Οἱ
Καταβασίες τῆς Ὑπαπαντῆς
Σοφία Μπεκρῆ,
φιλόλογος –θεολόγος
Ἡ
Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, ἡ συνάντηση δηλαδὴ καὶ ὑποδοχή Του ἀπὸ τὸν γέροντα
Συμεῶνα καὶ τὴν προφήτιδα Ἄννα κατὰ τὴν ἀφιέρωσή Του στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ
παράδοση, σαράντα ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, ἀποτελεῖ
μιὰ μεγάλη Θεoμητoρικὴ καὶ Δεσπoτικὴ ἑoρτὴ ποὺ ἑορτάζεται
στὶς 2 Φεβρουαρίου. Оἱ Καταβασίες τῆς Ἑορτῆς εἶναι πoίημα τoῦ Ἁγίoυ Κoσμᾶ
Μελωδοῦ, Ἐπισκόπoυ Мαϊoυμᾶ, καὶ ψάλλoνται ἀπὸ τὶς 15 Ἰανoυαρίoυ μέχρι τὶς 9
Фεβρoυαρίoυ, ὁπότε καὶ ἀπoδίδεται ἡ ἑoρτή.
Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ
ἐπιχειρήσωμε μιὰ προσέγγιση τῶν ὑπερόχων αὐτῶν ὕμνων, ἐμβαθύνοντας στὸ
θεολογικό των περιεχόμενο, μὲ ὄχημα τὴν θαυμάσια ἑλληνική μας γλῶσσα, τὴν
θεραπαινίδα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὠδὴ α’, ἦχος γ’
Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος ἐπεπόλευσέ ποτε﮲ ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη ἑκατέρωθεν ὕδωρ λαῷ πεζοποντοποροῦντι καὶ θεαρέστως μέλποντι. Ἄσωμεν τῷ Κυρίω﮲ ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.
Ἀπόδοση:
Πάνω στὸν στέρεο καὶ ἀβυσσαλέο βυθὸ τῆς θαλάσσης ἔρριξε κάποτε ὁ
ἥλιος τὶς ἀκτῖνες του· διότι τό νερὸ ἔγινε στερεὸ σὰν τεῖχος δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ
γιὰ τὸν λαό, πού πεζοποροῦσε καὶ ἔψαλλε θεαρέστως· ἂς ψάλωμε στὸν Κύριο, διότι ἔχει
δοξαστῆ τὸ ὄνομά του.
Ὁ εἱρμὸς τῆς α’ ὠδῆς ἀναφέρεται, ὅπως καὶ ἡ παλαιὰ βιβλικὴ ὠδή, στὸ
θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς μετατροπῆς τῆς θαλάσσης σὲ ξηρὰ κατὰ τὴν διάβαση τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Μὲ τὴν λέξη «ἀβυσσοτόκος» ὁ ὑμνογράφος παρομοιάζει τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης
μὲ κοιλία μητρὸς ποὺ περισφίγγει σὰν βρέφος τὸ νερὸ στὴν ἀγκαλιά της. Αὐτὸν τὸν
βυθὸ τὸν ἄγγιξε ὁ ἥλιος μία καὶ μοναδικὴ φορὰ μὲ τὶς ἀκτῖνες του, ὅταν ἡ
θάλασσα σχίσθηκε διὰ τῆς ῥάβδου τοῦ Μωϋσέως καὶ ἔγινε «τὸ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ
δεξιῶν, καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύμων» πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ γιὰ τὴν διάσωσή του ἀπὸ
τοὺς Αἰγυπτίους (Ἔξ., 14, 22).
Ὠδὴ γ’
Τὸ στερέωμα τῶν ἐπὶ σοὶ πεποιθότων, στερέωσον, Κύριε, τὴν Ἐκκλησίαν, ἣν ἐκτήσω
τῷ τιμίῳ σου αἵματι.
Ἀπόδοση: Ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ στήριγμα αὐτῶν ποὺ
σὲ ἐμπιστεύονται, στερέωσε, Κύριε, τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἀπέκτησες μὲ τὸ
τίμιό Σου αἷμα.
Τὸ περιεχόμενο τοῦ παρόντος εἱρμοῦ συνδέεται μὲ τὴν 3η βιβλικὴ ᾠδή, ποὺ εἶναι
ἀφιερωμένη στὴν προφήτιδα Ἄννα. Ἀκόμη καὶ λέξεις χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὴν παλαιὰ
βιβλικὴ ᾠδή, ὅπως «στερέωμα» καὶ «στερέωσον», ἀπὸ τὰ λόγια τῆς προφήτιδος:
«Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας
μου ἐν Θεῷ μου» (Α’ Βασιλ. β’ 1). Στερέωμα καλεῖται ὁ Χριστός, ἐπειδὴ σ’ Αὐτὸν
στηρίζομε ὅλοι τὶς ἐλπίδες μας καὶ ζητεῖται ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ διαφυλάξῃ τὴν Ἐκκλησία,
ποὺ ἀπέκτησε ὁ Ἴδιος προσφέροντας τὸ τίμιο Αἷμα Του. Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση τοῦ
τροπαρίου παραπέμπει στὴν προτροπὴ τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου:
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ
ποιμνίῳ (…) ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ
τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κ’ 29).
Ὠδὴ δ’
Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου Χριστέ﮲
τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθὼν τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς
δόξης σου ὤφθης ὡς βρέφος, ἀγκαλοφορούμενος, καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως.
Ἀπόδοση: Ἐκάλυψε οὐρανοὺς
ἡ ἀρετή σου, Χριστέ· διότι, ἀφοῦ προῆλθες ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ποὺ ἁγίασες, δηλαδή τὴν
ἄφθορη Μητέρα σου, φάνηκες στὸν Ναὸ τῆς δόξης σου ὡς βρέφος ποὺ τὸ κρατοῦσαν
στήν ἀγκαλιά· καὶ γέμισαν τά πάντα ἀπὸ τὴν δοξολογία σου.
Γιὰ τὸν εἱρμὸ τῆς δ’ ᾠδῆς ὁ ὑμνογράφος δανείζεται τὰ λόγια τοῦ ποιητοῦ
της, τοῦ προφήτου Ἀββακούμ,: «ἐκάλυψεν οὐρανοὺς
ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (Ἀββ. γ’ 3). Κατὰ τὸν Ἅγιο
Νικόδημο, ἡ ἀρετὴ τοῦ Κυρίου εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε σκέπασε τοὺς οὐρανούς, τὶς
δυνάμεις τῶν Ἀγγέλων, ποὺ ἔφριξαν γιὰ τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας
(Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑορτοδρόμιον, σελ. 217). Ἡ Παναγία ὀνομάζεται «κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος» ἀπὸ τὸν ψαλμὸ τοῦ
Δαυΐδ, «σὺ καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ ἁγιάσματός
σου» (Ψαλμ.
ρλα’ 8). Ὅπως ἡ κιβωτὸς φύλαγε τὶς πλάκες τοῦ νόμου, ἔτσι καὶ ἡ Παναγία, ὡς ἄλλη
κιβωτός, ἔφερε μέσα της τὸ ἁγιασμένο ἀπὸ τὴν θεότητα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λέξη «ἀγκαλοφορούμενος» σημαίνει εἴτε ὅτι τὸ
βρέφος βασταζόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητρός Του, εἴτε, τὸ πιθανώτερο, ὅτι
τοποθετήθηκε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ δικαίου Συμεῶνος. Ὁ τελευταῖος στίχος, «καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς Σῆς αἰνέσεως»,
εἶναι καὶ πάλι παρμένος ἀπὸ τὸν προφήτη Ἀββακούμ: «καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ» (ὅ.π.).
Ὠδὴ ε’
Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένω, Θεόν ὑπ’ Ἀγγέλων δόξης
δορυφορούμενον, ὦ τάλας! ἐβόα, ἐγώ﮲
πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα.
Ἀπόδοση: Ὅταν ὁ Ἡσαΐας
εἶδε συμβολικὰ σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο τὸν Θεό, νὰ περιβάλλεται τιμητικὰ ἀπὸ ἐνδόξους
Ἀγγέλους, φώναζε· ὦ, ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! διότι προεῖδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ πάρῃ σῶμα, αὐτὸς
ποὺ εἶναι Κύριος τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ τῆς εἰρήνης.
Στὸν εἱρμὸ τῆς ε’ ᾠδῆς ὁ ὑμνογράφος δανείζεται φράσεις ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη
βιβλικὴ ᾠδή, τοῦ προφήτου Ἡσαΐα. Ἀναφέρεται στὸ ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ προφήτης, τὸν
Κύριο καθήμενο σὲ θρόνο ὑπερυψωμένο καὶ γύρω Του στέκονταν τὰ Σεραφίμ, καθ’ ἕνα
ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔλεγε πρὸς τὸ ἄλλο: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης
πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ἦταν τόσο μεγάλες οἱ κραυγὲς τῶν Ἀγγέλων, ὥστε τὸ
γεῖσο τοῦ Ναοῦ ἀναπετάχθηκε καὶ ὅλος ὁ Ναὸς γέμισε ἀπό καπνό. Ἕνα Σεραφὶμ πῆρε
μὲ λαβίδα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἄνθρακα ἀναμμένο καὶ μὲ αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ
προφήτου καὶ εἶπε: «ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας
σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ» (Ἡσ. στ’ 1-7). Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ
προφήτης Ἡσαΐας ξεκίνησε τὸ προφητικό του ἔργο. Ἡ φράση «συμβολικῶς» φανερώνει τοὺς
συμβολισμοὺς τοῦ ὁράματος. Ἔτσι, ὁ ὑψηλὸς θρόνος προεικονίζει τὴν Παναγία, τὴν
«ὑψηλοτέρα οὐρανῶν», ἡ ὁποία ἔκανε θρόνο τὰ σπλάχνα της, γιὰ νὰ καθίσῃ ἐπάνω
της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὴν φράση τοῦ Ἡσαΐου «πρὸ
γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν» ὡς μιὰ μορφὴ συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ στὰ ἀνθρώπινα
μέτρα, καθ’ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ δῇ ἄνθρωπος γυμνὴ τὴν θεότητα. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἡσαΐας
λέει ὅτι τὸν εἶδε καθήμενο. Τέλος ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται νὰ δεσπόζῃ «φωτὸς ἀνεσπέρου
καὶ εἰρήνης», διότι εἶναι «φῶς τὰ προστάγματά» του (Ἡσ. κστ’ 9) καὶ
εἶναι Κύριος τῆςεἰρήνης (Ἡσ. κστ’12).
Ὠδὴ στ’
Ἐβόησέ σοι, ἰδών ὁ Πρέσβυς, τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸ σωτήριον, ὃ λαοῖς ἐπέστη· Ἐκ
Θεοῦ Χριστὲ σὺ Θεός μου.
Ἀπόδοση:
Ὅταν ὁ γέρων Συμεὼν εἶδε μὲ τὰ μάτια του τὴν σωτηρία ποὺ ἦλθε γιὰ τοὺς λαούς (τόν
Χριστό), φώναξε δυνατά· Χριστέ μου, ἐσὺ εἶσαι Θεός μου, ποὺ προῆλθες ἀπὸ τὸν Θεὸ
Πατέρα.
Ὁ εἱρμὸς τῆς στ’ ᾠδῆς ξεκινάει μὲ τὴν λέξη «Ἐβόησε», ὅπως καὶ ἡ ἀντίστοιχη
βιβλικὴ ᾠδὴ τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου» (Ἰω. β’ 3). Ἀναφέρεται
στὸ γεγονὸς τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅταν «κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν (τὸν
Χριστό) εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ» (Λουκ. β’ 22). Ὁ πρέσβυς εἶναι
ὁ δίκαιος Συμεών, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νὰ δῆ μὲ τὰ μάτια του «τὸ σωτήριον»,
δηλαδὴ τὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων (Λουκ. β’ 25-32). Τέλος ὁ ὑμνογράφος
βάζει στὸ στόμα τοῦ Συμεῶνος τὴν φράση: «Ἐκ Θεοῦ, Χριστέ, Σὺ Θεός μου»,
ποὺ θυμίζει τό: «Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ποὺ ἀναφέρεται
στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐκεῖνο φώτισε καὶ τὸν Συμεῶνα νὰ ἀναγνωρίσῃ τὸν Κύριο.
Ὠδὴ ζ’
Σὲ τὸν ἐν πυρὶ δροσίσαντα Παῖδας θεολογήσαντας καὶ Παρθένῳ ἀκηράτῳ ἐνοικήσαντα,
Θεὸν Λόγον, ὑμνοῦμεν εὐσεβῶς μελῳδοῦντες· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ἀπόδοση: Ἐσένα, ὁ ὁποῖος δρόσισες μέσα στὴν φωτιὰ τοὺς νέους ποὺ
θεολόγησαν καὶ κατοίκησες σὲ ἀμόλυντη Παρθένο, ἐσένα, τὸν Θεὸ Λόγο, ὑμνοῦμε
ψάλλοντας μελῳδικὰ μὲ εὐλάβεια· εἶσαι δοξασμένος, ὁ Θεός τῶν πατέρων μας.
Ὁ εἱρμὸς αὐτῆς τῆς
ᾠδῆς ἀποτελεῖ ὕμνο στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος δρόσισε τοὺς Τρεῖς
Παῖδες μέσα στὸ ἀναμμένο καμίνι ποὺ τοὺς εἶχε βάλει ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορας.
Οἱ τρεῖς νέοι «θεολόγησαν» μπροστὰ στὸν βασιλιά: «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς
ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς … καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς» (Δαν.
γ’ 16-17). Ὅπως, λοιπόν, τότε ἡ φωτιὰ δὲν ἄγγιξε τοὺς τρεῖς νέους, ἔτσι καὶ
τώρα τὸ πῦρ τῆς θεότητος (ὁ Χριστός), ποὺ κατοίκησε μέσα στὴν κοιλία τῆς
Παναγίας, δὲν τὴν κατέκαυσε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ψάλλομε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν».
Ὠδὴ η’
Ἀστέκτῳ πυρὶ ἑνωθέντες οἱ θεοσεβείας προεστῶτες Νεανίαι, τῇ φλογὶ δὲ μὴ
λωβηθέντες, θεῖον ὕμνον ἔμελπον ·Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψοῦτε
εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ἀπόδοση: Ἀφοῦ ἑνώθηκαν
μὲ τὴν ἀφόρητη φωτιὰ οἱ νέοι ποὺ πρωτοστατοῦσαν στὴν θεοσέβεια, χωρὶς νὰ βλαβοῦν
ἀπὸ τὴν φλόγα, ἔψαλλαν θεϊκὸ ὕμνο· δοξάζετε ὅλα τὰ ἔργα τὸν Κύριο καὶ ὑπερυψώνετέ
τον σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Οἱ τρεῖς νέοι προασπίστηκαν τὴν πίστη των, μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν νὰ
προσκυνήσουν τὴν χρυσῆ εἰκόνα τοῦ Ναβουχοδονόσορα. Μὲ τὴν στάση τους αὐτὴν ἐνεθάρρυναν
καὶ τὸν ὑπόλοιπο λαό, ὥστε νὰ μὴν ὑποκύψουν στὶς πιέσεις τοῦ βασιλιᾶ. Ἐν τέλει,
ὄχι μόνον διαφυλάχθηκαν σῷοι ἀλλὰ καὶ ἔψαλλαν τὸν χαρακτηριστικὸ ὕμνο: «εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον· ὑμνεῖτε
καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας»
Ὠδὴ θ’
Ἐν νόμου σκιᾷ καὶ γράμματι τύπον κατίδωμεν οἱ πιστοί﮲
πᾶν ἄρσεν τὸ τὴν μήτραν διανοῖγον, ἅγιον Θεῷ﮲
διὸ πρωτότοκον Λόγον, Πατρὸς ἀνάρχου Υἱόν, πρωτοτοκούμενον Μητρὶ ἀπειράνδρῳ,
μεγαλύνομεν.
Ἀπόδοση: Κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ γράμμα τοῦ
νόμου ἂς δοῦμε καλὰ οἱ πιστοὶ μιὰ προεικόνιση﮲
κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν Θεό﮲
γι’ αὐτό, τὸν πρωτότοκο Λόγο, τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνάρχου Πατρός, ποὺ γεννιέται
πρωτότοκος ἀπὸ Μητέρα χωρὶς πεῖρα ἀνδρός, ἂς τὸν μεγαλύνωμε.
Στὸν εἱρμὸ τῆς θ’ ᾠδῆς παροτρύνονται οἱ πιστοὶ νὰ δοῦν τὴν προτύπωση ποὺ
βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ τὸ γράμμα τοῦ παλαιοῦ νόμου. Ὁ μωσαϊκός,
λοιπόν, νόμος ὥριζε ὅτι «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον
μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται» (Λουκ. β’ 23) . Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγ.
Νικόδημος Ἁγιορείτης, ὁ τύπος τοῦ νόμου αὐτοῦ δὲν ἁρμόζει σὲ κανένα ἄλλο παιδὶ ἀρσενικὸ
καὶ πρωτότοκο, παρὰ μόνον στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος χωρὶς σπορὰ ἀνδρὸς καὶ μὲ ὑπερφυσικὸ
τρόπο ἄνοιξε τὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Παναγίας, κατὰ τὴν γέννηση, καὶ τὴν διεφύλαξε
πάλι, ὅπως ἦταν πρίν, ἀβλαβῆ καὶ κλειστή (Ἁγ. Νικοδήμου, Ἑορτοδρόμιον, σελ.
232-233). Ἡ φράση «Ἅγιος Θεός» χρησιμοποιεῖται, διότι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἦταν
νήπιο, ὅταν οἱ γονεῖς του τὸν ὡδήγησαν στὸν Ναό, ἀλλὰ ἦταν συγχρόνως «πρὸ αἰώνων
Θεός». Ἐπίσης, χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «πρωτότοκος»,
ὄχι γιατὶ γεννιέται καὶ ἄλλο παιδὶ ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ
«μονογενής». Τέλος, ἡ λέξη «μεγαλύνομεν»,
ποὺ δείχνει ὅτι ὁ εἱρμὸς αὐτὸς ἀνήκει στὴν 9η ᾠδή, παραπέμπει στὰ λόγια ποὺ εἶπε
ἡ Παναγία προφητικὰ στὴν συνάντησή της μὲ τὴν Ἐλισάβετ. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ
τῷ Σωτῆρι μου.» (Λουκ. α’ 47-48).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου