01 Μαρτίου 2023
Ἀρχιμ. Παύλου Κ. Ντανᾶ
Ἱεροκήρυκος
«Ὡς φοβερά ἡ κρίσις σου, Κύριε, τῶν ἀγγέλων παρισταμένων, τῶν ἀνθρώπων εἰσαγομένων, τῶν βίβλων ἀνεῳγμένων, τῶν ἔργων ἐρευνωμένων, τῶν λογισμῶν ἐξεταζομένων. Ποία κρίσις ἔσται ἐν ἐμοί, τῷ συλληφθέντι ἐν ἁμαρτίαις; Τίς μου τήν φλόγα κατασβέσει; Τίς μου τό σκότος καταλάμψει; εἰ μή, σύ, Κύριε, ἐλεήσεις με, ὡς φιλάνθρωπος».
Στήν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου συναντοῦμε ἕνα ἀπό τά πιό διδακτικά
τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, πού κάνει λόγο γιά τή Μέλλουσα Κρίση.
Στήν ἐποχή μας κυριαρχεῖ ἡ νοοτροπία νά τονίζονται μόνο τά αἰσιόδοξα
μηνύματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, προτιμοῦν πολλοί νά κηρύττουν αὐτά πού ἀρέσουν
στούς ἀνθρώπους καί ὄχι ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό σπάνια γίνεται λόγος
γιά τή Μέλλουσα Κρίση.
Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας. Μέσα
ἀπό τούς ὕμνους ὁ χριστιανός ζητάει τήν κάθαρσή του ἀπό τά πάθη, τήν ἀναζήτηση
τοῦ θείου θελήματος, τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, τό ἔλεος καί τή φιλανθρωπία τοῦ
Θεοῦ.
Μέ τόν παραπάνω ὕμνο ὁ ἱερός ὑμνογράφος ὑψώνει ἐναγώνια κραυγή ἱκεσίας
πρός τόν Θεό καί ὁμολογεῖ:
«Ὡς
φοβερά ἡ κρίσις σου, Κύριε» !
Κρίση εἶναι τό ἐσχατολογικό γεγονός πού συνδέεται μέ τή Δευτέρα Παρουσία
τοῦ Χριστοῦ καί την Κοινή Ἀνάσταση. Κατά τή χριστιανική διδασκαλία μετά τήν ὁλοκλήρωση
τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου καί τήν τελική ὁριστική νίκη τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ
διαβόλου θά ἀκολουθήσει ἡ κρίση τῶν ἀνθρώπων γιά τή δικαίωση ἤ τήν καταδίκη
τους ἀναλόγως μέ τίς πράξεις τους.
Ἡ Κρίση, ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καλεῖται «Μεγάλη»
γιά τρεῖς λόγους:
α) Γιά τά
πρόσωπα πού θά συγκεντρωθοῦν ἐκεῖ.
β) Γιά τά
πράγματα πού ἔχουν ἐκεῖ νά ἐξεταστοῦν, καί
γ) Γιά ἐκεῖνα
πού ἔχουν κάποτε νά ἀποφασισθοῦν.
Θά εἶναι φοβερή ἡ Κρίση ἀκόμη καί γιά ἕναν ἐπιπλέον λόγο: Γιά τά πολλά
μας ἁμαρτήματα. Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ φοβίες καί ἐνοχές. «Θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό
κακόν» (Ρωμ. 2,9).
Γίνεται φοβερή ἡ Κρίση, ὅταν σκεφτοῦμε τήν παρουσία τῶν Ἀγγέλων.
«Τῶν
ἀγγέλων παρισταμένων»
Ὅταν γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Ἄγγελοι
ἔψαλλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ.
2,14), προμηνύοντας τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ὁ Χριστός, ὡς ἔνδοξος Κριτής, δέν θά ἔλθει μόνος Του. Θά Τόν συνοδεύουν «πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ» (Ματθ.
25,31). Τώρα οἱ Ἄγγελοι θά ἔλθουν, γιά νά ἠχήσουν μέ τίς σάλπιγγές τους τόν
ἐρχομό τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τό «γιατί θά εἶναι
μαζί Του ὅλοι οἱ Ἄγγελοι». καί συνεχίζει: «Γιά νά μαρτυροῦν τίς ὑπηρεσίες
τους σάν ἀπεσταλμένοι τοῦ Δεσπότου Χριστοῡ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων» (Migne PG, τ. 58, σ.717-724).
Οἱ Ἄγγελοι τότε θά φαίνονται φωτεινότεροι ἀπό τόν ἣλιο, γιά νά αὐξάνουν
τήν τιμή στούς Ἁγίους, στούς ἁμαρτωλούς ὅμως θά δημιουργοῦν φόβο καί τρόμο. Καί
εἶναι φυσικό, ἀφοῦ στήν ἐπίγεια ζωή μας δέν σεβασθήκαμε τόν Ἄγγελο τῆς εἰρήνης,
τόν πιστό ὁδηγό, τόν φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, πού λάβαμε ἀπό τήν ἡμέρα
τοῦ Βαπτίσματος.
«Τῶν
ἀνθρώπων εἰσαγομένων»
Στήν Κρίση θά παρουσιασθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τόν
τελευταῖο πού γεννήθηκε πρίν ἀπό τή Δευτέρα Παρουσία.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος δίνει μιά συμβολική εἰκόνα,
ὅταν λέει ὅτι: «Ἡ Ἡμέρα ἐκείνη θέλει νά εἶναι μεγάλη διά τά πρόσωπα πού ἔχουν
νά συναχθοῦν, ἐπειδή μέλλει νά συναχθοῦν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι, ὅλοι οἱ δαίμονες καί ὅλοι
οἱ ἀπό Ἀδάμ μέχρι τέλος ἄνθρωποι ἐμπρός εἰς Ἐκεῖνον τόν φοβερόν Κριτήν. Τώρα σχημάτισαι
μέ τόν νοῦ σου ἕνα μεγαλώτατον καί εὐρυχωρώτατον θέατρον, τό ὁποῖο θέλει εἶναι
κοιλάς τοῦ Ἰωσαφάτ, καθώς πολλοί θέλουσιν “ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τά ἔθνη
εἰς τήν κοιλάδα Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τά ἔθνη κυκλόθεν”
(Ἰωήλ. 4,12).
Καί ἐπάνω εἰς τό θέατρο αὐτό εἰς τόν
ἀέρα, σχημάτισαι μέ τήν φαντασίαν σου ἕναν θρόνον νεφέλης, εἰς τόν ὁποῖον μέλλει
κάθηται Κριτής ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τόσην μεγαλειότητα διά τήν θείαν Του φύσιν
καί μέ τόσην δόξαν διά τήν τεθεωμένην Του ἀνθρωπότητα, εἰς τρόπον ὥστε, οὔτε ὁ ἥλιος,
οὔτε ἡ σελήνη, οὔτε τά ἄστρα θέλουν ἔχει φῶς ἔμπροσθέν Του· “ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη σκοτισθήσονται καί οἱ ἀστέρες
οὐ δώσουσι τό φέγγος αὐτῶν” (Ἰωήλ 4,15), εἰς τρόπον ὁπού ὅλοι οἱ δαίμονες, ὅλοι
οἱ ἄπιστοι καί οἱ κατάδικοι ἁμαρτωλοί, τρομαγμένοι ἀπό τή μεγαλειότητά Του,
πεφοβισμένοι ἀπό τήν δόξαν Του, θέλουν ἀναγκασθῆ, καί μή θέλοντες νά κλίνουν τά
γόνατα νά Τόν προσκυνήσουν· “ἐν τῷ ὀνόματι
Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων” (Φιλιπ. 2,10).
Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει ὅτι: «Πάντες παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ»
(Ρωμ. 14,10). Στόν κόσμο αὐτόν μποροῦμε μέ διάφορους τρόπους νά ἀποφύγουμε
τήν καταδίκη ἐκ μέρους τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Στή Μέλλουσα Κρίση, κανείς δέν ἀποφεύγει
τόν ἔλεγχο καί τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι «βασιλεῖς καί ἄρχοντες, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι,
ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, πλούσιοι καί πένητες», θά δώσουμε λόγο γιά τό πῶς
πολιτευθήκαμε στή ζωή μας.
«Τῶν
βίβλων ἀνεῳγμένων»
Κατά τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς μας,
λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κάναμε μιά συμφωνία μέ τόν Θεό ὅτι θά ζήσουμε
καινούρια ζωή. Τήν ὥρα τῆς ἀποτάξεως τοῦ διαβόλου, οἱ Ἄγγελοι πού παρευρίσκονται,
δέχονται ἀπό τό στόμα μας τά λόγια τῆς ὑποσχέσεως καί τά μεταφέρουν στόν οὐρανό,
στόν κοινό Κύριο ὅλων καί τά καταγράφουν στά οὐράνια βιβλία.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος εἶναι σαφής ὅταν
λέει γιά τό τί θά περιλαμβάνουν τά βιβλία αὐτά: «Βίβλοι ἀνοίγονται καί πράξεις ἐλέγχονται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους
δημοσιεύονται» (Τῶν Ἀπόκρεῳ). Τίποτε δέν θά ξεφύγει ἀπό τά μάτια τοῦ Θεοῦ.
Σάν μιά κινηματογραφική ταινία θά παρουσιασθεῖ ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Μή λησμονοῦμε
ἄλλωστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Παντογνώστης. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα
κτίσμα ἀφανές καί ἀόρατο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅλα εἶναι γυμνά καί
ξεσκεπασμένα στά μάτια Ἐκείνου πρός τόν Ὁποῖο θά δώσουμε λογαριασμό καί ἀπολογία
γιά τίς πράξεις μας (Ἑβρ. 4,13).
«Τῶν
ἔργων ἐρευνωμένων»
Τότε θ’ ἀποκαλυφθεῖ σ’ ὅλον τόν
κόσμο ἡ ἀληθινή μας ταυτότητα καί θά ἀπαγγελθεῖ δημόσια ἡ ἀπόφαση τῆς σωτηρίας ἤ
τῆς ἀπωλείας. Ἐάν ἡ ζωή μας ἦταν βυθισμένη στά «ἔργα τοῦ σκότους» (Ρωμ. 13,12), τότε θά ὁδηγηθοῦμε «εἰς κόλασιν αἰώνιον» (Ματθ. 25,46). Ἐάν
ὅμως εἴμαστε «ζηλωταί καλῶν ἔργων» (Τίτ.
2,14), θά ζήσουμε «εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰωάν.
6,58).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θεωρεῖ ἀφροσύνη
τό νά ἐπιδιώκει κανείς τήν ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας, ἀφήνοντας τήν ἤρεμη κατάσταση
τῆς ἀρετῆς, γιατί ἡ ἁμαρτωλή ἀπόλαυση μοιάζει μέ τρικυμία σέ ἀνοιχτό πέλαγος,
τήν ὁποία κανείς προτιμᾶ ἀπό τή γαλήνη τοῦ λιμανιοῦ.
Ἄς σκεφτοῦμε καί κάτι ἄλλο. Κι ἄν
θέλαμε, κι ἄν μπορούσαμε νά ἱκανοποιήσουμε ὅλα τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποιά θά ἦταν
ἡ ἱκανοποίησή μας; Αὐτό μποροῦμε νά τό μάθουμε, βλέποντας τούς τάφους τῶν ἄλλων
καί αὐτούς πού περιμένουν ἐμᾶς. Καί κτήματα καί χρήματα ἄν ἀποκτήσουμε, εἶναι
γνωστό ὅτι θά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο γυμνοί, ὅπως καί γυμνοί ἤλθαμε. Τό μόνο πού
θά ἔχουμε κατορθώσει νά πάρουμε γιά τή μέλλουσα ζωή εἶναι τά ἔργα πού ἔχουμε ἐπιτελέσει,
εἴτε αὐτά εἶναι καλά, εἴτε κακά.
Ὁ ἴδιος Πατήρ λέει: «Ὀλιγοστός ὁ χρόνος, βραχυμερής ὁ βίος».
Ὅσο κι ἄν ζήσουμε, θά ἔλθει κάποτε τό τέλος. Καί προσθέτει: «Ἐγκύψωμεν, εἰ δοκεῖ, εἰς τούς τάφους καί ἴδωμεν
οἵας δυσωδίας ἐφιέμεθα. Τοιαύτη γάρ πᾶσα σάρξ ἀπό φθορᾶς ἀρχομένη καί εἰς
φθοράν καταλήγουσα…».
«Τῶν
λογισμῶν ἐξεταζομένων»
Δέν θά κριθοῦν μόνο τά ἔργα μας, ἀλλά καί οἱ λογισμοί μας. Ὁ λογισμός
(=σκέψη, στοχασμός) τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά βάση ἐνέργεια τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ, ἕνα
χάρισμα θεϊκό, τό ὁποῖο τόν βοηθεῖ σέ πλεῖστες ἄλλες λειτουργίες καί τόν
καθοδηγεῖ στήν ἐπιτυχία τοῦ προορισμοῦ του. Οἱ λογισμοί, κατάλληλα
καθοδηγούμενοι καί χρησιμοποιούμενοι, θά μποροῦσαν ν’ ἀποβοῦν ἕνα χρήσιμο ἐργαλεῖο
στά χέρια τοῦ ἀνθρώπου γιά τή δική του πνευματική πρόοδο καί πνευματική ὠφέλεια
τῶν ἄλλων. Ἀλλά πολλές φορές οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί αἰχμαλωτίζονται καί
ματαιολογοῦν μέ πονηρά θέματα, καταντώντας ἔτσι πονηροί καί ἐπιβλαβεῖς.
Καθημερινά μολυνόμαστε ἀπό τούς
λογισμούς. Ὁ νοῦς μας γίνεται «ξέφραγο ἀμπέλι», μέ ἀποτέλεσμα νά δέχεται αἰσχρούς,
βλάσφημους καί πονηρούς λογισμούς. Κάθε πάθος ἀποτελεῖ πηγή ποικίλων λογισμῶν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης λέει ὅτι,
«οἱ λογισμοί εἶναι λόγοι τῶν δαιμόνων καί
πρόδρομοι τῶν παθῶν». Μέ τούς λογισμούς μολυνόμαστε καί διώχνουμε τή χάρη
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τούς λογισμούς, χρειάζεται νά ἀντισταθοῦμε
μέ προσοχή καί προσευχή, μέ τή μνήμη τοῦ θανάτου καί τῶν μελλόντων, μέ τήν
μετάνοια καί τήν ἐξαγόρευσή τους στόν Πνευματικό μας Πατέρα. Μόνο ὁ χριστιανός
πού ἀγρυπνεῖ καί ἁγιάζεται διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων θά μπορέσει νά ἀποκτήσει «νοῦν Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 2,16).
«Ποία
κρίσις ἔσται ἐν ἐμοί, τῷ συλληφθέντι ἐν ἁμαρτίαις»;
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι φέρουμε κληρονομική τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία: «Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις
ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7), ὁμολογεῖ ὁ προφήτης Δαβίδ.
Καθημερινά μέ τίς πτώσεις μας πικραίνουμε τόν Θεό τῆς Ἀγάπης. Ἀθετοῦμε τίς
ζωηφόρες ἐντολές Του. Κυριευόμαστε ἀπό τόν ἐγωισμό, συμβιβαζόμαστε μέ τό
κοσμικό πνεῦμα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφωνεῖ: «Ἡ ἐργασία τῆς ἁμαρτίας ἀπαλλοτριοῖ (ἀποξενώνει)
τοῦ Κυρίου καί προσοικειοῖ (ἐξομοιώνει) τῷ διαβόλῳ». Γιά ποιό λόγο; Ἐξηγεῖ ὁ
ἴδιος Πατήρ: «Ἀτιμασθήσεται ἀνήρ ὑπό τῆς ἰδίας
ἁμαρτίας. Ἀτιμοποιός γάρ ἡ ἁμαρτία». Ἄτιμο, κάνει τόν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία.
Ὅταν, λοιπόν, ἔρχεται σέ ἀπόγνωση ὁ ἄνθρωπος
καί ἀναλογίζεται σέ τί κατάσταση ἔχει περιέλθει, λέει:
«Τίς
μου τήν φλόγα κατασβέσει; τίς μου τό σκότος καταλάμψει»;
Τόν φόβο καί τόν τρόμο περιγράφει ὁ ἱερός
Χρυσόστομος: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν
μετανοοῦν, συζοῦν μέ τόν διαρκή φόβο· καί ὅπως τρέμουν ὅσοι βαδίζουν μέσα σέ
μιά ἀσέληνη νύχτα, ἔστω κι ἄν δέν παρευρίσκεται κανείς πού νά τούς φοβίζει, ἔτσι
ἀκριβῶς καί ὅσοι πράττουν τήν ἁμαρτία εἶναι φοβισμένοι, ἔστω κι ἄν δέν ὑπάρχει
κανείς πού νά τούς ἐλέγχει, ἀλλά φοβοῦνται τά πάντα καί εἶναι καχύποπτοι, γιατί
ἐλέγχονται ἀπό τή συνείδηση, καί κάθε λόγος καί πράξη τους συνοδεύεται ἀπό φόβο
καί ἀγωνία, κοιτάζουν γύρω τους τά πάντα καί φοβοῦνται τά πάντα».
Καί συνεχίζει: «Οὐκ ἴστε ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τελευταίᾳ πῶς συστρέφει ψυχήν ἁμαρτήματα, πῶς
κάτωθεν τήν καρδίαν ἀνακινεῖ»; Ἑρμηνεία: «Δέν γνωρίζετε, πῶς κατά τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μας, ἀναστατώνουν
τήν ψυχή μας τά ἁμαρτήματα»;
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει ὅτι ὁ ἁμαρτωλός
δέν θά βρεθεῖ «ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς
γεγραμμένος» (Ἀποκ. 20,15). Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς καί
πνευματικός θάνατος.
Πόσο μακριά ἀλήθεια βρίσκεται ὁ
Προτεσταντισμός, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι τά ἔργα δέν εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή
σωτηρία, καθώς καί ὁ Παπισμός πού πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σωθεῖ καί
μέ τά ἔργα τῶν ἄλλων, δηλαδή μέ τίς «ἀξιομισθίες» τῶν ἁγίων τίς ὁποῖες διαχειρίζεται
ἀποκλειστικά ὁ ἑκάστοτε πάπας τῆς Ρώμης τόν ὁποῖον ἀποκαλοῦσε αἰρεσιάρχη ὁ
θεοφόρος Μητροπολίτης Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας κυρός Κοσμᾶς.
Στό ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ ὕμνου πού ἀναλύουμε,
γιά τό ποιός θά τόν σώσει ἀπό τά πολυώδυνα βάσανα τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἔρχεται
ἡ ἀπάντηση:
«Εἰ
μή σύ, Κύριε, ἐλεήσεις με, ὡς φιλάνθρωπος»
Οὔτε οἱ ἄγγελοι οὔτε οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά μᾶς σώσουν. Μόνο τό ἔλεος τοῦ
Κυρίου μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Μόνο Αὐτός εἶναι σέ θέση, γιατί τό ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο
καί ἡ φιλανθρωπία Του ἀνεξιχνίαστος. Ἐκεῖνος εἶναι πού ἦλθε νά σώσει τό χαμένο
πρόβατο καί νά καταργήσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου (Α΄ Ἰωάν. 3,8).
Ναί, καί οἱ μεγαλύτερες ἁμαρτίες
σβήνουν μέσα στόν ἀπέραντο ὠκεανό Του. «Μέγας
ὁ Κύριος ἡμῶν, καί μεγάλη ἡ ἰσχύς αὐτοῦ» (Ψαλμ. 146,5). Μεγάλο τό ἔλεός Του
σέ ὅποιον καταφύγει κοντά Του μέ συντριβή καί δάκρυα μετανοίας. Ἡ μετάνοια καί ἡ
ἐξομολόγηση εἶναι τό κλειδί τοῦ Παραδείσου.
Ἄς τελειώσουμε μέ τή Χρυσοστομική
σάλπιγγα:
· «Ἔλα, ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ, ἔλα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἐλέους
καί τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ.
· Ἔλα, μήν ἀπελπίζεσαι. Ἡ ἀπελπισία εἶναι ἐκ τοῦ
διαβόλου. Ἡ ἐλπίδα εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν. Τό μέγα ἔλεός
Του εἶναι ἡ μεγάλη, ἡ μοναδική ἐλπίδα σου.
· Ἔλα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός
τῆς Φιλανθρωπίας, τό Πανδοχεῖο τῆς Χάριτος, τό Θεραπευτήριο τῶν πληγωμένων, τῶν
ἡμιθανῶν ψυχῶν. Πουθενά, μήν ἀπατᾶσαι, πουθενά ἀλλοῦ δέν θά βρεῖς παρηγοριά, ἐλπίδα,
χαρά, θεραπεία, σωτηρία, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀναβλύζει ἡ ἀστείρευτη,
ἡ αἰώνια πηγή τῆς Θείας Ἀγαθότητος, τοῦ Πατρικοῦ Ἐλέους τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου