Ὀρθοδοξία:
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων
Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
1ον
Ὁ χορὸς τῶν
Πατέρων
Μὲ πολλὴ σοφία καὶ σύνεση οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καθόρισαν τὸν ἑορταστικὸ κύκλο τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Ἔχει δὲ ξεχωριστὴ καὶ ἰδιάζουσα σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι συχνὰ ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴν παρουσία καὶ προσφορὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφιερώνοντας στὴ μνήμη τους μερικὲς Κυριακὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ἰδιαίτερη σημασία ἀποδίδει στὸν ἑορτασμὸ τῆς
μνήμης τῶν 318 ἁγίων πατέρων ποὺ συγκρότησαν τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος
325 μ.Χ. στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ πρώτου χριστιανοῦ ἡγεμόνα,
τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Ἡ Σύνοδος αὐτή, ὡς γνωστόν, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀναίρεση
καὶ καταδίκη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ ἱερωμένου Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἀρνοῦνταν
τὴν θεότητα τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ,
ἀποκαλώντας τον ὡς «κτίσμα τοῦ πατρός», καὶ συνεπῶς «ἦν καιρὸς ὅτε οὐκ ἦν, καὶ
οὐκ ἦ πρὶν ἂν γένηται». Ἡ ἀπόφαση αὐτῆς τῆς συνόδου μὲ περιεκτικὸ λόγο συνόψισε
τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ διατυπώθηκε στὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς
πίστεως (πιστεύω), καὶ συμπληρώθηκε μὲ τὰ ὑπόλοιπα πέντε ἄρθρα μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς
Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅλων τῶν συνόδων, ποὺ
μνημονεύονται σὲ διάφορες Κυριακὲς τοῦ ἔτους, ἀγωνίστηκαν «ἕως θανάτου» μαρτυρικοῦ,
γιὰ νὰ προστατεύσουν τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος. Ἡ ἑκάστοτε τέλεση τῆς μνήμης τους ὑπενθυμίζει τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς
ἀγῶνες, πολέμους, ποὺ ἔδωσαν σὲ ταραγμένες γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἐποχές. Ἡ ἐπίμονη ἀγωνιστικότητά
τους ἐπιβραβεύονταν ἀπὸ τὴν πανσθενουργὸ θεία χάρη καὶ κατέληγε πάντοτε σὲ «ἔγερση
τῆς πίστεως».
Οἱ νικηφόροι αὐτοὶ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀποτελοῦν
ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ διαβεβαίωση ὅτι: «καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσι» τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ διαδρομὴ τῶν αἰώνων πλῆθος αἱρέσεων καὶ ἄλλων ἐχθρῶν (ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν) ἤγειραν
πολέμους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τὴν ἐξαντλήσουν καὶ ἐξαφανίσουν. Ὅλοι
ὅμως οἱ παντοιοτρόπως «πολεμήσαντες ἀπώλοντο». Ἡ δὲ Ἐκκλησία «ὑπὲρ τὸν ἥλιον
λάμπει».
Ἀγωνιστικὴ
πορεία
Οἱ γιορτὲς τῶν ἁγίων Πατέρων ἀποδεικνύουν
πὼς ἡ Ἐκκλησία πέρασε πιὸ δύσκολες στιγμὲς ἀπ’ τὶς πολύμορφες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζει
σήμερα. Εἰς πεῖσμα τῶν ἑκάστοτε πολεμίων της ἔμεινε σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητα ἑδραιωμένη
πάνω στὴ ἀσάλευτη πέτρα τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ παράδοσης. Γι’ αὐτὸ σ’ ὅλους
τοὺς ἀγῶνες της ἔβγαινε πιὸ λαμπρὴ καὶ φωτεινή. Τὰ κάστρα ποὺ ὕψωναν γύρω της οἱ
σεπτοὶ πατέρες πολλαπλασιάζονταν καὶ γίνονταν ἰσχυρότερα. Οἱ θησαυροὶ τῆς ὀρθοδοξίας
ἀσφαλίζονταν καλύτερα ἀπ’ τοὺς κλέπτες καὶ λῃστὲς τῶν αἱρέσεων.
Μὲ τοὺς ἀγῶνες τῶν πολύπειρων πολεμιστῶν τῶν ἱερῶν
ἀγώνων, οἱ Πατέρες ἀπαντοῦσαν στοὺς νοθευτὲς τῆς ἀλήθειας, τοὺς αἱρετικούς, μὲ
τὴν ὁμοφωνία τῶν συνοδικῶν ὅρων, κανόνων καὶ ἀποφάσεων. Σὲ ὅλα αὐτὰ
περικλείεται ἡ ὀρθοδοξία καὶ ἡ ὀρθοπραξία, δηλαδὴ ὁ ὀρθὸς τρόπος χριστιανικῆς
ζωῆς καὶ ἡ ὀρθὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Μ’ αὐτὲς τὶς κανονικὲς καὶ δογματικὲς ἀποφάσεις
τῶν Συνόδων, οἱ Θεοκίνητοι Πατέρες ἑρμηνεύουν αὐθεντικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ
θεμελιώνουν μὲ τὸν βίο καὶ τὴ διδαχή τους τὴν παράδοση τῆς ὀρθοδοξίας.
Αὐτὴ ἡ παράδοση εἶναι ὁ ὡραιότερος καὶ ἀσφαλέστερος
ἑρμηνευτὴς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, σφικτὰ ἑνωμένη μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ
συμφωνία αὐτὴ τῶν ἁγίων πατέρων φανερώνει τὴν ἑνότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ
ὁποία εἶναι καρπὸς τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ τῆς θείας χάριτος.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δόγματος
καὶ τὴ ἁγία ζωὴ τους ἀξιώθηκαν τῶν ἐπιλάμψεων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ
τοὺς «ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξε», φωτίζοντάς τους νὰ ἑρμηνεύσουν καὶ νὰ
διδάξουν ὀρθὰ τὸ λόγο καὶ τὴ ζωή. Νὰ γιατί ἡ ἁγία ὀρθοδοξία ὀνομάζεται «Ἐκκλησία
τῶν ἁγίων πατέρων». Ὁ ἀείμνηστος π. Θεόκλητος Διονυσιάτης διευκρινίζει σχετικὰ
πώς: «Τὴν ὑπερφυᾶ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν
μάθαμε διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων. Τὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος τοῦ
Χριστοῦ, οἱ Πατέρες τὴν ἔδωσαν στὸν κόσμο. Τί θὰ ἦταν ἡ Ἐκκλησία χωρὶς τὰ
πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, τοὺς Θεηγόρους αὐτοὺς ὁπλίτες τῆς παρατάξεως
Κυρίου», τὰ ὄργανα αὐτὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος;
Οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοί
Πατέρες εἶναι οἱ ὀξυδερκεῖς ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας,
οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοί, οἱ φυσικοὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ εὐαγγελίου, ὡς θεωρίας καὶ
πράξεως. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στηρίζεται στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ παράδοση,
δηλαδὴ στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο καὶ στοὺς ἁγίους Πατέρες. Ὁ ἀγώνας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας
ἀποβλέπει νὰ φθάσουν στὴν θεία ἀλήθεια, τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ
τὴν ἐπιτυχία τοῦ στόχου αὐτοῦ ἀπαιτεῖται ὁ ἔμπειρος ὁδηγός. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει
τὸ νοῦ καὶ θολώνει τὴν πνευματικὴ ὅραση. Ἀπουσιάζει ἡ κατάλληλη ἐμπειρία ἀσφαλοῦς
πορείας. Οἱ κίνδυνοι πολλοί, οἱ παγίδες ποὺ στήνει στὴν πορεία ὁ ἀρχέκακος καὶ
μισόκαλος ἐχθρὸς ἀμέτρητες. Γι’ αὐτὸ χρειάζονται πεπειραμένοι ὁδηγοί.
Τέτοιοι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλοι παρὰ μόνο ἡ
χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ὀρθοδοξίας. Αὐτοὶ εἶναι οἱ φωτεινότεροι
ὁδηγοὶ τῶν ἀνθρώπων στὸ δρόμο τῆς προσωπικῆς τους σωτηρίας. Ἔξω καὶ πέρα ἀπ’ τὸ
λόγο καὶ τὴν βιοτή τους ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος καὶ κρύβεται ἡ παγίδα τῶν αἱρέσεων.
Στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐαγγέλιο καὶ παράδοση εἶναι ἀναπόσπαστα ἑνωμένα. Τὸ Εὐαγγέλιο
δὲν θὰ ὑπῆρχε ἂν δὲν τὸ διέσῳζε ἡ παράδοση καὶ δὲν τὸ ἑρμήνευαν αὐθεντικὰ
οἱ πνευματέμφοροι Πατέρες. Οὔτε οἱ ἅγιοι νοοῦνται χωρὶς τὴν θεωρία τοῦ εὐαγγελίου.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἡ πράξη τοῦ εὐαγγελίου. Αὐτὴ τὴν πράξη μᾶς δείχνει
ἡ ὀρθὴ διδασκαλία , ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι καρπὸς ἁγίας ζωῆς, τῆς ὀρθοπραξίας,
καὶ ἑνώνει διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς σωτηρίας τὴ ζωὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὄνομα
τῆς Ἐκκλησίας, λέει ὁ Χρυσόστομος δὲν εἶναι ὄνομα χωρισμοῦ, ἀλλὰ «ἑνώσεως καὶ
συμφωνίας».
Ἂν ἡ θεολογία τῶν Πατέρων ἦταν ἁπλὴ γνώση
θρησκευτικῶν θεμάτων, χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη συνέπεια-ἁγιότητα ζωῆς, τότε αὐτὴ ἡ
θεολογικὴ γνώση δὲν θὰ διέφερε ἀπ’ τὶς «εὐσεβεῖς φλυαρίες» τῶν αἱρετικῶν.
Γιατί, ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι πολλοὶ αἱρετικοὶ ἦταν δεινοὶ στὴ μόρφωση καὶ τὴ γνώση.
Ἡ ἔλλειψη ὅμως ἁγιότητας ζωῆς καὶ ταπείνωσης νὰ παραδεχθοῦν ὅτι πλανῶνται, τοὺς
ὁδήγησε σὲ σατανικὲς αἱρέσεις. Ἔτσι στερημένοι τῆς θείας χάριτος καὶ τοῦ ἄνωθεν
φωτισμοῦ παρασύρθηκαν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ δὲ τὸν ἅγιο Κυπριανὸ
«ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία».(extra ecclesiam nula salus).
Βγαίνοντας κάποιος ἀπ’ τὴν κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὡς νὰ παραδίδεται στὴν ἐξουσία
τοῦ σατανᾶ.
Ὁ μέγας ἅγιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Φώτιος εἶναι κατηγορηματικός: «Οἱ γὰρ τῶν ἐκκλησιῶν ἐξωθούμενοι, ἔξω της θείας
κηδεμονίας γινόμενοι, ὑπὸ τὴν βουλὴν καὶ δυναστείαν πίπτουσι τοῦ σατανᾶ».
Ὁ αἱρετικὸς νοθεύοντας τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀποκόπτεται
ἀπ’ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλει νὰ ξεχωρίζει, νὰ διαφέρει ἀπ’ τοὺς ἄλλους, ἑκουσίως,
τίθεται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς πίστεως, αὐτὸ-ἀφορίζεται. Ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία, γιὰ
νὰ προστατεύσει τὰ μέλη της ἀπ’ τὸν κίνδυνο τῆς πλάνης ἐπισημοποιεῖ αὐτὴ τὴν ἑκούσια
ἀποκοπή, ἀφορίζει, τὸν πλανεμένο στερώντας του τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τῶν
μυστηρίων, καὶ ὄχι μόνο.
Τὸν κίνδυνο ἔκπτωσης σὲ αἵρεση ἀντιμετωπίζει ὅποιος
δικαιολογώντας τὴν φυγή του ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία ἐπιχειρεῖ νὰ ἐνοχοποιήσει τοὺς
λειτουργούς της. Μὲ πρόσχημα ἀνθρώπινα λάθη, δῆθεν σκανδαλίζονται καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιλέγουν
«ἀνεξάρτητη θρησκευτικὴ ζωὴ» ἔξω ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία, γενόμενοι πρόξενοι χαρᾶς στὸν
προαιώνιο ἐχθρὸ τῆς σωτηρίας, τὸν σατανᾶ.
Οἱ λειτουργοὶ
τοῦ Ὑψίστου
Ἡ «ὁρατὴ κεφαλὴ» κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ
ἐπίσκοπος, ὁ ἀρχιερέας, ὁ συνεχιστὴς τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, «ἱστάμενος
εἰς τόπον καὶ εἰς τύπον Χριστοῦ». Ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες τελοῦνται ἀπ’ τοὺς ἱερεῖς
ἐξ’ ὀνόματος τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τὴν βάση ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
σώματος. Ἄρνηση τοῦ ἐπισκόπου, σημαίνει ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἄμεσο κίνδυνο ἔκπτωσης
σὲ αἵρεση. Ἀφοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο «ὅπου ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία», καὶ
ἀκόμα «ὁ δίχα γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τί ποιῶν, διάβολός ἐστιν». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε
σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία οἱ πιστοί, μὲ τὸν ἱερέα εὔχονται: «ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου..»,
καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ τὸν χαρίζει «τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ
μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» Του. Ἀπ’ αὐτὸν
κρέμονται οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν. Τὸ δικό του παράδειγμα περιμένουν νὰ φωτισθοῦν ὅσοι
σταματοῦν στοὺς ἀνθρώπους, καὶ δὲν ἀνηφορίζουν ψηλότερα στὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ
ζωή.
Ὀρθοδοξία: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων – 2ον
2ον
Ὁλόκληρη ἡ ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα τοῦ ἱεροῦ
κλήρου ξεδιπλώνεται στὶς δεήσεις τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἐπίσκοπο,
τοὺς πρεσβυτέρους, ἱερομόναχους, ἱεροδιακόνους, μοναχοὺς κ.λ.π. Δηλαδὴ σὲ
ὅλους ὅσους ἡ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὀνομάζει, προσφωνεῖ ὡς
«Πατέρες», μὲ τὴν πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ διάσταση τοῦ ὅρου.
Ἀσφαλῶς καὶ στὸν ἁγιασμένο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν
καὶ περιπτώσεις λειτουργῶν μὲ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες καὶ πάθη. Εἶναι ἐκεῖνοι
γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἐφέσου, λέγοντας: «καὶ ἐξ ὑμῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα…»
(Πράξ. κ, 30) καὶ πράττουν ἀναλόγως. Ἡ ὑπέρβαση αὐτοῦ τοῦ σκανδαλισμοῦ δὲν
γίνεται ἔξω ἀπ’ τὴν παράδοση καὶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος
σὲ ὅσους ἔχουν ἐλαττωμένη ἐμπιστοσύνη πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέλουν
νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ τὴν εὐλογημένη μάνδρα της προτρέπει: «Μένε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν,
καὶ οὐ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγῃς ἀπὸ Ἐκκλησίας, οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία.
Ἐὰν γὰρ ᾖς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται. Ἐὰν δὲ ἐξέλθῃς ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ. Ἀλλ’
οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν μικροψυχίαν. Ἐκκλησίας γὰρ οὐδὲν
ἴσον».
Ἀνάγκη ὁδηγοῦ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας στηρίζεται πάνω στὴν Ἁγία
Γραφὴ καὶ στὴν ἱερὰ παράδοση. Δηλαδὴ πηγὴ τροφοδοσίας καὶ ὁδηγὸς πορείας τῶν
μελῶν της εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὅλος
ὁ ἀγώνας τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει στὸ νὰ βιώσουν τὴ θεία ἀλήθεια,
ὡς μοναδικὸ μέσο καὶ τρόπο σωτηρίας. Αὐτὸς ὁ στόχος ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀδιάκοπη
καὶ ἐπίμονη προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῆς Κυριακῆς ἐντολῆς: «Γίγνεσθαι ἅγιοι, ὅτι
ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Αὐτὸ ὑπογραμμίζει ὁ Κορέσιος ποὺ λέει πὼς «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ
εἶναι οἱ κληθέντες ἅγιοι, ἡ συνάθροιση τῶν πιστῶν, τῶν κληθέντων εἰς ἁγιότητα».
Προκειμένου, ὅμως, νὰ εἶναι ἐπιτυχὴς ἡ
πνευματικὴ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα εἶναι ἀπόλυτος ἀνάγκη ὕπαρξης ἔμπειρου,
κατάλληλου ὁδηγοῦ. Κι’ αὐτὸ γιατί ὁ πόλεμος τῶν ἐναντίων δυνάμεων εἶναι
σκληρός, ὕπουλος καὶ ἐπίμονος. Ἐνῷ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀδύναμη, ἀνήμπορη νὰ ἀντεπεξέλθει
νικηφόρα στὶς μεθοδεῖες καὶ τὶς πλεκτάνες τοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου, ὁ ὁποῖος
«ὡς λέων ὠρυόμενος περιφέρεται ζητῶν τι νὰ καταπίη». Αὐτὸς λοιπόν, ὁ πολύτιμος ὁδηγὸς
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ὀρθοδοξίας.
Αὐτοί, καὶ μόνο, εἶναι οἱ φωτεινότεροι καὶ ἀσφαλέστεροι ὁδηγοὶ στὸν δύσβατο καὶ
ἀνηφορικὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Μακριὰ ἀπ’ αὐτούς, χωρὶς τὴν σωτήρια καθοδήγησή
τους ὑπάρχει ὁ μέγιστος κίνδυνος ἐμπλοκῆς στὰ πολύμορφα δίχτυα τῆς πλάνης τῶν αἱρέσεων.
Οἱ πάμπολλες δῆθεν «Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες» καὶ
διάφορες θρησκευτικὲς παραφυάδες μὲ τὶς ἀκρότητες τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀπέχουν «παρασάγγας πολλὰς» ἀπ’ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἁγιότητα
τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀδιάσπαστα ἑνωμένα Εὐαγγέλιο
καὶ Παράδοση.
Στὸν ἀγῶνα τους οἱ πιστοί, ὡς βοηθὸ καὶ ὁδηγὸ
ἔχουν τοὺς δικούς τους ἀνθρώπους, τοὺς «ἡμετέρους», κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο.
Κι’ αὐτοὶ εἶναι ἀσφαλῶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Προϊστάμενοι
«καλῶν ἔργων»
Οἱ ἅγιοι πατέρες στὴν ἀγωνιστικὴ διαδρομή τους
δὲν διακρίθηκαν ἁπλῶς «ὡς πεπιστευκότες τῷ Θεῷ», ἀλλὰ παράλληλα φρόντιζαν νὰ
«προΐστανται καλῶν ἔργων», τὰ ὁποῖα «ἐστι καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις»
(Τίτ, 3.8). Δηλαδὴ ἐκτὸς τοῦ ἔργου τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων πρωτοστατοῦσαν,
σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ δὲν «ἀνέμεναν τοὺς δεομένους πρὸς αὐτοὺς ἐλθεῖν».
(Θεοφύλακτος). Ἔτσι ἡ πίστις τους ἦταν ἐνεργὸς παραγωγὸς καρπῶν δικαιοσύνης. Δὲν
περίμεναν νὰ ἔλθη πρὸς αὐτοὺς ἡ εὐκαιρία ἀγαθοεργίας, ἀλλὰ ἐπιζητοῦσαν,
δημιουργοῦσαν αὐτοὶ τὶς εὐκαιρίες δράσεως, προσφορᾶς.
Ὁ σπόρος τοῦ Θείου λόγου ποὺ ἔπεσε στὸ χωράφι τῆς
ψυχῆς τους, ἀπέδωσε «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα». Ἀναπτύχθηκαν «ἐν ὑπομονῇ» σὲ
δένδρα καρποφόρα σὲ περιβάλλον καὶ συνθῆκες ἀντίξοες, κάποτε καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνες.
Ἔζησαν χωρὶς ἀνέσεις καὶ καλοπέραση, μὲ δοκιμασίες, θλίψεις , διωγμοὺς καὶ
μαρτύρια.
Καὶ σήμερα οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ
προϊστάμενοί μας, ὄχι βέβαια μὲ τὴν τρέχουσα κοσμικὴ ἔννοια τῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ ὡς
συνεχιστὲς τῆς ἀποστολικῆς παράδοσης καὶ ἐφαρμοστές τῆς σχετικῆς προτροπῆς:
«Μανθανέτωσαν καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι». Δὲν ἦσαν ἄνθρωποι
κενῶν λόγων, κατὰ τὰ συνήθη κοσμικὰ πρότυπα δημαγωγίας, ὑποσχέσεων, δημοκοπίας,
ἀερολογίας κ.ἄ. Ὑπῆρξαν διάσημοι ὁμιλητὲς καὶ ρήτορες, «τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ
Λόγου». Δὲν ἔμειναν μόνο στὸ λόγο. Ὁ λόγος τους μεταφραζόταν σὲ ἔργο, «καὶ ἦν ὁ
λόγος ἔργον εὐθύς». Ἀπ’ τὸν ἄμβωνα τῆς θεολογίας κατέβαιναν στὸν ἀγωνιστικὸ
στίβο τῆς κοινωνίας. Ἔδωσαν μάχες δύσκολες, ἐπίπονες. Στὸ τέλος ἀναδείχθηκαν
νικητὲς καὶ παρουσίασαν ἔργα λαμπρά. Σεβάστηκαν καὶ τήρησαν στὸ ἀκέραιο τὴν ἀπόφαση
τῶν Ἀποστόλων τῆς ἀρχικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Χωρὶς νὰ παραμελήσουν τὸ
κύριο ἔργο τοῦ κηρύγματος, τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐπιδόθηκαν μὲ ἰδιαίτερο
ζῆλο σὲ φιλανθρωπικὰ καὶ κοινωνικὰ ἔργα.
Σὲ ἐποχές, ποὺ ἡ κρατικὴ κοινωνικὴ πρόνοια ἦταν
ἀπὸ ἀνύπαρκτη ἕως ὑποτυπώδης, οἱ Πατέρες θεράπευαν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ τὶς
κοινωνικὲς ἀνθρωπιστικὲς ἀνάγκες τῶν «ἐλαχίστων ἀδελφῶν» τοῦ Χριστοῦ.
Δημιούργησαν, γιὰ τὴν ἐποχή τους, ἀξιοθαύμαστο κοινωνικὸ ἔργο μὲ τὶς ἀντίστοιχες
ὑποδομὲς σὲ θεραπευτήρια καὶ πάσης ἄλλης μορφῆς φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα.
Ἅγιοι Ἀγωνισταὶ
τῆς ἀληθείας
Θαυμαστότερα ὅμως ἀπ’ τὰ ὅποια καὶ ὅσα
φιλανθρωπικὰ καὶ ἐντυπωσιακὰ κοινωνικὰ ἔργα τῶν πατέρων ἀναδεικνύονται δύο ἄλλες
πλευρὲς τῶν παρουσίας τους στὸν Ἐκκλησιαστικὸ καὶ κοινωνικὸ χῶρο. Κι’ αὐτὲς εἶναι:
α) Ἡ ἁγία ζωή τους. Ὑπῆρξαν «τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ παραδείσου». Τὸ κυριότερο
χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ ἀπόλυτος
συμφωνία τῆς θεολογικῆς γλώσσας τους. Αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὶς σπουδὲς
καὶ τὶς γνώσεις τους, ἀλλὰ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ «φώτιζε τὴν καθαρή τους διάνοια,
γιὰ νὰ θεολογοῦν ὀρθά», ἀνταμείβοντας ἔτσι τὴν ἐνάρετη ἁγιασμένη ζωή τους. Αὐτὴ
«συμφωνία τῶν πατέρων» (consesus patrum) ξεπερνᾶ τὴν ἁμαρτωλὴ δύναμη τοῦ ἁμαρτωλοῦ
ἀνθρώπου. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλάμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς κεκαθαρμένες
ψυχές τους. Αὐτὴ δὲ ἡ θεία ἔλαμψη προϋποθέτει τὴν σωματικὴ καὶ πνευματικὴ
κάθαρση καὶ τὸν ἐξαγνισμό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ ἐμπνευστὴς τῆς διδασκαλίας τῶν
Πατέρων καὶ μοιράζει τὰ χαρίσματά του, ποὺ διαθλῶνται στὸ κάτοπτρο τοῦ ἁγίου
βίου τους πρὸς ἐμᾶς. Κι’ αὐτὸ ἑλκύει τὴ θεία χάρη καὶ ὠφελεῖ περισσότερο
τοὺς ἀνθρώπους ἀπ’ τὰ ὅποια καὶ ὅσα ὑλικὰ ἀγαθά.
β) Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναδείχθηκαν ἀκόμη γιὰ τοὺς ἀγῶνες τους ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας. Ὑπῆρξαν «Τῆς μυστικῆς Σιὼν οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι». Ὁ παγκάκιστος Διάβολος ἐπεχείρησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ ἁλώσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία νικοῦσε πάντοτε τοὺς πολεμίους της, ὅποιοι κι’ ἂν ἦταν αὐτοί, κ΄ ἔβγαινε ὕστερα ἀπὸ κάθε μάχη πιὸ λαμπρὴ καὶ πιὸ φωτεινὴ καὶ μὲ περισσότερα κάστρα γύρω της , ποὺ οἱ Πατέρες ἔκτιζαν, γιὰ νὰ φυλάξουν τοὺς ἀρίφνητους θησαυροὺς τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας. Οἱ Πατέρες μὲ τοὺς συνεχεῖς ἀγῶνες τοὺς ἀπαντοῦσαν στοὺς ἐχθροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας μ’ ἕνα πλῆθος συνοδικῶν κανόνων καὶ δογματικῶν ὅρων, ποὺ ἑρμήνευαν αὐθεντικὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ θεμελίωναν τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι σφικτὰ ἑνωμένη μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ Πατέρες στάθηκαν ἄγρυπνοι φρουροί, τῆς ὀρθόδοξης πίστης, «θεηγόροι Ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου….οἰκουμένης ἀγλάισμα..». Πέτυχαν ἔτσι νὰ παραμείνει ἀλώβητος καὶ ἀναλλοίωτος ὁ θησαυρὸς τῆς ὀρθοδοξίας. Πρόκειται γιὰ τὴν μεγαλύτερη καὶ σημαντικότερη προσφορὰ τῶν πατέρων στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Ἰδιαίτερα σήμερα μέσα στὴν πολύμορφη σύγχυση καὶ τὶς ἀλλοπρόσαλλες ἰδέες καὶ πρακτικὲς τῶν ἡμερῶν μας οἱ πατέρες ἀποτελοῦν τὸν «πολικὸ ἀστέρα», τὸν ἀσφαλῆ ὁδηγὸ πρὸς τὴν ἀλήθεια γιὰ τὴν παραπαίουσα ἀνθρωπότητα, Ἔτσι εἶναι οἱ «πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος».
Ὀρθοδοξία: Ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων -3ον τελευταῖον
Γνήσιοι Θεολόγοι
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπίτευγμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης
πίστης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύματος. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὸν πνευματικὸ
ἀγῶνα τους, γίνονται Πνευματοκίνητοι, Θεοκίνητα «στόματα τοῦ Λόγου». Οἱ ἅγιοι
Πατέρες, αὐτοὶ οἱ «Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι»,«Ὑπὸ πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν
ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι» (β΄Πέτρου Α΄21). Πρῶτα εἶχαν βιώσει τὴν ἀληθινὴ
Θεολογία μέσα στὴν Ἐκκλησία στὴν πράξη καὶ ἀκολούθησε ἡ ἄνοδός τους στὸ βῆμα
νὰ θεολογήσουν. Μὲ τὰ χείλη τους μιλοῦσε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του. Προσωπικὴ
ζωή τους ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ Εὐαγγελίου στὴν πράξη, καὶ ἐντὸς αὐτῶν «ζοῦσε ὁ
Χριστός». Ἡ θεολογία τους εἶναι καρπὸς τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα
τους. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμολογεῖ πώς: «Δὲν εἶναι τοῦ καθενὸς νὰ
φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό…Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δὲν εἶναι τόσο φθηνὸ καὶ ταπεινό…εἶναι
μόνο τῶν δοκιμασμένων καὶ ὅσων ἔχουν προχωρήσει στὴ θεωρία (δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ
Θεοῦ) καὶ ποὺ προηγουμένως ἔχουν καθαρισθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἢ τουλάχιστον
καθαρίζονται τώρα». Γι’ αὐτὸ ὅταν ἀποφαίνονται δικαιοῦνται νὰ λένε: «Ἔδοξε
τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν…». Ἐνῷ οἱ Ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστὲς τὸ 1341 διακηρύττουν:
«Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν,
ταῦτα διὰ τῆς μικρᾶς ἐγνώκαμεν πείρας…».
«Ἀθεράπευτοι
θεραπευτές»
Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες «αἱρετικὸς» σημαίνει διαστρεβλωτὴς τῆς
πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυμμένης Ἀλήθειας, τοῦ «Θεόθεν δεδομένου τρόπου σωτηρίας».
Αἵρεση δὲ εἶναι ἡ παραμορφωμένη, ἡ ἀλλοτριωμένη ἐκδοχὴ τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου
τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν σῴζει τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἀκόμη παραχάραξη καὶ ἀναίρεση
τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ξεχώρισμα καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ Μυστικὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ζωὴ μέσα στὸ
ψέμα, δηλαδὴ ζωὴ χωρὶς τὸ Χριστό. Πρόξενος τῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ ἁμαρτία, ποὺ ὅταν
συνοδεύεται ἀπὸ ἀμετανοησία, «ἐγωιστικὴ θεώρηση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως
γίνεται αἰτία μεγάλου κακοῦ καὶ ἀπώλειας».
Στὴν περίπτωση τῶν αἱρετικῶν συμβαίνει κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο.
Μπορεῖ νὰ γνωρίζουν, ἐνίοτε, «κατὰ γράμμα»τὴν Γραφή, ἴσως καὶ ἐκπληκτικά. Τοὺς
λείπει ὅμως τὸ πιὸ σημαντικό: «Ἡ Ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῶν Πατέρων». Ἀπουσιάζει
ὁ «ἐσωτερικὸς φωτισμὸς τοῦ Πνεύματος». Δὲν ἔχουν ὑποστεῖ τὴν «θεραπευτικὴ
ἀγωγὴ» τῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως, ἐξωτερικά, νὰ παρουσιάζονται ἀνεπίληπτοι καὶ νὰ εἶναι
διανοητικὰ ἀνεπτυγμένοι, ὅπως ἔχει συμβεῖ μὲ μερικοὺς αἱρετικούς, δὲν ἔχουν ὅμως
μέσα τους τὴν φωνὴ τοῦ ἀλάθητου, τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ κρίσιμο σημεῖο
τῆς πλάνης ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Δὲν βλέπει μέσα του, δὲν ἔχει ὁδηγὸ τὴν ἀλήθεια.
Ἐδῶ ἀκριβῶς φανερώνεται ἡ «τραγικότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν». Ἐνῷ εἶναι «ἀφώτιστοι
οἱ ἴδιοι ζητοῦν νὰ φωτίσουν» τοὺς ἄλλους, ἤ καλύτερα θέλουν νὰ
γίνουν φωτοσβέστες. Ἐνῷ εἶναι Ἄθεοι οἱ ἴδιοι θέλουν νὰ μιλήσουν
θεολογικά. Γι’ αὐτὸ ἔχουν χαρακτηρίσει τοῦ αἱρετικοὺς ὡς « ψευτογιατροὺς καὶ
τσαρλατάνους, ποὺ ἐξαπατοῦν» τοὺς ἀφελεῖς καὶ ἀκατάρτιστους θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ
ἀνθρώπους. Τὸ ἀκόμα χειρότερο εἶναι πὼς ὡς πνευματικὰ «ψευτογιατροὶ» σερβίρουν
«δολοφονικὴ θεραπεία», ποὺ νεκρώνει πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο. Κυκλοφοροῦν
«πνευματικὰ φάρμακα» ἀλλοιωμένα, δηλητηριασμένα, ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία
ὅσων ἀποδέχονται τὴν προσφορά τους.
Ἡ πνευματικότητα τῆς ὀρθοδοξίας γεννᾶ Ἁγίους Πατέρες, ἐνῷ «ἡ
πνευματικότητα» τῶν αἱρέσεων σπέρνει τὴν ἀπώλεια. Ἀθεράπευτοι οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί,
πνευματικά, ἐπιχειροῦν νὰ θεραπεύσουν τοὺς ὑγιεῖς μὲ τὸ δηλητήριο τοῦ
ψεύδους καὶ τῆς πλάνης.
Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἰδιαίτερα σήμερα,
παραμένουν οἱ «ὑπέρλαμπροι φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος», τῆς ἀλήθειας τοῦ
Χριστοῦ. Μὲ ἱδρῶτες, ἀγῶνες καὶ πόνους ἔσβησαν τὶς «φλογώδεις συγχύσεις τῶν
βλασφήμων καὶ παρέδωσαν σ’ ἐμᾶς τὴν ἀνόθευτη καὶ ἀμώμητη Ὀρθοδοξία. Αὐτὴ τὴν ἁγία
πίστη, μὲ μπροστάρηδες τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἔχουμε χρέος νὰ διαφυλάξουμε ὡς
κόρη ὀφθαλμοῦ. Εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα μας σήμερα.
Ἐπίλογος
Σ’ ἕνα παμπάλαιο βιβλίο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρεται τὸ ἀκόλουθο
περιστατικὸ σχετικὸ μὲ τὸν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα. Μερικοὶ ἀσκητές, ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴ
μεγάλη φήμη καὶ διάκριση ποὺ εἶχε, πῆγαν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν. Θέλοντας δὲ νὰ
δοκιμάσουν ἂν ὀργίζεται, τὸν ρώτησαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ποὺ λένε πὼς εἶσαι
πόρνος καὶ συκοφάντης»; – «Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», ἀπάντησε. –«Ἐσὺ εἶσαι
ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος» ξαναρώτησαν. «Ναὶ ἀδελφοί μου, ἐγὼ εἶμαι», ἀπάντησε
πάλι. Γιὰ τρίτη φορὰ ρώτησαν ξανά: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός»; Τότε
ὁ Ἀγάθων πετάχτηκε ὄρθιος καὶ μὲ ἔνταση ἀποκρίθηκε: «Ἔ, ὄχι ἀδελφοί μου, αἱρετικὸς
δὲν εἶμαι».
Ἔκπληκτοι τώρα οἱ ἀσκητὲς ρώτησαν ξανά: Γιατί ὅσα τοῦ ἔλεγαν
πρῶτα τὰ παραδέχονταν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ
δὲν τὴν ἄντεξε; Τότε ὁ διακριτικὸς γέροντας, μὲ σταθερὴ φωνὴ ἀπάντησε: «Τὰ
μὲ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω. Ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικὸς
γενέσθαι, χωρισμὸς ἐστι Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω ἀπὸ Θεοῦ χωρισθῆναι». Οἱ ἀσκητὲς
θαύμασαν τὴν πνευματικὴ σοφία καὶ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν πνευματικὰ οἰκοδομημένοι.
Τὰ «ρεῖθρα τῶν θείων διδαχῶν τῶν Πατέρων», ποὺ ἀντλοῦνται «ἐκ
πηγῶν τοῦ σωτηρίου», «ἀνακαθαίρουν θολεροὺς καὶ βορβορώδεις χειμάρρους» τῶν αἱρέσεων,
καὶ «κορέννυσι τὸν διψῶντα λαὸν τοῦ Χριστοῦ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου