Ἂς γίνωμε καλοὶ γεωργοὶ
Σοφία Μπεκρῆ,
φιλόλογος - θεολόγος
Ἡ παραβολὴ ποὺ ἀναγιγνώσκεται στὶς Ἐκκλησίες
μας τὴν ΙΓ’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου εἶναι γνωστὴ ὡς «παραβολὴ τοῦ ἀμπελῶνος» ἢ «παραβολὴ
τῶν κακῶν γεωργῶν», τὴν ὁποία ἀπευθύνει ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ,
Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους.
Τί ἔχει προηγηθῆ τῆς παραβολῆς αὐτῆς; Ὁ Χριστὸς ἔχει μόλις εἰσέλθει θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εὑρίσκεται λίγο πρὸ τοῦ Πάθους. Ἐνῶ, ὅμως, ὁ λαὸς τὸν ὑποδέχεται θερμὰ ὡς «υἱὸ τοῦ Δαυείδ», ἐρχόμενο «ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ., κα’ 9), ἐν τούτοις οἱ «σκληροὶ καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ» Ἰουδαῖοι ἄρχοντες, παρὰ τὰ τόσα θαύματα ποὺ ἔχουν δεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον, τὸν ἀμφισβητοῦν, ῥωτῶντας τον περιφρονητικά «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ» ἐνεργεῖ καὶ ποιός τοῦ ἔδωσε αὐτὴν τὴν ἐξουσία (ὅ. π. 23).
Τότε
ὁ Κύριος, ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως καὶ ἐνῶ τοὺς ὑπενθυμίζει ὅτι, ἐφ’ ὅσον δὲν ἐπίστευσαν
στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ποὺ ἔλαβαν, πόσο μάλιστα θὰ πιστεύσουν στὸν Ἴδιο, τοὺς
ἀναφέρει δύο παραβολές. Στὴν πρώτη ἕνας πατέρας καλεῖ τοὺς γιούς του νὰ ἐργαστοῦν
στὸν ἀμπελῶνα του: ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ἐνῶ ἀρχικὰ ἦταν ἀπρόθυμος, «ὕστερον
μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε.», ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἀμέσως προθυμοποιήθηκε νὰ πάῃ, στὴν
συνέχεια δὲν τὸ ἔπραξε, «οὐκ ἀπῆλθε» νὰ ἐργαστῆ. Ὁ Κύριος καλεῖ τοὺς ἴδιους τοὺς
ἀκροατές Του νὰ βγάλουν τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸ «ποιός», τελικά, «ἔκανε τὸ θέλημα
τοῦ πατρός» (ὅ. π. 31).
Πρός
ἐπίρρωση, μάλιστα, τῶν ἀνωτέρω τοὺς λέει καὶ «ἄλλην παραβολήν», αὐτὴν τοῦ ἀμπελῶνος,
ὅπως ἤδη ἀναφέραμε: «ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ
φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο
αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν.» (ὅ.π. κα’ 33). Ἀξίζει νὰ προσέξωμε, λένε οἱ σοφοὶ
ἑρμηνευτὲς Πατέρες, τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἐπέδειξε ὁ οἰκοδεσπότης γιὰ τὸν ἀμπελῶνα
του, στὸν ὁποῖο ἀνοίγει πατητήρι («ληνό») καὶ τὸν περιφρουρεῖ ἀπὸ τυχὸν ἐξωτερικοὺς
εἰσβολεῖς, θέτοντας φράκτη καὶ οἰκοδομῶντας πύργο. Ἔτσι, ἀσφαλῆ καὶ ἐξοπλισμένο
τὸν παραδίδει στοὺς γεωργοὺς καὶ ἀποδημεῖ, πιστεύοντας ὅτι καὶ ἐκεῖνοι θὰ
μεριμνήσουν πρόθυμα γιὰ τὴν προστασία του.
Ὅταν
πλησιάζῃ, λοιπόν, «ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν», καὶ ἀποστέλλει ὁ κύριος «τοὺς δούλους»
του «λαβεῖν τοὺ καρποὺς αὐτοῦ», ἐκεῖνοι, οἱ πονηροὶ καὶ ἀχάριστοι γεωργοί, ἀντὶ
νὰ ἀποδώσουν τὰ ὀφειλόμενα, «ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν»
(ὅ. π. 35). Τὰ ἴδια ἔκαναν καὶ στοὺς «ἄλλους δούλους» ποὺ ἀπέστειλε, στὴν
συνέχεια, ὁ κύριος. Τέλος, τοὺς ἔδωσε μιὰ ἀκόμη εὐκαιρία γιὰ μεταμέλεια,
στέλνοντας τὸν υἱό του, μήπως καὶ αὐτὸν τὸν ντραποῦν (ὅ. π. 37).
Τότε,
ὅμως, ἀποκαλύφθηκε ὅλο τὸ μέγεθος τῆς ἀπληστίας τῶν «κακῶν γεωργῶν». Ὄχι μόνον
δὲν σεβάστηκαν τὸν υἱό τοῦ κυρίου, ἀλλὰ σκεπτόμενοι ὅτι «οὗτός ἐστιν ὁ
κληρονόμος», τὸν ἐφόνευσαν, γιὰ νὰ πάρουν τὴν περιουσία του! Καὶ πάλι ῥωτάει ὁ
Χριστὸς τοὺς ἀκροατές Του νὰ τοῦ ποῦν τί πιστεύουν οἱ ἴδιοι ὅτι θὰ κάνῃ «ὁ
κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τοῖς γεωργοῖς τούτοις», γιὰ νὰ λάβῃ τὴν δίκαιη ἀπάντηση: «κακοὺς
κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν
αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν.» (ὅ. π. 40-41).
Ἐδῶ
θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε τελειώσει ἡ παραβολή. Ὁ Κύριος, ὅμως, τοὺς θυμίζει τὴν
προφητεία τοῦ Δαυείδ «λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς
κεφαλὴν γωνίας», προφητεύοντας, μὲ τὴν σειρά του, «ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς.» (ὅ. π.
41-43).
Ἐπιθυμεῖ,
μάλιστα, ὁ Κύριος νὰ γίνῃ ἀκόμη πιὸ σαφὴς καὶ παραστατικός: «ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν
λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν.» (ὅ. π. 44) Ὁ
λίθος ποὺ ἀπεδοκίμασαν οἱ «οἰκοδόμοι τοῦ λαοῦ» εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔγινε
ἀκρογωνιαῖος λίθος, πάνω στὸν ὁποῖο στερεώθηκε ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος πέσῃ πάνω
του, -ὅποιος τὸν πολεμήσῃ-, θὰ συντριβῆ, καὶ σ’ ὅποιον ἐκεῖνος πέσῃ πάνω, θὰ τὸν
συντρίψῃ.
Μήπως,
ἄραγε, οὔτε τότε δὲν κατάλαβαν τὸν λόγο Του οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, ὥστε νὰ
μετανοήσουν ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή; Ἀντιθέτως, μάλιστα! Ὄχι μόνον «ἔγνωσαν
ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει», ἀλλὰ ἀθεράπευτοι καὶ σκληρόκαρδοι καθὼς παρέμεναν, ζητοῦσαν
«κρατῆσαι αὐτόν»﮲ καὶ θὰ τὸ ἔκαναν, ἐὰν
δὲν ἐφοβοῦντο τοὺς ὄχλους, ποὺ τὸν θεωροῦσαν προφήτη (ὅ. π. 45-46). Ἄλλωστε δὲν
εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα Του.
Ὅπως
σὲ ὅλες τὶς παραβολές τοῦ Εὐαγγελίου, ἔτσι καὶ στὴν συγκεκριμένη ὑπάρχουν
συμβολισμοί: «οἰκοδεσπότης» εἶναι ὁ ἀγαθὸς Θεός, ποὺ μεριμνᾶ καὶ προνοεῖ γιὰ τὴν
σωτηρία τῶν πλασμάτων του, καὶ μάλιστα γιὰ τὸν περιούσιο λαό Του, γιὰ τὸν ὁποῖο
οἰκοδομεῖ, ἀρχικά, τὸν ἀμπελῶνα» του. Γνωρίζει, βεβαίως, ὁ καλὸς Θεὸς ὅτι οἱ γεωργοὶ ἐκεῖνοι θὰ
ἀποδειχθοῦν ἀκατάλληλοι γιὰ τὴν ἐργασία ποὺ τοὺς ἀνέθεσε. Δὲν τοὺς προκαταλαμβάνει,
ὅμως, λένε οἱ Πατέρες, ἀλλὰ τοὺς δίνει τὴν εὐκαιρία –πολλὲς εὐκαιρίες, γιὰ τὴν ἀκρίβεια-
νὰ ἀναδειχθοῦν καλοὶ διαχειριστές τῶν ἀγαθῶν του.
«Φράκτης»
εἶναι ὁ παλαιὸς νόμος, τὸν ὁποῖον οἱ Ἑβραῖοι συχνὰ ὑπερέβαιναν, παρὰ τὴν πολλή
Του μακροθυμία﮲ «πύργος»
εἶναι ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος καὶ «ληνός» τὸ θυσιαστήριό του﮲
«δοῦλοι» εἶναι οἱ διάκονοι τοῦ θελήματός Του, οἱ προφῆτες, «οἱ πρῶτοι», ἀπὸ τὸν
Μωϋσῆ μέχρι τὸν Ἠλία, καὶ «οἱ δεύτεροι», ἀπὸ τὸν Ἠλία μέχρι τὸν Ἰωάννη τὸν
Πρόδρομο, τοὺς ὁποίους «οἱ κακοὶ γεωργοί», οἱ ἔχοντες ἀναλάβει τὴν καλλιέργεια
τοῦ λαοῦ ἄρχοντες, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐφόνευσαν ὅλους. Τελευταῖον ἐφόνευσαν
καὶ «τὸν Υἱόν Του τὸν ἀγαπητόν», ποὺ βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο «ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος»,
ὥστε μὲ τὸ θυσιαστικό Του αἷμα «νὰ ἑνώσῃ τὰ διεστῶτα», τὸν «παλαιό» μὲ τὸν «νέο
Ἰσραήλ», -τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία-, οἰκοδομῶντας ὡς ἀκρογωνιαῖος λίθος τὴν Μία, Ἁγία
καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἐπὶ γῆς καὶ ἐν οὐρανοῖς πολιτεία Του!
Ἡ
παραπάνω περικοπὴ εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρη καὶ καλὸ εἶναι νὰ προβληματίσῃ ὅλους
μας. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε, λοιπόν, πρωτίστως ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί, ἐὰν ἀποδεικνυόμαστε
κάθε φορὰ ἀντάξιοι τῆς κλήσεως τοῦ Κυρίου μας στὸν ἀμπελῶνα του, ἢ μήπως ὑπερβαίνομε
καὶ ἐμεῖς, πολλὲς φορές, τὸν φράκτη του, φερόμενοι ἀλαζονικά, ὅπως ἄλλοτε ὁ
περιούσιος λαὸς καὶ οἱ ἄρχοντές του. Κοντολογίς, παραμένομε δοῦλοι τοῦ
θελήματός Του, ἐφαρμόζοντας στὴν πράξη καὶ μὲ κάθε θυσία τὸν λόγο Του; Μήπως
γινόμαστε καὶ ἐμεῖς «κακοὶ γεωργοί», καταστρέφοντας τὸν ἀμπελῶνα ποὺ μᾶς ἐμπιστεύτηκε
καὶ ἁρπάζοντας μὲ βία καὶ ἀπληστία τὰ κοινὰ ἀγαθά; Μήπως, ἀκόμη χειρότερα, ἐνῶ ἀναγνωρίζωμε
κατὰ βάθος ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς ἀλλὰ καὶ δίκαιος, παραμένομε ἀθεράπευτα ἀμετανόητοι
καὶ ἀδιαφοροῦμε συστηματικὰ γιὰ τὴν σωτηρία μας;
Στὴν
προκειμένη περίπτωση, ταιριάζει ἀπολύτως ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου στὸ ἀνάγνωσμα τῆς
ἰδίας Κυριακῆς: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῆ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε.»
Τέσσερις κλιμακωτὲς συμβουλὲς μᾶς δίνει ὁ Παῦλος, νὰ βρισκώμαστε πάντοτε σὲ ἐγρήγορση,
νὰ παραμένωμε σταθεροὶ στὴν πίστη, νὰ ἔχωμε ἀνδρεῖο καὶ κραταιὸ φρόνημα.
Ὅλες
οἱ παραπάνω προτροπὲς εἶναι διαχρονικές, ἀπευθύνονται πρὸς ὅλους καὶ ἰδιαιτέρως
πρὸς ἐμᾶς, τοὺς θεωρούμενους πιστούς. Γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὰ
πονηρὰ κελεύσματα τῶν καιρῶν μας καὶ στὴν πολλαπλῆ σύγχυση, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε
συνεχῶς, «ἀφορῶντες πρὸς τὸν ἀρχηγὸν τῆς πίστεως», τὸν Χριστό μας, τὸν μόνον ποὺ
μπορεῖ νὰ μᾶς ἐνδυναμώσῃ καὶ νὰ μᾶς ἐμψυχώσῃ, ὥστε νὰ παραμένωμε σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι
στὴν ὁμολογία μας.
Καὶ
βεβαίως, ὅπως συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος: «πάντα ὑμῶν (καὶ ἡμῶν) ἐν ἀγάπῃ γινέσθω.»
(Α’ Κορ., ιστ’ 14). Ἡ ἐν Χριστῶ,
μάλιστα, ἀγάπη νοεῖται, ὡς γνωστόν, πάντοτε σταυρικά, τόσο πρὸς τὸν Θεὸ ὅσο καὶ
πρὸς τὸν ἀδελφό, συμφώνως μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου μας: «ἀγαπήσεις
Κύριον τὸν Θεόν σου … καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Ματθ., κβ’ 37-38).
Ζῶντας,
ἑπομένως, συνεχῶς καὶ συνεπῶς μέσα στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου καὶ τρεφόμενοι διαρκῶς
μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ πλούσιο ἔλεός Του, μαθαίνομε καὶ ἐμεῖς νὰ γινώμαστε καλοὶ
γεωργοί, σεβόμενοι τὸν κόπο Του καὶ προασπιζόμενοι τὰ κοινὰ ἀγαθὰ πρὸς ὄφελος ὅλων.
Ἔτσι
καὶ μόνον ἔτσι ἐξασφαλίζομε τελικὰ ὅτι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἐνισχύῃ πάντοτε νὰ ξεπερνᾶμε
τοὺς πολλαπλοὺς φόβους καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀγωνίες μας. Νὰ εἴμαστε, λοιπόν, ἀπολύτως
βέβαιοι ὅτι, ἐὰν ἐνεργοῦμε συμφώνως πρὸς τὸ θέλημά Του, δὲν θὰ μᾶς στερήσῃ ποτὲ
οὔτε τὰ ἐπίγεια οὔτε τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του «εἰς τὸν αἰῶνα». Ἀμήν!
Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου