, καὶ τὴν καθολικὴ ἡμῶν ἀνάσταση. Κύριε, εὐδόκησον καὶ «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς ἐν τῇ δυνάμει Σου!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου