19 Απρ 2024

Χαῖρε, ἡδύπνοον κρίνον

Χαῖρε, ἡδύπνοον κρίνον

Γράφει η Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Φιλόλογος – Θεολόγος

   Μέσα στήν καταχνιά τῆς ἐποχῆς μας καί ἐνῶ τό πάθος τῆς σαρκολατρίας με­τέρχεται μύριους τρόπους γιά τήν ἱκανοποίησή του ἐπιστρατεύοντας ἀκόμη καί τή νομική κατοχύρωσή του μέ τόν ἐσχάτως ἐπαίσχυντο ψηφισθέντα νόμο, ἡ Ἐκ­κλησία μᾶς καλεῖ νά τιμήσουμε τήν κα­τανυκτική αὐτή περίοδο τήν πάναγνη Θεοτόκο καί Μητέρα τοῦ Κυρίου μας.

  Αἰῶνες τώρα, ἀδιαλείπτως καί ἀμεταθέτως, κατά τίς ἐαρινές νύχτες τῆς ἁ­γίας καί μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀντι­- λαλοῦν οἱ ναοί μας ἀπό ὅλα ἐκεῖνα τά ἀγγελομίμητα «Χαῖρε» πρός τήν «Ἀνύμφευτη Νύμφη», ὅταν νηπτικῷ φρονήμα­- ­τι τελεῖται ἡ λαοφιλής Ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν». «Ὀρθοστάδην» ἔψαλε γιά πρώτη φορά τήν ἐν λόγῳ Ἀκολουθία τό εὐγενές καί εὐσεβές Γένος τῶν Ρω­μαί­ων τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων. Ἦ­ταν τό ἔ­τος 626 μ.Χ., τότε πού ἡ «Ὑπέρμαχος Στρατηγός», ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μέ τόν κραταιό βραχίονά της ἔσωσε τή Βασιλεύουσα, ἀποκρούοντας τίς ἀδηφάγες ἐπιθέσεις τῶν Ἀβάρων. Στήν πορεία τῶν αἰώνων ἔγινε ὁ Ἀκάθιστος ὁ ἐμβληματικός ὕμνος τοῦ Βυζαντίου, ἕ­να εἶδος ἄ­τυπου ἐθνικοῦ ὕμνου κι ἀργότερα ὁ πιό ἀγαπητός ὅλων τῶν ὀρθο­δόξων. Ἐμπεριέχει βαθιά θεολογική σημασία, ἀφοῦ συνδέει τήν ὑπερφυσική γέννηση τοῦ Κυ­­­ρίου μας μέ τή σωτηριώδη ἀνάστασή του. Ταυτοχρόνως ἡ ὑπαρξιακή σημασία του εἶναι ἀ­σύλλη­πτη· ἀναρίθμητες γενεές ἀνά τούς αἰ­ῶνες τόν ἔψαλαν, κα­θώς μέ τά τρο­πάριά του ὑμνοῦμε τήν Παναγία ὡς Μητέρα διαχρονικά ὅλων μας. Καί Ἐ­κεί­νη μέ τήν ἀμέτρητη ἀγάπη της δέεται πάντοτε στόν Χριστό νά μᾶς βοηθήσει σέ κάθε δυσκολία, πειρασμό καί δοκι­μα­σία. Μᾶς θυμίζει, δηλαδή, ὅτι δέν εἴμαστε ποτέ μόνοι μας· ἡ Παναγία εἶναι πάντοτε μαζί μας.

  Ὁ Ἀκάθιστος ὅμως ἔχει συνδεθεῖ καί μέ ἄλλα σημαντικά γεγονότα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας. Στό ἄκουσμά του, ἀφυπνίζεται ὄχι μόνο τό θρησκευτικό, ἀλλά καί τό πατριωτικό αἴσθημα, καθώς ἀνακαλεῖ στή σκέψη μας τήν ἐποχή τοῦ ἔνδοξου αὐτοκράτορα, τοῦ Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος -ἀληθινός «πλανητάρχης» γιά τήν ἐποχή του- καθιέρωσε τήν ἑλληνική ὡς ἐπίσημη γλώσσα τῆς πολυπολιτισμι­κῆς αὐτοκρατορίας· ἐπί τῶν ἡμερῶν του τό κράτος του γνώρισε μέρες λαμπρές, μέρες πού κάθε Ἕλληνας θά εὐ­χόταν νά ξαναζοῦσε ἡ ταλαίπωρη Πα­τρίδα μας.

  Πρόκειται ἀναμφισβήτητα γιά ἀριστουργηματικό ποίημα μέ ἐξαίσιο φραστικό μεγαλεῖο. Ἔχει συντεθεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, τῆς ἰσοσυλλαβίας καί μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας. Σέ γλώσσα πλουσιότατη καί ρέ­- ουσα διανθίζεται μέ ἄφθονα ἐπίθετα, ἀντιθέσεις, παρηχήσεις, ὁμόηχα, ὁμοιο­τέλευτα καί ποικίλα σχήματα λόγου. Οἱ ἀλλεπάλληλες ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καί λυτρώσεως τοῦ προσδίδουν ἕναν τόνο ἐνθουσιαστικό καί θρι­αμ­βικό, κατάλληλο νά ἐξυμνήσει τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ διά τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Στά 37 τροπάρια τοῦ Κανό­να τοῦ Ἀκαθίστου καί στούς 24 οἴκους τῶν «Χαιρετισμῶν» συνδυάζονται ἄριστα ἡ ὀρθόδοξη Παράδοση μέ τό δόγμα τῆς πί­στε­ως· συμπυκνώνεται ἡ εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἀσκητικό ἦθος της· ὑμνολογεῖται ἡ γλυκιά μορφή τῆς Θεο­μή­το­ρος, δημιουργώντας κατάνυξη καί συ­γκλονισμό σέ κάθε ὀρθόδοξη ψυχή.

  Ἀπορεῖ κανείς τί νά πρωτοδιαλέξει ἀπό τά ἐμπνευσμένα τροπάριά του! Τί νά πρωτοπεῖ κανείς γιά τά τόσα ὑμνολογήματα, τά ὁποῖα προσέφεραν οἱ ὀρ­θό­δο­ξες καρδιές στήν Παναγία, στό «ἄν­θος τῆς ἀφθαρσίας», στό «ἡδύπνοον (= εὐω­διαστό) κρίνον», πού μοσχοβόλησε καί ἁγίασε τήν πολύπαθη πατρίδα μας, ἡ ὁ­ποία σήμερα μεταλλάσσεται ἐπικίνδυνα καί ἀποϊεροποιεῖται. Ἐξάλλου, ἡ ἴ­δια ἡ Παναγία προφήτευσε γιά τόν ἑ­αυ­τό της: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γε­νεαί» (Λκ 1,48). Ἀνθολογοῦμε μερικά ἀπό τά εὔ­οσμα ἄν­θη τοῦ ἀπαράμιλλου αὐτοῦ λει­μώνα.

  Ἡ Παναγία ὀνομάζεται: Νύμφη Ἀ­νύμ­­φευτος, Ζῶσα καὶ Ἄφθονος Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυ­ντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καὶ Παναμώμητος, Προστασία, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος ἔμψυχος, Χρυσοῦν Θυμιατήριον, χρυσῆ Λυχνία, Μανναδόχος Στάμνος, Κλῖμαξ ἐπουράνιος, τοῦ κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Σκέπη καὶ Κραταίωμα, Τεῖχος καὶ Ὀχύ­ρω­μα, πύρινος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον ἀγλαόκαρπον, Ξύλον εὐ­­σκιό­φυλλον, Ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, Φω­τὸς     Κατοικητήριον, Ὄρος ἀλατόμητον, Ὀ­σ­φρά­διον τοῦ πάντων Βασιλέως. Καί -ἐπιτρέψτε μου- γιά τήν ὑψηλή λογοτεχνικότητα τοῦ Ὕμνου νά παραθέσω ἕνα μόνο ψῆγμα σχετικά μέ τό πῶς εἰκονογραφεῖ ὁ ποιητής τό ὅτι «παρ­ῆλ­θεν ἡ κατάρα τοῦ Νόμου». «Χά­ριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαί­ων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι᾿ ἑ­αυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐ­τοῦ χάριτος· καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀ­κούει παρὰ πάντων οὕ­τως: Ἀλληλούϊ­α». Τί θαυμάσια εἰκόνα! Τά «ὀφλήματα» γράφονται καί καταγράφο­νται ἀπό τά πλέον ἀρχαῖα χρόνια, διαρ­κῶς. Ξαφνικά, Ἐ­κεῖ­νος ἁπλούστα­τα σχίζει «τό χειρόγραφον». Θεολογία καί εἰκονοποιία μο­ναδική!

Πράγματι, ὕμνος ἐξαίσιος στό κάλ­λος ὁ Ἀκάθιστος, πού τόν συνέθεσαν ἅ­γιοι ὑμνολόγοι. Εὔστοχα ὁ καθηγητής Θ. Ξύδης παρατηρεῖ: «Ὁ Ἀκάθιστος Ὕ­μνος εἶναι ὁ ὡ­ραι­ότε­ρος, ὁ βαθύτερος, ὁ ἀρ­χαι­ό­τερος παρ­θενικός ὕμνος ὁλό­­- κληρης τῆς χριστιανικῆς φιλολογίας. Ἡ ψυχή τοῦ ἀναγνώστη ἤ τοῦ ἀκροατῆ δέχεται τά σκιρτήματα τῆς θείας ἀγγελίας, τό παραμύθιο τῆς μητρικῆς παρηγο­ρί­ας, τή γαλήνη τῆς ἀδελφικῆς στορ­γῆς. Ὁ λόγος του κατορθώνει νά δημιουργήσει ὑψιπε­τῆ πορεία, ἑνώνοντας τήν ψυ­χή τοῦ πιστοῦ σέ κοινωνία καί θέση μέ τόν Θεό».

   Εὔλογο τό ἐρώτημα: Ἐνῶ ἕνα τέτοιο οὐρανομῆκες ποίη­μα, πού ἀπο­πνέ­ει τέτοια ὀμορφιά καί χαρίζει ἀ­γαλ­λίαση στίς ψυχές μας, ψάλλεται δίπλα μας, στήν ἐκ­κλησία τῆς ἐνορίας μας, γιατί ἀπέχουν τόσοι ἀπό τίς ἐκ­κλησίες; Ἄς ἑνώσουμε, ὅμως, ἐ­μεῖς προσευχητικά τίς καρδιές μας κι ἄς παρακαλέσουμε τήν Παναγία μας γιά αὐτούς τούς δυ­­σχεί­μερους καιρούς, τούς σημαδεμένους ἀπό τήν «ἀνάχυσιν» τῆς ἀ­σωτίας: Σύ, πανύμνητη Μη­­τέρα, πού εἶσαι «ἔμψυχος να­ός», τό «τίμιον διάδημα βασιλέ­ων εὐσεβῶν», «τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύρ­­γος», ἀξίωσέ μας καί στίς μέ­ρες μας νά ψάλλουμε τά μεγαλεῖα σου. Μέ τίς πρε­σβεῖ­ες σου «ἐ­γεί­ρονται τρό­παι­α», «ἐχθροὶ κατα­πίπτου­σι» κι ἐ­μεῖς ἀναφωνοῦμε: «Χαῖρε, Νύμ­φη ἀνύμφευτε»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου